Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Αδαμόπουλου

Τα τέσσερα μάτια που ήταν καρφωμένα στην ασπρόμαυρη μικρή τηλεόραση, στην πόλη Κράλιεβο, δεν ξεκολλούσαν το βλέμμα τους από την οθόνη. Ωστόσο, την κοιτούσαν με διαφορετικές σκέψεις.

Το ένα ζευγάρι, αυτά του Μίλαν Μπογκόγεβιτς, έβλεπαν κυρίως στο μέλλον. Τα μάτια του, άλλωστε, δεν είχαν δει και λίγα. Το ταλέντο «ξεχείλιζε» σε κάθε ανοικτό γήπεδο της Γιουγκοσλαβίας.

Ο πιτσιρικάς που καθόταν πλάι του, όμως, είχε γουρλώσει τα δικά του και χάζευε τα «λαμπερά» αστέρια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1984, στο Λος Άντζελες.

Ο Βλάντε Ντίβατς είχε αφήσει κατά μέρους εκείνη την καμπουριαστή περπατησιά του και στεκόταν όρθιος από την αγωνία για την επόμενη φάση.

Ο Μπογκόγεβιτς τον είδε με την άκρη του ματιού του. Γύρισε προς το μέρος του και έκανε μία τολμηρή πρόβλεψη… «Βλάντε, κοίτα. Αν δουλέψεις σκληρά, στους επόμενους Ολυμπιακούς, το 1988 στη Σεούλ, θα είσαι μέσα σε αυτή την τηλεόραση!».

Ο Μίλαν ήταν ο προπονητής που «ευθύνεται» για την αφοσίωση του μετέπειτα θρύλου της «μεγάλης των πλάβι σχολής». Ήταν εκείνος που του έδωσε την πρώτη μεγάλη ευκαιρία, στην τοπική Σλόγκα.

Δεν έγινε απλώς ο μπασκετικός μέντοράς του. Ήταν μία δεύτερη πατρική φιγούρα, αλλά, κυρίως, ο άνθρωπος που τον έκανε να μάθει για τα καλά την πίστη στον συνάνθρωπο.

Ο Μπογκόγεβιτς είχε δει για πρώτη φορά τον Βλάντε στους δρόμους του Κράλιεβο, όπου ο μικρός είχε πάει για να επισκεφθεί τη γιαγιά του και εύλογα του έκανε εντύπωση το μπόι των σχεδόν 210 εκατοστών.

Στον νεαρό είδε έναν μελλοντικό ηγέτη και δεν πέρασε καιρός για να πλησιάσει τους γονείς του. Λίγο πριν από τα 14 του, ο Ντίβατς κάθισε με τον πατέρα, την μητέρα και τον αδερφό του για να μιλήσουν. Σκεφτόταν να αφήσει το Πριεπόλιε των 13.000 κατοίκων, όπου γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1968, για να παίξει επαγγελματικά στη Σλόγκα και να ζήσει μόνιμα με τη γιαγιά του.

Αρχικά ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο, όμως στα 12 του, ένας κόουτς ονόματι Νίκολα Άπατσιτς, τον συμβούλευσε να αλλάξει άθλημα.

Η φαμίλια του διαπίστωσε τη φλόγα στα μάτια του. Και με δάκρυα στα δικά τους, οι δικοί του έδωσαν την ευλογία τους, τον πίστεψαν. Ο Βλάντε αισθανόταν ήδη ευλογημένος για τούτο.

Δεν άργησε να γίνει μέλος της πρώτης ομάδας της Σλόγκα, πετυχαίνοντας σε ηλικία 16 ετών 22 πόντους σε 20 αγώνες.

Στην πρεμιέρα της σεζόν 1985-1986, η Σλόγκα ηττήθηκε στο Βελιγράδι από τον Ερυθρό Αστέρα. Ο 17χρονος Ντίβατς, όμως, σκοράροντας 27 πόντους, «κέρδισε» κοινό και Τύπο.

Η «προφητεία» του Γιουγκοσλάβου κόουτς για παρουσία του μικρού στους «επόμενους» Ολυμπιακούς δεν ήταν πια «επιστημονική φαντασία», όπως την αποκάλεσε το 1984 όταν την άκουσε ο Βλάντε!

Όταν επέστρεψε από τη Σεούλ με το ασημένιο μετάλλιο, το φόρεσε στο λαιμό του Μπογκόγεβιτς.

