Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Δεν είναι γνωστός. Όχι διεθνώς, καλά καλά ούτε και στην πατρίδα του.

Δεν έπαιξε ποτέ στην Εθνική Βραζιλίας. Πού να βρει χώρο, μεσοεπιθετικά, στη «Seleção» των 70s; Αδιανόητο. Όχι πως έκανε και κάποια ιδιαίτερη καριέρα, χωρίς ποτέ να βγει από τα σύνορα. Τα καλύτερα του χρόνια ήταν στην Φλουμινένσε. Το απόγειο του «Καφουρίνγκα» (έτσι τον αποκαλούσαν) καταγράφηκε στην παρθενική του σεζόν με την «Φλου» το 1970, οπότε και αναγορεύτηκε τρίτος καλύτερος ποδοσφαιριστής του Brasileirão.

Καθόλου άσχημα και μπορεί για τον Μάριο Ζάγκαλο να μην ήταν αρκετό ώστε να του προσέφερε μια θέση στην αθανασία, συμπεριλαμβάνοντάς τον στην αποστολή της «Seleção» για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, ωστόσο για τον πατέρα ενός νεογέννητου αγοριού, ακριβώς καταμεσής εκείνης της διοργάνωσης, ήταν ό,τι έπρεπε, αυτός που έπρεπε προκειμένου να ονοματίσει κανακάρη του.

Γεννήθηκε ανήμερα της αναμέτρησης Βραζιλίας-Αγγλίας. Εκείνης με την περίφημη απόκρουση του Γκόρντον Μπανκς στην κεφαλιά του Πελέ, στιγμιότυπο που ο «Βασιλιάς» έχει κορνιζάρει και τοποθετήσει σε ξεχωριστό σημείο μεταξύ των αναρίθμητων τροπαίων που έχει κερδίσει. Παρότι σε αυτό νικήθηκε. Στην, όπως χαρακτηρίστηκε, «απόκρουση του αιώνα».

Για την ακρίβεια, γεννήθηκε λίγο μετά από εκείνη την κεφαλιά. Όσο και αν προσπαθούσαν γιατροί, μαίες και νοσοκόμοι να ξεκλέψουν λίγο για μια-δυο ματιές στην τηλεόραση ή έστω μερικά δευτερόλεπτα σπικάζ στο ραδιόφωνο, ο πιτσιρικάς που ερχόταν στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Ρούα Βεργκέιρο δεν τους έκανε τη χάρη.

Όχι πως άργησε. Πρόδηλο άλλωστε της μετέπειτα καριέρας του, αλλά όσο του πήρε για να δει για πρώτη φορά τον κόσμο ήταν αρκετό για να στερήσει από όσους επιμελούνταν τον τοκετό μια από τις παραστάσεις της «Seleção» στον δρόμο για τον παγκόσμιο τίτλο.

Τον είπαν Μάρκος Εβανγκελίστα Ντε Μοράες. Το… τελετουργικό της οικογένειάς του το ακολούθησε. Έξι παιδιά, το όνομα όλων ξεκινάει με «Μ». Ο πατέρας του όμως είχε προαποφασίσει (εφόσον θα ήταν αγόρι) το υποκοριστικό, το παρατσούκλι με το οποίο θα τον αποκαλούσε. Αυτό με το οποίο θα τον μάθαινε ο πλανήτης. Το όνομα με το οποίο θα έκανε γνωστό το δικό του ίνδαλμα, τον «Καφουρίνγκα». Το όνομα που θα τον έφερνε, απολύτως διακριτά, στα κιτάπια της ιστορίας του ποδοσφαίρου.

Καφού.

Από μικρός δεν φαινόταν…

Τούπι είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι αυτόχθονες ή έστω οι «Βραζιλιάνοι» πριν τον εποικισμό της χώρας από τους Πορτογάλους και την κυριαρχία των πορτουγκέζικων στην καθομιλουμένη. Γλώσσα που αποσκοπούσε στην απλοποίηση των σύνθετων και συνήθως μακρόσυρτων λέξεων που -ως τότε- χρησιμοποιούνταν αλλά και που ακόμα και μετά την γλωσσική ανακατεύθυνση εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται, έστω και μπασταρδεμένες με διάφορες διαλέκτους και ιδιώματα.

