Της Νίκης Μπάκουλη
Ο Λιούις Χάμιλτον ξέρει ότι σε εκνευρίζει, που κερδίζει όλη την ώρα. Αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι για αυτό. Δηλαδή, μπορεί. Αλλά δεν θα το κάνει. Δεν διατίθεται να κάνει λίγο κράτει, για να χαρούν αυτοί που θέλουν να βλέπουν σασπένς στο όποιο σπορ. Mετά την πέμπτη νίκη, στους επτά φετινούς αγώνες της Formula 1 θυμήθηκε πώς αισθανόταν ο ίδιος, ως φαν του πρωταθλήματος, όταν έβλεπε τον Μίκαελ Σουμάχερ να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος, με τη Ferrari, στις αρχές της τελευταίας χιλιετίας.
Θυμάται τον εαυτό του, ως έφηβο, να ξυπνάει, να βλέπει την εκκίνηση, να κοιμάται ξανά και να σηκώνεται λίγο πριν το τέλος του αγώνα και μετά να αφοσιώνεται στα highlights. ‘Ήταν πολύ πιο σύντομη η διαδικασία“, συμπλήρωσε, πριν καταλήξει στο “αν παρακολουθούσα σήμερα τους αγώνες, πιθανότατα θα έκανα το ίδιο -εκτός και αν κάποιος φίλος με διαβεβαίωνε πως υπήρχε λόγος να δω όλον τον αγώνα“.
Η 89η νίκη της καριέρας του ‘Μr. συνέπεια’ (η πρώτη της Mercedes στο Spa, μετά το 2017) ήταν αποτέλεσμα του πόσο καλά περνάει με το αυτοκίνητο του.
“Ακόμα μπορώ να απολαμβάνω τη μάχη, να θέλω να μάθω πού είναι ο Βάλτερι (Μπότας), τους χρόνους του και τι διαφορά έχω, να προσπαθώ να έχω την τέλεια ισορροπία σε κάθε γύρο. Αυτή παραμένει μια τεράστια πρόκληση για εμένα. Δεν είναι όμως, το ίδιο διασκεδαστικό για τους ανθρώπους που παρακολουθούν. Όταν το ζεις, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Προφανώς και θα λάτρευα μια μάχη ‘λάστιχο με λάστιχο’. Ελπίζω να συμβεί στους επόμενους αγώνες. Οι Red Bulls έχουν βελτιωθεί και ελπίζω να ‘χουμε κάτι παραπάνω από έναν αγώνα. Όλοι θέλουν να μας δουν να ανταγωνιζόμαστε”.
Την ίδια ώρα, ο Μαξ Φερστάπεν χαρακτήριζε την τρίτη θέση που πήρε (πίσω από τις Mercedes) ως ‘βαρετή’. Toν καταλαβαίνουμε.
Τι κάνει εξαιρετικό τον Χάμιλτον
Κι εγώ οδηγών, κι εσύ οδηγείς, αλλά κάτι μου λέει πως αν μας δώσουν το αυτοκίνητο του Χάμιλτον, δεν θα κάνουμε τις ίδιες επιδόσεις. Ισχύει ό,τι σε όλες τις ‘τέχνες’: πας στο μπουζουξίδικο κάθε μέρα. Δεν σημαίνει πως ξέρεις να παίζεις μπουζούκι. Βλέπεις ποδόσφαιρο κάθε μέρα. Δεν σημαίνει ότι μπορείς να παίξεις στο Champions League. Άρα, ας αφήσουμε στην άκρη το ‘κερδίζει, γιατί έχει το καλύτερο αυτοκίνητο’. Το αυτό ισχύει και για τον Μπότας (καθώς οι Silver Arrows είναι ένα επίπεδο πιο πάνω από όλες τις άλλες ομάδες), αλλά συνήθως βλέπει την πλάτη του Βρετανού.
Πάμε λοιπόν, να δούμε τι κάνει τεράστιο τον Χάμιλτον -που αν θες να κατανοήσει πλήρως το φαινόμενο, θα σου πρότεινα να διαβάσεις για τη ζωή του.
Aς δούμε τώρα, κάποια δεδομένα. Η Mercedes έχει
- τους περισσότερους σερί τίτλους στα πρωταθλήματα κατασκευαστών και οδηγών.
