Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

Σε μία από τις αναλαμπές του κοφτερού- μα πάντα βουτηγμένου στο ρούμι- μυαλού του ο Κάρλος Ντρουμόντ Ντε Αντράντε ξεστόμισε την ατάκα που έμελλε να ριζωθεί βαθιά στη συνείδηση των συμπατριωτών του.

Σύμφωνα με έναν αστικό μύθο που αιωρείται πάνω από τις φαβέλες του Ρίο, ο διασημότερος ποιητής της Βραζιλίας χάζευε από το παράθυρο του δύο παρέες να διασκεδάζουν η μία δίπλα στην άλλη. Στην πρώτη χόρευαν σάμπα. Στη δεύτερη έπαιζαν ποδόσφαιρο. Όσο παρακολουθούσε, τόσο μαγευόταν. Όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε να διακρίνει την παραμικρή διαφορά. Οι κινήσεις ήταν ολόιδιες.

«Οι λαοί παίζουν μπάλα όπως χορεύουν», συμπέρανε!

Τούτο το πόρισμα πραγματικά δεν θα μπορούσε να βρει μεγαλύτερη ανταπόκριση σε πρακτικό επίπεδο απ’ ό,τι στην America Latina. Κάθε γωνιά της λικνίζεται με το τόπι στον ρυθμό της εκάστοτε παραδοσιακής μουσικής. Λες και το μυαλό δεν ξέρει άλλον τρόπο από το να υπαγορεύει το παιχνίδι μέσα από τις νότες που διαχέονται από τα κύτταρα του. Κάθε γειτονιά των Νοτιοαμερικανών βρήκε τον τρόπο μέσα από τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών και προσάρμοσε τον ήχο στη δική της ιδιοσυγκρασία, για να προκύψει αυτή η ομορφιά της πιο ερωτεύσιμης ποδοσφαιρικής αλάνας.

Το φοβερό όμως είναι πως τα πάντα ξεκίνησαν με ένα άνοστο, αργό, βαρετό φολκ εκκλησιαστικής μουσικής που έφεραν μαζί τους οι Άγγλοι, καθώς κοντά στα τέλη του 19ου αιώνα έκαναν μαζική απόβαση στο Μπουένος Άιρες. Έχει υπολογιστεί ότι το 1890 στην πρωτεύουσα της Αργεντινής ζούσαν περίπου 60-70.000 από δαύτους. Έχτισαν σχολεία, εκκλησίες, λέσχες και φυσικά δεν ξέχασαν να πάρουν μαζί τους και κάμποσες μπάλες. Κάπως έτσι το ποδόσφαιρο βρέθηκε στην άλλη άκρη του κόσμου. Μόνο που έμελλε να αλλάξει το DNA του ριζικά.

Ήταν η εποχή που στο Μπουένος Άιρες κατέφθαναν χιλιάδες Ιταλοί μετανάστες. Οι περισσότεροι έπαιρναν το βαπόρι από την Γένοβα και έτσι οι ντόπιοι τους αποκάλεσαν «Xeneizes». Οπως δηλαδή έλεγαν οι ίδιοι οι Ιταλοί κοροϊδευτικά τους ζητιάνους στο λιμάνι της Γένοβας. Κάπου εκεί λοιπόν άρχισαν να μπλέκουν μεταξύ τους οι ήχοι, οι χοροί και οι συνήθειες, με τη μπάλα να μην μένει έξω από τούτη τη βιολογική μετάλλαξη.

Μόνο που, για να αποκτήσουν εθνική ποδοσφαιρική συνείδηση όλοι αυτοί οι μετανάστες και να αποκαλέσουν τους εαυτούς τους Αργεντινούς, είχαν ανάγκη τις σωστές νότες, τον ιδανικό ρυθμό. Αυτόν λοιπόν φρόντισε να τους τον χαρίσει το βραχνό, δυνατό -μέσα από την ψυχή- παίξιμο του Κάρλος Γαρδέλ στις αρχές του 20ού αιώνα. Κανείς πριν ή έπειτα από εκείνον δεν έκανε να πονέσει τόσος πολύς κόσμος με το τάνγκο, την κιθάρα και τα γαρύφαλλα. Αλητεία, πάθος, βία μέσα από τη μουσική και το παιχνίδι. Αλλά και οργάνωση, εξωτερίκευση συναισθημάτων. Κάθε χτύπημα στα τάστα και μία γκολάρα. Κάθε φιγούρα της ντάμας με τον καμπαγιέρο της και ένα σλάλομ στα όρια μίας υπέροχης αναρχίας.