Itaquaquecetuba λοιπόν λέγεται η πόλη, στα περίχωρα το Σάο Πάολο. Προέρχεται από τις λέξεις «takwakisé-tube» στα τούπι, οι οποίες κυριολεκτικά σημαίνουν «ο τόπος όπου αφθονεί κοφτερό σαν μαχαίρι μπαμπού». Πέραν λοιπόν της ετυμολογίας, αμέσως αποδίδεται και το βασικό, διαχρονικό χαρακτηριστικό της γενέτειρας του Καφού. Μπαμπού. Κοφτερό μπαμπού.

Δεν βοήθησε τους κατοίκους της. Η περιοχή, η πόλη, είναι από τις πλέον φτωχές, όχι μόνο στη βραζιλιάνικη μεγαλούπολη αλλά σε ολόκληρη την χώρα. Η φαμίλια των Μοράες εννοείται πως δεν ξεχώρισε.

Η ιστορία της, η ιστορία του, η ανατροφή του δεν διαφέρει σε τίποτα από τις εκατοντάδες των διάσημων και προβεβλημένων συμπατριωτών του ποδοσφαιριστών. Μεγαλωμένος λοιπόν σε φαβέλα, σε φοβερή ανέχεια, με τρομακτικές δυσκολίες διαβίωσης και μόνη διέξοδο -τι άλλο- το ποδόσφαιρο.

Το ποδόσφαιρο, το… κλασικό βραζιλιάνικο, στον δρόμο, ξυποληταρία. Και συνηθισμένος στην απόρριψη. Κάθε φορά που χτυπούσε την πόρτα μιας ακαδημίας μεγάλης ομάδας, Κορίνθιανς, Παλμέιρας, Σάντος, Ατλέτικο Μινέιρο, αυτή δεν άνοιγε ποτέ.

Έτσι, αναγκαστικά έβρισκε καταφύγιο -και παπούτσια…- παίζοντας στην τοπική ομάδα της γενέτειράς του, αφού πρώτα είχε δοκιμάσει μια προπονητική σχολή, την οποία είχε ιδρύσει ο Ουρουγουανός πρώην ποδοσφαιριστής, Πέδρο Ρότσα, δεξιός εξτρέμ, παντού, όπως και ο “νονός” του.

Ούτε και η πόρτα της Σάο Πάουλο είχε ξεκλειδώσει. Σε ένα φιλικό όμως της δεύτερης ομάδας της «Τρι» με την ομάδα της Itaquaquecetuba ξεχώρισε και ο Διευθυντής των ακαδημιών, Καρλίτος Νέβες, επιτέλους του έδωσε μια ευκαιρία. Αργά, κοντά στην ενηλικίωση. Αυτή τον βρήκε στην πρώτη ομάδα, έχοντας προαχθεί εκεί ύστερα από την κατάκτηση του Πρωταθλήματος Νέων.

Αρχικά δεν έπαιζε. Ένας όμως τραυματισμός του βασικού δεξιού μπακ, του Ζε Τεοντόρο, έβαλε την σπίθα στο μυαλό τού -έτσι κι αλλιώς καινοτόμου- Τέλε Σαντάνα, ο οποίος καθόταν στον πάγκο. Θα έπαιζε ο Καφού δεξιός μπακ, οπισθοχωρώντας στο γήπεδο. Πείραμα αρχικά, ίσα-ίσα για τρία παιχνίδια, όσο υπολογιζόταν πως θα λείψει ο Τεοντόρο.

Δεν του άρεσε η ιδέα. Δεν του άρεσε η θέση. Δεν την ήξερε. Δεινοπαθούσε για χρόνια για να βρει ανασταλτική ισορροπία, για να βελτιώσει τη σέντρα του (μόνιμο πρόβλημα καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του). Τον χρόνο όμως τον είχε. Ακόμα και όταν επέστρεψε ο τραυματισμένος Τεοντόρο, το νερό είχε πλέον μπει στ’ αυλάκι. Στην αρχή μοιράζονταν τις συμμετοχές, στην προπόνηση όμως -ως μέρος της διαδικασίας εκμάθησης- αυτός ήταν ο μόνιμος δεξιός μπακ. Και δεν άργησε να γίνει και στα παιχνίδια.

Ο κύκλος που άργησε να κλείσει

Κάθε φορά που η «Seleção» δεν κερδίζει ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, κάποιος φταίει. Όταν αποκλείεται νωρίτερα από τους ημιτελικούς, φταίνε περισσότεροι. Όταν, όπως στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, αποκλείεται στο ξεκίνημα των νοκ άουτ, στους «16» κιόλας, με ήττα μάλιστα από την Αργεντινή, συμπληρώνοντας έτσι δύο δεκαετίες χωρίς στέμμα, τότε όχι μόνο φταίνε όλοι αλλά πρέπει να πληρώσουν και όλοι.

