Του Zastro
Το μαρκάρισμα ήταν βγαλμένο από τα βάθη των ξερών του Μοντεβιδέο: «σκαριά» με σηκωμένο και το δεύτερο πόδι.
Αποβολή κι όμως 50.000 κόσμος κραύγαζε το όνομά του. Ήταν βλέπετε από τα λάθη που συγχωρούνται.
Έβγαλε την στέκα, τίναξε το μαλλί, πρόταξε το χέρι στον διαιτητή και αποχώρησε με το στυλ του μεγάλου παίκτη.
Άλλωστε, εκείνην την βραδιά, παρά τους πόνους στο γόνατο, είχε νιώσει ξανά μεγάλος παίκτης. Τα είχε κάνει όλα.
Από εκείνον προήλθε η φαλτσαριστή σέντρα που έφερε το αυτογκόλ του Θανάση Κωστούλα, εκείνος είχε δημιουργήσει τις περισσότερες επικίνδυνες καταστάσεις στην περιοχή του Ολυμπιακού, εκείνος ξεσήκωνε τον κόσμο, καθότι το μεγάλο όνομα μιας ομάδας με Μπόβιο, Ρομέρο και τους υπόλοιπους μέτριους.
Μόνο εκείνος είχε δώσει το σύνθημα της αντεπίθεσης.
Ήταν ίσως η μοναδική ανάμνηση από την παρουσία του Βίκτορ Σάντσεθ στα ελληνικά γήπεδα εκείνο το ντέρμπι αιωνίων τον Νοέμβρη του 2006.
Η αμέσως επόμενη είναι η γκρίνια «για τον σακάτη», ο «επαίσχυντος πανηγυρισμός» για την ατιμωτική (!) πρόκριση στα πέναλτι με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς και το βαρύ συμβόλαιο που δεν δικαιολογούσε τα -σχετικά- πολλά χρήματα της αποζημίωσής του.
Συνηθίζεται και στα μέρη μας η πλήρης αποδόμηση εκείνων που “περισσεύουν”.
Δεν ήταν μεγάλος, στα 30 ήρθε στον Παναθηναϊκό, έμοιαζε όμως με ψάρι έξω απ’ το νερό, γιατί δεν είχε ξεμυτίσει ποτέ από την Ισπανία. Κι έπειτα, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, έπαιζε ποδόσφαιρο. Από την Uralita, την ομάδα της εταιρείας όπου εργαζόταν ο πατέρας του, όταν πιτσιρίκος ο Βίκτορ Σάντσεθ Ντελ Άμο πρωτοξεκίνησε να κλωτσάει το τόπι.
Από το Cerro de los Ángeles (τον Λόφο των Αγγέλων) του Χετάφε ξεκίνησε την καριέρα του, βγήκε Πρωταθλητής στο ποδόσφαιρο σάλας με την τοπική Ντεπόρτες, όταν έκλεισε τα 10 του χρόνια, και μετά τον πρόσεξε η μεγάλη Ρεάλ Μαδρίτης.
Εντάχθηκε στις ακαδημίες της, ξεκίνησε ως σέντερ φορ, αλλά, όταν η σωματική ανάπτυξη σταμάτησε, γύρισε πιο πίσω και πήγε προς το πλάι για να εκμεταλλευτεί την ταχύτητά του. Είχε την τύχη να συμπέσει με μια καταπληκτική φουρνιά στα “μικρά” των «Μerengues».
Διασκέδαζε με το ποδόσφαιρο δίπλα στον Βιγιάρ, τον Γκούτι, τον Γκαρθία, τον κορυφαίο Ραούλ. Αυτή ήταν η παρέα του, μαζί τους έπαιζε μπάλα και δίπλα τους μπήκε στα βαθιά, όταν ο θρύλος Αρσένιο Ιγκλέσιας τού έκανε σήμα να ξεντυθεί και να πατήσει το χορτάρι του Bernabéu σε επίσημο αγώνα.
Ήταν 19 χρόνων, γηγενής, οπαδός της Ρεάλ από μικρό παιδί. Ζούσε το όνειρό του και κάτι περισσότερο, όταν ο πολύς Φάμπιο Καπέλο τον καθιέρωσε στο δεξί άκρο, πανηγύρισε μαζί του ένα Πρωτάθλημα, το 1997. Την επόμενη σεζόν ήρθε και το μεγάλο «Κύπελλο με τ’ αφτιά», αυτή τη φορά με έναν Γερμανό, τον Γιουπ Χάινκες, να τον καθοδηγεί.
