Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Αδαμόπουλου

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί. Εκείνος ο πανούργος πιτσιρικάς από το Χάμπτον της Βιρτζίνια το σκεφτόταν, αλλά δεν θα το αποδεχόταν έτσι εύκολα.

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί, όσο κι αν το «σενάριο» για τον τύπο από μία φτωχική συνοικία και τα γκέτο που απολαμβάνει το δικό του success story, μοιάζει ενίοτε κλισέ.

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί. Το μέγεθος των οριακά 183 εκατοστών δεν υποδήλωνε κάποιον ξεχωριστό αθλητή.

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί. Μία δίκη… από σπόντα, λίγο πριν από τα κολεγιακά χρόνια του, παραλίγο να του στερήσει την καριέρα και τη ζωή.

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί. Οι δεκάδες τραυματισμοί του «υποτίθεται» πως θα τον έκαναν να τα παρατήσει…

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί. Το ΝΒΑ ήταν σχεδόν πάντα η Λίγκα «των μεγαλόσωμων».

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί, γιατί αυτή ήταν συνήθως η μπασκετική «μοίρα» ενός ρούκι που «σπάει» τους αστραγάλους του Μάικλ Τζόρνταν!

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί… Η φανέλα ενός αγαπημένου παίκτη του, το στραβό καπέλο στο κεφάλι με τα «cornrows» κοτσιδάκια και τα φαρδιά παντελόνια τον κατέστησαν ένα ραπ σταρ. Ο μακαρίτης Ντέιβιντ Στερν ποτέ δεν «χώνεψε» την εικόνα του, χαμογελώντας αμήχανα κάθε φορά που τον βράβευε.

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί, διότι υπήρχαν στιγμές μπασκετικής μεγαλοσύνης και τελειότητας στις οποίες αρχικά έδειχνε εξουθενωμένος, σχεδόν βαριεστημένος.

Δεν «έπρεπε» να είναι εκεί. Γιατί αρνούνταν πεισματικά να «υποδυθεί» κάθε «ρόλο» που του υποδείκνυαν.

Ωστόσο, ο Άλεν Άιβερσον ήταν πάντα εκεί όπου, στη γλώσσα του, απλώς γούσταρε! Δεν είχε σημασία αν το σημείο ή ο χρόνος ήταν λάθος. Μετρούσε μόνο ότι δεν συμβιβάστηκε…

Αν ρωτήσει κάποιος τον Άλεν Άιβερσον «γιατί έπαιξε μπάσκετμπολ;», δεν θα απαντήσει με τη λέξη…«έπρεπε».

Ενδεχομένως να αποκριθεί με την ατάκα ότι το χρειαζόταν, το είχε ανάγκη, όχι μόνο για να γίνει διάσημος ή πλούσιος.

Δεν σκόπευε να το κάνει -και να πετύχει- για να θεωρηθεί «επαναστάτης» σε ένα πρωτάθλημα το οποίο στα μέσα της δεκαετίας του ’90 λάτρευε την «clean-cut» εικόνα, που άγγιζε τα όρια του καθωσπρεπισμού.

Δεν το δοκίμασε για να γίνει ξεχωριστός. Ήταν ξεχωριστός, έστω κι αν συχνά (έκανε ότι) δεν το καταλάβαινε.

Επιθυμούσε απλώς να είναι ο εαυτός του, σαν τον Ντένις Ρόντμαν.

Δεν επέλεξε να γίνει σύμβολο μίας νέας κουλτούρας, με επιρροές από το χιπ-χοπ, με βάση αυτό που στην Αμερική αποκαλούν «streetlife». Η κριτική τον ώθησε να αφομοιώσει αυτή την ιδιότητα, η οποία για εκείνον, χωρίς ίχνος «δηθενιάς» μέσα του, έφτασε στο επίπεδο του «καθήκοντος».

Το αποδέχθηκε, γνωρίζοντας πως θα γίνει η επιτομή του σταρ που όλοι «λατρεύουν να μισούν»…

Με αυτή τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του, για την οποία πολλοί τον κατηγορούσαν ότι είναι δείγμα σνομπισμού ή ασέβειας, ξεκαθάριζε όσο αγωνιζόταν ότι «δεν θέλω να γίνω Μάικλ Τζόρνταν, Μάτζικ Τζόνσον ή Αϊζάια Τόμας.

»Δε θέλω να είμαι κανένας από αυτούς τους τύπους. Όταν η καριέρα μου φτάσει στο τέλος της, θέλω να κοιτάξω τον καθρέφτη μου και να ξέρω πως ό,τι έκανα, το έκανα με τον δικό μου τρόπο».

Οι δυσκολίες που βίωσε, περιστασιακή «κατρακύλα» για κάποιους, ήταν λάθη που λάτρεψε και αποδέχθηκε.

Χασκογελώντας μπροστά σε κάμερες και κοινό που ψάχνουν απεγνωσμένα είδωλα που φτάνουν στα όρια της (αυτο)καταστροφής.

Για τον Άιβερσον, αυτό το ειρωνικό γέλιο έκρυβε συχνά μία εσωτερική μάχη όχι για καθολική αποδοχή, αλλά για κατανόηση όσων έζησε, όσων περνούσε συνήθως μόνος του, μέσα του.

«Πρώτα ακούστε με και μετά μπορείτε να με κρίνετε», έλεγε κάθε τόσο, σε κάθε κριτική είτε για την απόδοσή του είτε για την εξωαγωνιστική συμπεριφορά του. Αλλά, ουσιαστικά, δεν τον ένοιαζε τόσο η γνώμη των άλλων.

Γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1975 στο Χάμπτον, γιος μίας έφηβης μητέρας, μόλις 15 ετών, από μία φτωχή συνοικία της Βιρτζίνια. Ο πατέρας του, Άλεν Μπράουτον, τους εγκατέλειψε πριν καν γεννηθεί. Γι’ αυτό και έλαβε το επώνυμο της μαμάς του, Ανν.

Στο σχολείο και τους δρόμους της γενέτειράς του συνήθιζε να παίζει αμερικανικό φούτμπολ. Μάλιστα, θεωρούσε το μπάσκετμπόλ «soft».

