Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

«Gesamtkunstwerk».

Υπάρχουν λέξεις, έννοιες, ρόλοι, συναισθήματα, όροι που σε κάθε γλώσσα διαχέονται σε μία -τόσο βαθιά ριζωμένη με τον εκάστοτε λαό- ιδιαίτερη συνείδηση, που κανείς άλλος έξω από αυτούς δεν μπορεί να κατανοήσει.

Για το «Gesamtkunstwerk» δεν μπορεί να δοθεί ακριβής μετάφραση. Δεν είναι μία απλή λέξη αλλά περισσότερο μία περιγραφή που τοποθετήθηκε στο γερμανικό λεξικό, προσπαθώντας να αιτιολογήσει λεκτικά ένα πεδίο της πιο αγαπημένης από τις αισθήσεις αυτού του λαού, την ομαδικότητα.

Στην προκειμένη περίπτωση, μέσω αυτού προσδίδεται μία ολότητα στο «συνολικό έργο της τέχνης». Ουσιαστικά περιγράφεται ένα έργο τέχνης, σχέδιο ή δημιουργική διαδικασία, με διαφορετικές μορφές να συνδυάζονται για να δημιουργήσουν ένα ενιαίο συνεκτικό σύνολο.

Η ιδέα του όρου ανήκει στον θρυλικό συνθέτη, Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος προσπάθησε κατά τον 19ο αιώνα να μιλήσει για το «τέλειο έργο τέχνης του μέλλοντος» και για το ότι «καμία πλούσια σχολή ξεχωριστών τεχνών δεν θα παραμείνει αχρησιμοποίητη στο “Gesamtkunstwerk of the Future”».

Το κίνημα επιβιώνει κυρίως χάρη στην αλληλοσυμπλήρωση και την επιρροή των τεχνών. Αυτές συχνά ευθυγραμμίζονται με τις ευρύτερες αξίες και πεποιθήσεις των καλλιτεχνικών κινημάτων και έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια πιο δίκαιη και -τελικά- ουτοπική κοινωνία. Όπως ακριβώς την οραματίστηκε στην ποδοσφαιρική εκδοχή της ο Γιούργκεν Κλοπ.

Συναισθηματικός γλωσσοδέτης

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, πέραν των βαθιά ενημερωμένων ανθρώπων της τέχνης, κανείς δεν γνώριζε τη σημασία της λέξης. Στην πρώτη συνέντευξή του όμως τον Οκτώβρη του 2015, με το που ανέλαβε τη Λίβερπουλ, ήταν το βασικό στο οποίο αναφέρθηκε. Οι δημοσιογράφοι άρχισαν να αναρωτιούνται για το μπέρδεμα που τους είχε απαγγείλει με βαριά προφορά, αλλά εκείνος τους άφησε να το ψάξουν μόνοι τους. Για την ακρίβεια, τους είπε ότι θα έβλεπαν στο γήπεδο τι ακριβώς σήμαινε αυτός ο διόλου εύηχος, μακρόσυρτος γλωσσοδέτης.

Στη δική του ερμηνεία στο χορτάρι, ο Κλοπ θεωρούσε ανέκαθεν πως το παιχνίδι όφειλε να παιχτεί με την απλούστερή του έννοια και αυτό είναι που τον κατέστησε έναν τόσο ενσυναισθητικό προπονητή. Πιστεύει σε μία ατμόσφαιρα στην οποία όλοι μπορούν να νιώθουν σημαντικοί, σεβαστοί και απαραίτητοι. Όπως δηλαδή πρέπει να είναι η ζωή στην πιο γενική της έννοια.

Κάπως έτσι έσπευσε λίγο καιρό αργότερα να δώσει μία μικρή εξήγηση του τι είναι το «Gesamtkunstwerk». Το όρισε ως «ένα εξαιρετικά εύφλεκτο παρασκεύασμα, το οποίο αποτελείται από συναρπαστικό επιθετικό ποδόσφαιρο, έναν ιδιαίτερο δεσμό στα αποδυτήρια και οπαδούς που ουρλιάζουν με την καρδιά τους». Ό,τι δηλαδή έστησε στη Μάιντς, τη Ντόρτμουντ και το Anfield.

Δημιουργεί δεσμούς με τους παίκτες του, συνδέεται βαθιά με το επιτελείο του και, το πιο σημαντικό, έχει απήχηση στους οπαδούς.

