Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Ξεκινώ από εκεί που σταμάτησα μετά το ματς του Ολυμπιακού με την Μακάμπι Τελ Αβίβ: ο Ολυμπιακός είναι στη ζώνη του Λυκόφωτος κι εκεί θα παραμείνει για καιρό. Ως γνωστόν σε αυτή συμβαίνουν πολλά εκτός λογικής και τίποτα το συνηθισμένο. Δε ήταν συνηθισμένη και η χθεσινή του νίκη με τον Ερυθρό Αστέρα. Το τελικό 88-83 λέει κι αλήθειες και ψέματα. Κυρίως δεν απεικονίζει το ηρωϊκό παιγνίδι του γίγαντα Μουσταφά Φαλ.
Ο άνθρωπος που άλλαξε τον Μπαρτζώκα
Οσοι διαβάζετε όσα κατά καιρούς γράφω θέλω να ξέρετε πως το κάνω κυρίως για δυο λόγους. Πρώτον για να δυναμώνω την αγάπη σας για τα ίδια σπορ και τους πρωταγωνιστές τους. Και δεύτερον για να σας βοηθάω να καταλαβαίνετε καλύτερα τους ανθρώπους, η αλήθεια των οποίων απέχει πολύ από την εικόνα που παρουσιάζει ή φιλοτεχνεί για αυτούς η γεμάτη στερεότυπα και κλισέ αθλητικογραφία μας. Ένα πράγμα που πιστεύω πως έχετε καταλάβει είναι ότι ο κόουτς Γιώργος Μπαρτζώκας δεν κάνει εκπτώσεις, δεν αλλάζει, δεν παρεκκλίνει ποτέ από αυτό που χρόνια τώρα είναι το μπάσκετ στο οποίο πιστεύει. Μπορεί να αποτύχει ή να πετύχει αλλά θα το κάνει με τις ιδέες του και δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ το παραμικρό. Ο μικρός θρίαμβος του Φαλ, πολύ πριν δούμε τα όσα εξωπραγματικά κάνει αυτό τον καιρό, είναι ότι έκανε τον Μπαρτζώκα ν΄αλλάξει μυαλά και πρέπει να είναι ο τελευταίος που το κατάφερε – αμφιβάλω αν θα υπάρξει άλλος.
Το 2020 ο προπονητής του Ολυμπιακού είχε αποφασίσει ότι πεντάρια σαν τον Φαλ, όχι μόνο δεν έχουν καμία χρησιμότητα πλέον, αλλά είναι και χαρά των ομάδων του να τα έχει αντιπάλους. Οι δικοί του γρήγοροι ψηλοί, που μπορούσαν να σουτάρουν από μακριά και να παίζουν κάθετα στο πικ εν ρολ, με αντιπάλους τέτοιους ψηλούς έπρεπε να κάνουν πάρτι. Ο Φαλ προκάλεσε το ενδιαφέρον του Μπαρτζώκα πρώτα σαν αντίπαλος – κυρίως βέβαια γιατί έχει μια ικανότητα που στο μπάσκετ του Μπαρτζώκα είναι ό,τι σημαντικότερο: πασάρει καλά. Όταν εισηγήθηκε την απόκτησή του μου λέγανε πως τον ρωτούσαν στον Ολυμπιακό αν όντως θέλει τον συγκεκριμένο παίκτη ή αν μπερδεύτηκε! Ο Φαλ βρήκε στον Ολυμπιακό παίκτες που μπορούσαν να του πασάρουν τη μπάλα σωστά, αλλά και παίκτες ικανούς κι άξιους για τις πάσες του. Η αγάπη του πχ για τον Βεζένκοφ ήταν και παραμένει μεγάλη: χθες βράδυ είπε για τον Πίτερς ότι του πάσαρε πολύ τη μπάλα γιατί φέτος κάνει πράγματα που του θυμίζουν τον Σάσα, που κατά πως φαίνεται κι αυτός δεν έχει βγάλει ακόμα από το μυαλό του. Όμως όσα κάνει αυτό τον καιρό ο Φαλ δεν είναι απλώς θέμα παιγνιδιού: είναι κυρίως αποτέλεσμα προσωπικότητας.