Το παρατσούκλι του ήταν «Bubba Chuck». Η μητέρα του τον «έσπρωχνε» προς τα σπορ «για να τον βγάλω από το σπίτι», όπως εξηγούσε.

Εκείνη τον συμβούλευσε να δώσει στο μπάσκετμπολ μία ευκαιρία, όταν λόγω απουσιών «κόπηκε» από την ομάδα φούτμπολ του γυμνασίου του.

Μετεγγράφηκε στο Μπέθελ, παίζοντας ως quarterback, αλλά και ως βασικός πόιντ γκαρντ της ομάδας μπάσκετμπολ.

Ο προπονητής του στο φούτμπολ, Γκάρι «Mo» Μουρ, τον πήρε στο σπίτι του, υπό την εποπτεία του, πριν γίνει φίλος και επί χρόνια μάνατζέρ του.

Το 1992 οδήγησε και τις δύο ομάδες στον τίτλο της πολιτείας και αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης από το Associated Press και στα δύο αθλήματα!

Οι πανεπιστημιακές υποτροφίες άρχισαν να γεμίζουν το γραμματοκιβώτιο τόσο του σπιτιού της μητέρας του όσο και την οικία του Μουρ.

Το μόνο που είχε να κάνει ο μικρός Άλεν ήταν να επιλέξει άθλημα. Το Νορτ Ντέιμ τον περίμενε στο φούτμπολ, ενώ περίπου 15 ήταν οι τελικές επιλογές του Άιβερσον για κολεγιακή καριέρα στο παρκέ.

Λίγο μετά, όμως, αυτές οι επιλογές λιγόστεψαν…

Σε ηλικία 17 ετών, ο τοπικός «ήρωας» Άλεν πήγε για μπόουλινγκ με την παρέα του, στο Χάμπτον, την παραμονή του Αγίου Βαλεντίνου του 1993.

Μία παρέα λευκών αγοριών από το γυμνάσιο Ποκουσόν παραπονέθηκε για φασαρία των φίλων του Άιβερσον και ο καυγάς δεν άργησε να ξεσπάσει, καθώς οι ρατσιστικές αναφορές εξόργισαν την άλλη πλευρά. Παρά το γεγονός ότι το βίντεο από την κάμερα ασφαλείας ήταν ασαφές, ο Άιβερσον και τρεις φίλοι του συνελήφθησαν…

Ο Άλεν κατηγορήθηκε ότι χτύπησε μία γυναίκα στην πλάτη με μία καρέκλα, ενώ εκείνος ισχυριζόταν πως έφυγε πριν «φουντώσει» ο τσακωμός.

«Θα ήταν τρελό να καθίσω να χτυπήσω κάποιον που δεν γνωρίζω, όταν όλοι εκεί μέσα ήξεραν ποιος είμαι. Τουλάχιστον ας έλεγαν ψέματα ότι χτύπησα άνδρα και όχι γυναίκα», τόνισε στην απολογία του.

Ένορκοι και δικαστής, όμως, δεν τον πίστεψαν.

Αφού περίμεναν οκτώ μήνες για τη δίκη, ώστε να δικαστεί ως ενήλικας, καταδικάστηκε για κακούργημα σε 15ετή φυλάκιση με δέκα χρόνια αναστολή, με την αιτιολογία της «εξουδετέρωσης από τον όχλο».

Ενός νόμου που, ως ειρωνεία, είχε αρχικό σκοπό την προστασία των μαύρων από τον «νόμο στα χέρια των λευκών» και τις εξωδικαστικες καταδίκες με… κρεμάλα.

Ένα πρωί που δεν γνώριζε καν αν θα έχει, πλέον, καριέρα και ζωή, ο «Bubba Chuck» περνούσε την πόρτα της φυλακής Νιούπορτ Νιούζ…

Η ιστορία του έγινε ακόμη πιο γνωστή, σε παναμερικανικό επίπεδο, όταν ο διάσημος παρουσιαστής ειδήσεων του NBC, Τομ Μπρόκοου, ζήτησε να του πάρει συνέντευξη μέσα στη φυλακή.

Το θέμα έριξε ένα διαφορετικό «φως» στην υπόθεση, χωρίς κακοπροαίρετη κριτική ή στερεότυπα και έπειτα από τέσσερις μήνες φυλάκισης, ο Άιβερσον έλαβε περιοριστική χάρη από τον τότε κυβερνήτη της Βιρτζίνια, Ντάγκλας Ουόλντερ.

Ο όρος ήταν να αποφυλακιστεί, αλλά να ολοκληρώσει τη γυμνασιακή εκπαίδευσή του στο Ρίτσαρντ Μίλμπερν, ένα σχολείο για «κακούς» μαθητές και χωρίς δυνατότητα να αγωνίζεται.

Ο δικηγόρος του παίκτη, Τζέιμς Έλισον, «φώναζε» πως «όλη η ιστορία γίνεται για να θέσουν ένα παράδειγμα, δίχως όμως στοιχεία».

Έπειτα από πολλά ιδιαίτερα μαθήματα, ο «A.I.» αποφοίτησε το 1994 αι οι 15 επιλογές για κολεγιακή υποτροφία είχαν περιοριστεί σε… μισή.

Ο θρυλικός κόουτς του πανεπιστήμιου Τζόρτζταουν, Τζον Τόμπσον, είχε πειστεί αγωνιστικά από την τριετία του 18χρονου γκαρντ στο γυμνάσιο Μπέθελ, όμως ήθελε να είναι βέβαιος και για τον χαρακτήρα και την προσήλωσή του.

Τον επισκέφθηκε στο Χάμπτον, μίλησε με τον ίδιο και τη μητέρα του και όπως αποκάλυψε σε ντοκιμαντέρ, αποφάσισε να δώσει μία ευκαιρία στον Άλεν, «όταν η μαμά του με παρακάλεσε να τον πάρω στην ομάδα, γιατί αν έμενε στη Βιρτζίνια, θα τον σκότωναν»!

Κατά τη διάρκεια της πρωτοετούς σεζόν του στους «Hoyas», ο Άιβερσον δεν απέδειξε απλώς ότι είναι ίσως ο κορυφαίος γκαρντ στο NCAA.

