Του Θάνου Σαρρή
Πριν από περίπου έναν χρόνο, το γαλλικό France 24 φιλοξένησε ένα ρεπορτάζ για τον τρόπο που οι βαρόνοι των ναρκωτικών μετέτρεψαν τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κένυα, την Μομπάσα, στο βασίλειό τους. Το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολικής Αφρικής έγινε ο ενδιάμεσος σταθμός για την ηρωίνη της Ασίας και την κοκαΐνη της Λατινικής Αμερικής, πριν αυτή μεταφερθεί στην Ευρώπη. Η αγορά των ναρκωτικών στην Κένυα εικάζεται ότι ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια τον χρόνο και μεγαλώνει συνεχώς, έχοντας άμεσο αντίκτυπο και στην κοινωνία της χώρας. Τόσο λόγω του γεγονότος ότι τα «σκληρά» ναρκωτικά είναι πλέον εύκολο να βρεθούν σε καλή τιμή, όσο και των τρόπων που τα καρτέλ λυμαίνονται τη χώρα.
Ο Τζέικομπ Βιέρα το βίωσε από πρώτο χέρι. Διαιτητής τέταρτου επιπέδου, πλέον, στην Αγγλία, η ιστορία του μοιάζει με σενάριο ταινίας. Μόνο που είναι από αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις που η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία.
Το όνειρο που έγινε εφιάλτης
Ο Τζέικομπ μεγάλωσε στο Ναϊρόμπι με μια μπάλα στα πόδια και τα όνειρά του περιλάμβαναν πάντα την «ασπρόμαυρη θεά» κι ένα γήπεδο γεμάτο κόσμο και χρώματα. Σε ηλικία 16 ετών, όντας μέλος της εθνικής Κένυας Κ-16, ετοιμαζόταν για ένα ταξίδι στην Τανζανία, προκειμένου να πάρει μέρος σε ένα τουρνουά με αντιπάλους την Ουγκάντα, το Μπουρουντί, τη Ρουάντα, τη Ζανζιβάρη και τη Μοζαμβίκη. Πριν την αναχώρηση, η εθνική έμεινε δύο εβδομάδες σε ξενοδοχείο, πραγματοποιώντας παράλληλα μια μίνι προετοιμασία για το τουρνουά. Σε ανύποπτο χρόνο, πέντε άνθρωποι πλησίασαν τον Βιέρα. Ήξεραν ότι το πούλμαν της ομάδας θα αναχωρούσε σύντομα για την Τανζανία και παράλληλα ότι κανείς δεν θα πραγματοποιούσε έρευνα σε ένα όχημα που μεταφέρει παιδιά που φορούν το εθνόσημο. Ήθελαν ο Τζέικομπ να μεταφέρει ναρκωτικά για εκείνους. Ο μικρός τρομοκρατήθηκε. Ήξερε πως αν έλεγε όχι, θα βρισκόταν στο στόχαστρο, προκειμένου να μην μιλήσει για όσα του είπαν. Αν δεχόταν, θα έπρεπε να ζει με τον φόβο της σύλληψης και τις τύψεις της πράξης του. Τελικά, είπε στους ναρκέμπορους πως το πούλμαν θα έφευγε άλλη μέρα και μίλησε σε έναν από τους φίλους του, καθώς και στον προπονητή, για την τραυματική εμπειρία που είχε. Το σχέδιο δούλεψε. Η Κένυα έφτασε μέχρι τα ημιτελικά, όπου έχασε από την Ουγκάντα και οι παίκτες της ξεκίνησαν να τραβούν το ενδιαφέρον των σκάουτ. Λίγο αργότερα, οι εφημερίδες έγραψαν για τη σύλληψη κυκλώματος ναρκωτικών σε ξενοδοχείο του Ναϊρόμπι.
Τρομοκρατημένοι από τον φόβο των αντίποινων, τα μέλη της οικογένειας του, τον έπεισαν να πάει οικότροφος σε σχολείο στα δυτικά, μακριά από την πόλη του. Ο Τζέικομπ προσαρμόστηκε άμεσα στο νέο σχολικό του περιβάλλον. Έγινε, επίσης, βασικό στέλεχος στην ομάδα του σχολείου και έπαιξε για ένα εξάμηνο στην τοπική ομάδα, πριν επιστρέψει στο Ναϊρόμπι για να αγωνιστεί σε υψηλότερο επίπεδο, στην Τένα Γιουνάιτεντ και στην Λίγκο Ντόγκο. Στην πρώτη, ήταν αρχηγός ενός συνόλου με ταλαντούχους παίκτες, το οποίο κατάφερε να ανέβει κατηγορία και να γράψουν γι’ αυτό οι εφημερίδες. Ο Βιέρα παρατηρούσε αρκετές ύποπτες κινήσεις και μετακόμιζε συχνά. Τον Ιούνιο του 2004 κι ενώ είχε στα χέρια του πρόταση για δοκιμαστικό στη Νιούκαστλ, έγινε το περιστατικό που τον σημάδεψε για πάντα. Σωματικά και ψυχικά.
