Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Ένας από τους χειρότερους και πιο βροχερούς χειμώνες του νεοσύστατου Greater Manchester στην Salford County, ήταν εκείνος του 1974.

Το κλίμα ούτως ή άλλως δεν ήταν καλό, το Local Government Act ήταν μια νέα ρύθμιση σαν ιδιότυπος συμβιβασμός που επεδίωκε να συνδυάσει αρμονικά την πόλη με την περιφέρεια, να κάνει τους κατοίκους να μονιάσουν.

Η πόλη ήταν χωρισμένη στα δυο, κυριαρχούσαν κοινωνικοί τριγμοί, η «ενσωμάτωση» σε όλα τα επίπεδα ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Το ποδόσφαιρο που ανέκαθεν βοηθούσε στην απορρόφηση των τριγμών και ψυχαγωγούσε τους πολίτες, δεν ήταν εφικτό να αποτελέσει αποκούμπι.

Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που μόλις έξι χρόνια πριν είχε καταπλήξει ολόκληρη την Ευρώπη κατακτώντας το κύπελλο πρωταθλητριών, είχε υποβιβαστεί στη δεύτερη κατηγορία, γεγονός που είχε να συμβεί από το μακρινό 1938.

Οι δάφνες της θρυλικής ομάδας του Σερ Ματ Μπάσμπι είχαν ξεραθεί, η πορεία της ομάδας επηρέαζε και την ψυχολογία του τόπου, στην Αγγλία το ποδόσφαιρο είναι μέρος της καθημερινότητας και καθορίζει συμπεριφορές.

Στο Salford, μια φτωχοσυνοικία του Μάντσεστερ, ένα ζευγάρι ιρλανδικής καταγωγής, Στιούαρτ και η Μαρίνα Σκόουλς είχαν αποφασίσει ότι μόλις μεγαλώσει λίγο ακόμα ο γιος τους ο Πολ, θα δοκιμάσουν την τύχη τους στα προάστια. Είχαν αποφασίσει να μετακομίσουν στο Langley.

Μπορεί τα εργοστάσια, οι καμινάδες και ο επαρχιωτισμός της περιφέρειας να καταδεικνύουν υποβάθμιση στην ποιότητα της ζωής, για την οικογένεια Σκόουλς όμως ήταν ζήτημα επιβίωσης. Όταν η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Langley, ο Πολ ήταν 18 μηνών και επρόκειτο να μεγαλώσει «φυσιολογικά» στο μυαλό του, κι ας είχε γείτονες κατώτερης τάξης και λιγότερες ευκαιρίες.

Ο Πολ είναι Άγγλος, νιώθει Άγγλος, δεν αποκηρύττει ποτέ του ωστόσο τα χρόνια του Lagley, τα χρόνια της ιρλανδικής παροικίας που έφτιαχνε το βιός της στα εργοστάσια του Local Government Act. Δύσκολα ούτως ή άλλως δεν στοιχημάτιζε κάποιος ότι δεν ρέει και ιρλανδικό αίμα μέσα του, η όψη και το χρώμα των μαλλιών και της επιδερμίδας είναι υπέρ-αρκετά.

Red“, τον φώναξε και ο σκάουτ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια ενός σχολικού τουρνουά που μετείχε το St.Mary High School, το Γυμνάσιο του 14χρονου Πολ. Ήταν καλός ο μικρός, όχι ο τυπικός πιτσιρικάς που ήξερε απλώς να κλωτσάει τη μπάλα και το διασκέδαζε.

Είχε κλίση στα σπορ, ήταν ήδη μέλος των  “Furies of Langley”, της ομάδας της γειτονιάς του και λάτρευε και το κρίκετ, σίγουρα όμως δεν φανταζόταν ότι η επαγγελματική του αποκατάσταση θα επέλθει μέσω του ομαδικού αθλητισμού.