Στις αρχές του 1995, το Δικαστήριο Εφέσεων της Βιρτζίνια ανέτρεψε την αρχική απόφαση για φυλάκιση του νεαρού, λόγω ανεπάρκειας αποδεικτικών στοιχείων. Έχοντας αποτάξει από πάνω του τη (νομική και, κακώς, όχι ηθική) «ταμπέλα» του «κακοποιού», ο Άλεν μπορούσε να αφοσιωθεί στο μπάσκετμπολ.

Βρήκε στον κόουτς Τόμπσον μία πατρική φιγούρα που είχε ανάγκη και συμπέρανε ότι «νοιάστηκε για μένα. Με αγάπησε, με μία αγάπη συχνά σκληρή και απαιτητική, όμως μου χάρισε μία δεύτερη ευκαιρία όχι μόνο στο μπάσκετμπολ, αλλά και στη ζωή.

»Τον είχα πάντα στο μυαλό του όταν ετοιμαζόμουν να κάνω ένα λάθος. Αυτόματα σκεφτόμουν τι θα του έλεγα, πριν κάνω το λάθος και συνήθως το απέφευγα!

»Ο Τόμπσον ήταν αυτός που με ετοίμασε για να γίνω άνδρας».

Τα κατορθώματα του Άιβερσον στο παρκέ ήταν εντυπωσιακά, όμως άλλο ήταν αυτό που άφησε έκπληκτο τον προπονητή του, στη διετή συνεργασία τους.

«Ο Άλεν ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι αδικήθηκε στη ζωή του. Και, πιστέψτε με, είχε αδικηθεί κατάφορα».

Από ένα μέρος με έναν τόσο ξεχωριστό μέντορα, ο Άιβερσον ετοιμαζόταν να βρεθεί σε μία σημαδιακή τοποθεσία.

Η Φιλαδέλφεια τον περίμενε με μία ανοιχτή αγκαλιά, δίχως τότε οι Σίξερς να ξέρουν ότι θα αποκτήσουν ένα από τους σπουδαιότερους και πιο συμβολικούς παίκτες στην ιστορία τους.

Τον Ιούνιο του 1996 επιλέχθηκε στο Νο1 του ντραφτ του ΝΒΑ, σε μία διαδικασία με παίκτες όπως οι Ρέι Άλεν (Νο5), Στεφόν Μάρμπερι (Νο3), Αντουάν Ουόκερ (Νο6), Κόμπι Μπράιαντ (Νο13), Πέτζα Στογιάκοβιτς (Νο14), Στιβ Νας (Νο15), Ντέρεκ Φίσερ (Νο24) και ο μετέπειτα συμπαίκτης του Άιβερσον στους Σίξερς, Ευθύμης Ρεντζιάς (Νο23).

Το ντραφτ εκείνης της χρονιάς συναγωνίζεται αυτό του 2003 (με ΛεΜπρον Τζέιμς, Καρμέλο Άντονι, Ντουέιν Ουέιντ, Κρις Μπος και τους Σχορτσανίτη και Γλυνιαδάκη) για το κορυφαίο όλων των εποχών.

Ένας ιδιαίτερος τύπος σαν τον «Bubba Chuck» χρειαζόταν ένα ιδιαίτερο μέρος. Μία πόλη σκληρή και ταυτόχρονα ευαίσθητη, σαν εκείνον. Η σχέση του με τη Φιλαδέλφεια ήταν εξαρχής συμβιωτική.

Από τη ρούκι σεζόν του έγινε «ένα» με την εξέδρα και τους κατοίκους της αγαπημένης του «Philly».

Δεν χρειάστηκαν παρά μερικές εβδομάδες για να δηλώσει ότι «αγαπημένο τραγούδι μου είναι οι φωνές της κερκίδας!».

Πριν από κάθε αγώνα, έπειτα από κάθε καλάθι, έβαζε το χέρι του στο αυτί του και «ζητούσε» περισσότερη «ηχορύπανση»!

Αναζητούσε ανταπόκριση στο δικό του hustle, σε κάθε δύσκολο βράδυ κόντρα σε «δεινόσαυρους» και πιο σωματώδεις γκαρντ και ο τότε ιδιοκτήτης των Σίξερς, Πατ Κρότσε, έλεγε πως «όταν έβαζε το χέρι του στο αυτί, ένιωθες ότι έχεις 20.000 ψυχές και 20.000 φωνές μέσα σε αυτό!».

Η περίφημη crossover ντρίπλα απέναντι στον Τζόρνταν είχε ξεσηκώσει το κοινό και οι φαν των 76ers πίστεψαν ότι βρήκαν τον νέο ηγέτη τους.

Είχαν δίκιο και ανυπομονούσαν για τη συνέχεια, ειδικά από τη στιγμή που ο «MJ» δήλωσε ότι «ο Άλεν είναι ο μοναδικός παίκτης για τον οποίο θα πλήρωνα εισιτήριο!».

Το έβλεπε κάποιος στο βλέμμα του, στην αυτοπεποίθησή του, ότι και αισθάνεται και είναι πράγματι ξεχωριστός.

Μπορεί να μην ήθελε να γίνει «νέος Τζόρνταν» ή «νέος Μάτζικ», όμως η αύρα και ο χαρακτήρας του θα τον κατέταξε ως ένα από τα (δικαίως ή αδίκως, ορθώς ή υπερβολικά) σύμβολα κουλτούρας του ΝΒΑ, μετά τους Μπιλ Ράσελ, Ουίλτ Τσάμπερλεϊν, Ουόλτ Φρέιζιερ, Μάικλ Τζόρνταν και πριν από τον Κόμπι Μπράιαντ ή τους σύγχρονους και κοινωνικά ευαισθητοποιημένους σταρ της Λίγκας.

Στο παρθενικό ματς του στο ΝΒΑ, την 1η Νοεμβρίου 1996 εναντίον του Μιλγουόκι, οι Σίξερς ηττήθηκαν με 111-103, όμως το κοινό τους είχε παρακολουθήσει κάτι που άφηνε μόνο υποσχέσεις και γέμιζε προσδοκίες την πόλη. Ο Άιβερσον σκόραρε 30 πόντους σε 37 λεπτά συμμετοχής, με 10/15 δίποντα, 2/4 τρίποντα και 4/6 βολές, μαζί με έξι ασίστ και τρία λάθη.