Το πρώτο του Σαββατοκύριακο στο Λίβερπουλ το πέρασε σε μια τοπική παμπ, ποζάροντας για φωτογραφίες και αλληλοεπιδρώντας με τον λαό. Λίγο αργότερα πήρε θέση στο ζήτημα της τιμής των εισιτηρίων που προέκυψε 2016 και το έκανε πρόβλημά του, όταν οι οπαδοί αποχώρησαν στο 77ο λεπτό ενός αγώνα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόφαση να αυξηθούν οι τιμές των εισιτηρίων. Έγινε ένα κουβάρι με τους φιλάθλους στο Κίεβο και τραγούδησε μαζί τους παρά την ήττα.

Συναισθηματική νοημοσύνη

Η έννοια της ενσυναίσθησης περιγράφει ουσιαστικά, σύμφωνα με τη σύγχρονη νευροψυχολογία, την αινιγματική ικανότητά μας να μοιραζόμαστε από κοινού και να βιώνουμε σε πρώτο πρόσωπο τα συναισθήματα ενός τρίτου προσώπου.

Όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, έτσι και το να έχει κάποιος ενσυναίσθηση έχει θετικά και αρνητικά. Αυτοί οι άνθρωποι είναι βαθιά ενστικτώδεις και έχουν την ικανότητα να επηρεάζουν τη διάθεση και την ενέργεια όσων βρίσκονται κοντά τους. Ταυτόχρονα είναι καλοί ακροατές και ξέρουν τι σημαίνει συμπόνοια. Το γεγονός βέβαια ότι είναι τόσο ευαίσθητοι καμιά φορά τους δυσκολεύει στο να ξεχωρίσουν την ενέργεια των άλλων από τη δική τους και θα πρέπει να φροντίζουν τον εαυτό τους. Και όχι μόνο να ενδιαφέρονται για τους άλλους.

Κάπως, με κάποιον τρόπο λοιπόν, ο Γερμανός τεχνικός έχει κατορθώσει να βρει την ισορροπία μέσα σε αυτό το δαιδαλώδες πλέγμα. Πέραν της ενσυναίσθησης, από παιδί είχε αναπτύξει μία συναισθηματική νοημοσύνη που του επέτρεπε να κατανοήσει με ειλικρίνεια τον κόσμο γύρω του. Το να μπορείς να είσαι ανοικτός με τον εαυτό σου κοιτάζοντάς τον στον καθρέφτη είναι πάντοτε ένα βάσανο αλλά και ένα όχημα που μπορεί να σε οδηγήσει σε μία πιο συνειδητή πορεία. Και σε αυτό βασίστηκε για να χτίσει την μετέπειτα διαδρομή του.

«Ό,τι μου άρεσε πάντοτε, αυτό καταλάβαινα από νωρίς ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω. Όλα μου τα όνειρα κατέρρεαν αυτομάτως σε έναν ρεαλιστικό κυκεώνα, ο οποίος σμπαράλιαζε την παιδικότητά μου, αλλά την ίδια στιγμή με έκανε να μπορώ να επιλέγω το επόμενο βήμα με ρεαλισμό και με βάση τις πραγματικές ικανότητές μου».

Ο μικρός Γιούργκεν ήθελε να γίνει γιατρός. Ώσπου κάποια στιγμή στο Λύκειο ο καθηγητής του του είπε «Μακάρι να τα πας καλά με το ποδόσφαιρο, επειδή, με τους βαθμούς που έχεις και τον τρόπο που λειτουργεί το μυαλό σου, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα για τη σταδιοδρομία σου».

Τελικά έπαιξε μπάλα. Όχι όμως στον βαθμό και το επίπεδο που ονειρεύονται τα παιδιά. Το ήξερε μέσα του ότι δεν ήταν τόσο ικανός, αλλά στα 19 του κατανόησε τι σημαίνει η έννοια της «κλάσης». Συνέβη στα trial που έστησε η Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Εκεί όπου μπήκε στο χορτάρι να παίξει με παρτενέρ τον μετέπειτα θρύλο της Ντόρτμουντ και Παγκόσμιο Πρωταθλητή του 1990, Άντι Μέλερ. «Εάν αυτό που έπαιζε ο Άντι ήταν το ποδόσφαιρο, τότε εγώ εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι έπαιζα ένα εντελώς διαφορετικό άθλημα. Εκείνος ήταν παγκόσμιας κλάσης και εγώ δεν ήμουν καν κλασάτος».