Δοκιμαζόταν στις ακαδημίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ επί συναπτή τριετία, δεν μπορούσαν να τον δοκιμάσουν και στους αγώνες λόγω του δελτίου στις “Furies“, αλλά ο Πολ έκανε υπομονή. Δεν υπήρχε περίπτωση να διαμαρτυρηθεί, επρόκειτο για ένα παιδί που δεν τα βρήκε ακριβώς όλα τακτοποιημένα στη ζωή του κι ας μην το διαφήμισε ποτέ.

Από πολύ νεαρή ηλικία έμαθε να συμβιώνει με το άσθμα, να θεωρεί φυσιολογικό το διαφορετικό, να λογίζει «καθημερινότητα» τους πόνους στα γόνατά του. Ο μεγαλύτερος δισταγμός των ακαδημιών της Γιουνάιτεντ εκεί έγκειτο, στο γεγονός ότι ο “Red” έπασχε από τη νόσο του Osgood Schlatter, μια κοινή πάθηση στα παιδιά και στους αναπτυσσόμενους εφήβους.

Πρόκειται για μια φλεγμονή της περιοχής κάτω από το γόνατο, όπου ο τένοντας συνδέεται με την κνήμη και εμφανίζεται συχνότερα κατά την διάρκεια της ανάπτυξης, όταν τα οστά, οι μύες, οι τένοντες και οι άλλες δομές αναπτύσσονται. Πλέον η πάθηση σχεδόν αυτορυθμίζεται, εκείνα τα χρόνια θεωρείτο λύση το νυστέρι.

Ναι, γιατί είναι σχεδόν μια ζωή η εικοσαετία στους Red Devils, είναι μια ιστορία αγάπης που δεν χρειάζεται καν τα 11 εθνικά πρωταθλήματα, τα 13 κύπελλα και τις δυο κούπες του Τσάμπιονς Λιγκ, για να μας πείσει όλους ότι ο Πολ Σκόουλς ανεβαίνει στον ίδιο βωμό με ιερά τέρατα αυτού του συλλόγου.

Αφοσίωση. Τερατώδης αφοσίωση. Σχεδόν 800 (!) επίσημοι αγώνες, 156 γκολ, επιρροή και γραφίδα της ιστορίας μιας από τις εμβληματικότερες ομάδες του αιώνα. Με αγώνα και μόχθο, γιατί το δικό του «γραμμένο» ήταν αντί να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα, να την μαζεύει σαν ball boy όταν αστοχούσαν οι υπόλοιποι.

Σήμερα πια ξέρουμε ότι ήταν μέλος του παιδομαζώματος του Σερ Άλεξ, ότι ανήκει στα περίφημα “Fergie’s Fledglings”, αλλά οι παλιοί θυμούνται σαν “Ferguson brood”. Εκείνη η παρέα κατέκτησε το Youth League το 1992 και αποτελείτο μεταξύ άλλων από τον Πολ Σκόουλς, τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, τον Νίκι Μπατ, τον Ράιαν Γκιγκς, τους αδελφούς Νέβιλ. Όλοι τους τοτέμ, όλοι τους ιστορικά πλέον πρόσωπα στο Old Traffod.

Κι αν για τους προβεβλημένους και μεγάλους σταρ, Μπέκαμ και Γκιγκς, λίγο-πολύ λάβαμε νωρίς γνώση, για τον Σκόουλς χρειάστηκε το πουσάρισμα του ιστορικού βοηθού του Σερ Άλεξ, του Μπράιαν Κιντ, ο οποίος όταν ρωτήθηκε ποιος είναι ο πιο ενδιαφέρων πιτσιρικάς από την ομάδα Νέων, απάντησε σιβυλλικά.

«Τον έχετε δει, αλλά δεν τον έχετε προσέξει. Είναι από το Μάντσεστερ, είναι ένας από εσάς».