Ήταν μόλις 22 και αισθανόταν βασιλιάς του κόσμου, τα είχε κερδίσει όλα, γύρω του στοιχημάτιζαν ότι θα αφήσει εποχή και στην Ρεάλ και στην Εθνική Ισπανίας. Το κορμί του όμως δεν ήταν αυτό που λέμε γερό σκαρί.
Ανέκαθεν ήταν ευπαθής, υπερβολικά “δαντελένιος”, αέρινος, πιο πολύ φάνταζε ποδοσφαιριστής επίδειξης παρά κανονικό μέλος μιας ομάδας υπερ-πρωταθλητισμού, όπως η «Βασίλισσα».
Πρόλαβε να συμπληρώσει 80 παιχνίδια με 11 γκολ με τη λευκή φανέλα, πριν μετακομίσει στη μαγευτική Καντάμπρια για την Σανταντέρ, όπου επίσης λατρεύτηκε και ανάγκασε την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια να προσφέρει γη και ύδωρ για να τον αποκτήσει.
Στη «Depor» έμελλε να είναι το λιμάνι του, επτά ολόκληρα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Riazor στη Γαλικία, μια ανάσα από τον Ατλαντικό ωκεανό.
Μαγεία: Πρωτάθλημα κόντρα σε όλα τα προγνωστικά το 2000, Copa del Rey την επόμενη χρονιά, Super Cup και ασφαλώς το “παραλίγο” ακατόρθωτο.
Η «Depor» έφτασε το τρελό 2004 ένα βήμα πριν τον τελικό του Champions League, λύγισε μόνο ενώπιον της καλοκουρδισμένης μηχανής του (τότε) νέου προφήτη του ποδοσφαίρου, του Ζοσέ Μουρίνιο.
Η Πόρτο απέκλεισε του Γαλιθκιάνους, εκμεταλλεύτηκε την χρυσή ευκαιρία και τα φεγγάρια της χρονιάς των εκπλήξεων και σήκωσε το Champions League στον Τελικό του Gelsenkirchen.
Ο Βίκτορ παρακολουθούσε μελαγχολικά από την τηλεόραση, ήξερε μέσα του ότι πάρα πολύ δύσκολα θα ξαναφτάσει εκεί με την αγαπημένη του πια «Depor».
Ο κύκλος είχε κλείσει, οι εμφανίσεις στην ενδεκάδα γίνονταν ολοένα και λιγότερες, τα πόδια πονούσαν, το κέφι λιγόστευε.
Όταν κλήθηκε το 2006 να λύσει το συμβόλαιό του, δεν έφερε αντίρρηση.
Άλλωστε ήταν μόνο 30 ετών και το όνομά του ήταν η καλύτερη συστατική επιστολή για μια μεταγραφή στο εξωτερικό, για ένα πρωτάθλημα λιγότερο απαιτητικό, το οποίο δεν θα τον έφθειρε.
Αποδέχθηκε την πρόταση του Γιάννη Βαρδινογιάννη και επί της ουσίας αποτέλεσε τη ναυαρχίδα των μεταγραφικών κινήσεων του Παναθηναϊκού εκείνο το καλοκαίρι του 2006.
Η έλευσή του στην Ελλάδα σκόρπισε θύελλα ενθουσιασμού, ο παίκτης ήταν γνωστός, «μεταγραφή αεροδρομίου», όπως έχουμε μάθει να αποκαλούμε τα ονόματα ανάλογης αξίας και παρελθόντος.
Περίπου αναφέρθηκε τι άφησε στον Παναθηναϊκό, εκείνο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως κι εκείνος πήρε κάποια καλά χρήματα, σε καμία περίπτωση όσα θα αξίωνε, εάν ήταν υγιής ή εάν το σώμα του επέτρεπε να συνεχίσει στην Primera Division.
Σκάρτα 12 παιχνίδια συμπλήρωσε με το «Τριφύλλι», από τενοντίτιδα σε αρθροσκόπηση και από τον φυσικοθεραπευτή στην κρυοθεραπεία ήταν η μόνιμη επωδός του δελτίου τύπου.
