Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Τέσσερεις δεκαετίες στο ποδόσφαιρο έχει συμπληρώσει ο Μίκαελ Ρέσκε.

Για την ακρίβεια, κάτι άλλο, στην ενήλικη ζωή του, δεν έχει ζήσει, δεν ξέρει. Μόνο μπάλα. Και έχει δει, έχει ακούσει, έχει νιώσει μπόλικη, διατελώντας προπονητής, στέλεχος, διοικητικός σε διάφορες γερμανικές ομάδες, διαφόρων ηλικιών.

Η πιο προβεβλημένη του δουλειά, αδιαμφισβήτητα, αυτή του Τεχνικού Διευθυντή της Μπάγερν. Ανέλαβε το καλοκαίρι του ’14, βρίσκοντας στο Μόναχο τον Πεπ Γκουαρντιόλα. Η παρεμβατικότητα του Καταλανού στο κάθε τι που αφορά στην (εκάστοτε) ομάδα του, γνωστή και αδιαμφισβήτητη. Και, σίγουρα, μπελάς για κάθε υφιστάμενο συνεργάτη αλλά, ακόμα-ακόμα, και προϊστάμενό του.

Τέτοιος, σίγουρα, δεν ένιωθε ο Ρέσκε, παρότι η σαφής ιεραρχία του οικοδομήματος της Μπάγερν δεν επέτρεπε (ή, έστω, διαχρονικά, δεν φαίνεται να επιτρέπει) αμφισβητήσεις ή παρακάμψεις της. Ακόμα και αν αυτός που τις επιχειρεί, τις διεκδικεί, τις απαιτεί, είναι ο κορυφαίος τεχνικός της γενιάς μας και ένας από τους κορυφαίους της ιστορίας του αθλήματος.

Η σχέση των δύο ανδρών, αμφότεροι το παραδέχονται, δεν δοκιμάστηκε ποτέ. Ίσα-ίσα. Ξεκίνησε καλά, συνεχίστηκε καλύτερα, ολοκληρώθηκε ιδανικά και αρμονικά, με τον Ρέσκε να παραμένει στο δικό του πόστο για έναν χρόνο, μετά το φευγιό του Γκουαρντιόλα.

Από τις πρώτες-πρώτες συζητήσεις των δυο τους, ο Καταλανός είχε ρωτήσει την άποψη του Γερμανού για το ποιον θεωρεί ως τον πλέον ενδιαφερόντα προπονητή της Bundesliga. Ο Ρέσκε, χωρίς δεύτερη σκέψη, είχε απαντήσει μονολεκτικά: «Τούχελ».

Το πρόσωπο του Γκουαρντιόλα έλαμψε. Λες και είχε περάσει ο ίδιος το πρώτο τεστ, στο οποίο είχε υποβάλει τον νεόκοπο συνεργάτη του.

«Ακριβώς. Πέρυσι, μας δυσκόλεψαν πολύ. Εδώ, οι περισσότεροι παρκάρουν το λεωφορείο και είναι ευχαριστημένοι, αν δεν χάσουν με μεγάλο σκορ. Αυτός, όμως, ήθελε να μας κερδίσει. Προσπάθησε να μας κερδίσει. Με τη Μάιντς», περιγράφει ο Ρέσκε το απαντητικό σχόλιο του Γκουαρντιόλα.

Τα παιχνίδια, στα οποία αναφέρεται, ήταν της σεζόν 2013-14. Στο Μόναχο, η Μπάγερν είχε επικρατήσει με 4-1, με τη Μάιντς, όμως, να κλείνει το ημίχρονο προηγούμενη και να πιέζει αφόρητα, καθ’ όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης, σταθερά και ψηλά, με ένα… θρασύ 3-4-3 στο γήπεδο. Στη Βεστφαλία, οι Βαυαροί είχαν επικρατήσει με 2-0, χάρη σε γκολ που σημείωσαν στο τελευταίο δεκάλεπτο.

Ο Τούχελ, τότε, δεν εργάζονταν. Δεν προπονούσε, έχοντας επιλέξει οικειοθελώς να μείνει για έναν χρόνο μακριά από τους πάγκους, τερματίζοντας μια πενταετή θητεία στη Μάιντς. Ήταν ένας νεαρός τεχνικός, δεν είχε κερδίσει τίποτα, έχοντας απλώς αναλάβει -και φτάσει στο ταβάνι της- μια μικρομεσαία ομάδα της Bundesliga (ποτέ το ετήσιο μπάτζετ της δεν ξεπέρασε τα 15 εκατ. ευρώ, από τα μικρότερα ομάδας στο top5 των ευρωπαϊκών λιγκών), η οποία, όμως, σε αυτήν του τη θητεία, βγήκε δύο φορές στο Europa League, κερδίζοντας, συνολικά στις πέντε του σεζόν, τους αθροιστικά περισσότερους βαθμούς, εκτός μόνο από Μπάγερν, Ντόρτμουντ, Λεβερκούζεν και Σάλκε.

Και το σημαντικότερο; Είχε κερδίσει την προσοχή και τον σεβασμό του Γκουαρντιόλα. Για τον -εκτός πάγκων τότε- 41χρονο τεχνικό, ήταν ο Θεός του. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στο ξεκίνημα της καριέρας του, ιδιοίς εξόδοις, να ταξιδεύει στην Βαρκελώνη, ώστε να παρακολουθήσει από όσο το δυνατόν εγγύτερα την Μπαρτσελόνα, να “ρουφάει” κάθε βιβλίο, κάθε βιογραφία, κάθε τι που είχε ειπωθεί για δαύτον και αφορούσε σε αυτόν.

