Είδε το όνομά του να γίνεται σύνθημα από τους οπαδούς, τραγούδι από τον Μανώλη Ρασσούλη. Ο «Μεγαλέξανδρος», ο Γιώργος Κούδας, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «Η Ωραία Ελένη» του ελληνικού ποδοσφαίρου, αφού για χάρη του παραλίγο να στηθεί ένας νέος Τρωικό Πόλεμος, ανάμεσα στους οπαδούς του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού.
«Κάποια μέρα, λοιπόν, στην πλατεία της Παλιάς Λαχαναγοράς με είδε ο κυρ Πρόδρομος, ένας Πόντιος που δεν ζει πια, και με πήγε στον ΠΑΟΚ, στο γήπεδο της Τούμπας που τότε θεμελιωνόταν. Την πρώτη φορά ο Σέφσκι δεν με διάλεξε. Εγώ στενοχωρήθηκα. Ξέρετε, για να πας έπρεπε να πληρώσεις το εισιτήριο του λεωφορείου, περίπου 70 λεπτά… Την άλλη μέρα ο κυρ Πρόδρομος με ξαναπήγε στην Τούμπα. Η προπόνηση γινόταν σ’ ένα χώρο δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα φορούσα ένα παπούτσι ελβιέλα αρκετά μεγαλύτερο από το νούμερό μου – είχα και μικρό πόδι! Ο Σέφσκι με επέλεξε. Μετά την επιλογή μας έκανε δύο ομάδες και παίξαμε δίτερμα. Ύστερα ήρθε ο φωτογράφος, έστησε τον τρίποδα, έβγαλε φωτογραφία και ο συγχωρεμένος Βασίλης Σιδηρόπουλος που ήταν το κουμάντο στα γραφεία του ΠΑΟΚ, μου λέει: «Σπάσε μια υπογραφούλα». Εγώ βάζω την υπογραφή και μου λέει «καπάντζα!», που σήμαινε παγίδα. Έτσι πιάστηκε ο Κούδας στην φάκα του ΠΑΟΚ», θυμάται ο Γιώργος Κούδας.Ο ίδιος στέλνει επιστολή στις εφημερίδες της πόλης που τονίζει μεταξύ άλλων πως «έγώ και η οικογένειά μου υπομείναμε πολλά και φτάσαμε σε σημείο να στερηθούμε ακόμη και την τροφή. Τα υπομείναμε γιατί αγαπούσαμε και εξακολουθούμε να αγαπούμε τον ΠΑΟΚ. Για μένα και την οικογένειά μου είναι η δεύτερη θρησκεία. Πέραν όμως, από όλα αυτά, δεν ανέχομαι από κανέναν να αποκαλεί εμένα και την οικογένειά μου εκβιαστές… Το σωματείον «Ολυμπιακός» εις το οποίο μόνος μου ζήτησα να πάω, έχει τόσο στενές φιλικές σχέσεις με τον αγαπημένο μου ΠΑΟΚ, ώστε να παρέχει εγγυήσεις ότι θα με προσέξει… Γνωρίζετε, άλλωστε, ότι για τη μεταγραφή μου εγώ δεν αξίωσα τίποτα από το νέο μου σωματείο τον Ολυμπιακό».
Οι φήμες της εποχής θέλουν τον Ολυμπιακό να προσφέρει 300.000 δραχμές και τους Αυγητίδη, Πλέσσα, Ν. Σιδέρη, Κυπριανίδη και Νεοφώτιστο, ενώ «σφήνα» μπαίνει και ο Παναθηναϊκός που προσφέρει 1.000.000 δραχμές και τους Λουκανίδη, Βουτσαρά, Παπαεμμανουήλ και Παπουλίδη.