Ο Βίκτορ Σάντσεθ ήταν «το λάθος» του Παναθηναϊκού εκείνο το καλοκαίρι, μια από τις αιτίες που ένα ακόμα Πρωτάθλημα είχε καταλήξει στον Πειραιά.
Δεν αποχώρησε ακριβώς ως φίλος, πιο πολύ επαγγελματία τον αποκαλούσες, ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσε να προσφέρει περισσότερα, εάν τύγχανε πιο καλής μεταχείρισης/διαχείρισης.
Επέστρεψε στην Ισπανία, βρήκε ένα τελευταίο συμβόλαιο στην Έλτσε, αλλά το άκρως ταλαιπωρημένο μυϊκό του σύστημα του επέτρεψε να γράψει μόλις 16 συμμετοχές, ώσπου να το πάρει απόφαση και να κρεμάσει τη φανέλα οριστικά στον φοριαμό.
Πολύ νέος, μόλις είχε κλείσει τα 32, εξαιρετικά νωρίς για έναν ποδοσφαιριστή. Ο μόνος τρόπος να διατηρήσει επαφή με τη μοναδική ασχολία από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ήταν η προπονητική.
Διψούσε να μάθει γρήγορα, το μυαλό ήταν φρέσκο, οι ιδέες καλές. Είχαν να το λένε στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, όπου πήρε το MBA του στο Sports Management, ότι ο Βίκτορ κάποια μέρα θα προπονούσε ένα πολύ μεγάλο club.
Ένας επίσης “δικός μας” αλλά και τεράστια προσωπικότητα του ισπανικού ποδοσφαίρου, ο Μίτσελ Γκονζάλεθ, τον επέλεξε ως μέλος του επιτελείου το 2010 στην πόλη όπου μεγάλωσε, το Χετάφε.
Ο Βίκτορ Σάντσεθ το 2010 επέστρεψε εκεί όπου ξεκίνησε στα 10 του χρόνια, σε μια πόλη που ένιωθε σπίτι του, απλούστατα διότι βρισκόταν στο σπίτι του.
Σιγά-σιγά αναρριχάται στην ιεραρχία, πρώτα γίνεται βοηθός, μετά δίδασκε τεχνική, τακτική, στο τέλος πήρε το χρίσμα του assistant του Μίτσελ.
Τον ακολούθησε παντού τον πρώην αρχηγό της Ρεάλ, στάθηκε στο πλάι του στη Σεβίλλη, τον συνόδευσε στο αεροδρόμιο, όταν ήρθε η κλήση από τον Ολυμπιακό, αρχές Φεβρουαρίου του 2012.
Δεν ήξερε ακόμα και ο ίδιος ο Μίτσελ εάν και κατά πόσον ο Βαγγέλης Μαρινάκης θα συναινούσε με το καλημέρα σε ένα επιτελείο καθαρής επιλογής του «Amor».
Το τηλεφώνημα έγινε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ο Μίτσελ συμφώνησε σε όλα, ανέλαβε εν λευκώ τον Ολυμπιακό, στη συμφωνία συμπεριλήφθηκε και ο assistant.
Ο Βίκτορ θα επέστρεφε στην Ελλάδα και ως προπονητής, μια εξαετία μετά από το μάλλον αποτυχημένο πέρασμά του από τον Παναθηναϊκό ως ποδοσφαιριστής.
Πρωτάθλημα, ξανά Πρωτάθλημα (συν ένα Κύπελλο Ελλάδος), αλλά τον Ιούνιο του 2014 έρχεται το τέλος της συνεργασίας του team-Μίτσελ με τον Ολυμπιακό και ο Σάντσεθ αποχωρεί.
Η δουλειά του αθόρυβη, θα περίμενε κανείς η παρουσία του να είναι πιο έντονη, να δημιουργήσει πλείστα σχόλια, αναδρομές ή οτιδήποτε. Επέλεξε μια αθόρυβη συνεργασία, ένα πολύ χαμηλό προφίλ, εκούσια παρέμενε στην σκιά της λάμψης μιας τεράστιας προσωπικότητας όπως ο Μίτσελ.
