Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Βερόνα, κατακαλόκαιρο, απομεσήμερο Ιουνίου.

Παγκόσμιο Κύπελλο Ιταλίας, καύσωνας τυπικός για την εποχή, σαραντάρι να κατακαίει εξέδρα και χορτάρι, Γιουγκοσλαβία και Ισπανία διεκδικούν μια θέση στα προημιτελικά. Ξέπνοοι όλοι στο γήπεδο, αποκαμωμένοι, έχουν βγάλει δύο ώρες μπάλας σε αυτό το επίπεδο, σε αυτές τις συνθήκες, με αυτό το αντίτιμο.

Ανταμοιβή των Βαλκανίων το προβάδισμα, ανακούφιση (και) των Ιβήρων ότι επιτέλους αυτό το μαρτύριο τελείωνε. Αποκαμωμένοι σωματικά και πνευματικά, κάνουν, εκεί στα χασομέρια της παράτασης, τις τελευταίες τους προσπάθειες να πάρουν την μπάλα στα πόδια τους, μπας και μπορέσουν μια ακόμα επίθεση, προσπαθώντας για μια ισοφάριση που θα έστελνε την πρόκριση πλέον στα πέναλτι.

Ο Μίτσελ, ο προ…Ραούλ “Ραούλ” για τους Ισπανούς, ο μακράν του δεύτερου πιο αναγνωρίσιμος στα ’80s, ουσιαστικά προσωποποιώντας ποδοσφαιρικά εκείνη τη δεκαετία, κυνηγάει με ό,τι έχει και δεν έχει την μπάλα. Δεν βλέπει αντιπάλους, δεν βλέπει ποιος την κουμαντάρει, βλέπει μόνο την μπάλα. Καμία προσοχή, καμία μέριμνα για αποφυγή καταστάσεων και στιγμών που θα έμεναν στην αιωνιότητα, που θα τσαλάκωναν το θυμικό του.

Πριν λοιπόν την τελευταία πάσα του παιχνιδιού πάει με χίλια να την κλέψει. Δεν μπορεί να δει πως το επιδιώκει πηγαίνοντας στο «10» των «Plavi».

Πιθανώς να μην τον νοιάζει πως αυτό το «10» με δύο δικά του γκολ αφενός κρίνει την πρόκριση, αφετέρου έχει ήδη φροντίσει με δαύτα για το δικό του πέρασμα στη μυθολογία του αθλήματος.

Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Στο 120′, στον καύσωνα, κόντρα στην Ισπανία, κόντρα στον Μίτσελ, με ένα εισιτήριο για μια θέση στους «8» του κόσμου να περιμένει, στην κορυφαία ποδοσφαιρική στιγμή στην ιστορία της πατρίδας του, αυτό το «10» αποφεύγει τον Ισπανό -όχι όποιον-όποιον Ισπανό…- με «ποδιά», περνώντας την μπάλα κάτω από τα πόδια του και απλώς αφήνοντάς τον, με όση φόρα είχε, να τον προσπεράσει.

Στο 120′. Στον καύσωνα. Για την είσοδο στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Κόντρα στην Ισπανία. Κόντρα στον Μίτσελ. «Ποδιά».

«Ήταν απρόσεκτος. Και πώς να μην είναι εκείνη την στιγμή. Δεν σκέφτηκα κάτι. Το έκανα όπως το ένιωσα, με το συναίσθημα», η χρόνια μετά απάντηση του «δεκαριού» για εκείνη και μόνο την στιγμή. Προσοχή, σε παιχνίδι που ο ίδιος είχε κρίνει με δυο του γκολ.

Τα αριστουργήματα γεννιούνται από συναισθήματα. Και δαύτα ομορφαίνουν την τέχνη, η οποία, αν είναι όμορφη, τότε είναι και αιώνια.

Ο Ντράγκαν Στόικοβιτς ήταν αυτό το «10». Ένας ακόμα που συνέβαλε στη διαιώνιση της ποδοσφαιρικής μαγείας αυτού του αριθμού, του συλλογικά, διαχρονικά, καθηλωτικού κύματος προσδοκιών που προκαλεί μόνο και μόνο στην όψη του.

Αυτός που τότε στο Μπάρι γέννησε τέχνη. Με κάτι ανεπαίσθητο για εκείνη την στιγμή, κάτι μικρό βάσει των όσων είχε ήδη κάνει σε εκείνο το παιχνίδι, μα δεδομένου του πλαισίου πανέμορφο, αληθινό και αιώνιο. Τέχνη πραγματική. Και φυσικά, δεν ήταν η μόνη…

Το παρατσούκλι που έγινε όνομα

Δεν θα μπορούσε να είναι η μόνη. Στα 16 του μόλις, έχοντας κάνει όλες κι όλες τρεις προπονήσεις με την πρώτη ομάδα της Ραντνίτσκι, ντεμπούταρε ως επαγγελματίας. Χρειάστηκαν σκάρτα 100 λεπτά ποδοσφαίρου σε κορυφαίο επίπεδο για να χαρακτηριστεί από ένα κοινό όχι απλώς δύσκολο και απαιτητικό αλλά μαθημένο να ξεχωρίζει (από τα τόσα που έχει αντικρίσει στην πορεία των χρόνων) από την πρώτη κιόλας ματιά και μόνο την ποιότητα ως ποδοσφαιρική μεγαλοφυία.