Από τη φτώχεια στο «λίκνο»

Η οικογένεια του Χόρχε Ρικέλμε κρατούσε από δαύτους τους μετανάστες. Μόνο που δεν τα είχε καταφέρει καλά και η φαμίλια πεινούσε. Και αυτό δεν είναι υπερβολή ή σχήμα λόγου. Ο Χόρχε υπήρξε αμετροεπής στον έρωτα. Είχε σκορπίσει 11 κουτσούβελα και ο λογαριασμός δεν έβγαινε με τίποτα.

Ο Χουάν ήταν ο πρωτότοκος. Χρειάστηκε να κάνει από παιδί δουλειές του ποδαριού. Γύριζε στους δρόμους και παράτησε το σχολείο πολύ νωρίς. Με το που έφερνε λίγη βοήθεια στο σπίτι, έβγαινε ξανά στη γύρα. Αυτή τη φορά για να παίξει ποδόσφαιρο.

Η Αρχεντίνος Τζούνιορς τον εντόπισε εύκολα. Ξεχώριζε. Άλλωστε, στις γειτονιές του Σαν Φερνάντο στο ευρύτερο Μπουένος Άιρες οι ιστορίες για τα ταλαντούχα πιτσιρίκια ανέκαθεν διαδίδονταν εύκολα. Εκεί, στο πιο ιδανικό εκκολαπτήριο, απ’ όπου βγήκε ο «Ντιεγκίτο», ο Ρεδόνδο και τόσοι άλλοι φανταστικοί, πήρε την πρώτη μόρφωση. Δεν ήταν τυχαίο ότι την Αρχεντίνος οι προπονητές στην Αργεντινή την αποκαλούν με το άκρως τιμητικό «Το λίκνο των αστεριών».

Μπόκα, ο μύθος

Φοίτησε στο κορυφαίο σχολείο από τα 14 έως και τα 18 του χρόνια. Ο θρυλικός Κάρλος Μπιλάρδο, ο οποίος είχε οδηγήσει την «Albiceleste» στην κατάκτηση του Μουντιάλ του 1986, τον είχε βάλει στο μάτι από ένα φιλικό. Του τον πήραν. Τα οικονομικά της Μπόκα Τζούνιορς εκείνη την περίοδο ήταν άθλια. Και έπρεπε να πληρώνει το χρυσάφι στον Μαραντόνα και τον Κανίγια. Ο Μπιλάρδο βρήκε τη λύση στα πιτσιρίκια.

Ο Χουάν Ρικέλμε, ο Γκιγιέρμε Μπάρος Σελότο και o Μάρτιν Παλέρμο μπήκαν στα αποδυτήρια μαζί με τα τεράστια είδωλα. Μόνο που δεν θα αποτελούσαν συμπληρωματικά κομμάτια αλλά τους βασικούς χαρακτήρες για την πιο σπουδαία εποχή στην ιστορία του club, που μόλις ξανοιγόταν. Είχαν φτάσει η στιγμή της πρώτης αποκαθήλωσης του ινδάλματός του και αμέσως μετά η εποχή της δόξας.

Η δεύτερη επιστροφή του Μαραντόνα τον έριξε στη Β’ ομάδα. Η Μπόκα υπέφερε και ο «Ντιεγκίτο» περπατούσε με την κοιλιά να μεγαλώνει. Ο Χουάν δεν έκανε κέφι να τον βλέπει έτσι. Άλλωστε, όσο θρυλική μορφή και αν είχε υπάρξει, για εκείνον πλέον δεν ήταν παρά ένας περιφερόμενος παλαίμαχος που του είχε φάει τη θέση. Και τότε ανέλαβε δράση το κάρμα.

