Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

Τρομερή ελαστικότητα, εξαιρετικές τοποθετήσεις, διάβασμα του παιχνιδιού. Ηταν ο «Πάνθηρας από τη Καμπίνας». Ετσι τον αποκαλούσαν στην εφηβεία του και η Βάσκο που ήταν η παντοδύναμη της εποχής, έσπευσε να τον πάρει στο Ρίο, κλέβοντας τον από τις ομάδες της γειτονιάς του στο Σάο Πάουλο. Αμέσως, ο Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο αναδείχτηκε κορυφαίος τερματοφύλακας στη χώρα. Κατακτώντας το Καριόκα τέσσερις φορές και αφού ήταν βασικός στην κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα του 1948, πήρε το χρίσμα του βασικού Νο1 και για το μεγάλο ραντεβού.

Η Βραζιλία φιλοξενούσε το Μουντιάλ και ο λαός της ζούσε κι ανέπνεε για να δει τη Σελεσάο στην κορυφή του κόσμου. Μεγάλο φαβορί, έπαιζε την πιο όμορφη μπάλα και στο «Μαρακανά» ήταν σίγουροι άπαντες ότι δεν θα είχε πρόβλημα στο τελικό ραντεβού κόντρα στην Ουρουγουάη. Φρόντισε όμως ο θρυλικός Αλσίδες Τζίτζια για το αντίθετο. Με ασίστ για τον Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο και δικό του γκολ, χάρισε το μεγάλο τρόπαιο για δεύτερη φορά στην Σελέστε, στήνοντας το τραγικό «Μαρακανάσο».

Η Βραζιλία βυθίστηκε στο πένθος. Σύμφωνα με το μύθο υπήρξαν ακόμα και αυτοκτονίες. Το επιβεβαιωμένο όμως είναι ότι υπήρξε σίγουρα μία… κηδεία. Συνέβη τη στιγμή του γκολ του Τζίτζια και την περιέγραψε με ανατριχιαστικό τρόπο εκείνος που θα κηδευόταν. «Τη στιγμή που κατάλαβα ότι η μπάλα βρισκόταν στην εστία, μία παγερή αίσθηση παρέλυσε όλο το κορμί μου. Ηταν εκείνα τα δευτερόλεπτα που ένιωσα μία απερίγραπτα τρομακτική αίσθηση πως 200.000 ζευγάρια μάτια στο γήπεδο είχαν στραφεί σε μένα και με ήθελαν νεκρό».

Χρόνια αργότερα ο σκόρερ Τζίτζια έσπευσε να δικαιολογήσει τον Μπαρμπόσα. «Δεν ήταν δικό του το λάθος. Σκέφτηκε ότι θα έκανα ό,τι και στο πρώτο γκολ, όταν έδωσα την πάσα στον Σκιαφίνο. Και έτσι βγήκε από την εστία του. Εγώ όμως σούταρα διαγώνια δίπλα στο δοκάρι και δεν θα μπορούσε να το πιάσει». Για τους συμπατριώτες του όμως δεν ήταν έτσι. Συγχώρεση δεν θα έβρισκε από κανέναν. «Σχεδόν όλοι οι φίλοι μου, ακόμα και από την οικογένειά μου, με κατηγόρησαν. Ολη η χώρα με κατηγόρησε ότι εγώ έφταιγα», έλεγε με δάκρυα σε συνέντευξή του τη δεκαετία του ’90.

Οι Βραζιλιάνοι δεν τον συγχώρεσαν ποτέ. Για εκείνους, στο πρόσωπό του ήταν βαθιά χαραγμένες οι ρυτίδες που πρόδιδαν το «Μαρακανάσο». Ενδεικτικό είναι ότι σε ένα παιχνίδι προετοιμασίας της Εθνικής για το Μουντιάλ του 1994, θέλησε να επισκεφτεί τους παίκτες, αλλά ο εκλέκτορας, Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα δεν του το επέτρεψε, εξηγώντας δημόσια ότι δεν ήθελε να έχει η ομάδα του κακή τύχη στα γήπεδα των ΗΠΑ. Δεν τον χλεύασε κανείς. Εκανε ό,τι θα έκανε κάθε σωστός Βραζιλιάνος εναντίων του κακορίζικου γέρου.

Στις 7 Απριλίου του 2000 πέθανε για δεύτερη φορά σε ηλικία 73 ετών. Ο Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο αποχαιρέτησε τον κόσμο μας πληγωμένος, μόνος και φτωχός. Θα μείνει όμως για πάντα χαραγμένο στην ιστορία της μπάλας και όχι μόνο το παράπονό του, για μία από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές αδικίες όλων των εποχών: «Στην Βραζιλία η μεγαλύτερη ποινή για ανθρωποκτονία είναι τα 30 χρόνια κάθειρξης. Πέρασαν 50 χρόνια και εμένα ακόμα με τιμωρούν και με χλευάζουν για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα ποτέ»!

Πηγή: Gazzetta