Βαλ’ τες γιατί αλίμονο σου
Υπάρχει ένα καταπληκτικό τηλεοπτικό πλάνο στο χθεσινό ματς που τον δείχνει να κοιτάζει τον Πίτερς την ώρα που ο Αμερικάνος είναι έτοιμος να εκτελέσει βολές 45 δευτερόλεπτα πριν το τέλος του ματς. Ο Φαλ είναι κατάκοπος, ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι, δεν μπορεί καλά καλά να γυρίσει στην άμυνα: κοιτάζει τον Πίτερς με ένα βλέμμα που είναι σαν να του λέει «βάλ’ τες διαφορετικά αλίμονο σου». Καταλαβαίνεις πως βλέπεις κάποιον που είναι πέρα από τα ανθρώπινα όριά του, και που συγχρόνως νιώθει πως όλη η υπερπροσπάθειά του (γιατί περί αυτού πρόκειται) εξαρτάται από κάποιο άλλο κι όχι από τον ίδιο, παρόλο που έχει κάνει την υπέρβασή του! Ο Φαλ έχει αγωνιστεί 34 λεπτά κι ενώ με την Μακάμπι έπαιξε 35 δυο μέρες πριν! Εχει βάλει 14 πόντους (με ένα αλάνθαστο 5/5 στο πρώτο ημίχρονο όταν ακόμα έχει ενέργεια κανονικού παίκτη), έχει πάρει 14 ριμπάουντ και έχει κάνει ένα φάουλ (!) μέχρι το ξεκίνημα του τέταρτου δεκαλέπτου. Εχει δει να αποβάλλονται οι δυο που θα έπρεπε να τον φθείρουν, δηλαδή ο Τόμπι κι ο Μίτροβις που μαζί έχουν παίξει λιγότερο από όσο αυτός! Και παρόλα αυτά ξέρει πως αν ο Πίτερς δεν βάλει τις βολές μπορεί όλη αυτή η απίστευτη προσφορά του να πάει χαμένη. Δεν μιλάμε για ήρωα, αλλά για καμικάζι. Ο καμικάζι ξέρει ότι δεν θα βγει ζωντανός και δεν θα παρασημοφορηθεί: ό,τι κάνει το κάνει με την αίσθηση της αποστολής γνωρίζοντας πως αυτή δεν υπακούει σε κανόνες λογικής. Αυτό κάνει κι ο Φαλ στα τελευταία ματς. Είναι ένας καμικάζι θεόρατος. Γίγαντας πραγματικός. Και μένει και ζωντανός παρά την αποστολή αυτοκτονίας.
Πέρα από τη λογική
Είναι απλό να λέει κάποιος πως αφού δεν υπάρχει ο Μιλουτίνοφ, ο Φαλ θα πρέπει να παίξει πολύ. Δεν είναι άλλωστε ο Γάλλος ο μόνος που παίζει πολύ στον Ολυμπιακό των μετρημένων παικτών. Ο Πίτερς χθες έλειψε από το παρκέ 1 μόλις λεπτό: μιλάμε για πράγματα που γινόντουσαν στις εποχές του Γκάλη και του Γιαννάκη που κι αυτοί έπαιξαν στο Twilight Zone πολύ στην καριέρα τους. Αλλά η διαφορά με τον Φαλ είναι ότι το δικό του 35λεπτο είναι αδύνατον! Δεν γίνεται ένας παίκτης με τα δικά του χαρακτηριστικά να το υποστηρίξει χωρίς και αρνητικές συνέπειες πρώτα από όλα για την ίδια την ομάδα του: στα πέντε τελευταία λεπτά (τουλάχιστον) ο Φαλ θα έπρεπε να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του ακόμα και μένοντας στο γήπεδο. Στην καλύτερη θα πρεπε να είναι κάτι σαν τον Ελ Σιντ – να υπάρχει για να τον βλέπουν οι εχθροί. Κι όμως αυτός ο φοβερός τύπος κάνει ότι μπορεί όσο μπορεί ξεπερνώντας τις αντοχές και τις ίδιες τις δυνάμεις του: στο χάος του τέλους διεκδικεί επιθετικά ριμπάουντ, σφαλιαρίζει μπάλες: κυρίως κοιτάζει τον Πίτερς και του λέει «βαλ’ τες τις βολές». Ας τολμούσε ο Πίτερς να μην τις βάλει…
Ο Ολυμπιακός θα αντέξει φέτος όσο αντέχει ο Φαλ. Χθες κερδίζει το ματς κάνοντας ένα δεκάλεπτο (το τρίτο) σαν τα περσινά του. Το κερδίζει 19-9 και βάζει τις βάσεις της νίκης του: παίζουν ο Φαλ, ο Παπανικολάου, ο Γουόκαπ, ο Κάναν κι ο Πίτερς που κάνει ρεκόρ καριέρας στο σκοράρισμα έχοντας ντυθεί Βεζένκοφ και θα πρεπε να τον φωνάζουν Σάσα κι όχι Αλεκ. Η όλη λειτουργία της ομάδας, κυρίως στην άμυνα, θυμίζει την περσινή γιατί είναι στο παρκέ η περσινή ομάδα. O Μπαρτζώκας αν μπορούσε θα έπαιζε με αυτοπύς και το τέταρτο δεκάλεπτο – απλά δεν γίνόταν κι ο Αστέρας πλησίασε απειλητικά σουτάροντας γρήγορα. Αλλά αντιδρά αργά κι αφού ακολουθώντας τον Ολυμπιακό στο δικό του τέμπο στο τρίτο δεκάλεπτο έχει χάσει το ματς. Ο Αστέρας σε αυτό το δεκάλεπτο έχει βρει επί της ουσίας 6 πόντους, όλους από τον Τεόντοσιτς – οι άλλοι τρεις ήρθαν στα τελευταία είκοσι δευτερόλεπτα από ένα «γκολ – φάουλ» του Νέντοβιτς. Το επί μέρους 19-6 έχει ξεκινήσει με ένα κάρφωμα του Φαλ. Που δεν θέλει να μάθει ελληνικά για να μην διαβάζει τι γράφουμε για αυτόν και τι λέμε για αυτόν. Και καλά κάνει. Διότι δεν υπάρχουν λόγια.
Πηγή: Karpetshow