Οι δρόμοι τους χώρισαν, όχι επειδή οι σχέσεις τους δεν είναι καλές, αλλά διότι είχε έρθει η στιγμή ο Σάντσεθ να δοκιμάσει και μόνος του, να ανέβει στο επόμενο επίπεδο.
Τον εμπιστεύτηκαν εκεί όπου πέρασε τα καλύτερα και πιο ώριμα ποδοσφαιρικά χρόνια της ζωής του, στο «Riazor».
Η δική του Κορούνια ήταν επιθετική, ντελικάτη, “βρόμικη” εκεί όπου χρειάζεται.
Ο μήνας του μέλιτος υπήρξε φανταστικός, κέρδισε την εμπιστοσύνη διοίκησης και κοινού, παρέμεινε και την επόμενη σεζόν, ώσπου ξεκίνησαν οι πρώτοι ψίθυροι. Ο Βίκτορ είναι “δύσκολος”, έχει απότομο χαρακτήρα, εμμονές, ξεχωρίζει και αδικεί ποδοσφαιριστές.
Οι πιο γνωστές αντεγκλήσεις του με τον Λουιζίνιο που τον κατηγορεί ανοικτά, ο Σάντσεθ απάντησε με μια μακροσκελέστατη τοποθέτηση σε μια συνέντευξη Τύπου–Μπεν Χουρ στο Ριαθόρ και, αντί να κατευνάσει τα πνεύματα, έριξε βενζίνη στη φωτιά.
Είχε χάσει την πλειοψηφία των ποδοσφαιριστών, κανείς δεν έπαιζε (και) για εκείνον, η απομάκρυνση από τον πάγκο της «Depor» ήταν θέμα χρόνου. Ο δεύτερος γύρος της ομάδας ήταν απογοητευτικός, τα αποτελέσματα πολύ άσχημα και λίγο πριν μπει ο Ιούνιος απολύεται.
Κανείς δεν τολμούσε να φανταστεί ακόμα και τρεις ημέρες πριν ότι από τον πάγκο της Κορούνια θα αναβαθμιζόταν στην άκρη του πάγκου μιας ομάδας επιπέδου Champions League.
Στον Ολυμπιακό οι ικανότητές του είχαν εκτιμηθεί από τον καιρό όπου οι κασσάνδρες υποστήριζαν ότι επί της ουσίας κοουτσάρει εκείνος και όχι ο Μίτσελ που είναι η “βιτρίνα”.
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ επέμεναν τότε ότι ο Ολυμπιακός είναι πιο πολύ έργο Λορένθο και Σάντσεθ παρά του αστραφτερού (πρώτου) προπονητή.
Το στοίχημα ήταν πάρα πολύ μεγάλο για τον Βίκτορ. Ήρθε τρίτη φορά στην Ελλάδα, αλλά ήταν η πρώτη ως επικεφαλής, απόλυτο αφεντικό σε μια ομάδα κι έναν οργανισμό σε πολύ δύσκολο φεγγάρι.
Είχε παραιτηθεί ο Μάρκο Σίλβα, το “σοκ” ήταν πως ο Ολυμπιακός μόλις είχε ξεκινήσει προετοιμασία, πως μετά από πολλά χρόνια η παρουσία στους ομίλους του Champions League και κατά συνέπεια η οικονομική ανεξαρτησία δεν ήταν εξασφαλισμένες.
Ο Βίκτορ Σάντσεθ παρουσιάστηκε τότε ως “βολικός” και αυτό δεν ήταν σίγουρα θετικό.
Ο αποκλεισμός από τη Χάποελ Μπερ Σεβά ήταν αρκετός για να σημάνει το τραίνο της απόλυσης. Η δουλειά του κρίθηκε από δυο παιχνίδια.
Μια ισοπαλία και η ήττα-αποκλεισμός με 1-0. Δεν άντεξε ούτε δίμηνο στο όζον περιβάλλον του ελληνικού ποδοσφαίρου, έφυγε και δεν ξανακοίταξε πίσω.
Στην Μπέτις, όπου αντικατέστησε τον επίσης γνωστό μας Γκουστάβο Πογέτ, επανέφερε την ισορροπία στο βιογραφικό του, παραιτήθηκε όμως, και πάλι λίγο πριν ολοκληρώσει τη σεζόν.