Μια φορά, ταξιδεύοντας με το λεωφορείο της Μάιντς για ένα εκτός έδρας παιχνίδι, ήταν καρφωμένος στο tablet του, παρακολουθώντας ένα ντοκιμαντέρ για τον Πεπ. Σε κάποια στιγμή, εμφανίστηκε ένα διάγραμμα που έμοιαζε σαν πατρόν πλεξίματος, το οποίο, όμως, αναπαριστούσε τις πατέντες και τη μεθοδολογία των μεταβιβάσεων της Μπαρτσελόνα. Χωρίς περαιτέρω εξήγηση, χωρίς άλλο σχόλιο. Ο τότε Τεχνικός Διευθυντής της Μάιντς, Κρίστιαν Χάιντελ, θυμάται πως, για δύο ώρες, ο Τούχελ είχε κάνει pause στο συγκεκριμένο σημείο και, αδιαφορώντας για οτιδήποτε συνέβαινε γύρω του, προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει, πρακτικά, το διάγραμμα.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, μέσα στον χειμώνα εκείνης της χρονιάς-αργίας του Τούχελ, ο Ρέσκε εκμεταλλεύεται πως βρίσκεται στο Μόναχο, και τον προσκαλεί για μπύρες στο Schumann’ s, το πιο φημισμένο μπαρ της Βαυαρικής πρωτεύουσας. Έτσι κι αλλιώς, ήταν για καιρό σε επαφή, αφού είχε προσπαθήσει, ενόσω είχε ρόλο Τεχνικού Διευθυντή στην Μπάγερ, να τον φέρει ως προπονητή στο Λεβερκούζεν. Μάταια, αφού το τότε Δ.Σ. των «Ασπιρινών» θεώρησε την επιλογή πολύ ριψοκίνδυνη.

Ανακοινώνει το ραντεβού στον Γκουαρντιόλα, περισσότερο για να “κόψει” αντιδράσεις. Ο Καταλανός, όμως, δεν χάνει την ευκαιρία. Τέτοια, μάλιστα, η θέρμη του να συναντήσει τον νεαρότερο συνάδελφό του, ώστε αναδιατάσσει όλο το του πρόγραμμα, ακυρώνοντας -όπως θυμάται ο Ρέσκε- ό,τι ραντεβού και υποχρέωση είχε προγραμματισμένα για εκείνο το βράδυ.

Από εκεί και πέρα, η αφήγηση περνάει αποκλειστικά στον Ρέσκε:

«Στην αρχή, ήταν λίγο επιφυλακτικοί, τυπικοί ο ένας με τον άλλον. Γρήγορα, όμως, πέρασαν σε άλλο επίπεδο. Συζητούσαν τακτικές, αλλαγές, κινήσεις από παιχνίδια που είχαν συμβεί χρόνια πριν. Θυμόντουσαν λεπτομέρειες, αναλυτικές λεπτομέρειες από γεγονότα και στιγμές σε αναμετρήσεις που δεν είχε πιάσει ανθρώπινο μάτι. Μου ήταν αδύνατο να το πιστέψω πως είχαν αποτυπωθεί τα πάντα στις μνήμες τους, πως ξαναζούσαν, στιγμή-στιγμή, το κάθε τι που συζητούσαν.

Πρώτα, φαινόταν μια λογική δάσκαλου και μαθητή. Ο Τούχελ, ψαρωμένος, ήταν αυτός που ρωτούσε, ο Πεπ απαντούσε. Στην πορεία, όμως, γρήγορα, έμοιαζαν και συμπεριφέρονταν ως ισότιμοι μάστορες της ίδιας τέχνης. Ήταν λες και έβλεπα τον Φίσερ με τον Σπάσκι σε μια νοητική μάχη διάνοιας. Σκεφτόμουν πως παρακολουθώ τον Σωκράτη και τον Κικερώνα να αναλύουν ποδοσφαιρική φιλοσοφία. Μιλούσαν πότε γερμανικά, πότε αγγλικά. Μιλούσαν, όμως,… ποδόσφαιρο.

Εγώ, παρότι λατρεύω να μιλάω γι’ αυτό, δεν γινόταν να τους ακολουθήσω. Δεν αισθάνθηκα μειονεκτικά, παρείσακτος σε ένα όργιο που, τελικά, εξελίχτηκε σε συνεύρεση δύο, αλλά προνομιούχος που τους παρακολουθώ και τους ακούω. Ήταν τόσο απορροφημένοι στη συζήτησή τους, ώστε ούτε καν οι σερβιτόροι τολμούσαν να πλησιάσουν. Για κοντά τέσσερεις ώρες, βρίσκονταν τελείως στον δικό τους κόσμο».

Και αν ο Ρέσκε θεωρεί εκείνη την βραδιά ως την καλύτερη, στα όρια του μεταφυσικού, εμπειρία της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας, η συνέχειά της αποδείχτηκε απόλυτα αποκαλυπτική για τον τέταρτο συνδαιτημόνα που προσκλήθηκε στο νέο ραντεβού της τριάδας, στο εστιατόριο Brenner, λίγες εβδομάδες αργότερα.

Αυτός, λοιπόν, που διαμόρφωσε το καρέ ήταν ο Πέτερ Χέρμαν, πρώην βοηθός του Γιουπ Χάινκες, με συμμετοχή, ως μέλος τεχνικών επιτελείων, σε τρεις Τελικούς Champions League. Το επόμενο πρωί του δείπνου, όπως αποκάλυψε ο Ρέσκε, ο Χέρμαν του τηλεφώνησε, για να τον ευχαριστήσει και να τον πληροφορήσει πως μόλις είχε ανακοινώσει στη σύζυγό του ότι σταματούσε την ενασχόληση με το ποδόσφαιρο.

