Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

Η θλίψη ακατοίκητη ψάχνει τους μετανάστες της.

Με τις ίδιες κινήσεις της ψυχής. Σα ν’ άλλαξαν δρόμο και να έστριψαν σ’ ενός μικρού παράδρομου την ιστορία. Μόνο και μόνο για ν’ αγοράσουν της μέρας το ψωμί. Ένα καρβέλι, στα δύο.

Μίλια θολά μετακινήθηκαν με τα ίδια μάτια. Ακίνητα, αμετακίνητα, να κοιτούν τον κόσμο, μην αντέχοντας να εκφράσουν ξανά το ίδιο παράπονο. Έναν κόσμο ίδιο, στοιχισμένο σε άλλη σειρά. Έναν ίδιο κόσμο στη φωτεινή του μεριά. Και από την άλλη του μεριά σκοτεινότερο κι από την αυγή.

Μία δεύτερη φορά, με τον ίδιο λόγο που τους ξερίζωσε. Και πάλι στο ίδιο παράπονο, πνιγμένοι, ζωντανοί. Εδώ, περισσότερο απ’ ό,τι εκεί. Η θλίψη ακατοίκητη φέρνει τους μετανάστες της στον άλλο τόπο. Και ηχεί από απόσταση: τόσο σώμα, τόσο ψυχή, σαν κέλυφος κενό.

Αποφάγια

Ένα 11χρονο αγόρι έξω από τα McDonalds. Δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών περιμένει καρτερικά. Λαχταρά τα αποφάγια. Κάτι θα ξεμείνει. Πάντα κάτι απομένει. Σιχαίνεται ή δεν σιχαίνεται τις δαγκωματιές των άλλων; Τι σημασία έχει αυτό, όταν πεινάς τόσο πολύ και είσαι απροστάτευτος; Κανένα παιδί δεν πρέπει να νιώθει έτσι.

«Κάτι έβρισκα πάντα. Άλλες φορές σκεφτόμουν πόσο άσχημο είναι αυτό. Και άλλες φορές έφευγα χορτάτος, ευχαριστημένος, δίχως δεύτερες σκέψεις».

Έξω από φούρνους, από σούπερ μάρκετ, ζητιανεύοντας σε κάποιο πόστο ή ακολουθώντας περαστικούς. Στα μέρη όπου η ελεημοσύνη ανυψώνεται σε αρετή, εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου της εντιμότητας των ανθρώπων. Εκεί όπου ο οίκτος μετατρέπεται σε εμπαιγμό. Τότε που ξεκινάει μία εποχή βαρβαρότητας.

Μία παιδική ηλικία κατά την οποία η καρδιά είτε έπρεπε να ραγίσει είτε να πετρώσει. Μα εκείνη του Πατρίς Εβρά άντεξε. Δεν της συνέβη τίποτα από τα δύο. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο κατάφερε να παραμείνει με μία παντοτινά παιδική διάθεση και να απολαύσει όσα η ζωή είχε να του επιστρέψει στα χρόνια που θα ακολουθούσαν…

Κακοποίηση

Ο πατέρας (παρα)ήταν “ερωτικός”. Σε μία κρίση ασυγκράτητης υπερβολής σκόρπισε 24 κουτσούβελα. Τα έκανε με τρεις διαφορετικές γυναίκες στη Σενεγάλη και τη Γουινέα, όπου πέρασε τη νεανική ηλικία του ως διπλωμάτης. Τα σκορπούσε και τα παράταγε.

Ο Πατρίς γεννήθηκε στο Ντακάρ της Σενεγάλης, αλλά εκεί έμεινε μόνο για τον πρώτο χρόνο της ζωής του. Ο πατέρας βρέθηκε στην πρεσβεία της χώρας στις Βρυξέλλες, μα έπειτα από δύο χρόνια αποφάσισε να παρατήσει τη Ζακλίν, η οποία πήρε τα δικά της οκτώ παιδιά και μετακόμισε λίγο νοτιότερα, στη Λες Ουλίς, στα προάστια του Παρισιού. Εκεί ήταν που άρχισαν τα δύσκολα.

Ήταν 13 ετών. Ξύπνησε και δεν ήθελε να ξαναπάει σχολείο. Δεν ήθελε να πει τον λόγο. Για μία βδομάδα έκλαιγε και απόφευγε πεισματικά. Θα χρειαζόταν να περάσουν 26 χρόνια για να αποκαλύψει την αιτία.

