Επιλογή Σελίδας

Του Σταύρου Μαρκουλάκη

«Να κερδίζεις ή να χάνεις, αλλά πάντα με δημοκρατία». Δεν πρόκειται για το σλόγκαν κάποιας πολιτικής παράταξης, αλλά μίας ποδοσφαιρικής ομάδας. Της Κορίνθιανς της δεκαετίας του 80′, της Κορίνθιανς του σπουδαίου Σόκρατες. Φαντάζει πολύ μακριά από τα σημερινά δεδομένα, όπου η FIFA θέλει να κρατά το ποδόσφαιρο μακριά από τα πολιτικά πράγματα.

Άλλωστε και ο ίδιος ο Σόκρατες ήταν πολύ μακριά από το στερεότυπο του μέσου ποδοσφαιριστή. Δεν ήταν το παιδί, του οποίου όλος ο κόσμος ήταν μία μπάλα και αμέσως μόλις του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει επαγγελματικά, την άρπαξε και βούτηξε στα πλούτη. Κάθε άλλο. Παράλληλα με το ποδόσφαιρο σπούδαζε ιατρική και δεν υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο μέχρι να πάρει το πτυχίο του.

Σε μία χώρα, στην οποία το ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από τρόπος ζωής, ο ίδιος κόντρα στο ρεύμα έλεγε: «ένα ποδοσφαιρικό ματς διαρκεί 90 λεπτά, αλλά η ζωή συνεχίζεται». Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην αθλητιατρική και όταν τελείωσε την καριέρα του εξάσκησε κανονικά το επάγγελμα του γιατρού.

Ωστόσο, δεν έμεινε μόνο εκεί. «Εάν είχα παραμείνει μόνο γιατρός, θα είχα γνωρίσει μόνο έναν τομέα της κοινωνίας και μόνο τη μία πλευρά της ζωής. Θα ήμουν κι ένας ποδοσφαιριστής περιορισμένων ικανοτήτων». Ο Σόκρατες έκανε διδακτορικό στη φιλοσοφία και ασχολήθηκε ενεργά με το πολιτικό γίγνεσθαι. Δεν έγινε ποτέ πολιτικός, αλλά ήταν ένας ακτιβιστής της δημοκρατίας, ένας φανατικός εχθρός της δικτατορίας.

Οι καταβολές του

Ο Σόκρατες γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1954. Ήταν ο πρωτότοκος γιος μίας οικογένειας με 4 παιδιά (ο μικρότερός του αδερφός, Ράι, έγινε επίσης ποδοσφαιριστής με σπουδαία καριέρα στην Εθνική Βραζιλίας, τη Σάο Πάολο και την Παρί Σεν Ζερμέν). Ο πατέρας του δεν είχε πάει σχολείο, όμως έμαθε ανάγνωση μόνος του και  διαβάζοντας ιστορικά κείμενα λάτρεψε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Η αγάπη του αυτή για την αρχαία Ελλάδα εξηγεί και τον λόγο, για τον οποίο έδωσε στον γιο του το όνομα Σόκρατες (το πλήρες του όνομα ήταν Σόκρατες Μπραζιλέιρο Σαμπάιο ντε Σόουζα Βιέιρα ντε Ολιβέιρα).

Ο μικρός Σόκρατες είχε την ευκαιρία να πάει σε ένα από τα καλά σχολεία του Σάο Πάολο, ενώ μέσα από τη βιβλιοθήκη του πατέρα του ήρθε από πολύ νεαρή ηλικία σε επαφή με τα φιλοσοφικά κείμενα. Ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στη Βραζιλία, ενώ υπήρξε ένα συγκεκριμένο συμβάν, που από πολύ νωρίς τον έκανε να βλέπει με κακό μάτι τα αυταρχικά καθεστώτα: «Το 1964 πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα. Ήμουν 10 ετών και θυμάμαι τον πατέρα μου να καίει ένα βιβλίο για τους Μπολσεβίκους. Αυτό το γεγονός φούντωσε το ενδιαφέρον μου για την πολιτική».

Αργότερα, τα πράγματα άρχισαν να γίνονται ακόμη πιο σαφή: «Όταν πήγα κολέγιο στα δεκάξι, άρχισα να συνειδητοποιώ την καταπίεση. Υπήρχαν συμφοιτητές μου, που αναγκάζονταν να κρυφτούν, να φύγουν μακριά».