Τον εκλέκτορα Σεμπαστιάο Λαζαρόνι πιθανώς να μην τον θυμούνται (και σίγουρα δεν θέλουν να τον θυμούνται) στην Βραζιλία. Εύκολο στα όρια του αυτονόητου θύμα, μόνο και μόνο θαρρείς απόρροια της ύβρις (του) να παρουσιάζει μια «Seleção» που παρατασσόταν στο γήπεδο με τρεις στόπερ, υιοθετώντας το αδιανόητο για την βραζιλιάνικη ποδοσφαιρική κουλτούρα 3-5-2.

Τη μεγαλύτερη μήνη όμως της κοινής γνώμης συγκέντρωσαν οι “λεγεωνάριοι”, οι “Ευρωπαίοι”, ο εξοστρακισμός των οποίων απαιτήθηκε. Και ο νεόκοπος μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο Ομοσπονδιακός, Φαλκάο, ικανοποίησε τη δίψα του κοινού για θυσίες, αφήνοντας εκτός επιλογών όλους όσοι αγωνίζονταν εκτός βραζιλιάνικων συνόρων στο πρώτο του παιχνίδι στον πάγκο, στο πρώτο παιχνίδι της «Seleção» μετά από εκείνη την φοβερή και τρομερή -για τα μέτρα των Βραζιλιάνων– αποτυχία.

Αυτό το παιχνίδι ήταν ένα φιλικό με την Ισπανία στη Χιχόν. Ιστορική εκείνη η σύνθεση της Βραζιλίας που θύμιζε ασκέρι νεόκοπων, άπειρων επιλέκτων της στιγμής από το εγχώριο Πρωτάθλημα. Το 3-0 των «Rojas» φτωχό για την ανωτερότητα που αναμενόμενα επέδειξαν στον αγωνιστικό χώρο του Molinón κόντρα σε φοβισμένα παιδάκια, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είχε ακριβώς εκείνη τη συμμετοχή ως κορωνίδα καριέρας. Όχι της ως τότε μα ολάκερης, αφού οι περισσότεροι εξ αυτών έκτοτε δεν έκαναν απολύτως τίποτα.

Εκείνο το παιχνίδι ήταν το παρθενικό με το εθνόσημο για τον Καφού. Ως αριστερός μπακ μάλιστα. Ήταν η μόνη εξαίρεση εκείνης της ομάδας, η μόνη εξαίρεση των συμπαικτών του εκείνης της αποστολής.

Και όχι απλώς επιβίωσε αλλά ουσιαστικά έφτασε να προσωποποιεί τη «Seleção», σηματοδοτώντας την επιστροφή της στην παγκόσμια κορυφή και την μετατροπή της από «Tricampeão» σε «Pentacampeão».

Αλλού δεν θα μπορούσε να συμβεί. Παρά μόνο στην Βραζιλία. Εκεί είχαν μάθει να εκτιμούν τους ακραίους μπακ. Έστω, μπακ σε δικά τους ποδοσφαιρικά μέτρα, με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά, στιλ και προσέγγιση παιχνιδιού. Στη δεκαετία του ’70 ήταν ο Κάρλος Αλμπέρτο (δεξιά) και ο Μαρίνιο Τσάγκας. Σε αυτήν που ακολούθησε κυριάρχησε το δίδυμο της Φλαμένγκο, ο Λεάντρο και ο Ζούνιορ.

Η δική του εποχή και το συνταίριασμά του με τον Ρομπέρτο Κάρλος από την άλλη πλευρά του γηπέδου άλλαξαν αμετάκλητα το στάτους των ακραίων αμυντικών, την αναγνώρισή τους παγκοσμίως, τον ρόλο τους, την επίδρασή τους, τη σημασία και την αξία τους στο γήπεδο, τα παιχνίδια, τα πρωταθλήματα, τους τίτλους.

Στην τετραετία που ακολούθησε από εκείνο το διεθνές ντεμπούτο του ο Καφού κατέκτησε ένα Πρωτάθλημα Βραζιλίας, δύο συνεχόμενα Libertadores (1992, 1993), αναγορεύτηκε σε όλες τις σεζόν στην κορυφαία ενδεκάδα της Νότιας Αμερικής, την οποία και για πρώτη φορά αποχαιρέτησε στα τέλη του 1994, έχοντας νωρίτερα αναδειχθεί κορυφαίος ποδοσφαιριστής της ηπείρου εκείνης της χρονιάς.