Δύο χρόνια πριν από το Ολυμπιακό μετάλλιο, κι ενώ είχαν προηγηθεί τίτλοι με τις «μικρές» εθνικές και τους Κούκοτς, Ράτζα, Κοπρίβιτσα, αλλά και η μετεγγραφή του στην Παρτίζαν Βελιγραδίου, ο Ντίβατς βίωσε τη μεγαλύτερη απογοήτευσή του.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν 1985-1986, ο ομοσπονδιακός προπονητής, μετέπειτα κόουτς και της ΑΕΚ και αείμνηστος πλέον Κρέζιμιρ Τσόσιτς, δούλευε τακτικά μαζί του.

Ο «Κρέζο» πεταγόταν ως το Κράλιεβο για μερικές ατομικές προπονήσεις. Τα μυστικά του σέντερ έβγαιναν από το στόμα και τις κινήσεις του και ο Βλάντε άκουγε προσεκτικά.

Το ταλέντο του ήταν ευδιάκριτο. Το ένστικτό του έμοιαζε με «κράμα» ενθουσιώδους εφήβου και ώριμου ενήλικα και ο Τσόσιτς δεν το σκέφτηκε πολύ… Ο 18χρονος Ντίβατς θα ήταν μέλος της 12αδας για το Μουντομπάσκετ του 1986 στην Ισπανία.

Δεν ήξερε, ακόμη, πως ο νεαρός σέντερ θα έκρινε σε μεγάλο βαθμό, αλλά από την… ανάποδη, ένα ιστορικό και μνημειώδες ματς.

Μαδρίτη. Ημιτελικός της διοργάνωσης και οι Γιουγκοσλάβοι προηγούνται της Σοβιετικής Ένωσης με 85-76, μόλις 40΄΄ πριν από το τέλος.

Η λέξη «τέλος» ήταν υπερβολή… Οι Σοβιετικοί μειώνουν στους τρεις, με δύο τρίποντα, και στην τελευταία επίθεση ο Βλαντε κάνει διπλή ντρίμπλα που οδηγεί σε νέο τρίποντο του Βάλντις Βάλτερς και σε παράταση!!!

Οι «πλάβι» χάνουν και ο Ντίβατς δηλώνει πως «αυτή τη νύχτα ήθελα να τα παρατήσω…».

Την επομένη, ο Τσόσιτς τον βάζει στη βασική πεντάδα του αγώνα για το χάλκινο μετάλλιο με τη Βραζιλία. Το μήνυμα ξεκάθαρο: «Πιστεύω σε σένα!».

Η παρθενική σεζόν του στην Παρτίζαν ολοκληρώθηκε με δύο τίτλους.

Το Κύπελλο Κόρατς, μάλιστα, είχε την υπογραφή του, καθώς μετά την ήττα 89-76 στην Ιταλία από την Καντού, ο Ντίβατς σκόραρε 30 πόντους (22 είχε ο Ζάρκο Πάσπαλι και 21 ο Σάσα Τζόρτζεβιτς) στον επαναληπτικό τελικό και την ανατροπή με 101-82 στο Βελιγράδι!

Η Παρτίζαν κατέκτησε και το πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας, επί του Ερυθρού Αστέρα και ο Βλάντε συνέχισε να μαζεύει «παράσημα».

Φόρεσε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 1987 στην Αθήνα και το χρυσό στο Παγκόσμιο Κ-19, παρέα με τους Κούκοτς, Τζόρτζεβιτς, Κοπρίβιτσα, τον μετέπειτα κόουτς του Πανιωνίου, Λούκα Παβίτσεβιτς και τον Μίροσλαβ Πετσάρσκι, που στη συνέχεια αγωνίστηκε σε Άρη, Παναθηναϊκό και Πανιώνιο.

Το 1989, πάντως, ήταν ακόμη πιο θριαμβευτικό, με νταμπλ στη Γιουγκοσλαβία και το Κύπελλο Κόρατς, το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ στον τελικό με την Ελλάδα και την επιλογή του στο Νο26 του ντραφτ του ΝΒΑ από τους Λέικερς. Όλα έγιναν γρήγορα, αλλά εκείνος τα απολάμβανε. Από το Πριεπόλιε και το Κράλιεβο θα βρισκόταν στο Χόλιγουντ!