Δεν του πήρε ούτε πέντε ώρες στο γήπεδο ώστε να κληθεί για πρώτη φορά στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας. Όλα κι όλα 425 λεπτά είχε στα πόδια του, όταν δέχτηκε την παρθενική κλήση για το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα, το οποίο τότε, και γενικά αλλά και ειδικότερα στη θέση του, ξεχείλιζε από ποιότητα.

Καλά-καλά τέσσερα χρόνια δεν έπαιξε στον Ερυθρό Αστέρα. Και όμως, είναι ένας από τους μόλις πέντε στην ιστορία του συλλόγου που έχουν αναγορευτεί «Zvezdina Zvezda», δηλαδή «Αστέρι του Αστέρα», μια διάκριση που αποδίδεται απολύτως επιλεκτικά στους κορυφαίους των κορυφαίων των 76 χρόνων ζωής του club (Ράικο Μίτιτς, Ντράγκοσλαβ Σεκουλάρατς, Ντράγκαν Τζάιτς και Βλάντιμιρ Πέτροβιτς οι άλλοι τέσσερεις).

Βασικό κριτήριο, σύμφωνα με το πλαίσιο της εν λόγω διάκρισης; Οι ποδοσφαιριστές να έχουν συμβάλει σε αυξημένη διεθνή, ου μην και παγκόσμια, αναγνωρισιμότητα του συλλόγου. Η «Zvezda» τη σημαντικότερη, πιο αναγνωρίσιμη στιγμή της ιστορίας της, την κατάκτηση δηλαδή του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1991, την πέτυχε χωρίς τον Στόικοβιτς (αντίπαλος ήταν…), ο οποίος στο Βελιγράδι όλα κι όλα κέρδισε δύο Πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο.

Φανταστείτε λοιπόν…

Τα πρώτα του κοντρόλ με μια μπάλα φτιαγμένη από κουρέλια από τη μητέρα του, την Ντεσάνκα, τα έκανε. Δεν είχε ποδοσφαιρικό background, πέραν της μεγάλης αγάπης που είχε για το άθλημα ο πατέρας του, Ντομπριβόγε, αλλά αυτό το τόπι από κουρέλια, θυμάται αμυδρά τριών χρόνων να το κλωτσάει, έγινε η απαρχή του δεσμού της ζωής του.

Ζωής και καριέρας που συνδυάστηκαν, ταυτίστηκαν με ένα παρατσούκλι που του δόθηκε από τότε από τα υπόλοιπα παιδιά με τα οποία μοιραζόταν το παιχνίδι στις αλάνες της γειτονιάς όπου μεγάλωσε στο Νις.

Η μόνη στιγμή λοιπόν που το αποχωριζόταν ήταν όταν, λίγο πριν το σούρουπο, στην τηλεόραση παιζόταν το αγαπημένο του (πιθανώς και μόνο στην Γιουγκοσλαβία τότε) καρτούν, το «Pixie and Dixie and Mr. Jinks», το οποίο και περιέγραφε τις σκανταλιές των δυο ποντικών, του Pixie και του Dixie, και την ευρηματικότητα με την οποία ξέφευγαν από τον γάτο Mr. Jinks.

Δεν κρατούσε πολύ, όλα και όλα επτά λεπτά ήταν το καθημερινό επεισόδιο, μα ήταν τα μόνα της μέρας όπου ο πιτσιρικάς Ντράγκαν άφηνε το παιχνίδι και φρόντιζε να είναι καθισμένος μπροστά στην τηλεόρασή του, χαζεύοντας κινούμενα σχέδια. Δεν χρειαζόταν να έχεις ρολόι. Αν δεν ήταν στον δρόμο παίζοντας μπάλα, τότε ήξερες πως ήταν το διάλειμμά του για την παιδική εκπομπή. Όταν τελείωνε, ξανά μπάλα στον δρόμο.

Γι’ αυτό λοιπόν, για τη μόνη παιδική συνήθεια που μπορούσε να αντιπαλέψει τη λατρεία του για το ποδόσφαιρο, τα υπόλοιπα πιτσιρίκια του κόλλησαν το «Pixie». Και του έμεινε για όλη του τη ζωή, τόσο ώστε πλέον θεωρείται, έγινε, είναι προέκταση, απολύτως χαρακτηριστική και ανάλογα αναγνωρίσιμη, του ονοματεπωνύμου του.