Είχε δεχθεί σεξουαλική επίθεση από τον δάσκαλό του.

Κατάφερε να την αποφύγει, αλλά τον στιγμάτισε για πάντα. Τον είχε στοιχειώσει μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε, όταν στα 22 του πλέον τον πλησίασαν οι Αρχές που ερευνούσαν τον ίδιο δάσκαλο για αντίστοιχες περιπτώσεις, ο Πατρίς αρνήθηκε ότι του είχε συμβεί κι εκείνου.

Στο μεσοδιάστημα είχε αποφασίσει ότι δεν άντεχε άλλο να ζητιανεύει και μπήκε σε μία συμμορία, κάνοντας το βαποράκι. Έσπρωχνε μαριχουάνα στις γειτονιές, αλλά ευτυχώς αυτό κράτησε μόνο για έναν χρόνο. «Εάν δεν ήταν το ποδόσφαιρο, είτε θα ήμουν φυλακή είτε θα είχα πεθάνει», θα ομολογήσει σε συνέντευξή του, αφότου σταμάτησε την μπάλα. Αυτό το στρογγυλό αντικείμενο που θα του έσωνε τη ζωή με την πιο γνωστή ιδιότητά της, αυτή της θεάς.

Απόρριψη

Του άρεσε να παίζει επιθετικός. Ήθελε να σκοράρει και πανηγύριζε με κωλοτούμπες, φωνάζοντας «Είμαι ο νέος Ρομάριο». Ωστόσο, καμία σημαντική ομάδα δεν είδε στο πρόσωπό του ένα σημαντικό ταλέντο. Όπου και να δοκιμάστηκε απορρίφθηκε. Στη Ρενς και τη Λανς τού είπαν ότι ήταν πολύ μικρόσωμος και τότε η Παρί τού έδωσε μία μικρή ελπίδα. Ήταν 16 ετών και βρέθηκε για τρεις μήνες στο προπονητικό κέντρο της, δίχως όμως να μπορέσει να τους πείσει για τις ικανότητές του στη γραμμή κρούσης.

Έπρεπε να επιστρέψει στην ταπεινή Μπρετάν της γειτονιάς του. Σε ένα τοπικό τουρνουά όμως τον είδε ένας Ιταλός ανιχνευτής και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην Τορίνο. Για 10 μέρες προπονήθηκε μαζί τους και του είπαν να ενσωματωθεί στη Β’ ομάδα τους.

Τότε ήταν που συνέβη κάτι εντελώς απρόσμενο. Από τη Μαρσάλα, μία ομάδα της Serie C1, τον πλησίασαν και του έδωσαν ένα μικρό συμβόλαιο και πληρωμένο σπίτι. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Είπε αμέσως το ναι. Ήταν 17 ετών και το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ξανοιγόταν μπροστά του. Για πρώτη φορά άρχισε να το πιστεύει.

Χαμένος

Γύρισε πίσω, μάζεψε τα πράγματά του και πήγε στον σταθμό του τρένου. Δεν είχε ταξιδέψει τόσο μακριά ποτέ ξανά μόνος του. Τα έχασε. Ο κεντρικός σταθμός στο Παρίσι έχει άπειρες διαδρομές και εκείνος έπρεπε να πάει πρώτα στο Μιλάνο, έπειτα στη Ρώμη, για να φτάσει με τρίτη ανταπόκριση στην άγνωστη Μαρσάλα της Σικελίας. Τα έκανε θάλασσα. Έχασε το τρένο του, ξέμεινε όλο το βράδυ στον σταθμό και έπειτα από δυόμισι μέρες κατάφερε να φτάσει στον περίεργο προορισμό του. Εκεί τα πήγε πολύ καλά. Έπαιξε ως αριστερός εξτρέμ 24 ματς και έβαλε τρία γκολ.

Τον είδε η Μόντσα, πλήρωσε 250.000 ευρώ και τον έκανε δικό της. Μόνο που εκεί δεν πήγε τίποτα σωστά. Μόλις τρεις αγώνες και τον παραγκώνισαν. Σηκώθηκε και έφυγε μόνος του, δίχως να ρωτήσει. «Δεν ήθελα να ξαναπαίξω. Ούτε εκεί ούτε πουθενά. Ήμουν 19 ετών και είχα απογοητευτεί και βαρεθεί να μου λένε ότι δεν κάνω. Και ότι δεν θα γίνω ποτέ σπουδαίος».