Στην πτήση από την πατρίδα του για το Λ.Α., με τη σύντροφό του δίπλα του, έφερνε στο μυαλό του την «ταινία» στην οποία πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Μάτζικ Τζόνσον και τις συμβουλές που θα άκουγε από τον Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ, ο οποίος μόλις είχε αποχωρήσει από την ενεργό δράση.

Λίγο πριν προσγειωθεί, δεν γνώριζε ότι δεν θα «απογειώσει» απλώς την καριέρα του, αλλά θα δείξει και τον δρόμο για τους επόμενους Ευρωπαίους στην Αμερική.

Όταν πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Καλιφόρνια, έδειχνε στον Τζέρι Ουέστ «σαν έναν τύπο που ταξίδευε τρεις μέρες!». Ο τότε τζένεραλ μάνατζερ των Λέικερς -παλαίμαχος θρύλος τους και εκείνος που παρουσίασε τον Βλάντε στο Hall Of Fame, το 2019, θυμήθηκε πως «κρατούσε δύο μεγάλες σακούλες, για βαλίτσες. Δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά, ήταν ατημέλητος, όμως ήταν χαμογελαστός. Δεν γινόταν να μην τον συμπαθήσεις!».

Ο Ουέστ αποκάλυψε αργότερα ότι οι σκάουτερ των Λέικερς του έλεγαν να επιλέξει έναν παίκτη από κολέγιο, ο οποίος τελικά έπαιξε 150 λεπτά σε τρεις σεζόν στο ΝΒΑ. Ο Ντίβατς, από την άλλη, «άντεξε» 16 χρόνια και αγωνίστηκε σε 1.134 ματς.

Εκτός από «πρωτοπόρος» και ουσιαστικός «ιχνηλάτης» για τους Ευρωπαίους στη Λίγκα, ο Ντίβατς έγινε ένας «επαναστατικός» σέντερ. Ήταν αυτό που στην Αμερική έλεγαν «δαντελένιος», με εξαιρετική γνώση των βασικών, καλός πασέρ και με σουτ από μέση απόσταση. Στο τέλος της καριέρας του έγινε η επιτομή του λεγόμενου «point-forward». 

Το φθινόπωρο του 1989 ήταν μαζί με άλλους ρούκι όπως ο Ντράζεν Πέτροβιτς και οι Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, Σάσα Βολκόφ, Ζάρκο Πάσπαλι το πρώτο «κύμα» ξένων, που στις μέρες είναι πάντα περισσότεροι από 100, κάθε χρονιά.

Όταν αποσύρθηκε, το 2005, έχοντας στην καριέρα του με Λέικερς, Χόρνετς και Κινγκς 13.000+ πόντους, 9.000+ ριμπάουντ, 3.000+ ασίστ και 1.500+ μπλοκ, κάτι που στο ΝΒΑ έχουν πετύχει μόνοι οι Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ, Τιμ Ντάνκαν, Σακίλ Ο’Νιλ, Κέβιν Γκαρνέτ, Χακίμ Ολάζουον και Πάου Γκασόλ!

Μάλλον διόλου άσχημα για έναν παίκτη που όταν έφτασε στις Η.Π.Α., όπως έχει αποκαλύψει ο Μάτζικ Τζόνσον, άρχισε να μαθαίνει αγγλικά παρακολουθώντας καρτούν στην τηλεόραση!

Ευτύχησε μεν να αποτελέσει μέλος των Λέικερς, όμως το περίφημο «Showtime» τους ήταν στις τελευταίες μέρες του. Παρόλα αυτά, ταίριαξε με τον Μάτζικ στο παρκέ, έδειξε το ταλέντο του και συμπεριλήφθηκε στην κορυφαία πεντάδα πρωτοεμφανιζόμενων, το 1990.

Η συνύπαρξη στο παρκέ ήταν εύκολη, διότι όπως έλεγε ο ίδιος ο Ντίβατς, «αν και χρειάστηκα έξι μήνες να μάθω αγγλικά, το μπάσκετμπολ είναι παγκόσμια γλώσσα».