Η μεταγραφή στον Αστέρα

Πρωτομπήκε σε επαγγελματικά καλούπια στην ομάδα της γενέτειράς του. Στη Ραντνίτσκι έμεινε ως τα 21, μάλλον αργά δεδομένου του ταλέντου που επεδείκνυε για μια πενταετία και τον είχε φέρει μεταξύ άλλων και Χάλκινο Ολυμπιονίκη των Αγώνων του Λος Άντζελες το 1984. Αναμενόμενα πολύφερνος, όταν πλέον ήρθε η ώρα να πάρει την προαγωγή, διεκδικήθηκε απ’ όλους τους “μεγάλους” του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου.

Οι δύο σέρβικες, Ερυθρός Αστέρας και Παρτιζάν, και οι δύο κροατικές, Ντιναμό Ζάγκρεμπ και Χάιντουκ, ήταν στο κατόπι του, περιμένοντας την απόκριση του καθεστώτος (καταλυτική πάντα η προτίμηση της κρατικής διοίκησης, καταλυτικότερες οι προσβάσεις της κάθε ομάδας σε αυτήν) για το ποια τελικά θα χαιρόταν τον «Pixie». Ο ίδιος, παραδόξως, προτιμούσε τη (βοσνιακή) Σαράγεβο.

Πρωταθλήτρια το ’85, το ψηστήρι των διεθνών της ήταν αποτελεσματικό, όπως και το ταξίδι του Προέδρου της, Σβέτοζαρ Βούγιοβιτς, στο Βελιγράδι, προκειμένου να τον πείσει. Το έκανε, αλλά τότε δεν ήταν αρκετό, δεν έφτανε, αφού ο παίκτης, ο όποιος παίκτης, πόσο μάλλον το μεγαλύτερο ταλέντο της χώρας εκείνη την στιγμή, δεν είχε ούτε κρίση ούτε του επιτρεπόταν να αποφασίσει και να επηρεάσει.

Το μέλλον του κρίθηκε σε μια ψηφοφορία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ραντνίτσκι. Παρουσία του Ντράζεν Μάρκοβιτς, κρατικού επιτετραμμένου στο ΔΣ του Ερυθρού Αστέρα, ο οποίος ήταν εκεί για να εξασφαλίσει την ευνοϊκή για την «Zvezda» έκβαση της ψηφοφορίας. Το πέτυχε, αφού την ισοψηφία ύστερα από τις 12 πρώτες ψήφους έλυσε η απόφαση του Προέδρου, Πέταρ Σέρατλιτς.

Είχε ψηφίσει, ωστόσο το τελευταίο μέλος του συμβουλίου που καλούταν με τη σειρά του να το κάνει αποχώρησε, βρίζοντας για τον τρόπο με τον οποίον γινόταν η διαδικασία και προτρέποντας τους υπολοίπους, πριν φύγει από την αίθουσα όπου πραγματοποιούταν η ψηφοφορία, να «βάλουν ό,τι ήθελαν» ως ψήφο του. Ο Σέρατλιτς λοιπόν έβαλε Αστέρα. 7-6. Κατοχυρώθηκε.

Δεν είχε όμως τελειώσει η μεταγραφή, αφού στο τότε καθεστώς και τον μηχανισμό πάντα ελλόχευε ο κίνδυνος κάποιος ανταγωνιστής να βρει, να αποκτήσει αποτελεσματικότερο “δόντι”.

Έτσι, ο Στόικοβιτς μεταφέρθηκε από τον Μάρκοβιτς σ’ ένα ξενοδοχείο στο Βελιγράδι, όπου και κλειδώθηκε σ’ ένα δωμάτιο, χωρίς καμία επαφή και επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Πέρασε τρεις μέρες έγκλειστος και σε απόλυτη απομόνωση, μέχρι τα διαδικαστικά να ολοκληρωθούν, και κυριολεκτικά στην εκπνοή της προθεσμίας της μεταγραφικής περιόδου, με τον Αστέρα να καταθέτει στην Ομοσπονδία τα έγγραφα πέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, έχοντας νωρίτερα δανειστεί(!) από το τμήμα μπάσκετ του συλλόγου τα συμφωνηθέντα για την αγορά του από τη Ραντίτσκι 50.000 δολάρια, έγινε η μεταγραφή και μπόρεσε ν’ αφήσει το δωμάτιο του ξενοδοχείου και να πάει στα γραφεία της «Zvezda».

Εκεί, βίωσε το κοντράστ, αφού από την απομόνωση είδε χιλιάδες συγκεντρωμένους οπαδούς του Αστέρα να τον περιμένουν, έχοντας στρώσει κόκκινο χαλί στην είσοδο του κτηρίου και ραντίζοντάς τον με αναρίθμητα ομόχρωμα τριαντάφυλλα.

