Του Δημήτρη Ρούσσου
Τα μεταγραφικά ποσά πια ξεπερνούν κάθε φαντασία του αναλυτή, δημοσιογράφου ή οπαδού των ‘90s κι αυτό είναι ευθέως σχετιζόμενο με το «φαινόμενο της πεταλούδας» στα οικονομικά. Οποιος άλλωστε έλεγε, όχι το 1990, πριν καν την υπόθεση Μποσμάν, αλλά έστω το 2005 ή το 2010, πως θα δινόταν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για τα δικαιώματα ενός μόνο ποδοσφαιριστή στο «κατώφλι» της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, θα χαρακτηριζόταν μάλλον άμυαλος. Φτάσαμε όμως εδώ και οι συζητήσεις αφορούν πλείστα όσα θέματα γύρω από το λαοφιλέστερο άθλημα.
Είναι δεδομένο πως δεν σπαταλούν όλες οι ομάδες αυτά τα αδιανόητα χρήματα, αλλά συγκεκριμένες. Μερικές, όπως η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ Μαδρίτης, λόγω της τεράστιας δυναμικής τους σε όλα τα επίπεδα στον παγκόσμιο οικονομικό – και όχι μόνο αθλητικό – χάρτη, άλλες, όπως η Παρί Σεν Ζερμέν και η Μάντσεστερ Σίτι, λειτουργώντας υπό ένα ιδιοκτησιακό καθεστώς που «μυρίζει» περίεργα και μάλλον «λερώνει» το σπορ, όπως το έχουν στο μυαλό τους οι «ρομαντικοί» οπαδοί, εκείνοι που εν πάση περιπτώσει θυμούνται τις πιο λαϊκές εποχές του ποδοσφαίρου και την εκδοχή του που δεν κοιτάει τον φίλαθλο στην τσέπη.
Τέτοιοι βρίσκονται σε μεγάλα πλήθη στη Γερμανία. Οχι μόνο εκεί, αλλά σίγουρα στη Μπουντεσλίγκα εντοπίζονται οι μεγάλοι «χαμένοι» του χορού των εκατομμυρίων που έχει στηθεί για τα καλά την τελευταία 5ετια. Ενας από τους λόγους είναι πως οι σύλλογοι εκεί δεν μπορούν να μοιάσουν στους Αγγλους ή να παρουσιάσουν φαινόμενα τόσο εντυπωσιακά όσο της Σίτι, της Τσέλσι (επί Αμπράμοβιτς) ή της Παρί. Ενας από τους λόγους είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς, που δεν μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη για συγκεκριμένους λόγους.
Loud, proud & colourful ⚪️??⚫️
The best fans in the world. Right here in the #Bundesliga ? pic.twitter.com/2CHG5YecOv
— Bundesliga English (@Bundesliga_EN) 27 Οκτωβρίου 2017
Οι Financial Times επικαλούνται δήλωση του Κρίστιαν Σάιφερτ, διευθύνοντος συμβούλου της γερμανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας (DFL), που ανέφερε ότι οι κορυφαίες ομάδες της Μπουντεσλίγκα ανησυχούν για το γεγονός ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους συλλόγους της Premier League και της La Liga για οικονομικούς λόγους. Η συζήτηση για την ιδιοκτησία των συλλόγων ανοίγει για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια κι απέναντί τους δεν είναι μόνο οι… γραφικοί οπαδοί, όπως θα φανταζόταν κάποιος.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «50+1»
Το ιδιότυπο καθεστώς ιδιοκτησίας των μετοχών μιας ομάδας στο γερμανικό ποδόσφαιρο είναι κάτι για το οποίο στη χώρα περηφανεύονται. Το «50+1-Regel», δηλαδή ο κανόνας, ορίζει πως, για να μπορεί μια ομάδα να αγωνιστεί στην Μπουντεσλίγκα, πρέπει η πλειοψηφία των μετοχών να ανήκει στον ίδιο τον σύλλογο, δηλαδή στα μέλη του, δηλαδή στους οπαδούς του. Ο νόμος αυτός έχει σχεδιαστεί για να διαβεβαιώσει πως ο γενικός έλεγχος δεν θα επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες.