Ο χαρακτήρας του δεν ταίριαζε μεν με τη «λάμψη» του Χόλιγουντ, όμως το ταπεραμέντο του «κόλλησε» με την εξωστρέφεια της πόλης και της νέας ζωής του. Λάτρεψε το Λ.Α. και γι’ αυτό, όταν το 1996 ο Τζέρι Ουέστ τού μετέφερε τα μαντάτα, θέλησε να γυρίσει πίσω στη Σερβία…

Στην «πόλη των αγγέλων» τα μεγάλα όνειρα δεν τελειώνουν ποτέ και ο Ουέστ είχε ήδη διαμορφώσει τα δικά του. Για το δίδυμο που είχε φανταστεί ότι θα οδηγήσει τους Λέικερς και πάλι στην κορυφή, όμως, απαιτούνταν μία μεγάλη θυσία.

Ο Βλάντε έγινε μέρος της ανταλλαγής που έφερε τον Κόμπι Μπράιαντ στην Καλιφόρνία, καθώς παραχωρήθηκε στη Σάρλοτ -η οποία είχε επιλέξει τον 18χρονο στο Νο13 του ντραφτ- για τον μετέπειτα «Black Mamba».

Παράλληλα, η αποχώρηση του Σέρβου άδειασε χώρο στο σάλαρι-καπ ώστε οι Λέικερς να αποκτήσουν ως ελεύθερο από το Ορλάντο τον Σακίλ Ο’Νιλ. «Σακ» και Κόμπι χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια να εκπληρώσουν τις υψηλές προσδοκίες, όμως «υπέγραψαν» το three-peat του Λ.Α. από το 2000 ως το 2002.

Ο Ντίβατς ομολόγησε πως «δεν ήθελα να παίξω πουθενά αλλού εκτός του Λος Άντζελες και σκέφτηκα να παρατήσω το μπάσκετμπολ και να επιστρέψω στο σπίτι μου».

Δεν μετάνιωσε, ωστόσο, για να την απόφαση να δώσει μία ευκαιρία στους Χόρνετς. Καθώς έπειτα από μία διετία «που έγινα πιο σοβαρός απέναντι στο άθλημα», μετακόμισε στο Σακραμέντο, όπου πέρασε τα καλύτερα και πιο παραγωγικά έξι χρόνια του στο ΝΒΑ.

Η σκέψη περί αποχώρησης ήταν η χειρότερη που πέρασε από το μυαλό του όσο έζησε στην Αμερική. Η χειρότερη ανάμνηση της ζωής του, όμως, ήταν εκείνο το καλοκαίρι του 1990, στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής, όταν έχασε πρόωρα από τη ζωή του τον αδερφικό φίλο του, Ντράζεν Πέτροβιτς…

Ήταν η τραγική ιστορία του τέλους μίας φιλίας, την οποία «σκόρπισε» ο διαχωρισμός της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Αν και τελείως αντίθετοι χαρακτήρες, Βλάντε και Ντράζεν έγιναν συγκάτοικοι στις αποστολές όλων των Εθνικών ομάδων. «Επέλεγαν να βάζουν στο δωμάτιο παιδιά με διαφορετική νοοτροπία», είχε εξηγήσει ο Ντίβατς.

«Ο Ντράζεν ήταν πειθαρχημένος. Εγώ ποτέ δεν ήμουν πολύ σοβαρός και δεν μαζευόμουν εύκολα», είχε παραδεχθεί. Κι όμως, οι δυο τους ταίριαξαν και όταν ως ρούκι στο ΝΒΑ ο Πέτροβιτς δεν αγωνιζόταν πολύ στο Πόρτλαντ, καλούσε στο τηλέφωνο τον ψηλό για μία παρηγορητική κουβέντα.

Ο «γιος του διαβόλου» είχε μπροστά του σταρ όπως οι Κλάιντ Ντρέξλερ και Τέρι Πόρτερ και πανηγύριζε κάθε καλάθι ως γκολ. «Βλάντε, σήμερα έβαλα δύο πόντους», του έλεγε. Ο Ντίβατς γέμιζε θλίψη, γιατί ήξερε ότι ο φίλος του είχε συνηθίσει να είναι ηγέτης.

Το καλοκαίρι του 1990, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στην Αργεντινή, η Γιουγκοσλαβία παρατάχθηκε ενωμένη, αν και στο πολιτικό σκηνικό τέσσερις δημοκρατίες επιθυμούσαν την απόσχιση τους και διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους.

Μία από αυτές ήταν και η Κροατία του Ντράζεν. Τα δύο αδέρφια, όμως, παίζουν απλώς μπάσκετ. Οι «πλάβι» διαλύουν τα πάντα στο πέρασμά τους.