«Ήταν τρελό. Έβλεπα κόσμο παντού και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τον δρόμο από τα τριαντάφυλλα. Δεν είχε γίνει πότε κάτι τέτοιο στη Γιουγκοσλαβία και ούτε και έγινε ξανά»…

Η ομίχλη και η παρηγοριά του Ράικαρντ

O Αστέρας φαινόταν πως έρχεται. Όχι σε ένα άκρως απαιτητικό εγχώριο ποδοσφαιρικό τοπίο αλλά στο διεθνές στερέωμα. Ένας και ένας να στελεχώνουν το ρόστερ του, αποτελούσε κακό, κάκιστο μπελά για όποιον τον έβρισκε στο διάβα του. Στην πρώτη σεζόν του Στόικοβιτς, η Ρεάλ τα χρειάστηκε για ν’ αποκλείσει την «Zvezda» στα προημιτελικά του Πρωταθλητριών.

Τόσο μεγάλη ήταν η πίστη, ήδη, για τις δυνατότητες της ομάδας, ώστε πολλά ακόμη λέγονται και γράφονται για την χαλαρότητα με την οποία -φάνηκε πως- αντιμετωπίστηκε από τους παίκτες του Αστέρα η ρεβάνς του Bernabéu. εκεί η «Βασίλισσα» βρήκε το 2-0 που χρειαζόταν μετά την ήττα της με 4-2 στο Maracanã και πήρε την πρόκριση.

Δύο χρόνια αργότερα, η επιστροφή του Αστέρα στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση τον έφερε αντιμέτωπο στον δεύτερο γύρο της με τη Μίλαν. Τη Μίλαν του Αρίγκο Σάκι, τη Μίλαν των Ολλανδών. Ολάκερη την άμυνά της, προεξάρχοντος του Φράνκο Μπαρέζι, είχε “χορέψει” ο Στόικοβιτς, σκοράροντας στο πρώτο ματς στο San Siro.

Στη ρεβάνς του Βελιγραδίου το 1-1 δεν ήταν ο μόνος σύμμαχος των Πρωταθλητών Γιουγκοσλαβίας. Πάλι με τον «Pixie» σκόρερ ο Αστέρας προηγήθηκε, προτού στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου οι «Rossoneri» μείνουν με 10 στο γήπεδο λόγω αποβολής του Βίρντις.

Η Μίλαν ήταν στα σχοινιά. Δεν γλύτωνε. Χρειαζόταν ένα θαύμα, μια θεϊκή παρέμβαση. Η ευχή των Μιλανέζων πραγματοποιήθηκε. Η ομίχλη καταπλάκωσε μέσα σε λίγα λεπτά τα πάντα. Δεν φαινόταν τίποτα από οπουδήποτε και έτσι ο διαιτητής Ντίτερ Πάουλι διέκοψε το παιχνίδι στο 55′.

Το σκορ και τα δεδομένα δεν διατηρούνταν. Όποτε γινόταν ξανά το παιχνίδι, θα ξεκινούσε εξ αρχής.

Οι «Rossoneri» πρότειναν τότε η σέντρα να γινόταν την επόμενη μέρα. Υπερτερούσαν σε επίπεδο δυνάμεων, σε επίπεδο προετοιμασίας, το ήθελαν, τους βόλευε.

«Ήταν τέρατα της φύσης, είχαν το πλεονέκτημα. Δεν έπρεπε να το δεχτούμε ποτέ. Ο Ντέκι (σ.σ. Σαβίτσεβιτς) υπηρετούσε τη θητεία του, οι υπόλοιποι δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τέτοιους ρυθμούς. Κάναμε μεγάλο λάθος που συμφωνήσαμε να παίξουμε την επόμενη μέρα», θυμάται ο Στόικοβιτς.

Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας. Και αυτό, παρότι ο ίδιος και ο Αστέρας το πήγαν στο όριο. Η Μίλαν προηγήθηκε νωρίς με γκολ του Φαν Μπάστεν και πάλι ο «Pixie» βρήκε δίχτυα, ισοφαρίζοντας και στέλνοντας τελικά (παρά την είσοδο του τραυματία την προηγούμενη μέρα, Γκούλιτ, στο παιχνίδι) την πρόκριση στα πέναλτι, όπου και τελικά οι «Rossoneri» επικράτησαν με 4-2.

Έτσι, χάρη στην ομίχλη, χάρη στη θεία παρέμβαση, ξεπέρασαν τον απαιτητικότερο σκόπελο της διετίας που τους έφερε διαδοχικά δύο φορές στην κορυφή της Ευρώπης, αποτελώντας την απαρχή της κατάκτησης 10 τίτλων σε εννέα χρονιά, μιας διαδικασίας, μιας εποχής που κατέστησαν εκείνη τη Μίλαν ως μια από τις καλύτερες και πλέον ρηξικέλευθες ομάδες της ιστορίας.