Επέστρεψε στο Παρίσι και τελικά κατάφερε να μείνει ελεύθερος. Κάπου εκεί εμφανίστηκε η Νις και εκεί άλλαξαν όλα. Η επιτυχία ξεκίνησε με έναν παράδοξο τρόπο. Εκείνος δεν είχε ακολουθήσει κανένα από τα τέσσερα βήματα που οδηγούν προς την επίτευξη ενός στόχους. Δεν είχε σχεδιάσει τίποτα λεπτομερώς, δεν είχε προετοιμαστεί με προσήλωση, ούτε προχώρησε με αποφασιστικότητα ή επιδίωξε με επιμονή. Τουλάχιστον μέχρι τότε. Επειδή το 2000 ήταν η χρονιά που θα ξεκινούσε να ανεβαίνει.

Άμυνα

Μετακόμισε στον γαλλικό Νότο χωρίς καλή ψυχολογία. Δεν ένιωθε ότι ήταν μία καλή επιλογή, ούτε ήταν βέβαιος ότι μπορούσε να αγωνιστεί με προοπτικές στη Β’ Γαλλίας. Για ακόμα μία φορά μπήκε σε ένα τρένο, δίχως να ξέρει ακριβώς πού θα τον έβγαζε αυτό το ταξίδι. Άλλοι έψαχναν για κάποιο λιμάνι, άλλοι ρωτούσαν για έναν σταθμό, ένας σκυφτός κούρδιζε το ρολόι του σταματημένο εδώ και μέρες. Κοίταξε γύρω του, ήταν πρωί, ο ήλιος σηκωνόταν κι όλα μύριζαν άλλη μια σκάρτη περιπέτεια. Μα δεν τον φόβιζε κάτι. Άλλωστε, όταν φτάσεις στο σημείο να θέλεις να τα παρατήσεις, τότε είναι η στιγμή που πρέπει να προχωρήσεις.

Το πεπρωμένο του ήταν να παίξει μπάλα στο ύψιστο επίπεδο και, όσες δυσκολίες και αν του παρουσιάστηκαν, δεν γινόταν να ξεφύγει από αυτό.

Αρχικά η απογοήτευση τον κυρίευσε και πάλι, καθώς ξόδεψε όλη τη χρονιά με τη Β’ ομάδα της Νις στην Δ’ κατηγορία. Ωστόσο, στην πρώτη αγωνιστική του 2001-2002 κόντρα στη Λαβάλ οι δύο αριστεροί μπακ ήταν τραυματίες και τον κάλεσαν να καλύψει το κενό. Δεν του άρεσε να παίζει εκεί, αλλά ήταν πραγματικά καλός και κράτησε τη θέση, μιας και σε κάθε ματς βελτιωνόταν εντυπωσιακά. Ώσπου την τελευταία αγωνιστική έβαλε το νικητήριο γκολ και οι Νικαιώτες πήραν έπειτα από τέσσερα χρόνια το εισιτήριο για το Championnat. Και εκείνος βρέθηκε στην καλύτερη 11άδα της χρονιάς. Από τότε και για πάντα, θα ήταν πλέον ένας φανταστικός πλάγιος αμυντικός.

Μονακό

Ο Ντιντιέ Ντεσάν, ο οποίος είχε αναλάβει τη γειτονική Μονακό, ζήτησε να του τον αγοράσουν. Ο Εβρά τού είπε ότι ήθελε να αγωνίζεται ως εξτρέμ, αλλά του το ξέκοψε. Και είχε απόλυτο δίκιο. Με τους Μονεγάσκους ήρθε η απογείωση. Τον βοήθησε και ότι εκείνη ήταν μία εκπληκτική ομάδα, ίσως η καλύτερη στην ιστορία του club. Μαζί με τους Ράφα Μάρκες, Σεμπαστιάν Σκιλασί και Ούγο Ιμπόρα σχημάτισαν μία σούπερ γραμμή άμυνας.

Στην πρώτη του σεζόν εκεί (2002-2003) κατέκτησαν το League Cup και την αμέσως επόμενη άγγιξαν το τρελό όνειρο. Με συμπαίκτη του τον Άκη Ζήκο, ο οποίος έκοβε και έραβε στη μεσαία γραμμή, και κόντρα σε κάθε προγνωστικό, απέκλεισαν τη Λα Κορούνια, τη Ρεάλ Μαδρίτης και την Τσέλσι, για να βρεθούν στον Τελικό του Champions League. Μόνο που στο Gelsenkirchen η Πόρτο του Ζοσέ Μουρίνιο ήταν πιο αποφασισμένη και τους καθάρισε, αφήνοντάς τους με την γλυκόπικρη ανάμνηση του φιναλίστ.