Έκτότε μόνο ο Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ (1996) σπάει την κυριαρχία μέσων και επιθετικών στη συγκεκριμένη διάκριση, με τον Παραγουανό τερματοφύλακα, τον Αργεντινό στόπερ, Όσκαρ Ρουγκέρι, (1991) και την αφεντιά του ν’ αποτελούν τις μόνες εξαιρέσεις μέσων και επιθετικών που κέρδισαν τον συγκεκριμένο τίτλο.

Ο μεγαλύτερος πάντως που είχε πανηγυρίσει ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο στα γήπεδα των ΗΠΑ. Παρά τα… όργιά του σε συλλογικό επίπεδο, δεν ήταν βασικός. Ο Ζορζίνιο ήταν. Τον είχε ξεκουράσει κόντρα στις ΗΠΑ και για κάποια λεπτά κόντρα στην Ολλανδία, ακόμα και έτσι όμως, όταν τραυματίστηκε στον Τελικό με την Ιταλία στα μέσα του πρώτου ημιχρόνου, δεν περίμενε να είναι αυτός που θα τον αντικαθιστούσε.

Ο Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα τον εμπιστεύτηκε. Δείγμα και αυτό της προόδου και της εξέλιξής του. Δεν ήταν πλέον ο τύπος που δεν ήξερε να αμυνθεί, πώς να ισορροπήσει. Και, παρότι απείχε ακόμη αρκετά από το να είναι αψεγάδιαστος, την βελτίωσή του μπορούσε να την αποδείξει κόντρα στους τακτικούς μάστορες του παιχνιδιού, τους Ιταλούς.

Μπήκε. Επαιξε. Κέρδισε. Εννοείται χωρίς να εκτελέσει πέναλτι. Ήταν -και δεν το έκρυβε- ο χειρότερος όχι μόνο της εκατέρωθεν πεντάδας των αρχικών εκτελεστών, όχι μόνο των 11 που, αν χρειαζόταν, θα στέκονταν στη βούλα, πιθανότατα όλων που συμμετείχαν στις αποστολές των δύο φιναλίστ. «Ακόμα και η Νταϊάνα Ρος (σ.σ. στην τελετή έναρξης και στο πλαίσιο του σόου που είχαν διοργανώσει οι Αμερικανοί είχε αστοχήσει εκτελώντας πέναλτι) θα ήταν καλύτερη επιλογή από εμένα».

Βάδιζε ήδη στα 25. Αρκετά μεγάλος για την παραγωγική και εξαγώγιμη διαδικασία της ποδοσφαιρικής Βραζιλίας. Είχε ήδη χάσει μια ευκαιρία τρία χρόνια νωρίτερα, όταν η Ρεάλ εμφανίστηκε και ρώτησε, ο Πρόεδρος όμως της Σάο Πάουλο απείλησε με παραίτηση, αν αποφασιζόταν πώλησή του, και έτσι το Bernabéu δεν τον φιλοξένησε ποτέ.

Ακόμα και αυτό υπογραμμίζει την μεθοδολογία, τον τρόπο λειτουργίας της football business της εποχής.

Τον Ατλαντικό λοιπόν τον πέρασε αρχές ’95, πηγαίνοντας στη Σαραγόσα. Ναι, ήταν Κυπελλούχος Ισπανίας. ναι, έγινε (εκείνη τη σεζόν) νικήτρια του Κυπέλλου Κυπελλούχων. αλλά ήταν η… Σαραγόσα. Και ήταν αυτή που έπαιρνε τον καλύτερο Λατινοαμερικανό ποδοσφαιριστή της σεζόν.

Χωρίς καν μάλιστα να τον αγοράσει. Τον έφερνε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού υπό -ουσιαστικά- δοκιμή: δανεικός για έξι μήνες και, αν σε αυτό το διάστημα έπειθε πως είναι ικανός να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις ρόλου και θέσης των ευρωπαϊκών όμως πλέον προτύπων, τότε και μόνο τότε θα πλήρωνε για να αποκτήσει το 100% των δικαιωμάτων του.

Και δεν το έκανε ποτέ, αφού ο Καφού σε αυτούς τους μήνες δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί, τραυματίστηκε, δεν έπεισε. Και έτσι, επέστρεψε, άρον άρον, στην Βραζιλία. Τον ήθελε η Παλμέιρας. Η Σάο Πάουλο όμως είχε προβλέψει να βάλει ρήτρα σε περίπτωση επαναπατρισμού του, η οποία και ουσιαστικά του απαγόρευε να παίξει σε οποιαδήποτε των “μεγάλων” του ποδοσφαίρου της χώρας.