Το καλοκαίρι του 1966 ο Ολυμπιακός κατέβασε στον Πειραιά τον 20χρονο –τότε- μέσο, με τον πρόεδρο –ίσως τον καλύτερο που έχει περάσει από την Τούμπα- Γιώργο Παντελάκη, να μην υπογράφει για τη μεταγραφή. Εκείνα τα χρόνια, το ποδόσφαιρο δεν ήταν επαγγελματικό και θα έπρεπε ο σύλλογος που ανήκει ο παίκτης να δώσει τη συγκατάθεση. Η κόντρα ανάμεσα στους φιλάθλους των δύο ομάδων είχε μόλις ξεκινήσει.
Ο Κούδας θα φορέσει τη φανέλα με τον «έφηβο» σε τέσσερα φιλικά. Έπειτα από αίτημα του ΠΑΟΚ, ο παίκτης τιμωρείται με αποκλεισμό 15 ημερών και εκείνος αποφασίζει να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Λέγεται, πως οι πιέσεις στον πρόεδρο του ΠΑΟΚ είναι αφόρητες. Σύμφωνα με αυτά που διαρρέουν, ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης, γενικός γραμματέας Αθλητισμού της Χούντας, τον απειλεί μέχρι και με εξορία, για να πάρει την απάντηση: «Επανάσταση κάνατε, βγάλτε μια διαταγή και πάρτε τον. Εγώ δεν υπογράφω».
Έναν περίπου χρόνο μετά, την 1η Αυγούστου του 1968, ο Κούδας βρίσκεται στα γραφεία του ΠΑΟΚ, με την Παύλου Μελά να κλείνει από τους οπαδούς που τον περιμένουν.
Και κάπως έτσι, ένας άνθρωπος αλλάζει τον ελληνικό ποδοσφαιρικό χάρτη. Οι ομάδες της Αθήνας βλέπουν τον ΠΑΟΚ του Κούδα να σηκώνει 1 πρωτάθλημα και να παίρνει 2 κύπελλα. «Δεν ήταν ο Κένεντι ή ο Κάστρο που άλλαξαν την παγκόσμια ιστορία, αλλά σίγουρα κατάφερε να αλλάξει το ελληνικό ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι εκείνης της εποχής», δηλώνει χρόνια μετά ο συμπαίκτης του, Κούλης Αποστολίδης.
Η αλλαγή νοοτροπίας είναι εμφανής στον αγωνιστικό χώρο και ο «captain» δηλώνει για αυτή τη σπουδαία ομάδα:
«Ο στόχος τέθηκε μετά την περιπέτεια του ’66, ύστερα από ενάμιση χρόνο έξω από την ενεργό δράση. Όταν ξαναγύρισα στον ΠΑΟΚ είπα ότι είναι ώρα να αλλάξουμε την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μπορούμε να τα καταφέρουμε, παρά την κυριαρχία του ΠΟΚ και τις άδικες διαιτησίες. όταν δημιουργούσαμε την καινούρια ομάδα, μέχρι το ’68-’69, ψάχναμε να βρούμε δικαιολογίες για τις ήττες μας. Όταν κάποια στιγμή μάζευα τους συμπαίκτες μου στα αποδυτήρια και τους έβγαζα όλους αφήνοντας μέσα μόνο τον αγαπημένο μου Νικηφόρο Τσαρπανά, τον φροντιστή μας, τους έλεγα: “Θα μας γαμ…, αλλά εμείς θα παλεύουμε μέχρι το τελευταίο λεπτό, θα παλεύουμε με τη διαιτησία, θα παλεύουμε με τους αντιπάλους που μας παίζουν σκληρά, θα παλεύαμε με το κατεστημένο. Αλλιώς δεν γίνεται”. Αν πεις μοιρολατρικά ότι “εντάξει, χάσαμε γιατί μας αδίκησαν”, δεν γίνεται. Και έβλεπες ότι είτε εντός είτε εκτός έδρας παίζαμε, είχαμε αυτήν τη νοοτροπία και κατορθώσαμε το θαύμα!».Πηγή: Provocateur

