Δυο ολόκληρα χρόνια χωρίς ομάδα, τον ανέσυρε από τη ναφθαλίνη η Μάλαγα, όταν τα θαλάσσωσε ο Χουάν Μουνίθ.
Η καλύτερη προπονητικά δουλειά του έμελλε να είναι εκείνη που δολοφόνησε ολοκληρωτικά τον χαρακτήρα του. Κυκλοφόρησε στα social media ένα βίντεο, στο οποίο φαίνεται να δείχνει τα γεννητικά του όργανα σε προσωπικές του στιγμές.
Εκείνος είχε ήδη καταγγείλει στις αστυνομικές αρχές τον εκβιασμό, προειδοποιώντας για την παραβίαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και δημοσίευση αυστηρά προσωπικών στιγμών.
Εκείνο που ο Βίκτορ δεν υπολόγισε είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει η παραμικρή μορφή ιδιωτικότητας, όταν η εικόνα αφορά σε δημόσιο ή γνωστό πρόσωπο.
Ξέσπασε σάλος, η Μάλαγα τον έθεσε σε αργία, η προσωπικότητά του διαπομπεύθηκε και εξακολουθεί να διαπομπεύεται στον βωμό του κλικ, ενός χαχανητού στο μετρό, για χάρη μιας κουβέντας 30 δευτερολέπτων στο γραφείο, στο σχολείο, στην παρέα.
Έπεσε θύμα εκβιασμού για να μην κυκλοφορήσει το επίμαχο βίντεο, τα ισπανικά μέσα κάνουν λόγο 20.000 ευρώ σε bitcoin, κυκλοφορεί και μια φήμη ότι για τη διαρροή ευθύνεται η διοίκηση της ομάδας του, η οποία “διευκολύνεται” από τη διαπόμπευσή του, προκειμένου να απολυθεί και να μην αποζημιωθεί.
Δίπλα του είναι η σύζυγός του, Μέι Καταλίνα Τρίγκο, και όσοι -λίγοι- αντιλαμβάνονται ότι όλο αυτό που συμβαίνει δεν είναι “πλάκα”.
Η τεχνική αποδόμησης προσώπων στην συνείδηση της κοινής γνώμης είναι μια πολύ παλιά ιστορία.
Από τότε που εισέβαλαν στη ζωή μας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και απέκτησαν γνώμη και της γης οι κατατρεγμένοι, μετατράπηκε σε μια κοινωνικοπολιτική μάστιγα καθορισμού συνειδήσεων.
Το αποβλακωμένο κοινό “σοκάρεται”, χαχανίζει, επαίρεται, στιγματίζει ανθρώπους και απλώς πηγαίνει παρακάτω και αναζητά το επόμενο θύμα μειδιώντας.
Φέρτε στον νου σας τι συνέβη με τον Στρος Καν, αναλογιστείτε τα μεγέθη και το τίμημα.
Το δημόσιο πρόσωπο δεν έχει δικαίωμα στο λάθος, ο αθλητής δεν έχει δικαίωμα στην κακή μέρα, στην προσωπική στιγμή, σε εικόνα διαφορετική από εκείνη που θέλει ή έχει επιλέξει το κοινό για εκείνον.
Είμαστε θύματα ενός επίπλαστου καθωσπρεπισμού και συνυπεύθυνοι μιας κατάστασης που οδηγεί στην ασφυξία τους ανθρώπους που οι ίδιοι προτάσσουμε ως «είδωλα».
Άπαξ και το πρόσωπο παρεκκλίνει της πορείας που το περιβάλλον έχει επιλέξει, στήνεται αυτομάτως στα εννέα μέτρα και καταστρέφεται.
Πολύ δύσκολα θα αποτινάξει από επάνω του τη “ρετσινιά” ο Βίκτορ Σάντσεθ.
Θα τον κατατρέχει πάντα αυτό το ένα δευτερόλεπτο όπου τα γεννητικά του όργανα φαίνονται στον φακό, θα είναι πάντοτε «ο προπονητής με το επίμαχο βίντεο».
Ακόμα και εάν έκανε λάθος, το λάθος δεν είναι του Βίκτορ.
Το λάθος είναι δικό μας.
Πηγή: Athletes’ Stories