Από εκεί και μετά δεν υπήρχε ποδοσφαιρόφιλος στην Ευρώπη που να μην τον γνωρίζει. Είχε καταφέρει να προκαλέσει αίσθηση με τις κούρσες του, με το ασύλληπτο πάνω-κάτω που δεν είχε σταματημό, τις έξυπνες τοποθετήσεις και τη μεγάλη δύναμη σε σχέση με το δέμας του.

Γρήγορος, με μεγάλο άλμα, με τσαμπουκά και με το σωστό δείγμα ορθολογισμού και παρορμητισμού στο παιχνίδι του, συστήθηκε εκείνο το καλοκαίρι και στην Εθνική Γαλλίας. Αν και εκεί αρχικά έβλεπε την πλάτη του Ερίκ Αμπιντάλ, πολύ γρήγορα θα γινόταν βασικός και με τα μπλε.

Κάπως έτσι πέρασε και το 2004-2005 και το μισό της επόμενης σεζόν, με τη Μονακό να έχει χάσει την αίγλη της και να παλεύει στα μεσαία κλιμάκια της κατηγορίας. Είχε έρθει η ώρα για το άλμα. Το ήξερε και περίμενε υπομονετικά. Ώσπου τον Δεκέμβρη του 2005 χτύπησε το τηλέφωνό του. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. «Άρσεναλ, Λίβερπουλ και Ρεάλ Μαδρίτης μίλησαν με τον μάνατζέρ μου. Για μένα όμως η Γιουνάιτεντ ήταν η μόνη επιλογή. Και αυτό, επειδή μου τηλεφώνησε προσωπικά ο ίδιος ο προπονητής».

Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ

Με μόλις 5.5 εκατ. ευρώ η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είχε πετύχει διάνα. Και εκείνος ήταν ευτυχισμένος. Στο βασίλειο των ιδεών του, όλα εξαρτώνται από τον ενθουσιασμό και αυτή η μεταγραφή τον πήγε στον ουρανό.

Βέβαια, στο ντεμπούτο του, πέντε μέρες αργότερα, όλα κύλησαν χάλια. Όπως δηλαδή έχει συμβεί σε τόσες και τόσες πρώτες εμφανίσεις στο Νησί. Στο τοπικό ντέρμπι η Μάντσεστερ Σίτι τους καθάρισε 3-1, με τον Τρέβορ Σινκλέρ να του δείχνει ότι η Premier League είναι μία άλλη ιστορία. «Ίσως δεν έπρεπε να τον βάλω να παίξει τόσο άμεσα. Μάλλον ήταν ένα μεγάλο ρίσκο που δεν βγήκε», θα εξηγούσε αμέσως μετά ο Σερ Άλεξ.

Σε μία σεζόν που βρισκόταν μεταξύ εξέδρας, πάγκου και 11άδας, δέχθηκε ρατσιστική επίθεση από τον Στιβ Φίναν στο ντέρμπι με τη Λίβερπουλ. Όλα έμοιαζαν λάθος. Την επόμενη όμως πήρε με το καλημέρα τα κλειδιά της θέσης από τον Μίκαελ Σιλβέστρ και δεν τα έδωσε ξανά σε κανέναν. Ήταν από τους βασικούς συντελεστές στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος (2007), με τον ίδιο να ψηφίζεται στην καλύτερη 11άδα (επαναλήφθηκε το 2008-2009, 2009-2010), ενώ στο Champions League αποκλείστηκαν στα ημιτελικά από τη Μίλαν.

Με τους Νεμάνια Βίντιτς, Ρίο Φέρντιναντ και Γκάρι Νέβιλ, αλλά και τον Έντουιν Φαν Ντερ Σάαρ να φυλάει τα νώτα τους, δημιούργησαν μία από τις πιο απροσπέλαστες γραμμές στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου.

Ακολούθησαν δύο διαδοχικές κορυφές και συνολικά πέντε Πρωταθλήματα έως το 2013. Ενδιάμεσα πήρε τα πάντα (εκτός από το Κύπελλο), με αποκορύφωση την κατάκτηση του Champions League στον εμφύλιο με την Τσέλσι το 2008. Εκείνο όμως που τον στεναχωρεί πάντα είναι οι δύο ακόμα χαμένοι τελικοί από την εκπληκτική Μπαρτσελόνα του Πεπ Γκουαρδιόλα (2009, 2011).