Ο Κάρλος Μπιάνκι πήρε τα ηνία και του έδωσε τη φανέλα με το «10». Αυτή που θα έλιωνε πάνω στο κορμί του και θα γινόταν συνώνυμο και έννοια ταυτόσημη.

Η κατάκτηση της Apertura του 1998 έβαλε τέλος σε ξηρασία έξι ετών και ακολούθησε καπάκι η Clausura, σε ένα μυθικό αήττητο σερί 40 αγώνων. Εκείνος έβαλε 10 γκολ και μοίρασε άλλα τόσα, για να βρεθεί στα 20 του στην All Star 11άδα της Νοτίου Αμερικής.

Η συνέχεια θα δημιουργούσε τον απόλυτο μύθο. Η κατάκτηση του Copa Libertadores (2000) απέναντι στην Παλμέιρας και η highlight ποδιά του στον Μάριο Γιέπες, καθώς απέκλειαν τη Ρίβερ Πλέιτ στα προημιτελικά, έκαναν χαμό.

Πόσο μάλλον με αυτό που θα συνέβαινε μετέπειτα στο Τόκιο για το παγκόσμιο στέμμα. Η Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία είχε κάνει δικό της τον κάτοχο της Χρυσής Μπάλας, Λουίς Φίγκο, ξεκινούσε την εποχή των «Galácticos», μα υποτάχθηκε στη μαγεία του. Ειδικά η 30άρα ασίστ στο δεύτερο γκολ του Παλέρμο ήταν ένα ποίημα.

Το επιστέγασμα σε όλ’ αυτά ήταν η back to back θέση στον θρόνο του Libertadores απέναντι στην Κρους Ασούλ και η κατ’ επέκταση βράβευσή του ως κορυφαίου στη Νότια Αμερική.

Μπαρτσελόνα, η προσγείωση

Κάπου εκεί το παραμύθι θα σταματούσε και αυτό οφειλόταν στη φυγή του Μπιάνκι. Αυτή είχε ως σημαντικότερη συνέπεια και την κόντρα του με τον σπουδαιότερο Πρόεδρο στην ιστορία του συλλόγου. Ο Ρικέλμε, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν αμειβόταν σωστά, δεν δίστασε να τα βάλει δημόσια με τον Μαουρίτσιο Μάκρι και, αφού σκόραρε κόντρα στη Ρίβερ, έτρεξε μπροστά στα επίσημα και πανηγύρισε προκλητικά μπροστά του, βάζοντας τα χέρια στα αφτιά του. Είχε φτάσει η ώρα να αποχωρήσει. Η πρόκληση της Ευρώπης δεν μπορούσε πλέον να περιμένει.

Το κοινό ήταν απογοητευμένο. Εκείνον αγαπούσε. Για εκείνον πήγαινε και ξαναπήγαινε στο γήπεδο. Ίσως επειδή συνέχιζε να τους δίνει αυτό που τόσο είχαν ανάγκη. Λες και πάντοτε κρατούσε έναν καθρέφτη μπροστά στην κοινωνία ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να δουν μέσα από αυτόν πόσο όμορφοι είναι. Και ο καθρέφτης ήταν η δική του παρουσία. Όχι μόνο μέσα στο παιχνίδι αλλά σπάζοντας πολλούς από τους κανόνες που άρχιζε να υπαγορεύει ο ερχομός του “μοντέρνου παιχνιδιού”. Κι εκείνος στεκόταν εκεί, αγέρωχος, να υποδεικνύει τη σπουδαιότητά του. Πως δεν ήταν ποδοσφαιριστής αλλά μία ιδέα. Αυτή που υπαγορεύει ότι σπουδαίοι είναι αυτοί που μπορούν και δημιουργούν τους δικούς τους κανόνες.