Η Parmalat, ιδιοκτήτρια (τότε) εταιρεία της Παλμέιρας, δεν δυσκολεύτηκε να βρει λύση και τον έστειλε για ένα φεγγάρι στη Ζουβεντούδε, μια από τις ομάδες που έλεγχε, μόνο και μόνο για να μπορέσει έτσι, χωρίς τον βραχνά της ρήτρας σε ισχύ, στην επόμενη μεταγραφική περίοδο να πάει στη «Verdão».

Ο Φαλκάο ήταν αυτός που τον είχε πρωτοκαλέσει στην Εθνική Βραζιλίας αμέσως μετά από την εθνική ντροπή στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας. Η κατάκτησή του μετά από 24 χρόνια με τον ίδιο ενεργό μέλος της «Seleção» ήταν μια από τις σφραγίδες που μπήκαν στο διαβατήριό του για την παρθενική ευρωπαϊκή εμπειρία.

Η δεύτερη ήρθε, αφότου πανηγύρισε το πρώτο του Copa America (1997), με τον Φαλκάο να αίρει τους προβληματισμούς των ανθρώπων της ομάδας που μεγαλούργησε, της Ρόμα. Τον ρώτησαν για τον Καφού και τον Ζάγκο, ο αλλοτινός εκλέκτορας της Βραζιλίας εγγυήθηκε -και αν μη τι άλλο ο δικός του λόγος περίσσευε ειδικά στους «Giallorossi»– και έτσι τσέκαρε το εισιτήριο για τη δεύτερη φορά που πέρασε τον Ατλαντικό.

Πατημένα πλέον 27…

Εξπρές και όχι μόνο στο παρατσούκλι

Κάθε θρησκεία θέλει τους προφήτες της. Σε εκείνη όπου κήρυττε ο Ζντένεκ Ζέμαν αυτοί ήταν οι ακραίοι αμυντικοί. Αυτοί που απλώς με τις κινήσεις τους άλλαζαν τη διάταξη, αυτοί που ο ιδιοφυής, παράτολμος ριζοσπάστης Τσέχος ήθελε μηχανάκια, με ασταμάτητο τρέξιμο πάνω κάτω στο γήπεδο, ικανούς εξτρέμ σε φάση επίθεσης, συμβατικούς αμυντικούς σε φάση άμυνας.

Άμυνας. Για τον Ζέμαν ευφημισμός. Στη σέντρα ήθελε την τελευταία της γραμμή τότε, στο ξεκίνημα της θητείας του στη Ρόμα. Δεν τον ένοιαζαν οι φάσεις που έδιναν οι «Giallorossi», τα (πολλά) γκολ που δέχονταν. Στη δική του θρησκεία το Ευαγγέλιο ήταν το γκολ. Το περισσότερο που θα σημείωνε η δική του ομάδα από την αντίπαλη.

Κύλησε συνεπώς ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Καμία σχέση με τα όσα αντιμετώπισε ο Καφού στη Σαραγόσα, καμία σχέση με τα όσα πιθανότατα θα συναντούσε -και θα του ζητούσαν- σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Ευρώπης εκείνη την εποχή. Στη Ρόμα, πέραν του ότι όλη η λειτουργία της ήταν δομημένη πάνω στους μπακ, δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα διαφορετικό από όσα τον είχαν ξεχωρίσει στην πατρίδα του.

Και έτσι, γρήγορα ξεχώρισε και στο Campionato, ξεπερνώντας σχεδόν αμέσως την αμφισβήτηση που δημιούργησε η ηλικία, η έλλειψη εμπειριών και ο τρόπος παιχνιδιού του. Για τη Ρόμα του Ζέμαν ποιος νοιαζόταν; Εννοείται πως οι Ρωμαίοι -έτσι- δεν κέρδισαν τίποτα παρά μόνο καρδιές ουδετέρων. Εννοείται πως ο Τσέχος δεν μακροημέρευσε, παρότι η (κοντά) διετία που συμπλήρωσε στον πάγκο τους ίσως -πάντα συνυπολογίζοντας το πλαίσιο- να ήταν και υπερβολική.