Ούτε που μπορούσε να το φανταστεί τότε ούτε που, ακόμα και αν το έκανε, θα γλύκαινε κάπως τον καημό του Στόικοβιτς. Η σκήνη με τον ίδιο ξαπλωμένο στο χορτάρι να κλαίει γοερά για τον αποκλεισμό, έχει μείνει χαραγμένη και στους οπαδούς του Αστέρα αλλά και τον ίδιο. Για έναν άλλον όμως λόγο.

«Ήρθε ο Ράικαρντ να με παρηγορήσει, να με σηκώσει. Μου είπε να σκουπίσω τα μάτια μου, να σηκωθώ και να ηρεμήσω και πως θα γινόμουν μεγάλος και θα κέρδιζα πολλά περισσότερα στην καριέρα μου. Καλύτερα, καταλληλότερα λόγια για μια από τις χειρότερες ήττες που έζησα ποτέ, δεν μπορούσα να περιμένω».

Τα πέναλτι, vol I

Τον πόλεμο που -επίσης- ερχόταν τον βίωσε στην απαρχή του στο γήπεδο. Πρώτα στο περίφημο Ντιναμό Ζάγκρεμπ-Ερυθρός Αστέρας και την θρυλική κλωτσιά του Ζβόνιμιρ Μπόμπαν στον αστυνομικό, στις 13 Μαΐου 1990. Αμέσως μετά την επιστροφή της «Zvezda» στο Βελιγράδι, ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία του Κροάτη. Δεν την προκάλεσε, προέκυψε όμως, με τον «Ζβόνε» να αποκλείεται από την αποστολή των «Orlovi» για το επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας.

Τελευταίο φιλικό της Γιουγκοσλαβίας πριν από αυτό δόθηκε αρχές Ιουνίου ξανά στον τόπο του… πρότερου εγκλήματος. Στο Ζάγκρεμπ δηλαδή, κόντρα στην Ολλανδία. Στις εξέδρες βρίσκονταν περίπου 30.000 Κροάτες. Το Maksimir γέμισε από σημαίες της Ολλανδίας, το κοινό αποδοκίμαζε συνεχώς από τον Εθνικό ύμνο της Γιουγκοσλαβίας μέχρι κάθε Σέρβο στην καταγωγή διεθνή σε κάθε του ενέργεια, χωρίς από το… ρεπερτόριο και στόχαστρό του να γλυτώσει ούτε ο (Βόσνιος) εκλέκτορας, Ίβιτσα Όσιμ.

Τέτοια, παράλληλα, η αποθέωση των «Oranje», ώστε ο τότε Ομοσπονδιακός τους τεχνικός, ο Λίο Μπενάκερ, αναρωτήθηκε μετά το τέλος του παιχνιδιού πώς το Ζάγκρεμπ έχει τόσους υποστηρικτές της Ολλανδίας. Ο Στόικοβιτς στην ίδια συνέντευξη Τύπου τού εξήγησε.

Σε αυτό το περιβάλλον, σε αυτό το πλαίσιο, πήγε η Γιουγκοσλαβία να παίξει στα τελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Με τον «Pixie» ηγέτη της και τον Όσιμ να του έχει δώσει την μπαγκέτα.

Όπου ακόμη σταθεί και βρεθεί ο Στόικοβιτς, παραδέχεται πως ο «Švabo» (ο «Γερμανός» στα σλαβικά, παρατσούκλι που είχε δοθεί στον Όσιμ λόγω της καταγωγής του πατέρα του, Γερμανοσλοβένος γαρ) είναι ο πλέον επιδραστικός προπονητής που είχε ποτέ στην καριέρα του, όσον αφορά στην εν γένει φιλοσοφία που ανέπτυξε για το άθλημα.

Στην Ιταλία οι «Plavi» προκρίθηκαν μάλλον άνετα, δεύτεροι από τον όμιλο τους, και αυτό παρότι διαλύθηκαν στην πρεμιέρα από τη Δυτική Γερμανία (1-4).

Το ρόδι ο «Pixie» στη διοργάνωση το έσπασε σε εκείνο το παιχνίδι με την Ισπανία στους «16». Με δύο ασύλληπτα γκολ.

Το πρώτο στο 78′, όταν με τρεις επαφές, όλες με το δεξί, κοντρόλαρε την μπάλα ύστερα από κεφαλιά του Κατάνετς, αποφεύγοντας μεμιάς τον Βάθκεθ, προτού την φέρει όπως ήθελε μπροστά του και με γλυκό συρτό πλασέ την στείλει στη γωνιά του Θουμπιθαρέτα.

Το δεύτερο στο ξεκίνημα της παράτασης (οι Ισπανοί είχαν ισοφαρίσει), με άπιαστη εκτέλεση φάουλ, με την οποία η μπάλα ίσα που σηκώθηκε από το έδαφος, χωρίς να περάσει επάνω αλλά δίπλα από το τείχος, και κατέληξε στο πλαϊνό δίχτυ της δεξιάς γωνιάς του Ισπανού τερματοφύλακα.