Η εποχή του στη Γιουνάιτεντ ολοκληρώθηκε το 2014 και τον τοποθετεί ανάμεσα στους καλύτερους όλων των εποχών για το club. Σίγουρα υπήρξε ο κορυφαίους όλων των εποχών στη θέση του, ενώ θεωρείται ο δεύτερος καλύτερος αριστερός μπακ στην Premier League πίσω μόνο από τον Άσλεϊ Κόουλ.

Αυτό δεν το πέτυχε μόνο με τις ικανότητές του στο χορτάρι αλλά και με τη γενικότερη συμπεριφορά και τον σεβασμό του απέναντι στην ομάδα. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στο Old Trafford, φρόντισε να μάθει τα πάντα για τον σύλλογο. Είδε αμέτρητα dvd με όλους τους legends, έμαθε λεπτομέρειες για το δυστύχημα του Μονάχου και προσπάθησε να πλησιάσει κάθε συμπαίκτη που έπαιζε μπροστά του. Έγινε κολλητός με τον Κριστιάνο Ρονάλντο, μελέτησε το παιχνίδι του Ράιαν Γκιγκς και έμαθε ακόμα και τα βασικά για να συνεννοείται στα κορεάτικα με τον Πάρκ Τζι Σουνγκ.

Ρατσισμός

Το μόνο που δεν κατάφερε να αποφύγει ήταν το να εμπλακεί σε ρατσιστικές ιστορίες. Δεν έφταιγε. Τόσο στα χρόνια του στην Αγγλία όσο και γενικότερα στην καριέρα του, ποτέ δεν άφησε αναπάντητη κάποια προσβολή και φρόντιζε να δημοσιοποιεί τα πάντα.

Μάλωσε με συνοδό γηπέδου στο Stamford Bridge που τον έβρισε, για να τιμωρηθεί εκείνος τελικά με τέσσερεις αγωνιστικές. Κατήγγειλε ακόμα τρία περιστατικά, ενώ πιο διάσημο απ’ όλα ήταν το περιστατικό με τον Λουίς Σουάρες. Το 2011 στο Anfield ο Ουρουγουανός φορ φέρθηκε σκάρτα. Τουλάχιστον 10 φορές τον είπε «νέγρο»«μαϊμού»«βρομιάρη» και τιμωρήθηκε σωστά με οκτώ αγωνιστικές. Στο ματς του Old Trafford ο Σουάρες πήγε να του δώσει το χέρι, ο Εβρά τράβηξε το δικό του.

Το 2013 αποχαιρέτησαν μαζί με όλη την οικογένεια της Γιουνάιτεντ τον Φέργκιουσον και του έκαναν δώρο το Πρωτάθλημα. Ο ίδιος ήταν καταπληκτικός. Έβαλε για πρώτη του φορά τέσσερα γκολ και το φοβερό ήταν πως τα τρία σημειώθηκαν με κεφαλιές από κόρνερ.

Η επόμενη χρονιά στη μετάβαση με τον Ντέιβιντ Μόγιες δεν πήγε καλά και το καλοκαίρι του 2014 ήρθε το τέλος. Ο Λουίς Φαν Χάαλ αγόρασε τον Λουκ Σο και ο Εβρά κατάλαβε ότι ο πιο φανταστικός κύκλος της καριέρας του έπρεπε να ολοκληρωθεί.

Η λύση ήρθε από τη Γιουβέντους και η πρόκληση ήταν ενδιαφέρουσα. Θα γυρνούσε ξανά στην Ιταλία. Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα χανόταν με το τρένο.

Φινάλε

Η εμπειρία και το ηγετικό πνεύμα του βοήθησαν τους «Bianconeri» να φτάσουν στο μεγάλο ραντεβού με την Μπαρτσελόνα στο Βερολίνο. Το «MSN» των Μέσι, Σουάρες, Νεϊμάρ ήταν καταιγιστικό και για τρίτη φορά θα έβλεπε τους Καταλανούς να του στερούν τη χαρά. Και όχι μόνο αυτό. Μαζί με το 2004 και τις δύο αποτυχίες με τη Γιουνάιτεντ (2009, 2011), θα γινόταν ο μοναδικός με τέσσερεις χαμένους Τελικούς στην ιστορία του Champions League.