Στον ημιτελικό κερδίζουν τους Αμερικανούς (στην τελευταία διοργάνωση πριν επιστρατεύσουν τους παίκτες του ΝΒΑ) με 99-91 και στον τελικό επιβλήθηκαν 92-75 της Σοβιετικής Ένωσης.

Οι στιγμές των πανηγυρισμών κράτησαν λίγο… Στο φινάλε του τελικού του Μπουένος Άιρες, ένας οπαδός μπαίνει στο παρκέ κρατώντας και υψώνοντας μία σημαία της Κροατίας. Ο Ντίβατς τον αντιλήφθηκε και δίχως να το σκεφτεί άρπαξε τη σημαία και την πέταξε μακριά.

Ο ίδιος εξήγησε πως «εκνευρίστηκα και του είπα πως “αυτή είναι μία νίκη της Γιουγκοσλαβίας”». Στα μάτια των Σέρβων έγινε εθνικός ήρωας. Στην κροατική πλευρά της χώρας, εχθρός…

Ο Βλάντε επέμενε να εμφανίζεται ενωτικός. Ο Ντράζεν, από την άλλη, είχε διαλέξει πλευρά και διαχώρισε ξεκάθαρα τη θέση του.

Ο πόλεμος σκότωνε χιλιάδες άμαχους και αθώους ανθρώπους, ωστόσο είχε επίπτωση και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, καθώς είχε «γκρεμίσει» οριστικά τις «γέφυρες» μεταξύ των δύο, πρώην πια, φίλων.

Ο Πέτροβιτς θεώρησε εξαρχής ότι ο Βλάντε δεν τον σεβάστηκε και ήταν αμετακίνητος. Δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ. Η λέξη «ξεθώριασε» μοιάζει πολύ επιεικής για να περιγράψει αυτό που συνέβη στη σχέση μεταξύ Ντίβατς και Πέτροβιτς.

Ο Βλάντε πάντα πίστευε στους ανθρώπους και δεν μπορούσε να χωνέψει την απομάκρυνση του Ντράζεν. Για τρία χρόνια, για τον Σέρβο, αυτή η φιλία αποτυπωνόταν μόνο στις φωτογραφίες. Αυτή θα ήταν και η μοναδική ανάμνηση που θα έμενε «ζωντανή», μαζί με τις τόσες ξεχωριστές στιγμές που πέρασαν μαζί. Δεν πρόλαβαν ποτέ να δώσουν ο ένας τις απαραίτητες εξηγήσεις στον άλλον.

Τον Ιούνιο του 1993, ο «Petro» έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στη Γερμανία… Στην κηδεία του, στο Ζάγκρεμπ, «γίγαντες» όπως ο Στόγιαν Βράνκοβιτς και ο Ντίνο Ράτζα «λύγισαν».

Από εκείνους τους φίλους του που κράτησαν το φέρετρο, όμως, έλειπε ένας. Ο Βλάντε είχε μάθει τα νέα σε ολιγοήμερες διακοπές στην Αμερική.

Δεν θα τολμούσε να σκεφτεί να ταξιδέψει στην Κροατία. Οι μνήμες της ενέργειάς του στο Μπουένος Άιρες ήταν νωπές. Θρήνησε μόνος του. Ούρλιαξε στο δωμάτιο, μόνος του. Πένθησε χαμηλόφωνα.

Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, στο ντοκιμαντέρ «Once Brothers» (=«Κάποτε αδέρφια») του ESPN, ο Βλάντε διηγήθηκε την ιστορία, από τη δική του μεριά.

Ο μόνος που φάνηκε να τηρεί πιο ουδέτερη στάση ήταν ο Ράτζα. Ο Τόνι Κούκοτς είχε αποκαλύψει πως «οι φίλοι μας που πολεμούσαν στην Κροατία, μας έλεγαν ότι αν μιλήσουμε στον Βλάντε, κινδυνεύει η οικογένειά μας…».

Το ντοκιμαντέρ ήταν η αφορμή ώστε ο Ντίβατς να επισκεφθεί το Ζάγκρεμπ. Ο κόσμος που τον αναγνωρίζει στον δρόμο τον κοιτάζει ακόμη «στραβά».

Μόνο ένας τον πλησίασε και τον χαιρέτησε. Η ανθρωπιά, έστω και μειοψηφικά, είχε «νικήσει» για λίγο το γενικό μίσος.