Ήταν λες και μία ωραία ημέρα η θεά του ανέμου είχε φιλήσει το πόδι του. Ένα πόδι κακοπαθημένο και περιφρονημένο, και από εκείνο το φιλί γεννήθηκε το απόλυτο ποδοσφαιρικό είδωλο. Μέσα σε αχυρένια κούνια, σε τενεκεδόσπιτο, ήρθε στον κόσμο αγκαλιά με το τόπι. Η μπάλα έμαθε να τον αποζητά, να τον αναγνωρίζει, να τον χρειάζεται. Πάνω στο πόδι του ένιωθε άνετα. Εκείνος της έδινε λάμψη κι εκείνη του το ανταπέδωσε με μία θέση στην ποδοσφαιρική αιωνιότητα.

Τα 11 εκατ. ευρώ της Μπαρτσελόνα (τον Ιούλιο του 2002) φάνταζαν λίγα μπροστά σε όσα υποσχόταν, καθώς περνούσε τον Ατλαντικό. Για τον Χουάν όμως ήταν μία τρομερά δύσκολη περίοδος. Λίγο καιρό πριν πάλεψε να απελευθερώσει τον αδερφό του από μία τρελή απαγωγή και αυτή τον είχε επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό. Ήδη εξαιτίας αυτής της υπόθεσης είχε θέσει τον εαυτό του εκτός του Μουντιάλ της Ασίας, κάτι που είχε συνταράξει τους συμπατριώτες του, για να ακολουθήσει η ντροπιαστική παρουσία της Αργεντινής με τον αποκλεισμό στον όμιλο. Και στην «Μπάρτσα» όμως τα πράγματα θα στράβωναν αμέσως.

Ο προπονητής Λουίς Φαν Χάαλ δεν τον ήθελε εξ αρχής και θεωρούσε ότι ήταν μία μεταγραφή προεδρικής πολιτικής. Τον τοποθέτησε βάναυσα στον πάγκο. Και, όταν τον έριχνε στα ματς, τον έβαζε σε θέση πλάγιου επιθετικού. Έναν αργό παίκτη σε πόστο που απαιτεί έκρηξη και πλαγιοκοπήσεις. Αυτό τον διέλυσε.

Όταν ο Αργεντινός του ζήτησε τον λόγο, ο Ολλανδός τού απάντησε αυστηρά, μα λέγοντάς του εύστοχα μία σκληρή αλήθεια:

«Όταν έχεις την μπάλα στα πόδια, είσαι από τα καλύτερα πράγματα που έχω δει. Όταν την έχει ο αντίπαλος, είναι σαν να παίζουμε με παίκτη λιγότερο».

Η απόλυση του Φαν Χάαλ στα μισά μίας καταστροφικής περιόδου δεν άλλαξε τίποτα για τον Ρικέλμε και στο τέλος της σεζόν η «Μπάρτσα», η οποία ήδη είχε συμφωνήσει με τον Ροναλντίνιο, του ζήτησε να βρει ομάδα. Η απογοήτευση ήταν τεράστια και για τις δύο πλευρές.

Βιγιαρεάλ, το θαύμα

Ο Μπενίτο Φλόρο, παθιασμένος με το ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής, τον κάλεσε στη Βιγιαρεάλ, η οποία είχε χτίσει αργεντινική παροικία με τους Χουάν Πάμπλο Σορίν, Ροδόλφο Αρουαμπαρένα και Γκονσάλο Ροδρίγκες.

Ωστόσο, ήταν η άφιξη του Μάνουελ Πελεγκρίνι το 2004 που θα δομούσε το όνειρο. Με 15 γκολ σε 35 ματς ο Ρικέλμε ξαναβρήκε το κέφι του και το «Κίτρινο Υποβρύχιο» τερμάτισε στην καλύτερη θέση (τρίτη) της ιστορίας του, κατακτώντας διαδοχικά το Intertoto.

Την αμέσως επόμενη χρονιά θα εκτοξευόταν και στ’ αστέρια, για να γίνει η ομάδα που εκπροσωπούσε την πόλη με τον μικρότερο πληθυσμό που θα έφτανε στα ημιτελικά του Champions League. Εκεί όπου ο Αργεντινός από ήρωας θα γινόταν μοιραίος με το χαμένο πέναλτι στη ρεβάνς με την Άρσεναλ.