Άλλωστε, είπαμε, ήταν πάντοτε ειλικρινής ως προς το κεφάλι του. «Είχα ένα πόδι Δ’ κατηγορίας και ένα μυαλό Α’». Και κάπως έτσι το τόπι κάπως τσούλησε, για να γίνει ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Μάιντς στη Β’ Γερμανίας. Όχι κάτι φοβερό, 52 γκολ σε 11 χρόνια (1990-2001).

Ήταν μόλις 34 ετών, όταν το πήρε απόφαση ότι η κλίση του ήταν να διευθύνει και όχι τόσο να σκοράρει. Για την ακρίβεια το είχε προβλέψει 12 χρόνια νωρίτερα, καθώς έπαιρνε το πτυχίο του στις Αθλητικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο Goethe.

Και είχε δίκιο που το πίστεψε. Τα θαύματά του με την Μάιντς ξεκίνησαν με το “καλημέρα” και τις έξι νίκες στα επτά πρώτα παιχνίδια του στους πάγκους. Αυτά και ο προβιβασμός στην Bundesliga για πρώτη φορά στην ιστορία του club (2004) αποτέλεσαν το πρελούδιο για όσα μαγικά θα ακολουθούσαν με την πρώτη αγάπη του αλλά και με τις δύο επόμενες σε Βεστφαλία και Μέρσεϊσαϊντ.

Σύμφωνα με τη δική του αντίληψη για τα πράγματα, το μυστικό της επιτυχίας του βασίστηκε σε κάτι που θεωρεί αυτονόητο πως θα έπρεπε να το κατέχουν άπαντες. «Η μεγαλύτερη αρετή μου είναι η… κοινή λογική. Το πώς κατανοώ τη ζωή και κατ’ επέκταση το ποδόσφαιρο. Και μου φαίνεται τόσο απλό όλ’ αυτό».

Για τον Κλοπ, αυτή η ευκολία στα νοήματα πηγάζει μέσα από το να καταλάβεις καλύτερα τον εαυτό σου και να μπορείς γενικότερα να είσαι απλώς καλύτερος άνθρωπος. Όχι καλύτερος από τους άλλους αλλά από αυτό που ήσουν μέχρι χθες.

«Όλοι νικάμε όχι μόνο για τους εαυτούς μας αλλά και για τους γύρω μας. Δεν παλεύουμε μόνο για εμάς, καθώς η ευτυχία δεν μπορεί να βιωθεί μέσα στην ατομικότητα. Όλοι οι παίκτες μου γνωρίζουν με τα μικρά ονόματα όσους εργάζονται στις εγκαταστάσεις του club. Τους μιλάνε, τους χαιρετούν, μοιράζονται τα νέα τους».

«ENTP»

Έξυπνος, εφευρετικός, καινοτόμος και πειστικός, ο Κλοπ έχει προσδιοριστεί ως τύπος προσωπικότητας «ENTP».

Ένας εξωστρεφής άνθρωπος που ασχολείται με τον κόσμο με δημιουργικό, πνευματικά περίεργο και προσαρμόσιμο τρόπο.

Ανήσυχος και επιρρεπής στην πλήξη, λαχταρά ποικιλία και εξερευνά πάντα καινούργιες δυνατότητες, νέες ιδέες και ψυχοφθόρες δραστηριότητες.

Ένας συζητών και στρατηγικός εφευρέτης.

Διαισθητικός, στοχαστής, ικανός στο να κατανοεί αφηρημένες έννοιες και να απολαμβάνει διαλεκτικές συζητήσεις, αμφισβητώντας πολλές από τις συμβατικές έννοιες και απόψεις που υποστηρίζουν οι πολλοί.

Διεκδικώντας την αντικειμενικότητα και την πνευματική ειλικρίνεια, περιφρονεί τον δογματισμό και τις διάφορες μορφές περιορισμού.

Και μπορεί να φαίνεται συχνά ένας απλός, καθημερινός γείτονας της διπλανής πόρτας, αλλά στην πραγματικότητα τον ενδιαφέρει περισσότερο η στρατηγική παρά η διπλωματία, κάτι που οφείλεται στον ανταγωνιστικό του χαρακτήρα.

Μέσα από αυτό το πρίσμα κατανοεί το ποδόσφαιρο και μας έχει προσκαλέσει πλειστάκις να κατανοήσουμε τη δική του ευρύτερη φιλοσοφία.

«Αγαπάω τόσο πολύ την μπάλα, επειδή είναι ένα έντονο παράδειγμα για το πόσο χρωματιστός θα μπορούσε να είναι ο κόσμος. Εκεί μπορείς να ενώσεις όλες τις πολύπλοκες κουλτούρες, δυναμικές, μορφώσεις και προελεύσεις. Και έτσι να δημιουργήσεις την καλύτερη δυνατή ομάδα».