Στο ταξίδι του, ο Σέρβος συνάντησε τη χαροκαμένη μάνα του Ντράζεν, Μπιζέρκα. Η κυρία Πέτροβιτς είναι ακόμη επιφυλακτική, ωστόσο δεν μπορεί παρά να ομολογήσει ότι «στην πρώτη σεζόν του Ντράζεν στο ΝΒΑ, που ήταν τόσο δύσκολη για εκείνον, του στάθηκες καλύτερα από την οικογένειά του. Το ήξερα πως ήσασταν τόσο δεμένοι».

Χαζεύουν φωτογραφίες. Η Μπιζέρκα, σαν να μιλά ακόμη για ένα έφηβο παιδί της, ψελλίζει «κοίτα πόσο όμορφος ήταν… Τα κορίτσια τον κυνηγούσαν συνέχεια!».

Ο Βλάντε της απαντά χαμογελαστός πως «κι εγώ γι’ αυτό ήμουν διαρκώς μαζί του, για να μου γνωρίζει κοπέλες!». Ο «πάγος» αρχίζει να «σπάει». Μία αγκαλιά αφήνει πίσω τους εκείνη την αχρείαστη έχθρα.

Ο Βλαντε Ντίβατς είναι ταυτόχρονα χαρούμενος και θλιμμένος. Είναι σχεδόν συντετριμμένος γιατί δεν αποχαιρέτησε ποτέ τον αδερφό του. Είναι χαρούμενος γιατί μπορεί να πάει να του πει ένα «αντίο» στον τάφο του.

Σε μία σκηνή που δεν μπορεί παρά να κάνει κάποιον να δακρύσει, ο Ντίβατς φτάνει στο χιονισμένο νεκροταφείο, αγέρωχος, όμως η ψυχή του γνωρίζει πώς στέκει όρθιος.

Αγγίζει τη φωτογραφία στην ταφόπλακα, αφήνει μία άλλη, που απεικονίζει τους δύο παλιόφιλους να πανηγυρίζουν αγκαλιασμένοι μία νίκη το 1990 και λέει με δυσκολία: «Χαίρομαι που σε βλέπω πάλι, φίλε μου!»…

Αυτός ο Βλάντε πάνω από τον τάφο του Ντράζεν ήταν την ίδια στιγμή ο ίδιος, αλλά και ένας άλλος άνθρωπος. Πάντα πίστευε ότι θα βρει την ευκαιρία να καθίσει με τον αδερφό του, να τα πουν και να τα βρουν. Αυτό δεν έγινε ποτέ.

Οι αναμνήσεις από τα παρκέ είναι πολλές, όμως πάντα αυτό που είχε σημασία ήταν οι άνθρωποι.

Παρά τους αμέτρητους τίτλους με το εθνόσημο ή την Παρτίζαν, δεν κατάφερε να φορέσει ένα δαχτυλίδι πρωταθλητή στο ΝΒΑ. Το 2002 έφτασε κοντά, όμως οι Σακραμέντο Κινγκς ηττήθηκαν εντός έδρας στον 7ο δυτικό τελικό από τους Λέικερς.

Ο Σακίλ Ο’Νιλ είχε πει ότι «εγώ ιδρώνω και ο Βλάντε πέφτει!», κατηγορώντας τον για θεατρινισμούς. Χαμογέλασε όταν το άκουσε. Όταν αποχώρησε από την ενεργό δράση, δεν τον χωρούσε ο τόπος!

Ανέλαβε αρχικά πρόεδρος της αγαπημένης του Παρτίζαν, πριν αποχωρήσει. Το 2006 έλαβε ρόλο συμβούλου στη Ρεάλ Μαδρίτης, λόγω της φιλίας του με τον άλλοτε σταρ της ποδοσφαιρικής «βασίλισσας», Πρέντραγκ Μιγιάτοβιτς.

Το 2008 διετέλεσε σύμβουλος της σερβικής κυβέρνησης και το 2009 εκλέχθηκε πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής της πατρίδας του. Το 2017 τον διαδέχθηκε ο άλλοτε κόουτς, Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, Ο Ντίβατς δέχθηκε έντονη κριτική για την αποτυχία της επιτροπής να αποτρέψει την ένταξη του Κοσόβου στη Δ.Ο.Ε. το 2014. Η Αμερική τον περίμενε ξανά.