Κανείς δεν περίμενε όμως ότι στα μισά της επομένης θα ζητούσε να επιστρέψει στην πατρίδα. Η γέννηση του παιδιού του μετατράπηκε σε ταξίδι χωρίς γυρισμό και άρνηση να επιστρέψει στις προπονήσεις. Για ακόμα μία φορά οι παραξενιές και το “εγώ” του σαμποτάριζαν το παιχνίδι του.

Μεγαλύτερος του Ντιέγκο

Γενικότερα, από το Μουντιάλ του 2006 ο Ρικέλμε δεν ήταν καλά ψυχολογικά. Ήταν ο ηγέτης της χώρας του στη διοργάνωση, αλλά στα προημιτελικά με τη Γερμανία έγινε αλλαγή και αμέσως μετά ήρθε η ισοφάριση της Γερμανίας, η οποία οδήγησε στον αποκλεισμό στα πέναλτι. Ήταν πιο θυμωμένος από ποτέ και κατηγόρησε τον εκλέκτορα, Χοσέ Πέκερμαν, ότι τον άφησε εκτός τη στιγμή που η Αργεντινή τον είχε ανάγκη.

Αμέσως μετά, η μητέρα του αντιμετώπισε σοβαρά θέματα υγείας και αυτό τον οδήγησε στο να ανακοινώσει την απόσυρσή του από την Εθνική. Ήταν μόλις 28 ετών. Ανακάλεσε αμέσως, πήρε το περιβραχιόνιο, οδήγησε την «Albiceleste» στον Τελικό του Copa America του 2007, αλλά εκεί το ασήκωτο 3-0 από τη Βραζιλία τον έθεσε στο στόχαστρο σκληρής κριτικής.

Είχε ανάγκη να του συμβεί και πάλι κάτι καλό. Αυτό θα του το προσέφερε ξανά η αγαπημένη του διοργάνωση. Στον Τελικό του Copa Libertadores έβαλε φαουλάρες σε ημιτελικά και τελικά και ακόμα ένα γκολ στη ρεβάνς με την Γκρέμιο, χάρισε στον εαυτό του την τρίτη μεγάλη κούπα και στην Μπόκα την έκτη.

Πλέον ήταν το απόλυτο ίνδαλμα για τους οπαδούς και αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ. Και η πιο τρανή απόδειξη γι’ αυτό ήρθε, όταν στάθηκε απέναντι στον μεγαλύτερο όλων. Όταν μάλωσε δημόσια με τον Μαραντόνα και εκείνος τον άφησε εκτός του Μουντιάλ του 2010, το κοινό στο Bombonera πήρε ξεκάθαρη θέση.

Γέμισε το γήπεδο με πανό και φώναξε συνθήματα υπέρ του, μαλώνοντας ακόμα και τον «Θεό», ο οποίος, όσο τεράστιος και αν ήταν, για την Μπόκα δεν υπήρξε αντίστοιχα σημαντικός όσο ο Χουάν.

Το ταξίδι…

Το τέλος της καριέρας του τον βρήκε εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Ένα κλείσιμο με την Αρχεντίνος το 2015 και μετά το παγκόσμιο χάος. Ένα χάος που συμβάδισε με το τέλος των “10αριών”. Μία πορεία που ήρθε για να επιβεβαιώσει απόλυτα τον άνθρωπο που ύμνησε λεκτικά το παιχνίδι όσο κανείς άλλος. Ο Ρικέλμε έδωσε πρακτική εφαρμογή στα λόγια του υπέροχου Εδουάρδο Γκαλεάνο, καθώς επιβεβαίωσε πως