Δεν απέχουν από την πραγματικότητα τα λόγια του Κιντ, ειδικά αν νοερά προεκταθούν σε όλο το εύρος της καριέρας του Σκόουλς. Βαρχύσωμος, απαρατήρητος, ταπεινός και «αντιτουριστικός». Από τους ποδοσφαιριστές που πετούν κάτω από τα ραντάρ στο γήπεδο και δεν εξαναγκάζει τους fans να τον περιμένουν υπομονετικά έξω από τα αποδυτήρια για μια φωτογραφία ή ένα αυτόγραφο.

Ο Πολ όμως ήταν η προσωπικότητα που τους κρατούσε όλους μαζί. Ο αλάνθαστος, εκείνος που δεν σπαταλούσε μπάλες, που δεν έχανε την ψυχραιμία του και τα είχε προϋπολογίσει όλα στην εντέλεια. Έτρεχε ακατάπαυστα δίχως να ξοδεύει δυνάμεις, μπορούσε να διαγνώσει τη ροή του αγώνα, ήξερε πότε έπρεπε να ανέβει ο ρυθμός και πότε οι υπόλοιποι χρειάζονταν ανάσες.

Μεγαλύτερό του προτέρημα εκτιμώ ότι υπήρξε το “vision“. Προσόν οξυδέρκειας και αληθινού ταλέντου μέσα στο χορτάρι που δεν αποτυπώνεται ούτε ευκρινώς μήτε με ακρίβεια στον απαίδευτο θεατή.

Δεν υπήρξε ποτέ «ιδιοφυΐα» όπως άλλοι, ωστόσο πάντα μα πάντα φρόντιζε να βρίσκεται στη σωστή θέση, στο σημείο του γηπέδου που ελαχιστοποιούνταν τα λάθη.

Το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι λαθών και ο Πολ Σκόουλς λάθη έκανε πολύ σπάνια. Σε συνδυασμό με την αγγλοσαξονική αυταπάρνηση και το ιρλανδέζικο αίμα, ο Σκόουλς με την αύρα της μη παραίτησης, υπήρξε η πιο εμβληματική φιγούρα της πιο επιτυχημένης ομάδας στην ιστορία του Μάντσεστερ.

«Κανένα παιχνίδι δεν είναι χαμένο για μένα», ένα μότο ζωής που επαναλήφθηκε πολλάκις κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Ένα γνήσιο τέκνο της εργατικής τάξης της πόλης που ξενιτεύτηκε στην περιφέρεια, που έκλεψε την καρδιά του Φέργκι και από το 1993 θεωρείτο ακρογωνιαίος λίθος της δημιουργίας των πραγματικών «διαβόλων».

Ο Φέργκιουσον εκείνα τα πρώτα χρόνια τον τοποθετούσε συνήθως πίσω από τον επιθετικό, τον χρειαζόταν να «ελέγχει» το τρίτο τέταρτο του γηπέδου. «Δεύτερος επιθετικός» τυπικά, στην ουσία ο χαφ που διηύθυνε το παιχνίδι. «Το ιδανικό μοντέλο χαφ», όπως είχε πει κάποτε ο Τσάβι Χερνάντεζ.

Με τον Μαρκ Χιουζ να έχει πωληθεί στην Τσέλσι και τον Καντονά εκτός για την περίφημα «καρατιά», ο Φέργκιουσον ήξερε ότι είχε επιτακτική ανάγκη από έναν συνδετικό κρίκο κοντά στον Κόουλ. Η Γιουνάιτεντ κέρδιζε τον έναν τίτλο μετά τον άλλον, το κοινό ζητωκραύγαζε για τα αστέρια της και τα γκολ και οι ασίστ του Πολ περνούσαν απαρατήρητες.

Η πρώτη μεγάλη «στροφή» έγινε στο δεύτερο προσωπικό του πρωτάθλημα το 1996/97, όταν επέλεξε και την ιστορική φανέλα με το 18 στην πλάτη. Αυτό το νούμερο έμεινε καρφωμένο για 15 σεζόν στη φανέλα του, με αυτόν τον αριθμό κλήθηκε στην Εθνική, το 18 φορούσε όταν ο «λόχος» απαιτούσε το νέο αρχηγό μέσα στο γήπεδο.