Η Δημοκρατία της Κορίνθιανς

Από το 1974 ο Σόκρατες αγωνιζόταν στην Μποταφόγκο και υπέγραψε με αυτήν το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο  το 1978, όταν πια είχε πάρει το πτυχίο του στην ιατρική. Την ίδια χρονιά πήρε μεταγραφή στην Κορίνθιανς, η οποία αποτέλεσε το αριστούργημα της καριέρας του. Ο λόγος δεν ήταν τόσο αγωνιστικός, αν και πράγματι τη βοήθησε να φτάσει στην κατάκτηση τριών πολιτειακών πρωταθλημάτων του Σάο Πάολο (1979, 1982,1983). «Ήταν η σπουδαιότερη ομάδα που έχω αγωνιστεί ποτέ, επειδή επρόκειτο για κάτι περισσότερο από ποδόσφαιρο».

Μαζί με τον συμπαίκτη του, Βλάντιμιρ, ήταν οι ηγέτες του κινήματος, που έγινε γνωστό ως «Democracia Corinthiana», δηλαδή «Δημοκρατία της Κορίνθιανς». Οι δυο τους εκμεταλλεύτηκαν τις διοικητικές αλλαγές στην ομάδα και υπό τον νέο πρόεδρο Βάλντεμαρ Πίρες και τον κοινωνιολόγο, αθλητικό διευθυντή, Αντίλσον Μοντέιρο Άλβες, δημιούργησαν ένα νέο δημοκρατικό σύστημα λήψης των αποφάσεων εντός της ομάδας.

Όλοι, από τους ποδοσφαιριστές μέχρι τους φροντιστές ψήφιζαν για κάθε απόφαση σχετικά με την ομάδα ανεξάρτητα από τη σημασία της. Το τι ώρα θα γίνονται οι προπονήσεις και τα γεύματα, ζητήματα σχετικά με προσλήψεις ή αποχωρήσεις, όλα περνούσαν από ψηφοφορία.  «Υπήρχαν 3 διαφορετικές λύσεις και μετά τις θέταμε σε ψηφοφορία. Και επιλέγαμε την απόφαση της πλειοψηφίας. Δεν υπήρξαν ποτέ προβλήματα», σημείωνε ο Σόκρατες.

Στις παραπάνω ψηφοφορίες είχε τεθεί και ένα ζήτημα, που ο Σόκρατες θεωρούσε πως έθιγε την αξιοπρέπεια των ποδοσφαιριστών· οι συγκεντρώσεις στα ξενοδοχεία πριν από τους αγώνες: «Οι συγκεντρώσεις ταπεινώνουν τους ανθρώπους. Είναι σαν να λες “δεν αξίζεις τίποτα, είσαι ανεύθυνος, πρέπει να σε έχω υπό επιτήρηση”. Είναι ηλίθιο. Όσο πιο καλά είσαι, τόσο καλύτερα αγωνίζεσαι».

Εν μέσω του δικτατορικού καθεστώτος στη Βραζιλία, είχε δημιουργηθεί μία δημοκρατική ποδοσφαιρική κοινότητα. Φυσικά, η τελευταία δεν θα μπορούσε να περιοριστεί στα εσωτερικά ζητήματα της ομάδας, παραβλέποντας το τι συμβαίνει στη χώρα. Έτσι, πολλές φορές στις φανέλες της ομάδας τυπώνονταν μηνύματα, όπως «θέλω να ψηφίσω για πρόεδρο» ή «στις 15 του μήνα ψηφίστε», το οποίο αφορούσε την πρώτη εκλογική διαδικασία στη χώρα μετά το πραξικόπημα του 1964 και το οποίο αποτέλεσε ένα από τα πρώτα βήματα για να απαλλαγεί ο βραζιλιάνικος λαός από τη δικτατορία.