«Η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι από το πηγαίο στο αναγκαίο. Καθώς το ποδόσφαιρο κατέληξε να γίνει βιομηχανία, εξορίστηκε σιγά-σιγά η ομορφιά που πηγάζει από την απόλαυση να παίζεις και μόνο. Στον κόσμο μας σήμερα το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε άχρηστο, και είναι άχρηστο οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδος. Κανείς δεν κερδίζει από αυτή την τρέλα που κάνει τον άντρα να γίνεται για λίγο παιδί, να παίζει δηλαδή όπως παίζει ένα πιτσιρίκι με το τόπι του ή μια γάτα με ένα κουβάρι μαλλίμπαλαρίνα που χορεύει πετώντας στον αέρα ένα ελαφρύ μπαλόνι, μάλλινο κουβάρι που κυλά αβίαστανα παίζει, χωρίς να ξέρει καν ότι παίζει, χωρίς σκοπό, χωρίς χρονόμετρο και χωρίς διαιτητή. Το παιχνίδι έχει μετατραπεί σε θέαμα, σε ποδόσφαιρο προς θέαση, με λίγους πρωταγωνιστές και πολλούς θεατές, και αυτό το θέαμα έχει γίνει μια από τις πλέον κερδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες παγκοσμίως. Οργανώνεται όχι για να γίνει παιχνίδι αλλά για να εμποδιστεί να είναι παιχνίδι. Η τεχνοκρατία του επαγγελματικού αθλητισμού έχει επιβάλει ένα ποδόσφαιρο ταχύτητας και δύναμης, το οποίο απαρνείται τη χαρά, σκοτώνει τη φαντασία και απαγορεύει την τόλμη.

Ευτυχώς εμφανίζεται ακόμη στα γήπεδα, αν και περιστασιακά, κάποιο τολμηρό αγρίμι που ξεφεύγει από το πλάνο και διαπράττει το σφάλμα να τα βάλει με ολόκληρη την αντίπαλη ομάδα, τον διαιτητή και το κοινό στις κερκίδες, για την απόλαυση και μόνο του κορμιού, το οποίο ορμά στην απαγορευμένη περιπέτεια της ελευθερίας».

Κάπως έτσι θα μπορούσε να προσδιοριστεί ο Αργεντινός σαμάνος που λειτούργησε ευλαβικά στο γήπεδο. Που υπενθύμισε ότι για τους Λατίνους η μπάλα είναι αρρώστια και γιατρειά μαζί. Είναι θάνατος και ανάσταση. Πως βιώνουν όλ’ αυτά τα συναισθήματα στο έπακρο, σε μία υπερβολή που δεν έχει αύριο. Είναι μόνο εκείνη η στιγμή και τίποτ’ άλλο.

Πρόκειται για το παιχνίδι της αλάνας. Το βρόμικο του δρόμου. Το ανέμελο της αλεγκρίας. Αυτό που βγάζουν σε κάθε σύναξή τους. Τότε που μαζεύονται για να παίξουν όπως γουστάρουν. Στη μεγάλη γειτονιά τους, απελευθερωμένοι από τα “πρέπει” της Ευρώπης, παραδίδονται σε αυτό που προστάζει το ποδοσφαιρικό χρωμόσωμά τους.

Η τέχνη του κατάφερε να αιφνιδιάζει ουτοπικά την πραγματικότητα. Τη στιγμή που οι προπονητές του απαίτησαν συνέπεια, εκείνος απάντησε με τον τρόπο του πως η συνέπεια είναι το τελευταίο καταφύγιο όσων δεν έχουν φαντασία.

Επιβεβαίωσε πως ουσιαστικά θαυμάζουμε ανθρώπους στον βαθμό που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τι κάνουν. Και στην περίπτωση αυτή το ρήμα «θαυμάζω» σημαίνει περισσότερο «μένω άναυδος».

Ο Χουάν Ρομάν Ρικέλμε επιδόθηκε με πάθος σε έναν ποδοσφαιρικό χορό. Μία κάθετη έκφραση οριζόντιων επιθυμιών που σφράγισε όχι απλώς μία εποχή αλλά το φινάλε της. Και μας θύμισε -οριστικά και αμετάκλητα- με έναν “μεταμαραντονικό” τρόπο πως, εάν η τάξη είναι η ηδονή της λογικής, η αταξία είναι η απόλαυση της φαντασίας…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This