Ο τρόπος του να ταιριάξει τη ζωή με την μπάλα ήταν να στήσει μία συγχώνευση. Η προσωπική του αίσθηση για το βαρύ heavy metal ποδόσφαιρο μπολιάστηκε με ένα άγγιγμα συμφωνικής ορχήστρας.

Περισσότερο όμως από κάθε πρακτική και λειτουργία της διάστασης του «Gegenpressing», το οποίο δεν εφηύρε, μα αναμφίβολα έκανε διάσημο, εκείνο το στοιχείο που τον έκανε ξεχωριστό, είναι η διαχείριση της ψυχολογίας, της δικής του και των ομάδων που δημιουργεί.

Αριστερός αυτοσαρκασμός

Κάθε πολύ καλός προπονητής είναι σε θέση να κάνει τους παίκτες του να περνούν μέσα από φλεγόμενους τοίχους για χάρη του. Η διαφορά του όμως είναι ότι εκείνος κάνει τα δικά του παιδιά να μπαίνουν στη φωτιά με περισσότερη τόλμη, ταχύτητα, αυτοπεποίθηση και στο φινάλε να χαμογελούν κιόλας. Ο Άλεξ Φέργκιουσον έγινε διάσημος για το ισχυρό πρεσάρισμα και την αυστηρότητα με το «πιστολάκι» στα αποδυτήρια. Ο Ζοσέ Μουρίνιο έχτισε κάστρα νοοτροπίας και αυταπάρνησης και ο Πεπ Γκουαρδιόλα αναλώθηκε σε φιλοσοφίες απόλαυσης της τακτικής.

Ο Κλοπ όμως προσέγγισε τα πάντα μέσα από ένα ανέκφραστο πρόσωπο που περιλάμβανε ταυτόχρονα όλες τις εκφράσεις του κόσμου. Ένα ψυχολογικό όριο που κατακτήθηκε μέσα από το χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό και ομιλίες πριν από κρίσιμα ραντεβού για έναν θείο του γκαφατζή. Όπως συνέβη και πριν τον Τελικό του Κιέβου, όταν εμφανίστηκε στα αποδυτήρια με μπλουζάκι που είχε για στάμπα τα εσώρουχα που διαφήμιζε ο Κριστιάνο Ρονάλντο.

Ένας τρόπος να χαμηλώνει το στρες, δίχως όμως να μειώνει την ένταση και την εμψύχωση.  Αυτά ούτως ή άλλως τα είχε κάνει πρόνοια από πριν. Το έχτιζε όλη τη σεζόν και δεν περίμενε μία πύρινη ομιλία για προσδώσει όξυνση. Και, όπως είπε λίγο καιρό αργότερα ο Τζορτζίνιο Βαϊνάλντουμ, «Ήμασταν σίγουροι ότι αυτό με τον Κριστιάνο δεν το είχε προετοιμάσει. Το πιο πιθανό ήταν να το είδε μπροστά του, κάνοντας βόλτα σε κάποιο μαγαζί με σουβενίρ για τον Τελικό». Το φοβερό με αυτό είναι ότι πρόκειται στ’ αλήθεια για το πιο πιθανό σενάριο.

Ίσως αυτές οι λογικές να πηγάζουν από ένα σύμπλεγμα που διαμορφώνει την όλη εικόνα της προσωπικότητάς του. Η επιθυμία του να δημιουργήσει ένα όμορφο και λειτουργικό περιβάλλον εργασίας.

Μία αριστερόστροφη προσέγγιση κολεκτίβας με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις του. «Φυσικά και είμαι Αριστερός. Πιο Αριστερός παρά Κεντρώος και πιστεύω βαθιά στο κράτος ισότητας και δικαίου». Ένας σημαντικά πλούσιος από οικονομικής άποψης άνθρωπος που επιλέγει συνειδητά να έχει κρατική ασφάλιση και όχι κάποια ιδιωτική με παροχές υγείας. Που κυκλοφορεί με ένα Opel Insigna των 18.000 ευρώ.

Που το όνειρό του για τον συνάνθρωπο είναι «Εάν τα πηγαίνω εγώ καλά, θέλω πολύ να συμβαίνει και στους άλλους γύρω μου. Θέλω όλοι μας να είμαστε ισότιμα ευχαριστημένοι».