«Τον ρώτησα», λέει ο Ρέσκε, «γελώντας, «γιατί». Απολύτως σοβαρά, όμως, μου απάντησε πως ήταν όλη του τη ζωή στο ποδόσφαιρο και θεωρούσε πως γνώριζε αρκετά γι’ αυτό, αλλά, μετά τα όσα είχε ζήσει, ακούσει και δει το προηγούμενο βράδυ, δεν ήταν καθόλου σίγουρος. Και ήταν πολύ αργά, για να αρχίσει να μαθαίνει από την αρχή»…

Ο μπάρμαν που δεν πίνει, και το θάψιμο της καρφίτσας

Ήταν καλοκαίρι του 2008. Πρώτη-πρώτη γνωριμία με τους 19αρηδες της Μάιντς, την τεχνική καθοδήγηση των οποίων είχε μόλις αναλάβει.

Είχε χτίσει όνομα ως ένας πολύ αποτελεσματικός τεχνικός σε φυτωριακό επίπεδο αλλά και πολύ ιδιότροπος. Τελειομανής, απαιτητικός, σε σημείο όχι απλά ενοχλητικό αλλά ανυπόφορο.

Είναι χαρακτηριστικό πως, παρότι τρία χρόνια νωρίτερα, είχε οδηγήσει την U19 της Στουτγκάρδης στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος, οι Σουηβοί, έχοντας σηκώσει τα χέρια ψηλά από τις συνεχείς και ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις του, αποφάσισαν να μην του ανανεώσουν το συμβόλαιο, αφήνοντας τον να φύγει.

Πέντε χρόνια είχε περάσει στις ακαδημίες τους, την πόρτα των οποίων άνοιξε ο Ραλφ Ράνγκνικ, ο κατά πολλούς κορυφαίος θεωρητικός του Γερμανικού ποδοσφαίρου και αυτός που άλλαξε τη ρότα του στον 21ο αιώνα (προπονητικό του μέντορα, πάντως, ο Τούχελ θεωρεί τον Χέρμαν Μπάντστουμπερ, έναν άσημο τεχνικό, η φήμη του οποίου περισσότερο δικαιολογείται από το γεγονός ότι είναι ο πατέρας του αλλοτινού Γερμανού διεθνή, Χόλκερ). Ράνγκνικ και Τούχελ είχαν συνεργαστεί στην Ουλμ, μια ομάδα 3ης κατηγορίας, στα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Προπονητής ο πρώτος, κεντρικός αμυντικός ο δεύτερος. Η κορυφαία τους στιγμή, ο προβιβασμός στην Zweite Liga, το 1998, συνέπεσε με έναν σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο για τον 25χρονο τότε κεντρικό αμυντικό, ο οποίος και, έτσι, αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Δυο χρόνια αργότερα, όμως, ο Ράνγκνικ, ο οποίος είχε αναλάβει πλέον την καθοδήγηση της Στουτγάρδης, κάλεσε τον παλιό του ποδοσφαιριστή να γίνει τεχνικός στην U15 των Σουηβών.

Και, κάπως έτσι, ξεκίνησε η νέα του επαγγελματική πορεία. Στο μεσοδιάστημα της αποχώρησης από το ποδόσφαιρο και της ενασχόλησης με την προπονητική, αποφάσισε να σπουδάσει (Διοίκηση Επιχειρήσεων), δουλεύοντας, μάλιστα, ως μπάρμαν, για να τα φέρει βόλτα. Μπάρμαν που ούτε τότε, ούτε πλέον τώρα, μα ούτε και ποτέ, έπινε/πίνει αλκοόλ. Σε σπάνιες, εξαιρετικά σπάνιες περιστάσεις να γευτεί μια-δυο γουλιές σαμπάνιας, αλλά ως εκεί.

Πρωταθλητής, λοιπόν, Γερμανίας, φεύγει από την Στουτγάρδη και επιλέγει την Άουγκσμπουργκ, πάντα σε επίπεδο U19. Σχεδόν τσάμπα. Ή, για την ακρίβεια, χωρίς καν να ρωτήσει τίποτα για το οικονομικό. Το μόνο που ήθελε, ήταν χρόνος και ευελιξία, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τα μαθήματα προπονητικής στην σχολή της Κολωνίας, για να πάρει το UEFA Pro.

H Άουγκσμπουργκ (τη φανέλα της οποίας είχε φορέσει και ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής στις ακαδημίες της και ήταν αυτός που, έχοντας διαβλέψει… ανεπάρκεια, είχε υποδείξει στον -έφηβο ακόμη- Γιούλιαν Νάγκελσμαν να μην το προσπαθήσει επαγγελματικά, αλλά να στραφεί, αρχικά, στο scouting) το δέχτηκε και, έτσι, έφτασε να μοιράζει, για πάνω από μισή σεζόν, τον χρόνο του μεταξύ Βαυαρίας και Ολλανδικών συνόρων, όπου βρίσκεται η Κολωνία, σε απόσταση 540 χλμ.

Έβαζε τις βάσεις. Σε όλα. Για να μην υπάρχει πρόβλημα από τις πολλές και επαναλαμβανόμενες συστάσεις που δεχόταν ο σύλλογος για τη συμπεριφορά του προς τους διαιτητές, ανέλαβε ο ίδιος να πληρώνει τα πρόστιμα, αποδείχτηκε, ωστόσο, πως οι ιδέες του, η φιλοσοφία του απαιτούσαν πολύ μεγαλύτερη ποιότητα από αυτήν που διαχειριζόταν και προπονούσε.

Και, κάπως έτσι, με αυτήν την πορεία και αυτό το background, φτάνουμε στο καλοκαίρι του 2008, οπότε και αναλαμβάνει την U19 της Μάιντς. Στην πρώτη-πρώτη, λοιπόν, επαφή του με τους νέους του παίκτες, έχει ζητήσει να πάνε στην προπόνηση με τα ποδήλατά τους. Στο πλαίσιο της έναρξης της προετοιμασίας, τους ανακοινώνει πως θα κάνουν ανάβαση σε ένα γειτονικό βουνό.