Εννοείται όμως πως παρέδωσε μια ομάδα έτοιμη και δουλεμένη στο έπακρο. Και έτσι, όταν ο Φάμπιο Καπέλο ανέλαβε τα ηνία, το μόνο που αυτός είχε να κάνει ήταν απλώς να την μετατρέψει σε ομάδα… Καπέλο, μαθαίνοντας στους παίκτες της την -απαιτούμενη για κάθε φιλόδοξη διεκδικήτρια του scudetto- αμυντική συνέπεια και ανασταλτική τακτική.

Το στάτους του Βραζιλιάνου απαράλλαχτο. Πάνω κάτω στην γραμμή. Ασταμάτητα. Ταχύτατα. Με ή χωρίς την μπάλα. Οι τιφόζι τον είπαν «Il Pendolino», ονομασία που έχουν δώσει οι Ιταλοί στο τρένο-εξπρές που διατρέχει όλη την Ιταλία. Η κατάκτηση του Πρωταθλήματος, του πρώτου μετά από 18 χρόνια, το 2001 νομοτέλεια για την ολοκληρωμένη πλέον έκδοση της Ρόμα.

 

Αναζητείται εκείνος που να κληθεί να απαριθμήσει τρία (ή και λιγότερα ακόμα) χαρακτηριστικά στιγμιότυπα εκείνης της χρονιάς και να μην συμπεριλάβει σε αυτά το μυθικό σλάλομ του Καφού σε -πόσο μάλλον- ντέρμπι με τη Λάτσιο, όταν με τρία διαδοχικά σομπρέρο πρωτίστως απέφυγε, μα το χαρακτηριστικότερο ζάλισε, χάζεψε και εν τέλει ρεζίλεψε για μια σπάνια φορά στην δική του καριέρα τον κατοπινό κάτοχο της Χρυσής Μπάλας, Πάβελ Νέντβεντ.

Από τη Ρώμη έφυγε μετά από δύο χρόνια, έχοντας προσθέσει στο παλμαρέ του ένα εγχώριο Super Cup και κυρίως έχοντας πάρει για πρώτη φορά στην καριέρα του γεύση Champions League, ταυτόχρονα όμως και με πτυχίο Οικονομικών με ειδίκευση στο Αθλητικό Μάνατζμεντ, ύστερα από τη φοίτησή του στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Οικονομικών της ιταλικής πρωτεύουσας.

Έφυγε χολωμένος, μπαϊλντισμένος και με την αίσθηση πως στα 32 του ήταν και ξεζουμισμένος. Φρόντισε να ενισχύσει τη συγκεκριμένη πεποίθηση συμφωνώντας με τους Γιοκοχάμα Μάρινος. Δύο εβδομάδες όμως πριν το ταξίδι του στην Ιαπωνία και την παρουσίασή του, η Μίλαν -των… περήφανων γηρατειών και της μοναδικής ικανότητας που (τότε τουλάχιστον) είχε το επιτελείο της να ξανανιώνει και να παρατείνει την καριέρα των παικτών που φορούσαν τα rossoneri- του έκανε πρόταση.

Από εκείνες που δεν αρνείσαι, παρότι τα χρήματα ήταν λιγότερα σε σχέση με αυτά που είχε συμφωνήσει στους Μάρινος. Επέστρεψε την δική τους προκαταβολή και, προς μεγάλη ανακούφιση και της οικογένειάς του, παρέμεινε στο Campionato, αλλάζοντας πόλη.

Ως κάτοικος Ρώμης μεγέθυνε, ήδη δυσθεώρητα, την υπόστασή του. Όχι μόνο λόγω των επιτευγμάτων του στο κάλτσιο αλλά επιπρόσθετα λόγω αυτών στη «Seleção».

Έπαιξε σε δύο ακόμα διαδοχικούς τελικούς Παγκόσμιου Κυπέλλου, φτάνοντας τους τρεις στη σειρά, επίδοση ανεπανάληπτη στην ιστορία.

Τον έναν στη Γαλλία τον έχασε. Συντάσσεται με την ευρύτερη πεποίθηση πως ο καταλύτης της ήττας των Βραζιλιάνων από τους «Tricolore» ήταν το επιληπτικό επεισόδιο που υπέστη παραμονές του Τελικού ο Ρονάλντο, προς τη βοήθεια του οποίου ήταν από τους πρώτους (μαζί με τον Σέζαρ Σαμπάιο και τον Ρομπέρτο Κάρλος) που έτρεξαν.