Μέσα στη σεζόν σκόραρε 40+ πόντους σε πέντε συνεχή ματς, καταρρίπτοντας το ρεκόρ για ρούκι του Τσάμπερλεϊν!

Ο ίδιος ξεχώριζε στο παρκέ, όμως ενώ κατέγραψε μ.ό. 23,5 πόντους και 7,5 ασίστς και αναδείχθηκε κορυφαίος πρωτοεμφανιζόμενος, η ομάδα του από το ρεκόρ 18-64 χωρίς εκείνον, ανέβηκε απλώς στο 22-60.

Η αλλαγή προπονητή, με τον Τζόνι Ντέιβις αντί του Τζον Λούκας δεν βοήθησε και ο πρώτος απολύθηκε έπειτα από μία χρονιά.

Το 1997 αντικαταστάθηκε από τον πρώην (1988) πρωταθλητή NCAA με το Κάνσας, Λάρι Μπράουν, ο οποίος ανέπτυξε μία ιδιαίτερη σχέση με τον Άιβερσον.

Ο Μπράουν τόνισε εξαρχής ότι θεωρούσε τον Άλεν έναν σούτινγκ γκαρντ σε κορμί πλέι μέικερ και παραδέχθηκε πως «θέλω να τον κάνω μόνο γκαρντ σκοραρίσματος».

Ο ίδιος ο σταρ της Φιλαδέλφεια ομολόγησε πολλά χρόνια αργότερα ότι «στην αρχή αγανάκτησα με όσα μου έλεγε και μου ζητούσε. Δυστυχώς κατάλαβα αργά ότι ήθελε να με βοηθήσει να βρω τον εαυτό μου»…

Ο Μπράουν ήξερε πως πρέπει να επιτρέψει στον νεαρό γκαρντ να είναι ο εαυτός του, εντός κι εκτός γηπέδου.

Το μόνο που απαιτούσε ήταν να είναι συνεπής και παρών στις προπονήσεις.

Με τον Μπράουν στον πάγκο, οι Σίξερς βελτίωσαν το ρεκόρ τους στο 31-51, όμως έμειναν και πάλι εκτός πλέι οφς.

Το 1998-99, πάντως, στην «κουτσουρεμένη» χρονιά του λοκ-άουτ, πέτυχαν 28 νίκες σε 50 παιχνίδια και ο Άιβερσον ετοιμάστηκε για την πρώτη ποστ-σίζον της καριέρας του, έχοντας κατακτήσει και τον πρώτο από τους τέσσερις τίτλους κορυφαίου σκόρερ που θα κέρδιζε.

Από το Νο6 της Ανατολής, η Φιλαδέλφεια απέκλεισε στον πρώτο γύρο το Νο3, Ορλάντο, με 3-1, αλλά στη συνέχεια αποκλείστηκε με 4-0 από την Ιντιάνα.

Η ανοδική πορεία της, όμως, ήταν κάτι που το ΝΒΑ ήδη παρατηρούσε.

Ο Άιβερσον, ο οποίος γύριζε πια το κεφάλι και στο παρωνύμιο «Answer» (=«Απάντηση»), υπέγραψε εξαετή επέκταση συμβολαίου αντί 70 εκατομμυρίων δολαρίων και οδήγησε τους Σίξερς σε ρεκόρ 49-33 και την πέμπτη θέση της Περιφέρειας.

Στα πλέι οφς του 2000, κι ενώ τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς είχε χάσει τον αγώνα στο Μαϊάμι λόγω τιμωρίας για… hangover, μέτρησε μ.ό. 26,2 πόντους και ήταν πια ένας από τους καλύτερους γκαρντ της Λίγκας.

Οι Σίξερς απέκλεισαν τη Σάρλοτ, όμως ο δεύτερος γύρος ήταν επανάληψη της προηγούμενης σεζόν, με αποκλεισμό με 4-2 πάλι από την Ιντιάνα, η οποία έφτασε ως τους Τελικούς, χάνοντας από τους Λέικερς του Σακίλ Ο’Νιλ, του Κόμπι και του κόουτς Φιλ Τζάκσον.

Η «σκηνή» των Τελικών, ωστόσο, ήταν κάτι που στη Φιλαδέλφεια θα πατούσαν μερικούς μήνες αργότερα…

Όπως ακριβώς επιθυμούσε ο κόουτς Μπράουν, ο Άιβερσον μείωσε με τη δημιουργία του (από τις μ.ό. 7,5 ασίστς σαν ρούκι είχε πια λιγότερες από πέντε ανά αγώνα), αλλά αύξανε την παραγωγικότητά του.

Τη σεζόν 2000-01, στην οποία οι Σίξερς ξεκίνησαν με 10-0 και ολοκλήρωσαν με 56-26, αναδείχθηκε ξανά πρώτος σκόρερ (μ.ό. 31,1π.) και MVP του All Star Game, στην πλέον ξεχωριστή χρονιά της καριέρας του.

Με τον Μπράουν είχαν μεν τον ίδιο στόχο, αλλά διαφορετική μέθοδο προσέγγισης.

Ο αμοιβαίος σεβασμός ήταν δεδομένος, όμως ενώ ο Αμερικανός προπονητής ήθελε «στρατιώτες», ο Άλεν ξενυχτούσε κάθε βράδυ με την κουστωδία των παιδικών φίλων του, τους οποίους δεν ξέχασε ποτέ.

Πολλά χρόνια αργότερα, ο «A.I.» παραδέχθηκε πως «για το μόνο που μετάνιωσα είναι που δεν έκανα εγκαίρως όσα μου έλεγε ο Λάρι για την καριέρα μου.

»Ήταν ολοφάνερο ότι με προετοίμαζε για να γίνω MVP του πρωταθλήματος, όμως εγώ δεν τον καταλάβαινα τότε και έκανα του κεφαλιού μου…».

Ο Μπράουν τοποθέτησε πλάι στον μεγάλο σταρ του ρολίστες που δεν ήθελαν τη μπάλα στα χέρια, όπως οι Άαρον ΜακΚι, Έρικ Σνόου, Τζορτζ Λιντς και Ράτζα Μπελ.