Φτάνοντας στην κορυφή, βγάζει από την τσέπη του μια μεγάλη μεταλλική καρφίτσα με το σήμα της Μάιντς, το θάβει στο χώμα και, απευθυνόμενος στους παίκτες του, υπόσχεται πως, αν φτάσουν στον Τελικό του Πρωταθλήματος, τότε θα πήγαινε ξανά εκεί, για να την ξεθάψει, αφήνοντας στη θέση της, κάτω από το χώμα, το ποδήλατό του.

Στο τέλος εκείνης της σεζόν, κανείς δεν θυμόταν την υπόσχεση που είχε δώσει. Η ομάδα του, πάντως, τον πήχη που είχε θέσει, τον πέτυχε, φτάνοντας στον Τελικό του Πρωταθλήματος, κόντρα στην Ντόρτμουντ. Πριν τη σέντρα του Τελικού, στα αποδυτήρια, σβήνουν τα φώτα και στο μηχάνημα προβολής αρχίζει να παίζεται ένα βίντεο που δείχνει τον Τούχελ, μαζί με τον επικεφαλής της ακαδημίας, Βόλκερ Κέρστινγκ, να ανεβαίνουν πάλι με τα ποδήλατα εκείνη την πλαγιά και να ξεθάβουν την καρφίτσα με το σήμα του club.

Το βίντεο τελειώνει, τα φώτα ανοίγουν, ο Τούχελ απλώς βγάζει από την τσέπη του την καρφίτσα και την αφήνει σ’ ένα τραπέζι στο κέντρο των αποδυτηρίων. «Και τώρα, πηγαίνετε να παίξετε». Καμία ανάλυση, καμία επισήμανση, καμία οδηγία. Μόνο αυτό. Η Μάιντς, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, επικράτησε με 2-1, κατακτώντας το Πρωτάθλημα.

Στις εξέδρες, βρίσκονταν ο Γιούργκεν Κλοπ, ο οποίος είχε αποχωρήσει από τον πάγκο της πρώτης ομάδας, όταν ο Τούχελ αναλάμβανε τη δική του. Το σχόλιό του στον Χάιντελ, με τον οποίο δίπλα-δίπλα έβλεπαν τον Τελικό, αποτέλεσε ουσιαστικά την…παπική έγκριση για τον προβιβασμό που ερχόταν: «Έντεκα καλύτεροι παίκτες ηττήθηκαν από μια καλύτερη ομάδα».

Ακολουθώντας χνάρια άλλου αλλά πορεία δική του

Στο ποδόσφαιρο, στη ζωή, η πορεία δεν είναι ποτέ προδιαγεγραμμένη. Ακόμα-ακόμα και όταν τα χνάρια που ακολουθούνται, έχουν χαράξει μονοπάτια και δρόμους, έχουν πατηθεί και, πάνω σε δαύτα των προηγουμένων, πορεύονται και οι επόμενοι. Ακόμα και έτσι, ούτε η περπατησιά είναι ίδια, μα ούτε και η κατάληξη.

Ο Κλοπ τα δικά του χνάρια θαρρείς πως τα είχε ριζωμένα, σαν να έπρεπε, υποχρεωτικά, να τα ακολουθήσει ο Τούχελ. Έναν χρόνο μετά την αποχώρησή του από τη Μάιντς για την Ντόρτμουντ και λίγους μόνο μήνες μετά την κατάκτηση του Πρωταθλήματος της U19, ο Τούχελ προβιβάζεται στην πρώτη ομάδα, μετά από έναν σοκαριστικό αποκλεισμό, στο πρώτο-πρώτο παιχνίδι εκείνης της σεζόν, από μια ερασιτεχνική ομάδα.

Είπαμε, όμως. Παρότι τα χνάρια -πλέον φαίνονται να είναι- ίδια, η περπατησιά ήταν εξαρχής τελείως διαφορετική και οι διαφορές αμέσως ευδιάκριτες. To περίφημο Gegenpressing του Κλοπ ακυρώνεται από τον Τούχελ, η φιλοσοφία του οποίου στο γήπεδο προέρχεται από τον Μπρους Λι: «Μy style is no style», απαντούσε ο πλέον φημισμένος καρατέκα, όταν ρωτούταν τι ακριβώς στιλ μάχης παρουσιάζει. Η απάντηση ήταν «Κανένα. Και όλα».

Το ίδιο έκανε και η Μάιντς του Τούχελ. Χρόνια αργότερα, σε συνέδριο οικονομολόγων (!), ο ίδιος το είχε αποδώσει ως «αποδόμηση των κανόνων». Ποδοσφαιρικών κανόνων. Η Μάιντς, στο απόγειο της δικής του σφραγίδας, αυτής που προκάλεσε το ενδιαφέρον του Ρέσκε και του Γκουαρντιόλα, μπορούσε να αλλάζει -ανά πάσα ώρα και στιγμή- συστήματα, διατάξεις, ρόλους, σχήματα, προσεγγίσεις, χωρίς καν να χρειάζεται αλλαγές προσώπων από τον πάγκο. Κάποια στιγμή, σε παιχνίδι της καταγράφηκαν έξι διαφορετικές διατάξεις στον αγωνιστικό χώρο.

«Διαλύσαμε όλους τους κανόνες. Τόσο ως προς την υιοθέτηση μιας σταθερής, βασικής ενδεκάδας, όσο και ενός δεδομένου σχηματισμού. Έφτασε να γίνεται αυτοματοποιημένα στο γήπεδο αλλά και αναγκαστικά ως στρατηγική, συνολική επιλογή. Γνωρίζαμε πως ήμασταν κατώτεροι από τους περισσότερους αντιπάλους μας, οπότε έπρεπε να σταματήσουμε να παίζουμε με τους κανόνες, με τους οποίους δεδομένα υστερούσαμε», η συνοπτική ανάλυση του Τούχελ, χρόνια αργότερα, σε ένα συνέδριο… οικονομολόγων.