Τον δεύτερο στα γήπεδα της Άπω Ανατολής τον κέρδισε. Μέχρι και δύο μέρες πριν τη σέντρα της διοργάνωσης, τραβολογούνταν στα δικαστήρια κατηγορούμενοι με τη γυναίκα του, Ρεγκίνα, για πλαστογραφία στα διαβατήρια τους. Αγωνιζόταν στο Campionato ως Ιταλός γαρ, ενώ η σύζυγός του είχε επίσης παρουσιάσει ιταλικό διαβατήριο.

Δεν ήταν ο μόνος, αφού τότε υπήρχαν απανωτές σχετικές δικαστικές περιπέτειες για αρκετούς ποδοσφαιριστές, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μέλη της Ρόμα. Αθωώθηκε τελικά μόλις 48 ώρες πριν το εναρκτήριο παιχνίδι του Παγκόσμιου Κυπέλλου.

Το σήκωσε ως αρχηγός, παρότι δεν ξεκίνησε το τουρνουά ως τέτοιος, μιας και ο Λουίζ Φελίπε Σκολάρι είχε επιλέξει να δώσει το περιβραχιόνιο στον Έμερσον, τον οποίο και γνώριζε από τη συνύπαρξή τους στην Γκρέμιο. Τραυματίστηκε όμως, αποσύρθηκε από την αποστολή και έτσι, χωρίς ανταγωνισμό, η αρχηγία επέστρεψε στον Καφού.

Αρχηγία σε μια ομάδα που απαρτιζόταν από Ριβάλντο, Ρονάλντο, Ροναλντίνιο, Λούσιο, Εντμίλσον, Ρομπέρτο Κάρλος, Ντίντα, Μπελέτι, Ντενίλσον, Ζουνίνιο, Σένι (ηλικιακά, στα 20 του μόλις άλλωστε, δεν θα μπορούσε ο Κακά να αποτελεί δελφίνο, απλώς σημειώνεται η παρουσία του σε εκείνη την ομάδα).

Το τελευταίο παγκόσμιο τρόπαιο που έχει στη συλλογή της η εφεξής «Pentacampeão» Βραζιλία το σήκωσε, πηγαίνοντας με τα εξάταπα σε γυάλινο βάθρο και ζητώντας από τους παρισταμένους Πελέ και Ζεπ Μπλάτερ να τον προσέχουν, σε περίπτωση που παραπατούσε. Δεν παραπάτησε. Και το σήκωσε, δείχνοντας στον πλανήτη τη φανέλα του, στην οποία και είχε γράψει το «100% Jardim Irene», τη φαβέλα δηλαδή στην οποία μεγάλωσε.

Τιμημένα γηρατειά

Είπαμε, στο Milanelo έχουν ανακαλύψει ελιξίριο. Αν όχι της νιότης έστω της παράτασης της ποδοσφαιρικής ζωής. Μετά την εξαετία στη Ρόμα, πέρασε ακόμα πέντε χρόνια στους «Rossoneri», κατακτώντας ό,τι του έλειπε. Την πρώτη φορά που δοκίμασε να πάρει το Champions League αρκέστηκε, όπως όλοι οι Μιλανέζοι, στα πρώιμα πανηγύρια του ημιχρόνου ελέω του 3-0 επί της Λίβερπουλ στον Τελικό της Πόλης. Στο φινάλε όμως, οι «Κόκκινοι» πανηγύριζαν. Για τα καλά.

Το… timing το πέτυχε δύο χρόνια αργότερα στην Αθήνα, παρότι δεν αγωνίστηκε (έπαιξε ο Όντο). Η ρεβάνς όμως κόντρα στους Μερσεϊσάιντερς, ρεβάνς. Και η κούπα, εννοείται, κούπα. Τότε ήταν 36. Ο Μαλντίνι 38, ο Κοστακούρτα 41, ο Σερζίνιο 35. Ακολούθησαν, ημερολογιακά την ίδια χρονιά, άλλοι δύο τίτλοι, το Ευρωπαϊκό Super Cup και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Συλλόγων. Κάτι άλλο δεν έμενε. Όπου είχε αγωνιστεί, σε όποια διοργάνωση, είχε πάει ως το τέλος της.

Δεν πήγε ως εκεί στα περίφημα πάρτι του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. All the way τουλάχιστον, αφού ο Βραζιλιάνος –οικογενειάρχης άνθρωπος γαρ…- ανέκαθεν ισχυριζόταν πως σε όσες ανάλογες εκδηλώσεις παραβρέθηκε ήταν πάντα σε… εστιατόρια. Τώρα, γιατί τον «Καβαλιέρε» τον έλεγε «γιατρό», οι δυο τους γνωρίζουν.