Στα προημιτελικά περίμενε η Παγκόσμια Πρωταθλήτρια. Ένα συναξάρι γήινων, με θεία καθοδήγηση. Οι «Plavi» όμως δεν έβλεπαν τίποτα. Ούτε καν τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Ακόμα και μένοντας νωρίς στο παιχνίδι με 10 εξαιτίας της αποβολής του Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς, ήταν καλύτεροι, έχοντας αυτοί τις ευκαιρίες για να το πάρουν και να προκριθούν. Τελικά, το πήγαν στα πέναλτι.

Πρώτος που ανέλαβε να εκτελέσει ήταν ο Στόικοβιτς. Αστόχησε, στέλνοντας την μπάλα στο δοκάρι. «Θα μπορούσα να κλείσω τα μάτια και να σουτάρω. Δεν το ήθελα. Έπρεπε να σιγουρέψω πως ο τερματοφύλακας δεν θα έκανε τίποτα. Περίμενα μέχρι την τελευταία στιγμή να δω πού θα πήγαινε και τότε γύρισα το πόδι μου για να στείλω την μπάλα στην άλλη γωνιά. Πήγε στο δοκάρι».

Δεν ήταν η δική του αστοχία η καθοριστική. Ακόμα και “Αυτός”, ο «Ντιεγκίτο», δεν βρήκε δίχτυα σ’ εκείνη τη διαδικασία. Τα δύο τελευταία όμως πέναλτι των Γιουγκοσλάβων τα έβγαλε ο Γκοϊκοετσέα, στην στιγμή της δικής του καριέρας, στέλνοντας την Αργεντινή στους «4» και στον ημιτελικό με την Βραζιλία.

«Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να κερδίσουμε το τρόπαιο κόντρα στη Γερμανία. Είμαι όμως πεπεισμένος πως στο 11vs11 θα κερδίζαμε την Αργεντινή και πως είχαμε τουλάχιστον ισάξια ομάδα με την Βραζιλία».

Ο Ταπί και… τα πέναλτι, vol II

Έπαιξε σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο γνωρίζοντας πως δεν θα συνέχιζε στον Ερυθρό Αστέρα, αφού η μεταγραφή του ήταν πρακτικά συμφωνημένη από τον περασμένο χειμώνα. Όλη η Ευρώπη τον διεκδικούσε, αυτός όμως δελεάστηκε από την επιμονή του Μπερνάρ Ταπί, ο οποίος έφτασε στο σπίτι του για να τον πείσει, αλλά και φυσικά από τη δυναμική με την οποία ο εκκεντρικός ιδιοκτήτης της Μαρσέιγ φρόντιζε να… αγοράζει και να θησαυρίζει στο «Vélodrome».

Έναντι λοιπόν 8 εκατ. δολαρίων, ποσό ρεκόρ για εκείνη την εποχή, ο «Pixie» προστέθηκε στο περιδέραιο των Φωκαών, οι οποίοι ήταν χτισμένοι, δομημένοι αποκλειστικά και μόνο για να κυριαρχήσουν όχι μόνο εντός των γαλλικών συνόρων αλλά και διεθνώς. Η Μίλαν δεν τον είχε ξεχάσει, προσπάθησε να τον “κλέψει”, με τον Αντριάνο Γκαλιάνι, λίγο μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας, να κινεί γη και ουρανό, σε Βελιγράδι, Μασσαλία, Αστέρα και Μαρσέιγ προκειμένου να μπορέσει να ακυρώσει το deal και να πάρει τον «Pixie» στο Μιλάνο, αλλά μάταια.

Από την άλλη, ούτε και ο Στόικοβιτς μπόρεσε να εκπληρώσει τις προσδοκίες στη Μασσαλία. Η θητεία του εκεί ξοδεύτηκε μεταξύ νοσοκομείου, φυσικοθεραπευτηρίου και αναρρωτηρίου. Οι τραυματισμοί τον τσάκισαν, δεν τον άφησαν σε ησυχία.

Η Μαρσέιγ όμως αυτό για το οποίο ήταν προορισμένη το πέτυχε, φτάνοντας στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Πάλι στην Ιταλία, στο Μπάρι αυτή τη φορά, μα το κυριότερο, κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα. Τον δικό του Αστέρα.

Τότε ήταν υγιής. Ήθελε να παίξει. Ο τεχνικός της Μαρσέιγ όμως, ο Ραϊμόν Γκέταλς, τον κράτησε στον πάγκο. Μέχρι και σήμερα ο «Pixie» αφενός θεωρεί πως ήταν μια διοικητικά εκπορευόμενη απόφαση/επιλογή, αφετέρου εκτιμάει πως ήταν απόλυτα λανθασμένη. Όχι για συναισθηματικούς λόγους αλλά για αμιγώς αγωνιστικούς.