Από το 2015 ήταν αντιπρόεδρος των Σακραμέντο Κινγκς και προσέλαβε ως συνεργάτη του τον πρώην συμπαίκτη του στους Κινγκς Πέτζα Στογιάκοβιτς. Τον Αύγουστο του 2020, αμφότεροι αποχώρησαν.

Στη Σερβία είναι τόσο δημοφιλής που οι συμπατριώτες του λένε ότι «μία μέρα θα γίνει πρόεδρος της χώρας». Ο Τζέρι Ουέστ έχει τονίσει σε ανύποπτη στιγμή ότι «είναι εξαιρετικός διπλωμάτης. Δεν θα μου κάνει εντύπωση αν γίνει πρόεδρος».

Εκείνος επιμένει πως «είμαι ακόμη ο Βλάντε. Προσπάθησα να μάθω τις διαδικασίες ως πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου να γίνεται πρόεδρος της χώρας. Είμαι και πολύ νέος για αυτό αλλά και διαφορετικός από κάποιον που του αρέσει η πολιτική».

Η πίστη του στον άνθρωπο και τον συμπαίκτη του ήταν τόσο μεγάλη, που ακόμη και με μία αλαζονική κριτική μπορούσε να εμπνεύσει.

Στο Μουντομπάσκετ της Ιντιανάπολις, το 2002, η Σερβία άρχισε με απρόσμενη ήττα 85-83 από το Πουέρτο Ρίκο. Ο Βλάντε, παρά τα χρονάκια και την κούρασή του, ήταν εκεί.

Μπήκε έξαλλος στα αποδυτήρια και αν και έκλεισε την πόρτα, οι φωνάρες του ακούστηκαν ως το Βελιγράδι, λέγοντας: «Σκάστε όλοι και ακούστε με. Με λένε Βλάντε Ντίβατς, είμαι 34 ετών, αρχηγός της Εθνικής και παίζω 13 χρόνια στο ΝΒΑ… Στην καριέρα μου κατέκτησα σχεδόν τα πάντα. Με τα χρήματα που έχω μπορώ να… σας αγοράσω όλους και να σας βάλω να μου κουρεύετε κάθε μέρα το γκαζόν μου!

»Να κόψετε όλοι τις μ……ς και να τελειώνουμε τη δουλειά που ήρθαμε να κάνουμε».

Οι Σέρβοι νίκησαν τους Αμερικανούς στον προημιτελικό και κατέκτησαν τον τίτλο στον τελικό με τους Αργεντινούς, οι οποίοι ακόμη φωνάζουν για τον διαιτητή Νίκο Πιτσίλκα.

Με την προσωπικότητά του συνδετικό κρίκο και στις δύο πλευρές, ο Βλάντε Ντίβατς ήταν ένας «άνθρωπος των ανθρώπων». Πίστευε σε αυτούς και περίμενε το ίδιο.

Με τη σύζυγό του, Άνα, παντρεύτηκαν έναν μήνα μετά την επιλογή του στο ντραφτ του 1989. Απέκτησαν δύο γιους, τον Λούκα και τον Ματέγια, και έχουν και μία κόρη, την Πέτρα, την οποία υιοθέτησαν όταν ήταν βρέφος και έχασε τους γονείς στης στον πόλεμο…

Το 2007 ίδρυσε μαζί με τη σύντροφό του το Humanitarian Organization Divac, το οποίο ενισχύει οικονομικά τόσο Αμερικανούς όσο και συμπατριώτες τους (περισσότεροι από 500.000) οι οποίοι έχασαν οικογένειες και σπίτια κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών.

Εκείνο το ψηλόλιγνο αγόρι από το Πριεπόλιε έμαθε να πιστεύει στους ανθρώπους λόγω της πίστης των άλλων στον ίδιο. Δημιούργησε αλησμόνητες σπορ εμπειρίες, αλλά, κυρίως, μία παρακαταθήκη πέρα από το μπάσκετμπολ.

«Ο θεός μού έδωσε ένα ταλέντο και ένα χάρισμα. Έζησα μία καταπληκτική ζωή ως παίκτης και το άθλημα μού χάρισε τα πάντα. Το να προσφέρω όσο μπορώ είναι η ανταπόδοσή μου», έχει εξηγήσει.

Το μόνο που δεν κατόρθωσε είναι να δώσει και να πάρει εξηγήσεις από τον Ντράζεν. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει σε εκείνον. Δεν σταματά ποτέ να πιστεύει στον διπλανό του.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This