Απολύτως εύλογα, λοιπόν, η καινοτομία και η επιδίωξή της, οι λύσεις, από όπου και αν μπορούσαν να προκύψουν, το ρίσκο.

Δεν δίστασε να εντάξει στο scouting της Μάιντς, πληρωμένους, όμως, από τον ίδιο προσωπικά, δύο νεαρούς bloggers, τον Ρενέ Μάριτς και τον Μάρτιν Ράφελτ, αφού είχε εντυπωσιαστεί από μια ανάλυση τους για ένα παιχνίδι της Κάρντιφ κόντρα στη Μάντσεστερ Σίτι και το πώς η «μικρούλα» δυσκόλεψε τη «μεγάλη». Ο πρώτος είναι πλέον assistant του Μάρκο Ρόζε στην Ντόρτμουντ, ο δεύτερος ήταν, μέχρι πρότινος, στο ίδιο πόστο στην Χάιντουκ. Και οι δύο εντάχθηκαν στο επιτελείο του, όταν συνέχισε να ακολουθεί τον δρόμο του Κλοπ, όταν αυτός έφυγε από την Ντόρτμουντ για το Λίβερπουλ.

Πέραν της γνωριμίας και της προσωπικής σχέσης που αναπτύχθηκε με τον Γκουαρντιόλα, ο χρόνος που μεσολάβησε από τη Μάιντς ως την Ντόρτμουντ και τον βρήκε εκτός πάγκων, αξιοποιήθηκε ποικιλοτρόπως. Συναντήθηκε με τον ιδιοκτήτη της Μπρέντφορντ, Μάθιου Μπένχαμ, ο οποίος έκανε την περιουσία του, τζογάροντας ουσιαστικά βάσει μαθηματικών και στατιστικών μοντέλων. Ο Τούχελ ήθελε την βοήθεια του στην κατανόηση και εμβάθυνση της εφαρμοσμένης στατιστικής στο ποδόσφαιρο.

Δεν ήταν ο μόνος τομέας που τον απασχολούσε. Χωρίς καμία υπερβολή, ήθελε να έχει γνώση των πάντων γύρω από την ομάδα, το ρόστερ, τα οικονομικά, τα πάντα που θα μπορούσαν -έστω και κλασματικά- να βελτιώσουν το επίπεδο της απόδοσης των παικτών του. Ο Κρίστιαν Χάιντελ, ο παράγοντας, με τον οποίον συνυπήρξε τα περισσότερα χρόνια στην προπονητική του σταδιοδρομία, θυμάται χαρακτηριστικά πριν ένα καλοκαιρινό φιλικό προετοιμασίας επί αυστριακού εδάφους με τον Ολυμπιακό, τον Τούχελ να επιθεωρεί τον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου, όπου θα γινόταν το παιχνίδι.

Είχε εντυπωσιαστεί από την κοπή του γρασιδιού, από την πυκνότητα, την καθαρότητα, τη σύσταση και την φρεσκάδα του, από την συνολική κατάσταση του αγωνιστικού χώρου. Τόσο, ώστε φώναξε τον Χάιντελ και του ζήτησε όχι απλώς να βρει πληροφορίες για τον υπεύθυνο, αλλά να τον προσλάβει άμεσα.

Ο Τεχνικός Διευθυντής της Μάιντς άφησε τη μέρα να περάσει, χωρίς να αναζητήσει τον αρμόδιο. Την επομένη, πρωί-πρωί, χτύπησε το τηλέφωνό του: «Μου είπαν πως πρόκειται να συζητήσουμε για μια συνεργασία», του έλεγε ο υπεύθυνος επιστάτης, ο οποίος και είχε ήδη ενημερωθεί σχετικά από τον ίδιο τον Τούχελ.

Απολύτως σύμφυτο, συνεπώς, με το ότι, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Βεστφαλία, ο Τούχελ θέλησε να το πατήσει σε κάθε σπιθαμή όχι μόνο του γηπέδου και του προπονητηρίου, αλλά στα πάντα που αφορούσαν στους παίκτες και τη διοίκηση της Ντόρτμουντ. Από τη διατροφή, απαγορεύοντας τελείως συγκεκριμένα φαγητά στους ποδοσφαιριστές και επιβάλλοντας υποχρεωτικά, άλλα ως και να έχει λόγο στις μεταγραφές.

Η σημαντικότερη καινοτομία, πάντως, ήταν αμιγώς ποδοσφαιρική. Και ήταν προπονητική, αφού λάνσαρε την «διαφορική μάθηση», μια θεωρία του αθλητικού επιστήμονα Βόλφγκαν Σόλχορν, την οποία ο μέντορας τού Γκουαρντιόλα (σιγά που θα έλειπε…), Πάκο Σεϊρούλ-Λο, είχε πρωτοδιδάξει στην Μπαρτσελόνα, 15 χρόνια νωρίτερα.

Δομική έννοια της «διαφορικής μάθησης» ότι η βελτίωση των ατομικών ικανοτήτων των ποδοσφαιριστών δεν επιτυγχάνεται από τη συνεχή επανάληψη συγκεκριμένων προπονητικών ασκήσεων αλλά από την διαρκή εναλλαγή διαφόρων μορφών και τύπων προβλημάτων που απαιτούν συνεχείς και διαφορετικές προσαρμογές και λύσεις από μεριάς τους.

Κοντολογίς; Φέρνει τους παίκτες αντιμέτωπους, στην προπονητική διαδικασία, με ρεαλιστικά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν σε ένα παιχνίδι, και τους καλεί να τα λύσουν. Προβλήματα ποικίλα και πολυεπίπεδα και προσφερόμενες λύσεις ή μεθοδολογία λύσεων με ατελείωτο εύρος.