Με τη «Γιούβε» θα γευόταν τη χαρά δύο Scudetti και εγχώριων τίτλων, αλλά σταδιακά εκείνος μεγάλωνε και ο ανερχόμενος Σάντρο τού έπαιρνε τη θέση. Τον Δεκέμβριο του 2016 ήταν πλέον 35 ετών και έπρεπε να φύγει.

Δύο μισές χρονιές στη Μαρσέιγ, όπου το πιο εκκωφαντικό που είχε να παρουσιάσει ήταν η επίδειξη κουνγκ φου με κλωτσιές σε οπαδούς της ομάδας που αποδοκίμαζαν τους παίκτες. Πέντε εμφανίσεις με τη Γουέστ Χαμ το 2017-2018 και τα πάντα ήταν έτοιμα να κλείσουν.

Εθνική

Σε όλη αυτή την πορεία παράλληλα κινήθηκαν και τα έργα και οι ημέρες του με την Εθνική Γαλλίας, τα οποία όμως δεν συνοδεύτηκαν με κάποια επιτυχία. Με τον Ραϊμόν Ντομενέκ δεν είχαν μεταξύ τους συμπάθεια από τα προκριματικά του Euro U21 του 2002. Τον άφησε αδίκως εκτός από το Μουντιάλ του 2006 και επέστρεψε με το εθνόσημο σε φιλικό με την Ελλάδα αμέσως μετά το τουρνουά. Στο Euro 2008 και στο Μουντιάλ του 2010 η Γαλλία πάτωσε.

Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση εκείνος ήταν που βρέθηκε στο στόχαστρο. Για την ακρίβεια τοποθετήθηκε μόνος του. Στα γήπεδα της Νοτίου Αφρικής ο Νικολά Ανελκά έπρεπε να τεθεί εκτός εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος.

Ο Εβρά βγήκε μπροστά και μαζί του 10 ακόμα διεθνείς αρνήθηκαν να προπονηθούν, εάν δεν άλλαζε η απόφαση. Τελικά τιμωρήθηκε κι εκείνος, με το ζήτημα να φτάνει μέχρι την Kυβέρνηση που απαίτησε την απομάκρυνσή του.

Επέστρεψε για το Euro 2012, το Μουντιάλ του 2014 και, στην καλύτερη στιγμή του με τους «Tricolore», έπαιξε στον Τελικό του Euro 2016. Ακόμα ένας χαμένος Τελικός, ακόμα μία αποτυχία στο πιο μεγάλο ραντεβού.

Ζωή…

Αφήνοντας πίσω του το παιχνίδι, άρχισε να βγάζει στην οθόνη τον πραγματικό εαυτό του. Αστεία βιντεάκια με τρελούς χορούς, χαβαλές και σκετσάκια στα social media αλλά και σοβαρές τοποθετήσεις για ζητήματα όπως η παιδεραστία, η σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών και φυσικά ο ρατσισμός. Την ίδια στιγμή βοηθάει οικονομικά διάφορα ιδρύματα και έχει συμβάλει στο χτίσιμο νοσοκομείου στη Σενεγάλη.

Το 2017, στη σημαντικότερη στιγμή της ζωής του, βρέθηκε με ένα μικρόφωνο μπροστά του στο βήμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Εκεί βρήκε το θάρρος να μιλήσει ανοιχτά για τη δική του σεξουαλική κακοποίηση ως παιδί. «Ήταν ό,τι πιο δύσκολο και πιο εκπληκτικό μού έχει συμβεί. Και για όλη μου τη ζωή πλέον θα παλεύω για τα παιδιά», είπε στο κλείσιμό του.

Κατέβηκε από το βήμα χαμογελαστός. Όπως κάνει πάντα. Ακόμα και στα πιο ζόρικα. Ακόμα και όταν έψαχνε στα σκουπίδια για δαγκωμένα μπέργκερ. Τα έζησε πάντοτε στο μεταίχμιο. Σε αυτό το όριο που, για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από τη γη. Σκληρή αλήθεια και όμορφη φαντασία. Ειδάλλως δεν θα είχε επιβιώσει.

Και τα κατάφερε πολύ όμορφα. Για κάποιον που δεν είχε να φάει και τώρα μοιράζει φαγητό. Για κάποιον που ήθελε να σκοράρει γκολ και κατέληξε να χαλάει εκείνα των αντιπάλων. Και συνεχίζει. Όπως έκανε πάντοτε.

Δίχως να κοιτάζει πίσω με θυμό.

Ούτε όμως μπροστά με φόβο.

Παρά μονάχα τριγύρω, προσεκτικά.

Και αισιόδοξα…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This