Επιστρέφοντας από την προπόνηση, άνοιξε την πόρτα και ξαφνικά τινάχτηκε πίσω, μένοντας αναίσθητος. Ένας γείτονάς του τον είδε και έτρεξε να τον πάει στο νοσοκομείο, παρατηρώντας παράλληλα ότι η μεταλλική πόρτα ήταν συνδεδεμένη με γυμνά καλώδια, τα οποία κατέληγαν στην πόρτα. Η ηλεκτροπληξία ήταν τα αντίποινα που του επεφύλασσαν οι ναρκέμποροι. Το δέρμα στο πρόσωπο, στον λαιμό και στον αριστερό του ώμο είχε καεί. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση, με τους γονείς του να μην γνωρίζουν τίποτα. Νοσηλεύτηκε για περίπου έναν μήνα, καταφέρνοντας να σώσει τη ζωή του. Όπως θυμάται ο ίδιος, σε κείμενο που αναρτήθηκε στην επίσημη σελίδα της Αγγλικής Ομοσπονδίας, η όψη του τρόμαζε τους υπόλοιπους νοσηλευόμενους.
Το ταξίδι στην Αγγλία
Ο νεαρός Κενυάτης βγήκε από το νοσοκομείο τρεις εβδομάδες πριν το δοκιμαστικό του στη Νιούκαστλ. Παρότι σε κακή κατάσταση, πέταξε για το όνειρο. Φτάνοντας στην πόλη του αγγλικού βορρά, ένα μέλος της ακαδημίας της ομάδας τον ρώτησε για τα σημάδια του. Εκείνος διηγήθηκε την ιστορία του, καθώς και το γεγονός ότι δεν ήθελε ποτέ να επιστρέψει στο Ναϊρόμπι και να αντιμετωπίσει ξανά αυτούς τους ανθρώπους. Η συμβουλή που έλαβε ήταν να κάνει αίτηση ασύλου και να παρουσιάσει το ρεπορτάζ του συμβάντος, όπως δημοσιεύτηκε από site της Κένυας. Aποφάσισε να την ακολουθήσει, παρότι ήξερε ότι θα χρειαστεί να κάνει πολύ υπομονή. Ότι θα περνούσε μέρες χωρίς φαγητό και χρήματα, απλά περιμένοντας.
Ο Τζέικομπ έκανε αίτηση στο Υπουργείο Εσωτερικών, γνωρίζοντας ότι μέχρι να προχωρήσει η υπόθεσή του, δεν μπορεί να υπογράψει συμβόλαιο και άρα η ευκαιρία της Νιούκαστλ θα χανόταν. Κατηφόρισε προς το Λονδίνο, χωρίς να έχει κάπου να μείνει, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε ένα κέντρο διαμονής για εκατοντάδες αιτούντες άσυλο. Περιμένοντας να εξεταστεί η αίτησή του, ξυπνούσε ξημερώματα και έπαιρνε τους δρόμους τρέχοντας, προκειμένου να διατηρήσει τη φυσική του κατάσταση. Παράλληλα, αναζητούσε γήπεδα ποδοσφαίρου. Κάπως έτσι βρέθηκε κοντά στις εγκαταστάσεις της Κρίσταλ Πάλας και προσέγγισε έναν από τους προπονητές των μικρών ηλικιών, ζητώντας να κάνει προπόνηση μαζί τους. Εκείνος του είπε να έρθει την επόμενη. Ο μικρός τα έδωσε όλα και του έγινε πρόταση όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία με την αίτησή του, να επικοινωνήσει ξανά. Στο μεταξύ, όμως, τον είδε και ένας σκάουτ της Τότεναμ, ο οποίος του πρότεινε να δοκιμαστεί στα «Σπιρούνια» και ότι αν γινόταν αποδεκτός, τότε θα φρόντιζαν εκείνοι ώστε να δρομολογηθεί άμεσα το θέμα του. Έδωσαν ραντεβού για να τον πάρει με αυτοκίνητο από το χώρο διαμονής, αλλά την ίδια μέρα, έπρεπε να περάσει από συνέντευξη. Πίστευε ότι θα προλάβει, αλλά λογάριαζε χωρίς τις διαδικασίες.