Ποιοι είναι αυτοί; Καθόλου υποθετικά πλέον, έστω κι αν οι Γερμανοί αποδείχθηκαν εξαιρετικά οξυδερκείς τον Οκτώβριο του 1998, όταν θέσπισαν τον κανονισμό, μεγιστάνες από κάθε γωνιά του κόσμου, που συνδέουν το ποδόσφαιρο με μπίζνες και «κατατρώγουν» την ψυχή του. Πριν το 1998, οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι στη Γερμανία ήταν διοικητικά οργανωμένοι όπως οι ερασιτεχνικοί στην Ελλάδα. Η διοίκησή τους δεν αποσκοπούσε στο κέρδος, αφού δεν ήταν εταιρίες και απαγορευόταν οποιαδήποτε επένδυση από ιδιώτες. Αυτό αντικαταστάθηκε με το «50+1» και ορισμένες εξαιρέσεις, όπως τη δυνατότητα σε όποιο χρηματοδοτεί έναν σύλλογο για πάνω από 20 συνεχόμενα χρόνια, όπως έγινε στην περίπτωση της Bayer με τη Λεβερκούζεν και της Φόλκσβάγκεν με τη Βόλφσμπουργκ.
«Όταν είχα συνομιλίες με δυνητικούς επενδυτές, ο κανόνας των 50 + 1 ήταν κάτι που τους εμπόδισε σαφώς να κοιτάξουν τη Γερμανία», ανέφερε στους Financial Times ο Μπεν Μάρλοου, εκτελεστικό μέλος του «21 Club», εταιρίας παροχής επιχειρηματικών συμβουλών σε ποδοσφαιρικές εταιρίες. «[Αν ο κανόνας αλλάξει], πιστεύω πως βλέπαμε εξαγορές σε εύλογα βραχυπρόθεσμο χρονικό διάστημα».
Ο «ΛΑΤΡΗΣ» ΒΑΤΣΚΕ, Ο ΠΛΑΤΙΝΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΟΙ
Ενας από τους μεγαλύτερους εχθρούς της ιδέας ήταν ο πρόεδρος του Ανόβερου, Μάρτιν Κουντ, που υποστηρίζει πως το «50+1» ενδέχεται παραβιάζει το δίκαιο ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μάλιστα, το 2009, ο σύλλογος της Σαξωνίας πρότεινε στη Μπουντεσλίγκα την αλλαγή του κανόνα, όμως «έσπασε» τα μούτρα του, με 32 από τις 36 ομάδες των δυο πρώτων κατηγοριών να καταψηφίζουν στην ψηφοφορία. Η οπαδική οργάνωση «Unsere Kurve» (μτφ «Το δικό μας πέταλο») διοργάνωσε τεράστια καμπάνια κατά της πρότασης του Κουντ, μάζεψε υπογραφές 100.000 και πλέον οπαδών όλων των ομάδων και ζήτησε με δυνατή φωνή να μην αλλάξει το καθεστώς που «θα νοθεύσει τον ανταγωνισμό και θα απομακρύνει το ποδόσφαιρο από τις ρίζες του».
Ο τότε πρόεδρος της Συνεταιρισμού, μετά το αποτέλεσμα της ψηφορορίας, είχε δηλώσει: «Η Μπουντεσλίγκα παραμένει πιστή στις αξίες της και διατηρεί την εμπιστοσύνη της στους παράγοντες που συμβάλλουν στην επιτυχία του ποδοσφαίρου στη Γερμανία εδώ και δεκαετίες: σταθερότητα, συνέχεια και εγγύτητα στους οπαδούς». Τα παραπάνω αμφισβητεί έντονα, μερικά χρόνια μετά, ο CEO της Λειψίας, Ραλφ Ράγκνικ, που αναδείχθηκε σε ποδοσφαιρικό και οικονομικό «θαύμα» στα γήπεδα μετά την είσοδο της Red Bull στο μετοχικό της κεφάλαιο. Το status της ομάδας προκαλεί άπαντες στη χώρα, αφού η πολυεθνική πρεσβεύει όλα όσα «ξόρκιζαν» οι «παραδοσιακοί»: η Red Bull βρήκε μια ομάδα της πέμπτης κατηγορίας, την SSV Μάρκανστατ, την μετονόμασε σε RB Leipzig (μτφ Ρεντ Μπουλ Λειψία) κι έκανε μέλη όλους τους υπαλλήλους της εταιρίας, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις. Ουσιαστικά, αγόρασε τα πάντα, ως και τα ίδια της τα μέλη!