Παράδεισος και Broadway

Στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη η επιγραφή στην είσοδο της Κολάσεως γράφει «Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε». Για 30 χρόνια αυτή η επιγραφή έμοιαζε να πλανάται νοερά πάνω από το Anfield. Αλλά αυτό ουδέποτε υπήρξε θλιβερό για τους οπαδούς της Λίβερπουλ. Ήταν άλλωστε ανέκαθεν ξεκάθαρο, ακόμα και στους αντιπάλους τους, ότι όσοι επιλέγουν να την αγαπήσουν είναι πανέτοιμοι, συνειδητοποιημένοι, ότι αυτό το club θα τους προσφέρει όλες τις αισθήσεις της «Θείας Κωμωδίας». Θα τις βιώνουν μαζεμένες σε μία αλληγορική κίνηση, η οποία θα τους μεταφέρει διαδοχικά σε Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισο.

Όταν εκείνος ανέλαβε και τους είπε ότι έπρεπε να το πιστέψουν, κατάλαβε αμέσως πού είχε πάει. Και εκείνοι τον πίστεψαν με κλειστά μάτια και αφτιά στους ψιθύρους χλευασμού των αντιπάλων. Ειδικά μετά τους χαμένους Τελικούς στο Europa και το Champions League.

Ο Κλοπ ήξερε τον δρόμο για τον Παράδεισο και οι «Reds» τον ακολούθησαν με όλη την ψυχή τους. Ήταν λες και εμφανίστηκε μπροστά τους για να κλείσει τη λύπη μίας χαμένης γενιάς χωρίς Πρωτάθλημα. Λες και μεταξύ τους είχε ήδη δημιουργηθεί ένα κάρμα.

Όπως συνέβη κάπου αλλού, κάποτε, για έναν διαφορετικό σκοπό. Καθώς στο μακρινό 1945 η αυλαία στο Broadway της Νέας Υόρκης έπεφτε, το χειροκρότημα νικούσε την αρχική στεναχώρια. Στη δεύτερη πράξη του μιούζικαλ «Carousel» εμφανιζόταν η ξαδέρφη της πρωταγωνίστριας. Η Νέτι Φλάουερ ήθελε να ανακουφίσει τη Τζούλι Τζόρνταν, η οποία μόλις είχε δει τον άντρα της να πεθαίνει. Το τραγούδι ακουγόταν γλυκά και μελωδικά, για να παίξει ακόμα μία φορά στην τελευταία σκηνή. Εκεί που ο χαμένος σύζυγος κατέβαινε από τον ουρανό για να συναντήσει και πάλι την αγαπημένη του. Μόνο για μία στιγμή, μία μέρα και τότε η κόρη του ζευγαριού, Λουίζ, άρχιζε να σιγοτραγουδάει μαζί τους το «You ‘ll Never Walk Alone».

Έρωτας

Ο Κλοπ θα μπορούσε να είναι όλοι οι πρωταγωνιστές μαζί. Όπως συμβαίνει και με την ομάδα του. Εκεί που είναι σκηνοθέτης, ηθοποιός, jocker, φίλος, οραματιστής, πατερούλης, δάσκαλος και μερικές φορές μπορεί να μετατραπεί σε Δικτάτορα της Βόρειας Κορέας.

Που όμως στο φινάλε εκείνο που μετράει είναι ότι έχει την ικανότητα να κρατάει τις αισθήσεις ψηλά. Που εξακολουθεί να δίνει κίνητρο και πείνα για την επόμενη μέρα. Που πάνω απ’ όλα θυμίζει διαρκώς ότι σημασία δεν έχει η νίκη ή ήττα αλλά η φόρμα που θα συμβούν αυτές. Που φωνάζει ότι δεν είναι ένας ονειροπόλος αλλά ένας απλός ρομαντικός τύπος.

Αυτός που απολαμβάνει να ακούει τους παραφρασμένους στίχους από το «I Feel Fine» των Beatles που σκάρωσαν για πάρτη του στο KOP.

«I’m so glad that Jurgen is a Red.
I’m so glad he delivered what he said.
Jurgen said to me, you know.
We’ll win the Premier League, you know. He said so.
I’m in love with him and I feel fine…».

Και στο τέλος της ημέρας αυτό είναι και το σπουδαιότερο επίτευγμά του απ’ όλα. Ότι, είτε τον αγαπάμε είτε τον αντιπαθούμε, μας έκανε με κάποιον τρόπο να αναζητάμε το σύνολο της τέχνης του για την μπάλα και τη ζωή. Ένα «Gesamtkunstwerk» που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να προφέρουμε σωστά, αλλά με κάποιον τρόπο το έχουμε ερωτευθεί…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This