Στο ρόστερ υπήρχε η αμυντική εγγύηση του Ντικέμπε Μουτόμπο (αποκτήθηκε από την Ατλάντα αντί των Τόνι Κούκοτς και του Αργεντινού Πέπε Σάντσες, που αγωνίστηκε και στον Παναθηναϊκό), μαζί με τους Τοντ ΜακΚάλοχ, Θίο Ράτλιφ, Τάιρον Χιλ, Ματ Γκάιγκερ στη ρακέτα, ενώ στον πάγκο υπήρχε οι μετέπειτα γκαρντ του Παναθηναϊκού, Ρόντνεϊ Μπιούφορντ.

Ο Άιβερσον καθοδήγησε αυτό το δίχως μεγάλο ταλέντο σύνολο και κέρδισε το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη της σεζόν!

Στον πρώτο γύρο, οι Σίξερς «ξόρκισαν» το «φάντασμα» της Ιντιάνα, παρότι έχασαν το πρώτο ματς έχοντας σπαταλήσει διαφορά 18 πόντων…

Προκρίθηκαν με 3-1 και στα ημιτελικά της Ανατολής, με τον Άιβερσον να σκοράρει δις από 50+ πόντους, επικράτησαν με 4-3 των Τορόντο Ράπτορς του Βινς Κάρτερ, ο οποίος αστόχησε στο τελευταίο σουτ του 7ου ματς.

Στους τελικούς Περιφέρειας μοιράστηκαν τα δύο πρώτα ματς με τους Μπακς, πριν ο Άλεν απουσιάσει από το τρίτο παιχνίδι, λόγω… μίας ντουζίνας τραυματισμών(!) που υπέστη εκείνη τη χρονιά.

Το Μιλγουόκι του Ρέι Άλεν νίκησε, για το 2-1, όμως ο Άιβερσον, παρά τους πόνους στον ώμο, επέστρεψε και οδήγησε τη Φιλαδέλφεια σε δύο σερί νίκες.

Στο 4ο παιχνίδι, μάλιστα, για σχεδόν ένα δωδεκάλεπτο κατάπινε το αίμα του από ένα σπασμένο δόντι, ώστε να μην τον αναγκάσουν οι διαιτητές να βγει αλλαγή, λόγω της αιμορραγίας!

Στον 6ο αγώνα, παρά τους 46 πόντους του «Answer», τα «Ελάφια» ισοφάρισαν τη σειρά και στο Game 7 ο Άιβερσον πέτυχε άλλους 44 για να στείλει τους Σίξερς στους πρώτους Τελικούς τους μετά τον τίτλο του 1983!

Ο «A.I.» ήταν εξουθενωμένος από τους τραυματισμούς και από το γεγονός ότι μετά τον πρώτο γύρο δεν είχε αγωνιστεί σε κανένα ματς λιγότερο από 43 λεπτά.

Οι αγριεμένοι πρωταθλητές Λέικερς, όμως, περίμεναν στους Τελικούς μετρώντας 19 διαδοχικές νίκες, ως αήττητοι στα πλέι οφς και προερχόμενοι και από άλλες οκτώ σερί νίκες στο κλείσιμο της ρέγκιουλαρ σίζον!

Το «σκηνικό» των Τελικών ήταν η μεγάλη δικαίωση για τον Άιβερσον, έστω και, τελικά, χωρίς το δαχτυλίδι του πρωταθλητή.

Στον πρώτο αγώνα, στο Λος Άντζελες, σκόραρε με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο και ολοκλήρωσε το ματς με 48 πόντους. Υποχρεώνοντας τους Λέικερς στην πρώτη και μοναδική ήττα τους στην ποστ-σίζον του 2001 και σκοράροντας επτά σερί πόντους στην παράταση!

Στον ιστορικό αυτόν αγώνα, έκανε το περίφημο step over πάνω από τον Τάιρον Λου και επιβεβαίωσε ότι είναι ο MVP.

Ο μικρόσωμος Άλεν δεν δίσταζε σε όλη τη σειρά να πέφτει πάνω στον θηριώδη Σακίλ. Δεν τον φοβόταν. Δεν φοβόταν κανέναν.

Ολοκλήρωσε τη σειρά με μ.ό. 35,6π., αλλά οι Λέικερς πέτυχαν τέσσερις συνεχείς νίκες και κατέκτησαν τον τίτλο μέσα στη Φιλαδέλφεια.

Δεν είχε ακριβώς «γεννηθεί», αλλά μάλλον είχε ολοκληρωθεί ο «μύθος» του Άιβερσον, τον οποίο ο Ο’Νιλ (ο οποίος είχε πετύχει 44 πόντους στον πρώτο Τελικό) αποκάλεσε τότε «little Shaq»(!), λέγοντας πως «θύμωσα μαζί του γιατί ήθελα τον τίτλο με 15-0, όμως τον σέβομαι απεριόριστα».

Ο αδάμαστος Άλεν, με την «καρδιά σαν την Liberty Bell» της Φιλαδέλφεια είχε κερδίσει το δικό του «πρωτάθλημα».

Τον τίτλο της οριστικής διαγραφής της αμφισβήτησης για το αν είναι ηγέτης.

Παρότι μέχρι να τελειώσει την καριέρα του, πάντως, δεν βρήκε την ευκαιρία να δοκιμάσει ξανά με αξιώσεις να κατακτήσει το πολυπόθητο δαχτυλίδι του πρωταθλητή…

Η επόμενη σεζόν άρχισε με μπόλικες προσδοκίες, αλλά και περισσότερους τραυματισμούς. Ο Άιβερσον έχασε 22 ματς, όμως ήταν και πάλι πρώτος σκόρερ της χρονιάς, με 31,4 πόντους.

Με ρεκόρ 43-39, οι Σίξερς «τρύπωσαν» στο φινάλε στα πλέι οφς, τα οποία όμως τελείωσαν νωρίς, με αποκλεισμό (3-2) στον πρώτο γύρο από τους Σέλτικς.

Στις 7 Μαΐου 2002, ο σταρ των Σίξερς πρόσφερε το highlight της σεζόν… καθιστός.