Ο Σόκρατες μίλησε για την «τελειότερη στιγμή της ζωής μου» όταν η Κορίνθιανς κατέκτησε το πρωτάθλημα Παουλίστα το 1982 φορώντας φανέλες, που έγραφαν τη λέξη «Δημοκρατία». «Οι πολιτικές νίκες μου είναι πιο σημαντικές από αυτές ως επαγγελματίας παίκτης» σημείωνε χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι το δικτατορικό καθεστώς ήταν… δυσαρεστημένο με την Κορίνθιανς, με τον ταξίαρχο Ζερόνιμο Μπάστος να προειδοποιεί ότι ο σύλλογος ξεφεύγει από τον αθλητικό του ρόλο και θα υπάρξουν συνέπειες. Σε μία πολιτική συγκέντρωση το 1984 μπροστά σε 1,5 εκατομμύρια κόσμο ο Σόκρατες πήρε τον λόγο και υποσχέθηκε ότι αν η βουλή περνούσε τη συνταγματική αναθεώρηση, που προέβλεπε ελεύθερες εκλογές, τότε ο ίδιος θα παρέμενε στη Βραζιλία αγνοώντας τις προτάσεις ιταλικών ομάδων. Εντούτοις, η συνταγματική αναθεώρηση δεν υπερψηφίστηκε και ο Σόκρατες έφυγε για την Ιταλία. Η Δημοκρατία της Κορίνθιανς έσβησε, έχοντας όμως βοηθήσει στην ανύψωση του δημοκρατικού φρονήματος στη χώρα.

Μετά την Κορίνθιανς

Στην Ιταλία, όπου  φόρεσε τη φανέλα της Φιορεντίνα, παρέμεινε για μόλις έναν χρόνο. Ποτέ δεν προσαρμόστηκε στη ζωή εκεί. «Ήμουν ένα χρόνο στην Φλωρεντία και αρκετές φορές δεν ήθελα να πάω να προπονηθώ, αλλά ήθελα να βγω έξω, να καπνίσω, να παρτάρω με τους φίλους μου. Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα στην ζωή από το ποδόσφαιρο».

Εξάλλου, ο ίδιος είχε περιγράψει τον εαυτό του με τον εξής τρόπο: «Είμαι αντιαθλητής. Δεν μπορώ να αρνηθώ παραστρατήματα, που ξεφεύγουν από τα αυστηρά συστήματα που χαρακτηρίζουν τους αθλητές. Θα πρέπει να με δεχθεί κάποιος όπως είμαι».

Εν αντιθέσει όμως με τις ποδοσφαιρικές του υποχρεώσεις, τις οποίες αμέλησε στη Φλωρεντία, εκεί βρήκε τον χρόνο και την ευκαιρία για να παρακολουθήσει μαθήματα ιστορίας της τέχνης, αλλά και να ξεκινήσει το διδακτορικό του στη φιλοσοφία.

Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Βραζιλία, όπου αγωνίστηκε με τη Φλαμένγκο κατακτώντας το πρωτάθλημα και το Κύπελλο του Ριό Ντε Τζανέιρο, είχε ένα σύντομο πέρασμα από τη Σάντος και αποσύρθηκε με την πρώτη του ομάδα, την Μποταφόγκο το 1989. Για την αποχώρηση από την ενεργό δράση, είχε πει την εξής ατάκα: «κανείς παίκτης δεν εγκαταλείπει το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο εγκαταλείπει τους παίκτες».

Τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του και η «Σελεσάο»

Φυσικά, όλα αυτά γύρω από την πολύπλευρη προσωπικότητα του Σόκρατες δεν θα ήταν τόσο γνωστά, εάν δεν μιλούσαμε για έναν πραγματικά θαυμάσιο παίκτη. Ήταν μια φυσιογνωμία που ξεχώριζε κανείς αμέσως στο γήπεδο, με το μπόι του (1,92μ.), την πλούσια κόμη και το μούσι του, καθώς και τη χαρακτηριστική κορδέλα που φορούσε στα μαλλιά πολύ συχνά.

Είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως σέντερ φορ, αλλά καθιερώθηκε και άφησε εποχή ως δημιουργικός μέσος. Χρησιμοποιούσε εξίσου καλά και τα δύο του πόδια, έβγαζε μακρινές μπαλιές ακριβείας και έκανε φαρμακερά σουτ. Ήταν «μαέστρος» στις κάθετες πάσες και ξεχώριζε η τάση του να κάνει τακουνάκια. Μάλιστα, ο Πελέ είχε σχολιάσει, πως ήταν πιο ικανός με το πίσω μέρος του ποδιού του, απ’ ό,τι πολλοί ποδοσφαιριστές με το μπροστινό. Παρότι δεν ήταν γρήγορος, ήταν πάρα πολύ δυνατός και καλός στο ψηλό παιχνίδι. Επιπλέον, θεωρούταν άριστος στις εκτελέσεις πέναλτι.