«Αν υπήρχε ένας που ήξερε τον Αστέρα απ’ έξω και ανακατωτά, αυτός ήμουν εγώ. Και όμως μπήκα στο γήπεδο στα τελευταία οκτώ λεπτά της παράτασης».

Με τον τελικό να πηγαίνει -για ακόμα μια φορά στην καριέρα του- στα πέναλτι, ο Γκέταλς τού ζήτησε να αναλάβει να εκτελέσει το πρώτο. Τον σκυλόβρισε και το αρνήθηκε. «Τράβα να χτυπήσεις εσύ τώρα», συλλαμβάνεται από τον φακό να του λέει ο Στόικοβιτς. «Ήμουν πολύ φορτισμένος. Και γιατί δεν είχα παίξει αλλά και γιατί σ’ εκείνο το σημείο δεν μπορούσα να διανοηθώ πως θα εκτελούσα πέναλτι κόντρα στον Αστέρα. Αν είχα ξεκινήσει, αν είχα πάρει ώρα στο παιχνίδι, τότε νομίζω πως δεν θα είχα πρόβλημα. Αλλά τότε, έτσι, μου ήταν αδύνατον».

Δεν εκτέλεσε. Λάθος του. Το παραδέχτηκε, το παραδέχεται έκτοτε συνεχώς, σε κάθε αναφορά του περιστατικού, αποδίδοντάς το στον συναισθηματισμό, στην ένταση της στιγμής.

Η Μαρσέιγ ηττήθηκε. Ο Αστέρας, ο δικός του Αστέρας, κατέκτησε το τρόπαιο, ολοκληρώνοντας μια πορεία που είχε ξεκινήσει με τον ίδιο στο επίκεντρο αλλά πλέον χωρίς αυτόν. Τότε ήταν αντίκρυ, απέναντι, χαμένος, ηττημένος αντίπαλος.

Ή μήπως όχι;

Η Μαρσέιγ, δύο χρόνια αργότερα και ενώ ο ίδιος είχε επιστρέψει ύστερα από έναν δανεισμό στη Βερόνα, όπου παραχωρήθηκε για να βρει πατήματα και ρυθμό (δεν έγινε ποτέ), την «κούπα με τα μεγάλα αφτιά» την πήρε. Τυπικά και ο ίδιος στο ρόστερ της βρισκόταν. Χωρίς όμως να τον αφήσουν τα προβλήματα υγείας να πατήσει σ’ εκείνη τη σεζόν (1992-1993) ούτε δευτερόλεπτο στο χορτάρι…

Η Ιαπωνία, ο Βενγκέρ και η προπονητική

Έμεινε μια χρονιά ακόμα στη Μαρσέιγ, μα ήταν σαφές πως και πολύ είχε κρατήσει. Και η συνύπαρξη με τους Φωκαείς και γενικά το νταραβέρι του με το ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Έτσι, όταν ήρθε, καλοκαίρι του ’94, η πρόταση από την άγραφη στον ποδοσφαιρικό χάρτη Ιαπωνία και τη Ναγκόγια, δεν είχε κάτι να χάσει.

Δελεάστηκε από την εκεί παρουσία του Γκάρι Λίνεκερ, αλλά και του (άσημου ακόμη προπονητή) Αρσέν Βενγκέρ, ο οποίος έγινε, στον χρόνο όπου συνεργάστηκαν στην Ιαπωνία, ο δεύτερος μετά τον Όσιμ προπονητής που διαμόρφωσε τις βάσεις για την προπονητική του φιλοσοφία.

Πήγε για λίγο, έμεινε επτά χρόνια, μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του. Συνέβαλε κομβικά στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου στην Ιαπωνία, στον εκμοντερνισμό του, στην προσαρμογή στις σύγχρονες νόρμες του αθλήματος. Λατρεύτηκε από τους πάντες, ταυτίστηκε ουσιαστικά με το εκεί ποδόσφαιρο. Κάτι που ενίσχυσε και με την προπονητική του καριέρα, την οποία και ξεκίνησε πάλι στην Ιαπωνία, πάλι στη Ναγκόγια, επτά χρόνια μετά την αποχώρησή του από τα γήπεδα.

Είχε μεσολαβήσει, αμέσως μετά την ποδοσφαιρική του συνταξιοδότηση, μια τετραετία στον Προεδρικό θώκο της Ομοσπονδίας της Σερβίας και μετέπειτα δύο χρόνια ως Πρόεδρος του Ερυθρού Αστέρα. Τα ισάριθμα Νταμπλ δεν άμβλυναν την ένταση που είχαν δημιουργήσει οι πολλές οφειλές του προηγούμενου διοικητικού καθεστώτος. Ό,τι και αν προσπάθησε να κάνει, συνάντησε αντιδράσεις και έτσι, για να βρει -και πάλι- την υγειά του, έφυγε για τον τόπο όπου ήταν απόλυτα σεβαστός.