Πίσω από ένα μικρόφωνο, θέλησε να απαντήσει στην κριτική του κόουτς Μπράουν για την απουσία του από κάποιες προπονήσεις. Ο Άιβερσον αποκρίθηκε με το φημισμένο πια «practice rant», στο οποίο σε μερικά δευτερόλεπτα ξεστόμισε τη λέξη «προπόνηση» 22 φορές!

«Καθόμαστε εδώ -υποτίθεται ότι είμαι ο καλύτερος παίκτης της ομάδας- και μιλάμε για προπόνηση. Εννοώ, ακούστε… Συζητάμε για προπόνηση. Όχι για το ματς, όχι για τον αγώνα, αλλά για προπόνηση.

»Δεν μιλάμε για το παιχνίδι για το οποίο πηγαίνω κάθε βράδυ στο παρκέ σαν να είναι ο τελευταίος αγώνας μου… Μιλάμε για προπόνηση, ρε φίλε;!

«Εσείς νομίζετε ότι αναδεικνύεσαι MVP χωρίς προπόνηση και αυτό είναι φανταστικό… Μιλάμε για προπόνηση»;

Οι τελευταίες αναφορές του έγιναν με ένα αμήχανο χαμόγελο. Πολλοί ρεπόρτερ γέλασαν με το ύφος του, όμως εκείνος δεν έκανε χιούμορ. Μέσα του έκλαιγε…

Αργότερα αποκαλύφθηκε πως ο λόγος της απουσίας του ήταν η δολοφονία του καλύτερου φίλου του, Ραχσάν Λάντζφορντ, μερικούς μήνες νωρίτερα.

Την άνοιξη του 2002 ο «A.I.» δεν είχε όρεξη για προπόνηση, λόγω της έναρξης της δίκης του κατηγορούμενου για τον φόνο, όμως στον αγώνα τα έδινε όλα.

Τα πράγματα φάνηκε να αλλάζουν τη σεζόν 2002-03, έχοντας ως συμπαίκτη τον Ευθύμη Ρεντζιά, με ξεκίνημα με ρεκόρ 15-4.

Τα «πάνω-κάτω» δεν έλειψαν. Ακολούθησαν 20 ήττες σε 30 αγώνες, για το 25-24 πριν από τη διακοπή του All Star Game.

Μία αντεπίθεση στο τέλος, με 23 νίκες στα 33 τελευταία παιχνίδια της, έφεραν τη Φιλαδέλφεια στο 48-34 και την 4η θέση στην Ανατολή.

Στον πρώτο γύρο των πλέι οφς απέκλεισαν τους Χόρνετς, ωστόσο στον δεύτερο αποκλείστηκαν από τους Πίστονς και ο Λάρι Μπράουν παραιτήθηκε…

Ο Άιβερσον τον συνάντησε πάλι στους Ολυμπιακούς Αγώνες τη Αθήνας, το 2004, όπου η Εθνική Η.Π.Α. αρκέστηκε στο χάλκινο μετάλλιο, παρά την παρουσία και των Τιμ Ντάνκαν, Στεφόν Μάρμπερι και των ρούκι ΛεΜπρον Τζέιμς, Ντουέιν Ουέιντ και Καρμέλο Άντονι.

Ο Μπράουν μετακόμισε στο Ντιτρόιτ, και το 2004, αποκλείοντας τους Σίξερς στον πρώτο γύρο, κατέκτησε τον τίτλο του ΝΒΑ.

Ο Άλεν, που έναν χρόνο μετά τον αποκάλεσε για πρώτη φορά «τον καλύτερο κόουτς του κόσμου», άρχισε ουσιαστικά να μετρά μέρες στη λατρεμένη του «Philly».

Στις 19 Δεκεμβρίου 2006, παραχωρήθηκε με ανταλλαγή στο Ντένβερ. Ήταν εκείνη τη στιγμή δεύτερος σκόρερ στη σεζόν και πήγε στα Βραχώδη Όρη για να συναντήσει τον πρώτο, Καρμέλο Άντονι.

Στις 2/1/07, για πρώτη φορά ως αντίπαλος των Σίξερς, σκόραρε 30 πόντους, όμως αποβλήθηκε με δύο τεχνικές ποινές, οι Νάγκετς ηττήθηκαν και τιμωρήθηκε με πρόστιμο 25.000 δολαρίων επειδή έβρισε τον διαιτητή Στιβ Τζάβι.

Το Ντένβερ έφτασε ως τα πλέι οφς, αλλά αποκλείστηκε στον πρώτο γύρο από τους Σπερς.

Ο Άλεν Άιβερσον έμοιαζε πια με ξεπε(ρα)σμένο είδωλο…

Έχει υποχρεώσει τον τότε κομισάριο, Ντέιβιντ Στερν, να εφαρμόσει τον περίφημο «κώδικα ενδυμασίας», για να αναγκάσει τον «Answer» να αφήσει στην ντουλάπα του τα χιπ-χοπ ρούχα του.

Ο «πλανήτης Άλεν» παρέμενε μεν στην επικαιρότητα, όμως δεν έδειχνε πια να έχει το ίδιο ενδιαφέρον.

Ο ρέφερι Τιμ Ντόναχι, πρωταγωνιστής του σκανδάλου με στημένα ματς, στο βιβλίο του με τίτλο «Personal Foul: A First-Person Account of the Scandal that Rocked the NBA», αποκάλυψε ότι ο Στιβ Τζάβι μισούσε τον Αμερικανό γκαρντ…

Σε συνέντευξή του στην εκπομπή «60 Minutes», τον Δεκέμβριο του 2009, τόνισε ότι μαζί με άλλους δύο συναδέλφους αποφάσισαν σε αγώνα του 2007 να μην δώσουν πολλά σφυρίγματα στον Άιβερσον, «ώστε να του δώσουμε ένα μάθημα».

Μπορεί σε κάθε επιστροφή στη Φιλαδέλφεια να αποθεώνεται, όμως νιώθει πληγωμένος, σχεδόν προδομένος.

Αν και κατέγραψε μ.ό. 25,6 πόντους στο Ντένβερ, τον Νοέμβριο του 2008 γίνεται ανταλλαγή στο Ντιτρόιτ, όπου δεν του δίνουν και το αγαπημένο του Νο3. Φορά το Νο1, μετρά 17,4π. και δεν αντέχει ούτε μία σεζόν.