Ο τραυματισμός του Ρόι Κιν είχε σημάνει συναγερμό στο εσωτερικό της ομάδας, ο Πολ ήταν ο μοναδικός που αποδέχτηκε το ρόλο. Την ίδια ώρα στα διοικητικά γραφεία εξυφαίνετο η μετακόμισή του στο Μπλάκμπερν, ως αντάλλαγμα για τη μεταγραφή του μεγάλου Άλαν Σίρερ.

Ευτυχώς ο κορυφαίος Άγγλος φορ επέλεξε τη Νιούκαστλ, ήταν η μια και μοναδική φορά που ο δεσμός του Πολ με το Μάντσεστερ πήγε να αποκοπεί.

Δεν υπήρχε περίπτωση να «λειτουργήσει» ο Πολ σε άλλη ομάδα. Δεν είναι θέμα χημείας ή οποιασδήποτε άλλης τετριμμένης δικαιολογίας.

Κάποιες φορές στη ζωή μας, για να λειτουργήσουν όλα και να συμβούν τα πράγματα, χρειάζεται να συγκλίνουν οι πλανήτες, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις, να αιωρείται η αύρα.

Ο ίδιος ο Φέργκι έχει πει ότι εκείνον τον καιρό, όταν είχε συζητήσει με τον Πολ για το ενδεχόμενο της Μπλάκμπερν, ο Σκόουλς έβαλε τα κλάματα. Όχι σαν μικρό παιδί, ούτε από τα νεύρα του. Επειδή δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σπίτι του.

Από το Μάντσεστερ έφευγε μονάχα για τα εκτός έδρας παιχνίδια της ομάδας, ήταν τέτοιο το δέσιμο με την πόλη, τον αέρα, τα στραβά της και τα καλά της, που για όλο τον κόσμο ίσχυε ό,τι και για τον ίδιο: το πιο brit στοιχείο της ομάδας, το εναπομείναν είδωλο μιας άλλης εποχής που συνέδεε τον πριν με το τώρα και το μετά.

Δεν έκανε ούτε μια μέτρα εμφάνιση έκτοτε. Το modus cogitandi του Σκόουλς, σε συνδυασμό με την επιστροφή του δυναμικού και ηγετικού Ρόι Κιν, ήταν η ειδοποιός διαφορά εκείνης της ομάδας των «καλλιτεχνών» που έφτιαξε ο Σερ Άλεξ.

Ο Σκωτσέζος ήξερε ότι οι ομάδες είναι χαρακτήρες. Όχι απαραίτητα των μελών τους. Είναι το dna τους, η ιστορία τους, ο κόσμος που γέμιζε το γήπεδο στα πέτρινα χρόνια και περίμενε υπομονετικά την ανάσταση, περνώντας το μικρόβιο στους επίγονους. Είχε γίνει τόσο μεγάλο αυτό που είχε χτίσει που η ανάγκη για την παρουσία δυο ανθρώπων με ευθεία διασύνδεση με το ντόπιο στοιχείο, ήταν κάτι περισσότερο από ζωτικής σημασίας.

Δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί το θαύμα του ’99 χωρίς τη συγκεκριμένη αύρα στην ομάδα. Ο Πολ σε εκείνον τον τελικό που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα ξεχάσει κανείς, καθόταν στην εξέδρα.

Η αχίλλειος πτέρνα της καριέρας του, οι κάρτες. Πολύ σπάνια κόκκινες, οι περισσότερες κίτρινες, εξ αιτίας του υπερβάλλοντος ζήλου.

Δεν ξέρω αν έχει καταρριφθεί το ρεκόρ στην Πρέμιερ Λιγκ, ο Σκόουλς έχει 120 (!) κάρτες στην καριέρα του, όπως είπε κάποτε ο Βενγκέρ «η επιθετικότητα κατέστρεψε τον καλύτερο Βρετανό μέσο των τελευταίων ετών». Για τον Ρίο Φέρντιναντ από την άλλη, ήταν απλώς «τρελός».