Έτσι, η προπόνηση του Τούχελ περιλάμβανε (και περιλαμβάνει ολοένα και περισσότερα) διάφορα πρωτότυπα σενάρια. Ποδόσφαιρο μιας επαφής αλλά με το… γόνατο. παιχνίδι σε γήπεδο με ελάχιστο πλάτος ή μήκος. παιχνίδι σε γήπεδο χωρίς γωνίες ή με αυτές κομμένες στη μία τους πλευρά σε σχήμα μπανάνας. παιχνίδι με μπάλες μικρότερων διαστάσεων. παιχνίδι με τους αμυντικούς να κρατάνε στα χέρια τους μπαλάκια του τένις, ώστε να μην επιμένουν, αρκούνται και επιδιώκουν το κράτημα των αντιπάλων επιτιθέμενων.

Προπονήσεις, περιστασιακές έστω, στην τοξοβολία ή στο kick-boxing καθιερώθηκαν, ενώ η εναλλαγή, από τα χρόνια του στη Μάιντς, έφτασε να περιλαμβάνει και παράλληλες προπονήσεις με ομάδα χάντμπολ για διάστημα τριών και τεσσάρων εβδομάδων.

Λειτούργησε. Άμεσα. Στο γήπεδο, μια κουρασμένη επί Κλοπ ομάδα πετούσε. Κεντούσε. Είχε την ατυχία, βέβαια, να πέσει στην Μπάγερν του Πεπ, αλλά όλα έδειχναν πως, αν με τη Μάιντς ο Τούχελ είχε ζορίσει το ίνδαλμά του, ήταν θέμα χρόνου να το κάνει με τους Βεστφαλούς.

Η θέση, όμως, της Ντόρτμουντ στο modern football είναι ταυτόσημη του συμβιβασμού. Και ο Τούχελ είτε δεν το περίμενε, είτε το έζησε πολύ βίαια. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν επεδίωξε να δεθεί με το συναισθηματικό κομμάτι του club, έχοντας ως και σχεδόν προκλητικά αντίθετη συμπεριφορά με τον χαρισματικό επικοινωνιακά προκάτοχό του, ο οποίος και πόνταρε και αξιοποιούσε πολύ το κοινό θυμικό.

Ίδια χνάρια, άλλη περπατησιά, άλλη πορεία, άλλη κατάληξη.

Ο βίαιος συμβιβασμός προέκυψε, μετά το τέλος της πρώτης του σεζόν στον πάγκο των Βεστφαλών, με τις πωλήσεις -κόντρα στα θέλω του- των Χούμελς, Μχιταριάν και Γκιντογάν. Δεν συμφώνησε ούτε με τους αντικαταστάτες, οι οποίοι υπηρετούσαν την επιχειρηματική σκοπιμότητα του club (φθηνές αγορές, εκπαίδευση και ανάδειξη, πανάκριβες πωλήσεις) αλλά όχι και την αγωνιστική φιλοδοξία του Τούχελ.

Και, έτσι, σταδιακά αλλά καθημερινά, έκοβε έναν τον έναν τους δεσμούς του με τον σύλλογο. Οπαδούς, στελέχη, διοίκηση, αποδυτήρια, φτάνοντας, πολύ σύντομα, να είναι και δακτυλοδεικτούμενος αλλά και ανεπιθύμητος, με το διαζύγιο, στο τέλος της δεύτερης σεζόν του στο «Westfalen», να μοιάζει ακόμα και… καθυστερημένο.

Επόμενη πίστα

Το σκωτσέζικο ντους στην Ντόρτμουντ ωφέλησε τον Τούχελ. Από κάθε σταθμό της επαγγελματικής του πορείας κάτι παίρνει, κάτι προσθέτει στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Από την τελευταία, στην πατρίδα του, έμαθε ίσως το πιο σημαντικό. Να περιορίζεται, να αρκείται σε ό,τι μπορεί να ελέγξει και μπορεί να (του) κάνει διαφορά στο γήπεδο.

Του χρειάστηκε στο Παρίσι. Πήγε στην Παρί, ύστερα πάλι από μια αργία (όχι ηθελημένη, αυτή τη φορά) ενός χρόνου, μετά τη φυγή από την Βεστφαλία. Και εκεί, αμέσως, δεν έδειξε μόνο, αλλά ήταν κιόλας πιο χαλαρός. Δεν κυνηγούσε με θερμιδομετρητές τους παίκτες του, ούτε και στεκόταν στο αν ο Νεϊμάρ και ο Εμπαπέ έτρωγαν ό,τι και όσα δεν ήθελε.

Είχε πλέον καταλάβει πως δεν χρειαζόταν να δίνει όλες τις μάχες, παρά μόνο αυτές που θα τον βοηθούσαν να διαμορφώσει στο γήπεδο μια ομάδα που θα κέρδιζε. Μόνο ένα Κύπελλο Γερμανίας είχε κερδίσει, άλλωστε, στην καριέρα του, ως τότε.

Καταλύτης αυτής της προσέγγισης και της πιο… εξευγενισμένης στάσης του Τούχελ ήταν ο Ζολτ Λοβ, πρώην ποδοσφαιριστής του στη Μάιντς, Ούγγρος στην καταγωγή, ο οποίος και χρίστηκε άμεσος βοηθός στο επιτελείου του, όντας ως χαρακτήρας και ιδιοσυγκρασία το αντίθετο από τον ίδιο. Ήρθε και έδεσε. Το γιν βρήκε (επιτέλους) το γιανγκ. Ο Μαγιάρος ήταν το ακριβές τελευταίο κομμάτι του παζλ.