Το δικό του φινάλε στο Μιλάνο αποτέλεσε και το αντίο του στο ποδόσφαιρο. Από τη «Seleção» είχε αποσυρθεί μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας, όντας πλέον ο ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία της. Και το πιθανότερο είναι πως με τις 142 που “έγραψε” θα παραμείνει για πολύ ακόμα. Το πέμπτο διαδοχικό στο οποίο συμμετείχε. Ο αθεόφοβος ήθελε και έκτο, αλλά ήταν σαφές στις τελευταίες του σεζόν πως τα πόδια του δεν πήγαιναν άλλο. Και κυρίως, η νέα φουρνιά κόχλαζε.

Από όσες έζησε στα γήπεδα, αδυνατεί να ξεχωρίσει Ρονάλντο και Ρομάριο, θεωρεί τον Ριβάλντο ως τον καλύτερο συμπαίκτη που είχε ποτέ και τον Ροναλντίνιο ως τον δυσκολότερο αντίπαλο. Θα ήθελε να βρίσκονταν στην ίδια πλευρά, έστω για ένα παιχνίδι, με τον Ζινεντίν Ζιντάν και τον Ντιέγκο Μαραντόνα, έχει αλλάξει την εκτίμησή του για τον σύγχρονο μπακ που του μοιάζει περισσότερο, χαρακτηρίζοντας κλώνο του τον Ατσράφ Χακίμι.

Δεν (του) περιποιεί τιμή πως παλιότερα την ίδια εκτίμηση είχε δημοσιοποιήσει για τον… Τζον Φλάναγκαν, κάποτε φέρελπι ακραίο της Λίβερπουλ, για χάρη του οποίου μάλιστα είχε ο ίδιος ταξιδέψει στο Νησί για να του ευχηθεί, τετ ατ τετ, τα καλύτερα. Σε καλό δεν πρέπει να βγήκε στον Άγγλο, ο οποίος εννοείται πως δεν είχε την εξέλιξη που ο Βραζιλιάνος προέβλεπε.

Δεν ασχολήθηκε ποτέ με την προπονητική. Τσακίστηκε, κόντεψε να λυγίσει τελείως από την απώλεια του γιου του, Ντανίλο (έχει άλλα δύο παιδιά, τη Μισέλ και τον Ουέλινγκτον), ο οποίος υπέστη καρδιακή προσβολή παίζοντας street football τον Σεπτέμβριο του 2019 και, ύστερα από ολιγοήμερη νοσηλεία, κατέληξε. Περνούσε τον περισσότερο χρόνο του σπίτι και, όταν έβγαινε, απλώς επισκεπτόταν το κοιμητήριο όπου ήταν θαμμένος ο γιος του.

Ακόμα και έτσι όμως, ακόμα και με αυτήν την τραγωδία, η… ακινησία ήταν τόση που το σώμα του, ο νους του δεν ήταν μαθημένα να διαχειρίζονται και να δέχονται. Μοιραία η επαναδραστηριοποίηση. Έγινε πρεσβευτής της FIFA, εννοείται και του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2022, στελεχώνει διάφορους αθλητικούς οργανισμούς, μετέχοντας σε κάθε λογής φιλανθρωπική και ενισχυτική δράση, ενώ -εννοείται πως- είναι και τηλεσχολιαστής.

Καταπιάνεται και με την τάση της εποχής. Τα media. Αποτελεί συνιδρυτή και συμμέτοχο ενός κινηματογραφικού ομίλου, με ειδίκευση στην καταγραφή και παρουσίαση αθλητικών ιστοριών. Από τις πρώτες που θα προβληθούν ως ντοκιμαντέρ, αυτονόητα, η δική του. Το trailer δημοσιεύτηκε στα τέλη Μαρτίου 2022 και η επίσημη πρώτη θα γίνει στα γήπεδα του Κατάρ στα τέλη του 2022.

Τίτλος ακόμη δεν έχει διαρρεύσει. Οι πατριώτες του, οι οποίοι τον ξέρουν καλύτερα από τον καθένα, μαζικά, σαρωτικά, σχεδόν ομόφωνα προτείνουν κάτι απολύτως ταιριαστό. Για τους ίδιους, τον ίδιο και την εικόνα του με το εθνόσημο μα και όπου και αν συλλογικά έπαιξε ποδόσφαιρο.

«Eterno capitão Cafú».

«O αιώνιος αρχηγός».

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This