Του Αλέξανδρου Λοθάνο
Το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο όπου καταλάβαινα (αμυδρά έστω) τι έβλεπα, ήταν η μοναδική παράσταση του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα στα γήπεδα του Μεξικό το 1986, όπου πήρε από το χεράκι μια μέτρια, αλλά μαχητική Αργεντινή, και την οδήγησε στην κορυφή του κόσμου.
Στις επόμενες διοργανώσεις, πάντα έβλεπα Αργεντινή ή Βραζιλία να φτάνουν μακριά, έστω και αν δεν κατακτούσαν πάντα το Άγιο Δισκοπότηρο του παγκοσμίου ποδοσφαίρου σε επίπεδο εθνικών ομάδων.
Η Αργεντινή έφτασε στον τελικό του 1990 και έχασε από την Δυτική Γερμανία, εξαιτίας του πέναλτι – εφεύρεση του Μεξικανού Εντγκάρντο Κοντεσάλ. Η Βραζιλία πήρε την κούπα το 1994 και το 2002, αλλά δεν αποκλείεται να το είχε κάνει και το 1998, ανεξαρτήτως του καλλιτέχνη Ζινεντίν Ζιντάν, αν ο Ρονάλντο δεν κατέρρεε ώρες πριν από τον τελικό με την Γαλλία.
Έκτοτε, Αλμπισελέστε και Σελεσάο μοιάζουν περισσότερο με… θεατές πολυτελείας σε μια διοργάνωση όπου μετρούν μαζί εφτά κατακτήσεις (δύο και πέντε αντίστοιχα), με εξαίρεση τον τελικό του 2014, όπου η Αργεντινή πλήρωσε την χαμένη ευκαιρία του Γκονσάλο Ιγουαΐν και την απουσία του Άνχελ Ντι Μαρία από το ραντεβού με την Γερμανία.
Η Ευρώπη, όπως κυριαρχεί ποιότητα και σε αποτελέσματα, σε επίπεδο πρωταθλημάτων και διεθνών διοργανώσεων, είναι το αφεντικό των Μουντιάλ εδώ και πάνω από μια δεκαετία, αφού μετράει τέσσερις συνεχόμενες κατακτήσεις: Ιταλία (2006), Ισπανία (2010), Γερμανία (2014) και Γαλλία (2018).
Με εξαίρεση, μάλιστα, την παρουσία της Αργεντινής στον τελικό του 2014, όλοι οι υπόλοιποι ήταν αμιγώς ευρωπαϊκοί τελικοί, με χαμένες Γαλλία (2006), Ολλανδία (2010) και Κροατία (2018).
Λίγες ώρες μετά την επισημοποίηση της πρόκρισης και της Αργεντινής (μετά την Βραζιλία) στο Μουντιάλ του Κατάρ, κάθομαι και σκέφτομαι πως θα σπάσει αυτή η ευρωπαϊκή κυριαρχία στα αραβικά γήπεδα. Και δεν βρίσκω πώς θα γίνει αυτό σε ένα χρόνο από τώρα.
Το πρώτο αραβικό Μουντιάλ είναι και το πρώτο της ιστορίας που θα διεξαχθεί εν μέσω ευρωπαϊκού χειμώνα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι παίκτες θα είναι στο φουλ από δυνάμεις και όχι στο φινάλε μιας σεζόν, όπου το κοντέρ έχει σχεδόν αδειάσει και οι ποδοσφαιριστές βρίσκουν κινητήρια δύναμη στο κίνητρο της συμμετοχής στην μεγαλύτερη διοργάνωση της καριέρας τους.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, δίνω μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας στην Αγγλία, εφόσον βεβαίως αποβάλει τα παραδοσιακά της κόμπλεξ, κάτι που φαίνεται ότι έχει καταφέρει ο Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ στις τελευταίες δύο διοργανώσεις (Μουντιάλ 2018 και Euro202…1).
Όσο για τις μεγάλες δυνάμεις του ποδοσφαίρου της Νοτίου Αμερικής; Η Αργεντινή θα βιώσει, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, το τελευταίο Μουντιάλ με τον (35χρονο τότε) Λιονέλ Μέσι στις τάξεις της.
Το κίνητρο του Λέο είναι τεράστιο, ο Λιονέλ Σκαλόνι έχει συνθέσει μια ομάδα που χάνει πολύ δύσκολα (είναι αήττητη εδώ και 27 ματς και απέχει μόλις τέσσερα από το ρεκόρ της, επί εποχής Άλφιο Μπαζίλε), αλλά δεν με πείθει.
Όσο για την Βραζιλία; Ο Τίτε, για τον οποίο κάποτε ο Ζιοβάνι μου είχε πει ότι είναι ο ιδανικός προπονητής για την εθνική ομάδα της χώρας του, έχει προσαρμόσει την Σελεσάο στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η Βραζιλία δέχεται δύσκολα γκολ και παραμένει αήττητη στα προκριματικά του Μουντιάλ (αν και λογικά θα χάσει στα χαρτιά το διακοπέν ματς με την Αργεντινή), όπου πάντως το επίπεδο εσχάτως είναι (πολύ) χαμηλό.
Διαθέτει δύο τερματοφύλακες παγκόσμιας κλάσης (Άλισον και Έντερσον), αλλά στο κέντρο της άμυνας παίζει ακόμα ο 37χρονος Τιάγκο Σίλβα, στερείται δημιουργίας από τα άκρα και πιθανόν να καταφύγει στον 39χρονο τότε (!) Ντάνι Άλβες, η δημιουργία στα χαφ περιορίζεται στον Λούκας Πακετά (…) και λείπει ένας γκολτζής σέντερ φορ.
Ο Νεϊμάρ δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του (πράγματι, δεν μπορεί), ο Βινίσιους Ζούνιορ πρέπει να σταθεροποιηθεί στα επίπεδα που είναι εσχάτως και, όταν έρθει η ώρα της αλήθειας με τα μουντιαλικά νοκ άουτ και ένα αντάμωμα με πιο «γεμάτες» ομάδες τύπου Βελγίου, Γερμανίας ή Ισπανίας, θεωρώ ότι θα μπει τέλος και στην πορεία της Σελεσάο στα αραβικά γήπεδα.
Παραδοσιακά, το Μουντιάλ συνδυάζεται με Αργεντινή και Βραζιλία, αλλά πολύ φοβάμαι ότι, και στο Κατάρ, αμφότερες θα βλέπουν ξανά τα ευρωπαϊκά τρένα να περνούν. Μακάρι να διαψευστώ.
Πηγή: Gazzetta