Και αυτό που απέμενε, οι νίκες, το επέτρεπε το στάτους της έτσι κι αλλιώς μονοκράτειρας εντός Γαλλικών συνόρων, Παρί. Τα πήρε αναμενόμενα όλα, μα και, παράλληλα, έφτασε ως εκεί, όπου οι Παριζιάνοι δεν είχαν φτάσει ποτέ, παρά τα δισεκατομμύρια της αραβικής σπατάλης. Τον Τελικό του Champions League, το 2020. Χαμένος. Στο γκολ. Πόνεσε. Πολύ.

Παράλληλα, όμως, αποτέλεσε και την μόνη προϋπόθεση της αναζήτησης για τον επόμενο εργοδότη. Έτσι κι αλλιώς, πάντα, γι’ αυτόν τον επόμενο δουλεύουμε όλοι. Η Παρί βοήθησε στην επιβεβαίωση της σμίλευσης των (πολλών) γωνιών που είχε η συνολική προσέγγιση του Τούχελ. Βοήθησε στο να… ξεχαρμανιάσει και να κερδίζει τίτλους. Βοήθησε στο να ξεκολλήσει την στάμπα του ακολούθου του Κλοπ και να τον βάλει, για τα καλά πλέον, στο επίπεδο της κορυφογραμμής.

Ακόμα και έτσι, το κρασί του στο κομμάτι που αφορούσε σ’ αυτόν απόλυτα, το αγωνιστικό, δεν το νέρωσε. Και πώς, δηλαδή, να το κάνει στο Παρίσι, έχοντας αλλά και μπορώντας να αποκτήσει ό,τι τραβούσε η ψυχή του; Κοντραρίστηκε, λοιπόν, με τον Αθλητικό Διευθυντή των Παριζιάνων, Λεονάρντο, τόσο για μεταγραφικά, όσο και για αμιγώς προπονητικά ζητήματα, με αποτέλεσμα, παραμονή των Χριστουγέννων του 2020, να ανακοινωθεί το διαζύγιο των δύο πλευρών.

Πολιτισμένο, φιλικό, συναινετικό -αφού ήταν σαφές πως ό,τι είχε να δώσει ο ένας στον άλλο, είχε γίνει- μα και αποδοτικό. Ο Γερμανός αποζημιώθηκε για το υπόλοιπο του συμβολαίου του (έτσι κι αλλιώς, ολοκληρωνόταν το καλοκαίρι του 2021), κάτι που ουσιαστικά του επέτρεψε να βγει αμέσως στην αγορά χωρίς περιορισμούς.

Η “Σιδηρά Κυρία” της Τσέλσι, το Νο2 των «Μπλε», ο άνθρωπος που διαφεντεύει τα πάντα εκεί, η Μαρίνα Γκρανοβσκάγια, τον ήξερε. Από το 2017, τον είχε καταχωρημένο στα κιτάπια της, έχοντας -τότε- περάσει από συνέντευξη και εντυπωσιάζοντας, μάλιστα, όχι μόνο για το ποδοσφαιρικό του όραμα, αλλά και την αψεγάδιαστη χρήση της αγγλικής.

Παρά ταύτα, η έρευνα αγοράς που έκανε η Ρωσίδα, ήταν άκρως ενδελεχής. Πριν καταλήξει, δεν άφησε πέτρα ασήκωτη στον ποδοσφαιρικό ντουνιά, ρωτώντας τα πάντα γύρω από τον δελφίνο του πάγκου του «Stamford Bridge». Τον προηγούμενο, άλλωστε, τον Φρανκ Λάμπαρντ, ήταν γνωστό πως δεν τον (πολυ)ήθελε, ενώ και η συνύπαρξή τους δεν ήταν η πλέον αρμονική. Περιθώρια, συνεπώς, δεν υπήρχαν, γι’ αυτό και ερευνήθηκαν άπαντες.

Ποδοσφαιριστές, παράγοντες, ατζέντηδες, οποιοσδήποτε είχε οποιαδήποτε επαγγελματική επαφή με τον Τούχελ, ρωτήθηκαν. Πέραν του ότι παιδί (επειδή του άρεσε η εκφορά του ονόματός της) δήλωνε οπαδός της Τότεναμ Χότσπερ (ακριβώς το όλο, οι δύο λέξεις μαζί ήταν αυτό που γούσταρε στην προφορά και οδήγησε στην -παιδική και μόνο- συμπάθεια προς τα «Σπιρούνια»), κάτι άλλο αρνητικό στη συστατική του επιστολή δεν καταγράφηκε.

Συνισταμένη όλων των απαντήσεων, ακόμα και αυτών από τους άσπονδους παλιούς του γνωστούς στην Ντόρτμουντ, ήταν πως άξια η Γκρανοβσκάγια θα προσλάμβανε έναν επαγγελματία, ο οποίος ζει για το ποδόσφαιρο. Κοιμάται και ξυπνάει γι’ αυτό. Και μόνο αυτό.

Το επιβεβαίωσε. Βοήθησαν και οι συνθήκες που επέβαλε η πανδημία. Αυτός και οι συνεργάτες του έμειναν σε ξενοδοχείο στο Σάρεϊ, ένα τσιγάρο δρόμο από το προπονητικό της Τσέλσι. Μπορεί υπερβολή, μπορεί ανέκδοτο, σίγουρα, όμως, ενδεικτικό της προσέγγισης η πληροφορία που τον ήθελε, πολλά βράδια, να πέφτει για ύπνο, φορώντας τα ρούχα της προπόνησης, μόνο και μόνο για να μην χάνει χρόνο το επόμενο πρωί.

Δεν μπορούσε να πάει πουθενά, δεν υπήρχαν εναλλακτικές, πειρασμοί ή αντιπερισπασμοί. Ούτε καν η οικογένειά του, αφού οι γυναίκες της ζωής του, η σύζυγος Σίσι και οι κόρες Έμα και Κιμ, είχαν μείνει στο Παρίσι (όπως και αυτές των συνεργατών του). Δεν είναι μύθος, ούτε υπερβολή. Τις είδε (όπως και τους γονείς του) για πρώτη φορά από την στιγμή που ανέλαβε (26 Ιανουαρίου), παραμονές του Τελικού του Champions League, στο Πόρτο (29 Μαΐου). Τέσσερεις μήνες.