«Για μένα, όλο αυτό είναι παλιομοδίτικο όσο δεν πάει. Η Ντόρτμουντ έχει 150.000 μέλη, που όμως δεν έχουν ουσιαστικό λόγο για τις στρατηγικές αποφάσεις του συλλόγου. Πιστεύετε ότι η Μερτσέντες, η Πόρσε ή η DHL ρωτούν τους μετόχους τους για κάθε απόφαση που παίρνουν; Το ίδιο ισχύει και για το ποδόσφαιρο. Οι σωστοί άνθρωποι πρέπει να συγκροτούν ένα συμβούλιο και να παίρνουν τις σωστές αποφάσεις για την ομάδα». Τα λόγια του, στην άλλη όψη του νομίσματος και άκρως… ερεθιστικά για όποιον έχει ζήσει το γερμανικό ποδόσφαιρο εκ των έσω.
Δεν είναι μόνο οι οπαδοί όμως που δεν θέλουν να αλλάξει κάτι. Από τα χείλη του CEO ενός από τους ισχυρότερους οικονομικά και προεξάρχοντος εμπορικά συλλόγου, του Χανς-Γιοακίμ Βάτσκε της Ντόρτμουντ, έχουν ακουστεί τα εξής (2016): «Ο Γερμανός φίλαθλος αισθάνεται παραδοσιακά δεμένος με την ομάδα του. Αν ξαφνικά τον θεωρήσουμε πελάτη αντί για οπαδό, θα έχουμε πρόβλημα. Το «50+1» έχει σημαντικά μεγαλύτερο όφελος για το γερμανικό ποδόσφαιρο, από τις παράπλευρες ζημιές. Αλλωστε, δεν είναι όλοι οι σύλλογοι, τόσο τυχεροί, όσο εκείνοι της Τσέλσι, στους οποίους θα προκύψει ένας Αμπράμοβιτς, που πρώτα και πάνω απ’ όλα θέλει να βλέπει την ομάδα του να νικάει». Τα παραπάνω τα είχε δηλώσει στην Sportbild και το επίσημο σάιτ της Μπουντεσλίγκα βρήκε χρήσιμο να τα υπενθυμίσει μόλις πριν έναν μήνα, με ολόκληρο αφιέρωμα…
ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ (;)
«Χρειαζόμαστε τουλάχιστον να καταλάβουμε εάν μεταξύ των ριζοσπαστικών θέσεων – να διατηρήσουμε την αγορά όπως είναι, ή να την επαναδιαμορφώσουμε εντελώς – υπάρχει χώρος ενδιάμεσα», ανέφερε ο Σάιφερτ στο ίδιο δημοσίευμα των F.T. Για όσα θα φέρουν οι αλλαγές, μπορεί κανείς μόνο να υποθέσει, ή έστω να προσομοιάσει τα δεδομένα των υπόλοιπων χωρών στη Γερμανία. Για όσα χαρακτηρίζουν πάντως το γερμανικό ποδόσφαιρο υπό το ισχύον καθεστώς, υπάρχουν αναντίρρητα δεδομένα.
Ο κανονισμός, μοναδικό φαινόμενο στο διεθνές ποδόσφαιρο, συνέβαλε σε μια ολόκληρη αθλητική κουλτούρα, εξασφαλίζοντας χαμηλές τιμές εισιτηρίων, γεμάτα γήπεδα, την αποδοχή των οπαδών και οικονομική υγεία για όλους τους συλλόγους, που δεν πέφτουν στα χέρια τυχάρπαστων καιροσκόπων εξ Ινδίας, Κίνας, Ινδονησίας ή Αραβίας εσχάτως.