Αμέσως μετά τη συνέντευξη, η υπόθεσή του μπήκε σε διαδικασία fast track και αναγκαστικά τον έβαλαν να περιμένει σε ένα χώρο κράτησης μαζί με άλλους πρόσφυγες, παίρνοντάς του όλα τα προσωπικά του αντικείμενα. Ήταν σε ένα μικρό δωμάτιο, με πέντε ακόμα άτομα, κοντά στο αεροδρόμιο του Χίθροου. Η κατάσταση που ζούσε τον έκανε να πιστεύει πως θα τον απελάσουν άμεσα πίσω στην Κένυα. Έμεινε εκεί για τρεις εβδομάδες. Όταν η συνέντευξη ολοκληρώθηκε, τον έστειλαν στο Λίβερπουλ, προκειμένου να υποβληθεί και σε ιατρικές εξετάσεις, ούτως ώστε οι αρχές να κρίνουν αν τα σημάδια που έφερε δικαιολογούσαν την ιστορία του.
Η Ιθάκη του Μέρσεϊσαϊντ
Στο Λίβερπουλ, ο Βιέρα ξεκίνησε τελικά μια νέα ζωή. Ο πάτερ Πίτερ Μόργκαν από την καθολική εκκλησία της Αγίας Άννας τον «αγκάλιασε», τον βοήθησε να μάθει καλύτερα την πόλη και της συνήθειές της και γρήγορα ο μικρός επέστρεψε στο ποδόσφαιρο, παίζοντας σε τοπικές ομάδες. Σε λίγο καιρό, κλήθηκε για δοκιμαστικά στην Κ-18 της Έβερτον. Γνώρισε εκ νέου ανθρώπους που τον βοήθησαν να σταθεί στη ζωή. Όταν έκοψε τον χιαστό του και έμεινε ένα χρόνο εκτός προπονήσεων, το Ίδρυμα της Έβερτον χορήγησε την εκπαίδευσή του. Έγινε μέρος της κοινότητας, συμμετείχε σε αρκετές πρωτοβουλίες με πρόσφυγες και το 2017 κέρδισε το Βραβείο του Εθελοντή της χρονιάς από την Ποδοσφαιρική Ένωση του Λίβερπουλ. Μέσω της Ένωσης, του ανοίχτηκε και ο δρόμος της διαιτησίας. Ήταν ανάμεσα στα μαθήματα που έκανε τον καιρό της αποθεραπείας και τον βοηθούσε να κρατήσει τη σύνδεση με το αγαπημένο του ποδόσφαιρο. Μέσα σε έναν χρόνο, προτιμούσε να διευθύνει αγώνες, από το να παίζει ο ίδιος. Φέτος, η Αγγλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία τον αναβάθμισε στο επίπεδο 4, εντάσσοντας τον στο FA’s Core Programme, το οποίο παρέχει εκπαίδευση σε άτομα με «ξεκάθαρη δυναμική και ικανότητα να εξελιχθούν».
Ο Βιέρα ζει ευτυχισμένος με τη σύζυγο και την κορούλα τους. Στόχος του, φυσικά, είναι να εκπληρώσει την υπόσχεση που κάποτε έδωσε σε έναν υπάλληλο της υπηρεσίας μετανάστευσης. «Το όνομά του ήταν Μάικλ Κανιάκο και μου είπε: “Αν μείνεις στην Αγγλία, σε βλέπω κάποια στιγμή να παίζεις σε επαγγελματικό επίπεδο”. Μια μέρα θέλω να τον κάνω περήφανο και να διευθύνω αγώνες σε επαγγελματικό επίπεδο», τόνισε σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Guardian, προσθέτοντας: «Δεν πρόκειται να αφήσω την ευκαιρία να πάει χαμένη. μου στέρησαν την ποδοσφαιρική καριέρα, αλλά αυτός ο δρόμος είναι ακόμα καλύτερος για εμένα. Όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο. Πάντα έλεγα ότι μου δόθηκαν δύο ζωές…».
Πηγή: Το Κουτί της Πανδώρας