Χάνει τη θέση του βασικού από τον Ρόντνεϊ Στάκι και τον Απρίλιο του 2009 ο πρόεδρος Τζο Ντούμαρς ανακοινώνει ότι ο Άιβερσον δεν θα παίξει στο υπόλοιπο της χρονιάς.

Τον Σεπτέμβριο του 2009 υπογράφει μονοετές συμβόλαιο στο Μέμφις, αλλά αντιδρά στο γεγονός ότι του ζητούν να έρχεται από τον πάγκο.

Αποχωρεί τον Νοέμβριο, παίζοντας μόλις τρεις αγώνες και λέγοντας πως «δεν έχω ξαναδεί κανέναν MVP, All Star και πρώην πρώτο σκόρερ να μην είναι βασικός»…

Σκέφτηκε να αποχωρήσει, ωστόσο επέμενε ότι «μπορώ ακόμη να ανταγωνιστώ σε υψηλό επίπεδο».

Σε ηλικία 34 ετών, οι Σίξερς τού δίνουν μία δεύτερη ευκαιρία.

Στο πρώτο ματς, πατάει στο παρκέ, πηγαίνει στο κέντρο του γηπέδου, γονατίζει και φιλά το έμβλημα της ομάδας! Το κοινό παραληρεί, ο «βασιλιάς» της πόλης είναι και πάλι στο «βασίλειό» του, έστω και δίχως «στέμμα», σε μία στιγμή που προκάλεσε ανατριχίλα στην κερκίδα.

Δεν είναι πια ο ίδιος. Σκοράρει μ.ό. 13,9 πόντους σε 25 αγώνες, αλλά μία ασθένεια της κόρης του τον υποχρεώνει να αποχωρήσει τον Φεβρουάριο του 2010.

Όπως αποδείχθηκε, τελευταίο επίσημο ματς της καριέρας του στο ΝΒΑ ήταν η ήττα με 122-90 από τους Σικάγο Μπουλς, στις 20/2/10, στην οποία πέτυχε 13 πόντους.

Λέει ότι θέλει να επιστρέψει, όμως δεν το εννοεί, την ώρα που οι προπονητές σφυρίζουν αδιάφορα στην πιθανότητα να τον έχουν στην ομάδα τους.

Κανένα τηλεφώνημα στον ίδιο ή τον ατζέντη του δεν έρχεται από κωδικό των Η.Π.Α..

Όταν η κλήση από την Τουρκία τού αναφέρει λεπτομέρειες, μπαίνει στο αεροπλάνο, φτάνει στην Κωνσταντινούπολη και υπογράφει στην Μπεσίκτας, σε φερόμενο διετές συμβόλαιο αντί τεσσάρων εκατομμυρίων!

«Δεν ήρθα εδώ για τα χρήματα, αλλά γιατί θέλω να παίξω», δηλώνει, αλλά η φιέστα θα κρατήσει δύο και κάτι μήνες. Ωσότου βαρεθεί να περιμένει το μηνιάτικο και ισχυρίζεται ότι είναι τραυματίας, αρνείται να αγωνιστεί και επιστρέφει στην Αμερική, έχοντας παίξει σε δέκα αγώνες.

Οι φήμες ότι αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα πληθαίνουν. Ο Τύπος αποκαλύπτει ότι έχει χρεοκοπήσει, όταν γίνεται γνωστό ότι δεν καταφέρνει να πληρώσει κάποιες δόσεις της διατροφής στην πρώην σύζυγό του…

Η Ταουάνα Τέρνερ είχε υποβάλει αίτηση διαζυγίου το 2010 και είχε κερδίσει την επιμέλεια των πέντε παιδιών τους.

Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ο Άιβερσον με έναν θείο του έψαχναν την κοπέλα στο σπίτι ενός ξαδέρφου του και εκείνη ισχυρίστηκε ότι την έβγαλε γυμνή στον δρόμο και την έσπρωξε, ενώ οπλοφορούσε…

Η δικογραφία με το όνομά του δεν ήταν ποτέ μικρή. Ως δευτεροετής στο ΝΒΑ, σε έλεγχο της τροχαίας, συνελήφθη για οπλοκατοχή και κατοχή μαριχουάνας.

Τον Φεβρουάριο του 2004 τον έδιωξαν από το καζίνο του Ατλάντικ Σίτι, με την κατηγορία ότι μετρά τα φύλλα και «κλέβει».

Το 2009 τού απαγόρευσαν την είσοδο σε δύο καζίνο του Ντιτρόιτ, λόγω κακής συμπεριφοράς.

Ο άλλοτε συμπαίκτης του, Ματ Μπαρνς, έχει αποκαλύψει ότι ο «A.I.» ξόδευε κάθε φορά 30.000 δολάρια σε στριπ-κλαμπς.

Την ίδια στιγμή που φάνταζε δύσκολο να προσαρμοστεί αγωνιστικά στο νέο στυλ του ΝΒΑ και να βρει νέο συμβόλαιο, εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει εξω-αγωνιστικά προβλήματα.

Το 2011 η αστυνομία κατάσχεσε μία Lamborghini που οδηγούσε χωρίς τέλη από το 2009, ενώ οι τραπεζικοί του λογαριασμοί «πάγωσαν» λόγω ενός χρέους 2,5 εκατομμυρίων για κοσμήματα και δύο σπίτια του πουλήθηκαν σε δημοπρασία.

Οι φήμες ότι έχει πτωχεύσει συνεχίζονταν, όμως ο ίδιος γελούσε σε αυτές τις ερωτήσεις και ξεκαθάριζε πως «είναι φήμες» ότι έχασε τα σχεδόν 150 εκατομμύρια που κέρδισε από μπάσκετμπολ και χορηγίες. Ο Γκάρι «Mo» Μουρ, πάντως, του έχει εξασφαλίσει το ποσό των 32 εκατομμυρίων δολαρίων από την εταιρία Reebok, όταν κλείσει τα 55 χρόνια του!

Ο τζόγος τον έμπλεξε σε αμέτρητους καβγάδες και για λίγο «κάλυψε» τη μπασκετική υστεροφημία του.