Συζητήσιμο, βέβαια, εδώ αν το σημαντικό -για τον ίδιο, φυσικά- είναι το διάστημα της οικογενειακής απουσίας ή της παρουσίας σε Τελικό. Μετά την επικύρωση της πρόκρισης και τον αποκλεισμό της Ρεάλ στα ημιτελικά, περίμενε να φύγουν όλοι από το Stamford Bridge, συμφωνώντας, μάλιστα, να αναλάβει ο ίδιος να σβήσει και τα φώτα του γηπέδου, φεύγοντας. Πριν το κάνει, πήγε στη σέντρα και ξέσπασε, αλαλάζοντας.

Ακόμα και το ξέσπασμά του, ποδοσφαιρικό (θα) ήταν. Είπαμε, δεν πίνει. Δεν καπνίζει. Δηλώνει ατελής vegetarian, μιας και το μόνο που επιτρέπει ως ανταμοιβή στον εαυτό του (παράλληλα, αναγνωρίζοντας την αδυναμία του), ύστερα από σημαντικές νίκες, είναι -κοινώς- να σαβουριάσει ό,τι junk food τού κάνει κέφι εκείνη την στιγμή.

Παίζει τένις και, κατά γενική ομολογία, είναι καλός. Διαβάζει εγκληματολογία, έχει πάθος με την αρχιτεκτονική, την ιστορία και τις τεχνοτροπίες της, καταστάλαξε, με την πάροδο του χρόνου, στο ότι οι ενδυματολογικές του προτιμήσεις θα πρέπει να έχουν πάντα κάτι dark, δηλώνοντας εκλεπτυσμένος θαυμαστής της Γερμανικής… χιπ-χοπ, με το σημαντικότερο κριτήριο της επιλογής καλλιτέχνη -εξού και το εκλεπτυσμένος- να είναι οι στίχοι και όχι η μουσική, γι’ αυτό και οι αγαπημένοι του (αυτή την εποχή, τουλάχιστον) είναι οι Clueso, Blumentopf, Freundeskreis, Max Herre.

Η εβδομάδα πριν τον Τελικό ενδεικτική της ολοκλήρωσής του. Την τελευταία αγωνιστική της Premiership (ήττα από την Άστον Βίλα, στο Μπέρμιγχαμ), αντί για ορισμό προπόνησης και ξεκίνημα προετοιμασίας, ακολούθησε ρεπό μιάμισης ημέρας. Δεν είπε κουβέντα στους παίκτες του, μέχρι και τις τελευταίες προπονήσεις επί πορτογαλικού εδάφους.

Ναι, προφανώς δεν υπήρχε κάποια καρφίτσα να ξεθάψει από κάπου, για να τους κινητοποιήσει, ούτε και το επίπεδο ή το διακύβευμα ήταν ανάλογο, αλλά 30 παιχνίδια σε διάστημα 119 μερών παραήταν αρκετά, για να περάσει στ’ αποδυτήρια ό,τι και όσα ήθελε, ό,τι και όσα χρειάζονταν.

Ειδικά, μάλιστα, εφόσον τον βόλεψε, ψυχολογικά, πνευματικά, η λεζάντα του «αουτσάιντερ». Λεζάντα που είχε τόσο η ομάδα του κόντρα στη Σίτι, όσο και ο ίδιος κόντρα στον Πεπ. Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η κοινή αντίληψη, η επικρατούσα πεποίθηση.

Τα ενενήντα λεπτά του Τελικού, στο Dragão, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την προέκταση εκείνης της ιεροτελεστίας στο Schumann’ s και το Brenner. Πρακτικά πλέον. Η σκακιέρα στημένη, τα πιόνια στα χέρια τους, οι κινήσεις δεν αναλύονταν, αλλά εφαρμόζονταν, οι απαντήσεις (έπρεπε) να δίνονται άμεσα και όχι να εξηγούνται αναδρομικά.

Εκεί, όπως και σε εκείνα τα δύο βράδια πριν έξι χρόνια στο Μόναχο, δεν υπήρχε ούτε δάσκαλος, ούτε μαθητής. Δύο ισότιμοι φιλόσοφοι ξιφουλκούσαν, συζητούσαν σε αυτό το ενενηντάλεπτο τις ιδέες τους, παίζοντας όχι μόνο για το πιο πρεστιζάτο τρόπαιο του πλανήτη, αλλά για την μεταξύ τους διαλεκτική επικράτηση που ίσως και να μετρούσε περισσότερο γι’ αυτούς, λειτουργώντας σ’ ένα τελείως δικό τους πλαίσιο, δύσκολα (αν όχι και αδύνατον) ερμηνεύσιμο και αντιληπτό από τον κοινό ποδοσφαιρικό νου και ματιά.

Ο Τελικός κατακτήθηκε από τον Τούχελ. Δίκαια επιβράβευση μιας πορείας που πλέον μοιάζει πως ήταν νομοτελειακή η μαγιάτικη -για τώρα- κατάληξή της, αποτελώντας, παράλληλα, την απαρχή για το επόμενο επίπεδο, την επόμενη αναζήτηση.

Εκεί, κακά τα ψέματα, η ανατροφοδότηση που ο ένας παίρνει από τον άλλο, θα είναι κυρίαρχη. Το μεταξύ τους, λοιπόν, debate εννοείται πως δεν σταματά. Δεδομένα συνεχίζεται. Σε μπαρ, σε γήπεδα, στον ύπνο τους, στον ξύπνιο τους, στα ανικανοποίητα και μόνιμα σε εγρήγορση μυαλά τους.

Ευτυχείτε…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This