Οσο για τα έσοδα; Ολα είναι σχετικά. Οι ομάδες της Premier League κέρδισαν 8 δις λίρες από την τελευταία συμφωνία πώλησης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων σε Αγγλία και σε όλον τον κόσμο. Στη Γερμανία, κατά τη σεζόν 2016/17 οι σύλλογοι μοιράστηκαν 3.37 δις ευρώ, σε μια συμφωνία αυξημένη κατά 4%. Οχι κι άσχημα δηλαδή. Βέβαια, παρότι η συμφωνία για τα τηλεοπτικά της Μπουντεσλίγκα είναι η δεύτερη υψηλότερη στον κόσμο, μόνο τρεις ομάδες – η Μπάγερν Μονάχου, η Ντόρτμουντ και η Σάλκε – ανήκουν στις κορυφαίες 20 ομάδες, σύμφωνα με την Deloitte.
World class football at bargain prices ⚽️
The #Bundesliga continues to dominate the European attendance rankings ? https://t.co/zefiapwfDr pic.twitter.com/NFeajqWs0z
— Bundesliga English (@Bundesliga_EN) 31 Οκτωβρίου 2017
Αυτό σημαίνει πως πολλά χρήματα καταλήγουν στα χαμηλότερα στρώμματα και στις μικρότερες ομάδες, που δεν «στεγνώνουν». Δεν τις απομυζούν δηλαδή οι «γίγαντες» και ίσως αυτό είναι που κάνει τον Ούλι Χένες, πρόεδρο των Βαυαρών, να ισχυρίζεται πως «πρέπει να αλλάξει ο κανονισμός του “50+1”, όχι επειδή θα γινόταν κάτι ουσιαστικά, όσο επειδή πρέπει αυτή η κουβέντα να σταματήσει».
Η ΚΟΥΒΕΝΤΑ «ΑΝΑΖΟΠΥΡΩΝΕΤΑΙ» ΔΙΑΡΚΩΣ
Από το 2009 και την ψηφοφορία μετά την καμπάνια του Ανόβερου, η κουβέντα ανοίγει διαρκώς. Πολλοί στην Ευρώπη είναι πλούσιοι, ή τουλάχιστον έτσι παρουσιάζονται, με το Financial Fair Play της UEFA να έχει αποτύχει και τις μεταγραφές να τρυπούν το «ταβάνι» διαρκώς, μέχρι να σκάσει η φούσκα και να αλλάξει χρώμα ο «ουρανός» πάνω από τα γήπεδα.
Το σίγουρο είναι ότι στη Γερμανία προβληματίζονται και ψάχνουν τρόπους να το φέρουν σιγά-σιγά ενώπιον των οπαδών. Ο Σάιφερτ καταφεύγει στη ρητορική του ως και σε λύσεις του τύπου «οι σύλλογοι θα συζητήσουν τα συμβιβαστικά μέτρα για τον κανόνα «50+1», όπως η εξασφάλιση ότι τα μέλη των συλλόγων έχουν ακόμα το δικαίωμα να μπλοκάρουν αλλαγές σχετικά με τα χρώματά τους ή τη μετακίνηση ενός σταδίου σε ένα νέο τμήμα μιας πόλης». Χωρίς να διαθέτουμε μαντικές ικανότητες, μπορούμε να προβλέψουμε πως σε αυτούς τους τόνους και με τέτοιου είδους αναφορές, οι οπαδοί δεν θα γυρίσουν καν το κεφάλι για να ακούσουν τις προτάσεις.
Για να αλλάξει κάτι στο ισχύον πλαίσιο, πρέπει να υπερψηφίσουν 24 από τους 36 συλλόγους σε Μπουντεσλίγκα και Τσβάιτελιγκα. Οι «μεγάλοι» βλέπουν την La Liga και την Premier League και τους… τρέχουν τα σάλια. Το μοντέλο όμως είναι πετυχημένο κι όχι απλά μια μίζερη παράδοση των Γερμανών. Είναι δεδομένο πως το ζήτημα θα απασχολήσει έντονα την ποδοσφαιρική τους κοινωνία, ειδικά όσο ο ανταγωνισμός αυξάνεται.
Πηγή: Gazzetta – Four Four Two