Αυτό που δεν συνειδητοποιούσε ο καλός Ρίο, είναι πως δίχως την «τρέλα» του Σκόουλς, εκείνη η Γιουνάιτεντ θα ήταν μια soft ομάδα γεμάτη «κρίμα» και «παραλίγο» στη διαδρομή της.

Έχει ερωτηθεί ο Σκόουλς εν προκειμένω. Με το φλέγμα και την ηρεμία που τον διακρίνει εκτός γηπέδου, απάντησε ότι η κριτική και οι αδυναμίες τον έκαναν καλύτερο. «Προτιμώ να με βρίζουν, παρά να με χαϊδεύουν – ΜU», όπως έγραφε κι ένα παλιό graffiti στη διάβαση που οδηγούσε στο Old Trafford.

Με την Εθνική η σχέση υπήρξε περίεργη. Δεν είναι έκπληξη, ούτε μπορεί να εξηγηθεί σε λογικό πλαίσιο η Εθνική Αγγλίας εν γένει. Σταμάτησε το 2004 μετά από το ευλογημένο μας Euro, απολύτως απογοητευμένος από ένα ακόμη its coming home που εξελίχθηκε σε φιάσκο.

Για τον Σκόουλς το Euro της ζωής μας ήταν το τέλος της διαδρομής. Αποχώρησε αθόρυβα, επέστρεψε στην Αγγλία μετά από ολιγοήμερες διακοπές και δεν είδε καν τον τελικό της Εθνικής μας με τους Πορτογάλους. «Είδα τηλεόραση με τα παιδιά μου, δεν ξέρω ποιος κέρδισε, είμαι σίγουρος ότι το κέρδισαν Ευρωπαίοι», δήλωσε.

Μεγάλη υπόθεση στη διαμόρφωσή του η οικογένεια. Παντρεμένος με συμμαθήτριά του από το δημοτικό, παντελώς άσχετης με το ποδόσφαιρο και πάρα πολύ μακριά από τις WAGS που λατρεύει η Sun. Γενικώς, ο Σκόουλς φρόντισε να παραμείνει εντελώς μακριά από τα στερεότυπα του σταρ της Πρέμιερ Λιγκ της δεκαετίας του 2000, όταν τα χρήματα έρρεαν άφθονα και η showbiz απέκτησε μερίδιο στο ποδόσφαιρο.

«Καταπληκτικός παίκτης και συμπαίκτης, σκουπίδι σαν άνθρωπος», είπε κάποτε ο Ρόι Κιν, θέλοντας να αποτυπώσει πόσο «μακριά» ένιωθε ο Σκόουλς από τους υπόλοιπους εκτός γηπέδου. Δεν έπαιρνε θέση ποτέ, ήταν ένα «σκυλί» του Φέργκιουσον που υπέμενε στωικά τις εκρήξεις, τα ιπτάμενα παπούτσια στο κεφάλι του Μπέκαμ, τις προσβολές, τις οριακές συμπεριφορές.

Δεν τον άγγιζαν τον Σκόουλς όλα αυτά, τα θεωρούσε φυσιολογικά, “part of the game“. Είναι ποδόσφαιρο που δεν υπάρχει πια, χωρίς να λειαίνονται οι γωνίες και δίχως λυκοφιλίες για ένα καλύτερο συμβόλαιο.

Το κεφάλι κάτω, αφοσίωση και δουλειά. Αυτό ήταν το τρίπτυχο που του επέτρεψε να επιζήσει όλους τους «σφετεριστές» της θέσης του στην ενδεκάδα.

«Εκτιμώ ότι ο Χουάν Σεμπάστιαν έχει όλα τα φόντα να πάρει τη φανέλα του βασικού από τον Πολ», είπε ο Φέργκι στην παρουσίαση του Βερόν από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή του «αμίλητου» Πολ στα αποδυτήρια, τόσο έντονη η παρουσία του ανάμεσα στους σταρ που έκαναν παρέλαση στο Old Trafford.