Φυσικά, η καθολική αναγνώριση του ποδοσφαιρικού κόσμου στον Σόκρατες ήρθε μέσα από τις εμφανίσεις του με την Εθνική Βραζιλίας στα Παγκόσμια Κύπελλα και ιδιαίτερα εκείνο του 1982 στην Ισπανία. Σε εκείνη τη διοργάνωση ήταν ο αρχηγός της «Σελεσάο», που είχε μια εξαιρετική «φουρνιά» ποδοσφαιριστών μαζί με τους Ζίκο και Φαλκάο. Η Βραζιλία έπαιξε ένα υπέροχο ποδόσφαιρο, που μνημονεύεται από πολλούς μέχρι σήμερα, όμως στη δεύτερη φάση των ομίλων εντελώς απροσδόκητα αποκλείστηκε από την Ιταλία γνωρίζοντας την ήττα με 3-2 με το χατ-τρικ του Πάολο Ρόσι, ενώ ο Σόκρατες είχε πετύχει ένα πολύ όμορφο γκολ απέναντι στον Ντίνο Τζοφ. Πολλοί, ακόμη λένε ότι εκείνη η «Σελεσάο» είναι μία από τις κορυφαίες ομάδες, που δεν κατέκτησαν ποτέ το Μουντιάλ.

Στην επόμενη διοργάνωση το 1986 η Βραζιλία έφτασε μέχρι τους προημιτελικούς, όπου αποκλείστηκε στα πέναλτι από τη Γαλλία. Συνολικά, με το εθνόσημο ο Σόκρατες αγωνίστηκε 60 φορές πετυχαίνοντας 22 τέρματα.

Η ζωή μετά το ποδόσφαιρο, τα πάθη του και ο θάνατος

Μόλις αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ο Σόκρατες είχε μία σύντομη και αποτυχημένη καριέρα ως προπονητής. Έτσι, στη συνέχεια εργάστηκε ως ορθοπεδικός. Παράλληλα, είχε στήλη στο εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό «Carta Capital» και πάντα συμμετείχε στον δημόσιο διάλογο. Απέρριψε πρόταση να γίνει πρεσβευτής του ποδοσφαίρου, καθώς τον απωθούσε η ιδέα της εμπορευματοποίησης του αθλήματος. Το 2004 με την ιδιότητα του παίκτη-προπονητή επέστρεψε στα γήπεδα με την ερασιτεχνική Γκάρφορθ Τάουν στην Αγγλία με συμβόλαιο ενός μήνα.

Ο Σόκρατες είχε δύο μεγάλα πάθη, τα οποία οδήγησαν και στο πρόωρο τέλος της ζωής του. Ο λόγος για το κάπνισμα και το αλκοόλ. Για  το κάπνισμα είχε παραδεχθεί: «Έχω προσπαθήσει να κόψω το κάπνισμα 50.000 φορές. Το προσπάθησα και σήμερα, αλλά αντιστάθηκα μέχρι τις 11 το πρωί. Είμαι αυτός που είμαι. Καπνίζω από τα 13 μου. Θα πεθάνω από καρκίνο του πνεύμονα ή από εμφύσημα. Δεν μπορώ να το κόψω».

Το αλκοόλ του προκάλεσε τεράστια προβλήματα υγείας. Συγκεκριμένα, δύο φορές μπήκε στην εντατική, λόγω αιμορραγίας στο στομάχι, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ. Μόλις ξεπέρασε αυτές τις δύο περιπέτειες δήλωνε πως έκοψε το αλκοόλ. Ωστόσο, τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου του 2011 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 57 ετών. Ο λόγος ήταν μία τροφική δηλητηρίαση, την οποία ο εξουθενωμένος του οργανισμός δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει και εξελίχθηκε σε σηψαιμικό σοκ.

Την ίδια ημέρα η αγαπημένη του Κορίνθιανς κατακτούσε το πρωτάθλημα Βραζιλίας και οι χιλιάδες φίλαθλοι μαζί με τους παίκτες της ομάδας τον αποχαιρετούσαν. Το τρομερό είναι ότι ο ίδιος είχε κάνει παλαιότερα την ακόλουθη προφητική δήλωση: «Θέλω να πεθάνω μια Κυριακή και η Κορίνθιανς να κατακτήσει το πρωτάθλημα εκείνη την ημέρα».

Πηγή: Sport DNA