Στο μεταξύ είχε ολοκληρώσει την προπονητική του μαθητεία, παίρνοντας όλα τα προβλεπόμενα και απαραίτητα διπλώματα. Η εργασία της διατριβής του ακόμη διδάσκεται στις σχολές της UEFA ως πρότυπο εργασίας από πρώην ποδοσφαιριστή, έχοντας μέντορά του και ουσιαστικό αρωγό (αφού την έκανε, παρακολουθώντας από κοντά και για μεγάλο διάστημα τις προπονήσεις της Άρσεναλ) τον Αρσέν Βενγκέρ.

Άλλα πέντε χρόνια πέρασε στον πάγκο της Ναγκόγια. Κέρδισε το μοναδικό Πρωτάθλημα της ιστορίας της (και μοναδικό του ως προπονητής) και, παρότι ο Πρόεδρος της Toyota, ιδιοκτήτης ουσιαστικά και βασικός χορηγός του club, αθέτησε την υπόσχεση που του είχε δώσει, πως δηλαδή θα ονομάτιζε «Ντράγκαν Στόικοβιτς» το νέο γήπεδο που χτιζόταν για την ομάδα, δεν στερήθηκε αναγνώριση.

Έναν χρόνο πριν φύγει για την Κίνα (2015), αναλαμβάνοντας την Γκουανγκζού, του προσφέρθηκε η υψηλότερη διάκριση που έχει δοθεί σε μη Ιάπωνα αθλητή και σπανιότατη έτσι κι αλλιώς για οποιονδήποτε ξένο πολίτη που ζει και δραστηριοποιείται στην χώρα, αφού αναγορεύτηκε μέλος της Αυτοκρατορικής Τάξης του Ανατέλλοντος Ηλίου.

Ανήμερα των γενεθλίων του το 2021, παππούς ήδη στο πρώτο του εγγόνι (περιμένει από στιγμή σε στιγμή άλλα δύο, αφού και οι δυο του κόρες, η Άντρεα και η Άνια, είναι ετοιμόγεννες. έχει και έναν γιο με την εδώ και τρεις δεκαετίες σύντροφό του, Σνετσιάνα), ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των συμπατριωτών του, αναλαμβάνοντας την καθοδήγηση της Εθνικής Σερβίας.

Μαράζι το ‘χε το εθνόσημο. Αναλογίζεται ακόμη το “what if” από τον αποκλεισμό της Σερβίας από τις διεθνείς διοργανώσεις που του στέρησε τρεις στη σειρά (Euro 1992, Παγκόσμιο Κύπελλο 1994, Euro 1996), γι’ αυτό και, όταν οι «Plavi» επανήλθαν, συνέχισε μέχρι και τα ύστερα ποδοσφαιρικά του χρόνια, συμμετέχοντας σε δύο ακόμα (Παγκόσμιο Κύπελλο 1998, Euro 2000).

Μαράζι το ‘χει το εθνόσημο. Σε μια ντουζίνα παιχνίδια με τον ίδιο εκλέκτορα, οι «Orlovi» έχουν κερδίσει τα οκτώ, παίζοντας με τρόπο που αντανακλά στα όσα ο ίδιος έκανε ως ποδοσφαιριστής. Φουλ επιθετικά, με τους πλέον τεχνικά καταρτισμένους, ανεξαρτήτως θέσης, να είναι αυτοί που έχουν και προβάδισμα στα μάτια και τις επιλογές του.

Η τελευταία νίκη των Σέρβων, το φθινοπωρινό τους διπλό στην Πορτογαλία με το νικητήριο γκολ του Μίτροβιτς στις καθυστερήσεις, ήταν αυτή που τους έφερε στα τελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του Κατάρ και εκείνον -ξανά- σε βάθρο ασυνήθιστο μεν για πατριώτες του (και όχι μόνο) προπονητές αλλά για τον ίδιο μια ακόμα μέρα στη δουλειά, ένα déjà vu που η μοίρα τού προσφέρει και έξω πλέον από τις τέσσερεις γραμμές του γηπέδου.

«Θα ήμασταν καταραμένοι, αν δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε και να εκτιμήσουμε το πραγματικό μεγαλείο», είχε πει για δαύτον πριν χρόνια ο συνοδοιπόρος αλλά και μεγάλος του αντίζηλος, ο Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς.

Κακά τα ψέματα, με όσα έκανε στο γήπεδο ο Ντράγκαν Στόικοβιτς δεν επέτρεψε να διακινδυνεύσει με αφορισμό. Ίσα-ίσα που κοινώνησε θύμησες και συναισθήματα σε όσους τον είδαν, τον έζησαν, τον ένιωσαν.

Ακόμα και στον Μίτσελ…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This