Δεν ήταν επιτηδευμένο. Είναι θέμα χαρακτήρα. Ακόμα κι όταν η πόλη «ανατινάχτηκε» με το πρωτάθλημα τις Σίτι, ο Σκόουλς ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που έμοιαζε σαν να μην το έχει παρατηρήσει.

Δεν ασχολήθηκε, δεν τοποθετήθηκε, δεν το χρησιμοποίησε ως κίνητρο για τους υπόλοιπους. Συνέχισε να αλέθει χιλιόμετρα στο κέντρο του γηπέδου, εξακολούθησε να τακτοποιεί τακτικά τη Γιουνάιτεντ στο χόρτο, ήταν το μέτρο πειθαρχίας στον αγωνιστικό χώρο.

Δεν είχε ποτέ μάνατζερ, δεν ζήτησε ποτέ λεφτά, δεν έβαλε ποτέ τον εαυτό του πάνω από την ομάδα. Τη συγκεκριμένη ομάδα, εκείνη που του επέτρεπε να αναπνέει όπως ήθελε ο ίδιος.

Όταν ο Κρανιότι έστρωσε χαλί εκατομμυρίων για να τον πάρει στη Λάτσιο και η διοίκηση της Γιουνάιτεντ συμφώνησε, ο Πολ πήγε στο γραφείο του Φέργκι. Του ζήτησε να μείνει. Έμεινε. Σε πέντε λεπτά πήρε απόφαση που -οικονομικά τουλάχιστον- θα τον είχε αποκαταστήσει σε όλη του την υπόλοιπη ζωή. Σήμερα λέει «ευτυχώς δεν πήγα».

Ανύπαρκτη «εξωγηπεδική ζωή», δίχως fancy Φεράρι και ακρότητες, έτη φωτός μακριά από “active παρουσία στα social media“. Αμφιβάλλω αν γνωρίζει τι είναι τα social media.

Η επιτομή του «παίκτη του προπονητή», ο μοναδικός σύγχρονος χαφ που είχε σαν πρώτο μέλημα στο κεφάλι του να βελτιωθούν οι συμπαίκτες του κι ας μείνει πίσω ο ίδιος. Κι μην τους μιλούσε εκτός γηπέδου, κι ας θεωρούσε ότι «διαβιούν πολυτελώς άσκοπα».

Μια φανέλα φόρεσε, δεν γινόταν να χωρέσει σε άλλη. Και μόνο κάποιος που αυτή τη φανέλα τη λόγιζε προέκταση του δέρματος, θα επιστρατευόταν σε κάθε έκτακτη κατάσταση ή σε στιγμές απελπισίας με άγνοια κινδύνου να αναλάβει τις ευθύνες άλλων.

Ρώτησαν κάποτε τον Σερ Άλεξ για τους καλύτερους παίκτες στην ιστορία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. «Είναι πολύ εύκολη η απάντηση. Ο Ράιαν Γκιγκς και ο Πολ Σκόουλς», απάντησε χωρίς δισταγμό ο Σκώτος, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι έχει θέσει εκτός κάδρου ιερά τέρατα όπως ο Μπόμπι Τσάρλτον, ο Τζορτζ Μπεστ, ο Ερίκ Καντονά, ο Μπράιαν Ρόμπσον.

Πιθανόν στην υπερβολή του ο Φέργκι να ήθελε να τονίσει την αλήθεια: ότι ο Πολ Σκόουλς είναι από τους υποτιμημένους ποδοσφαιριστές στην ιστορία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

Αδικημένος και σε διεθνές επίπεδο, παντελώς ξεχασμένος από media και «νέο-ειδικούς» που το ποδόσφαιρο το μετράνε με κριτήρια χρηματιστηρίου.

Ο τελευταίος αντιήρωας της Πρέμιερ Λιγκ. Ο τελευταίος “Red” των Red Devils.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This