Το 2013 συμμετείχε, εμφανώς καταβεβλημένος, σε αγώνες επίδειξης στην Κίνα, αλλά αρνήθηκε να υπογράψει στους Τέξας Λέτζεντς της G-League.

Στις 30 Οκτωβρίου 2013 ανακοίνωσε επισήμως ότι αποχωρεί από την ενεργό δράση. «Πάντα πίστευα ότι αυτή η μέρα θα είναι σκληρή, όμως είναι μία χαρούμενη μέρα», τόνισε πλάι στα παιδιά του.

Το 2017 αγωνίστηκε στη λίγκα BIG-3, όμως είχε συνειδητοποιήσει πως το νέο «παρκέ» του είναι η ίδια του η ζωή.

Είχε φτάσει μικρός από «μηδέν» στο «όλα» και έκανε την αντίστροφη «διαδρομή» όταν μπήκε στη φυλακή, στα 17 του.

Έδειχνε πάντα απροετοίμαστος για αυτές τις εναλλαγές, όμως πλέον μοιάζει να απολαμβάνει τη ζωή του, πιο ήρεμος.

Την 1η Μαρτίου 2014, στο ημίχρονο του αγώνα με την Ουάσινγκτον και μπροστά σε 20.000 «υπηκόους» του, είδε τη φανέλα του με το Νο3 να αποσύρεται από τους Σίξερς και να υψώνεται στην οροφή του γηπέδου τους.

«Τώρα μπορώ να δείξω αυτή τη φανέλα και αυτή τη στιγμή στους ανόητους που πιστεύουν πως τα όνειρα δεν γίνονται πραγματικότητα, διότι γίνονται», επισήμανε βουρκωμένος στο μικρόφωνο.

«Εγώ, εκεί πάνω, μαζί με τον Τζούλιους Έρβινγκ, τον Μορίς Τσικς, τον Μόουζες Μαλόουν… Ποιος να το φανταζόταν; Σας ευχαριστώ που με αποδεχθήκατε όπως είμαι. Σας ευχαριστώ που με αφήσατε να είμαι ο εαυτός μου, να κάνω τα λάθη μου και να είμαι άνθρωπος».

Όσο αγωνιζόταν έλεγε πως «θέλω στην ταφόπλακά μου να γράφει τη λέξη “Misunderstood”»… «Παρεξηγημένος».

Τώρα, έχοντας βγάλει σορτσάκι και φανέλα, λέει πως «αν πέθαινα και γύριζα πίσω σε μία άλλη ζωή, πάλι ο εαυτός μου θα ήθελα να ήμουν!».

Λένε πως η ζωή είναι μικρές στιγμές που καθορίζουν το μέγεθος ενός ανθρώπου. Οι δικές του στιγμές ήταν και λαμπερές και σκοτεινές.

Δεν ήταν τέλειος. «Δεν ήθελα ποτέ να είμαι τέλειος», ήταν το άλλοθι, αλλά και το κίνητρό του, το «κάυσιμό» του.

Αυτό εξήγησε και το 2016, κατά την τελετή εισαγωγής του στο Hall Of Fame, με έναν λόγο στον οποίο ευχαρίστησε τη μητέρα του, τους προπονητές του, κάποιους τραγουδιστές όπως ο Μάικλ Τζάκσον και ο Tupac, τον Μάικλ Τζόρνταν, τον Κόμπι Μπράιαντ, τον Σακίλ Ο’Νιλ και τους πιστούς θαυμαστές του.

Ο Τζιμ Μπέιχαϊμ, κόουτς του πανεπιστήμιου Σίρακιουζ από το 1976(!), είχε διαπιστώσει από τις μέρες δόξας του Άιβερσον στο ΝΒΑ, ότι «αυτός ο μικροκαμωμένος τύπος έχει μεγαλύτερη καρδιά από το μπόι του!».

Δεν τον καθόρισε το μέγεθός του. Τον καθόρισε η απέραντη όρεξη για νίκη. Άλλωστε, έλεγε ότι «πάντα κάνω τα πάντα για να κερδίσω και παίζω κάθε αγώνα σαν να είναι ο τελευταίος μου».

Θέλει να τον θυμούνται ως «έναν περίεργο τύπο που τα έδινε όλα στο παρκέ, που άφηνε την ψυχή και το κορμί του στο γήπεδο, για την ομάδα του. Αυτή θέλω να είναι η “κληρονομιά” μου».

Η παρουσία του στο παρκέ ήταν επιβλητική και συχνά σου «έκοβε» την ανάσα.

Στο πικ του, ήταν ακαταμάχητος, επαναπροσδιόρισε τη λέξη «σκληρότητα» και ήταν ένας game-changer. Ένας «κοντός» που «δεν έπρεπε να είναι εκεί»…

Πρόσφερε τόσα πολλά στην κουλτούρα του ΝΒΑ και όχι μόνο, που συχνά αυτό ξεπερνά όσα πρόσφερε στο παρκέ. Και αυτό, κάποιες φορές, επισκίασε το μπασκετικό μεγαλείο του. Ενδεχομένως να χρειάζονται απολογίες από όσους τον επέκριναν επιφανειακά.

Είναι ένας αυθόρμητος και όχι αλάνθαστος άνθρωπος που μπορεί να κοιτάξει στον καθρέφτη του και να μην δει τον εαυτό του «παραμορφωμένο», αλλά «τσαλακωμένο» από τις δικές του επιθυμίες.

Ο Άλεν Άιβερσον είχε απολαύσεις, όμως δεν ήταν ένοχες.

Τις «έντυσε» με τη δική του μουσική (ραπ) υπόκρουση, με το δικό του φόντο. Όλα αυτά έμοιαζαν συχνά ακατανόητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν άξιζαν σεβασμό.

Ήταν τα πάθη του, οι φιλοδοξίες του, τα λάθη του. Όλα αυτά τα αναγνώρισε, τα παραδέχτηκε, σχεδόν τα λάτρεψε. Και πορεύεται ακόμη με αυτά, χωρίς καμία δικαιολογία, δίχως καμία διάθεση για συμβιβασμό.

Σε αντίθεση με (πάρα) πολλούς, οι οποίοι θεωρούν ακόμη ένοχη απόλαυση να τον εκτιμούν…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This