- τις περισσότερες νίκες σε σεζόν (84/121 από το 2014 έως το 2019 -στα χρόνια του Χάμιλτον-, ποσοστό 73.5%)
- τα περισσότερα 1-2 σε μια σεζόν (48)
- 94 pole positions (78%), από το 2014 έως το 2019.
Να πάμε τώρα, και στον Χάμιλτον; Πριν καν πάει στη Mercedes ο Βρετανός, ο Νίκι Λάουντα είχε πει για αυτόν πως “με ένα κακό αυτοκίνητο, είναι ο καλύτερος οδηγός του κόσμου, γιατί είναι απίστευτα γρήγορος και δεν κάνει συμβιβασμούς. Με έχει εντυπωσιάσει το πώς προσεγγίζει τα πράγματα. Είναι πραγματιστής και δεν έχει συναισθήματα”.
Κατάφερε να μπει στους διεκδικητές από όταν ήταν ρούκι και δεν έφυγε έκτοτε. Όταν τον πήρε η McLaren (2007), η ομάδα είχε χρήματα και πολλούς ικανούς οδηγούς, για να διαλέξει πού θα δώσει τα δυο αυτοκίνητα. Επέλεξε τον 22χρονο Χάμιλτον, για το ταλέντο και τις προοπτικές του -μολονότι άλλοι ήταν πιο έμπειροι. Εκείνος έδωσε για αρχή 4 νίκες και συνολικά 12 εμφανίσεις στο podium. Οι 9 ήταν στα ισάριθμα πρώτα circuit. Διεκδίκησε τον τίτλο. Toν έχασε εξαιτίας του Μονακό, της Κίνας και της Βραζιλίας. Δες το video έχοντας υπ’ όψιν ότι κέρδισε το πρωτάθλημα, στη δεύτερη σεζόν του. Και μετά απέδειξε το ρητό που θέλει τους καλύτερους οδηγούς, να πηγαίνουν στις καλύτερες ομάδες -υπογράφοντας το 2013 στη Mercedes. Είχε γίνει ήδη “πιστός, έμπιστος, ειλικρινής οδηγός που δεν δημιουργούσε δράματα”.
Όπως γράφει το BBC πέρυσι, όταν ‘ο μόνος οδηγός της ιστορίας που ‘χει πανηγυρίσει νίκη σε κάθε σεζόν του στο πρωτάθλημα‘ κράτησε τον τίτλο, είχε πει πως έχει πρόβλημα με τις κατατακτήριες. Το απέδιδε στο ότι είχε πάρει ‘μόνο’ πέντε pole positions. Αποφάσισε λοιπόν, να κάνει κάτι για αυτό -χωρίς να επηρεαστεί η απόδοση του στους αγώνες. Στο Βέλγιο πήρε με ‘εξωγήινη’ -όπως είπε ο team boss, Τότο Γολφ- εμφάνιση, το δικαίωμα στο να τοποθετήσει το μονοθέσιο του στην κορυφή. Άφησε πίσω τον δεύτερο (Μπότας) με 0.388”, τρεις φορές μεγαλύτερη διαφορά από αυτήν που έπαιρνε πέρυσι και μεγαλύτερη επί ‘συμπαίκτη’.
“Κατάλαβα τα ελαστικά και πώς θα τα χρησιμοποιήσω υπέρ μου” εξήγησε μετά, “η βελτίωση μου είναι αποτέλεσμα δουλειάς που έχει γίνει, στον προσομοιωτή και με τους ανθρώπους της ομάδας μου, συν τις ρυθμίσεις που ‘χουν γίνει στο αυτοκίνητο. Ένα ήταν το θέμα: να καταφέρω να κάνω τη δουλειά μου, χωρίς να έχει συνέπειες στον αγώνα. Και τα κατάφερα”. Πώς; Έως πέρυσι, αν έκανε λάθος, παρατούσε κάποιες από τις ελεύθερες δοκιμές. Φέτος δεν παρατάει τίποτα “γιατί έτσι μαθαίνω τι πρέπει να κάνω, ακόμα και αν ο χρόνος δεν είναι αυτός που θέλω”. Εδώ και χρόνια έχει φτάσει στο σημείο να μην περιμένει από το γκαράζ να του πουν τι θα κάνει. Το κάνει μόνος του. “Καταφέρνει να βρει πάντα τον τρόπο να ανταπεξέλθει, όποιες και αν είναι οι συνθήκες ή οι περιστάσεις. Δεν έχει αδυναμία όταν είναι στην πίστα. Κάθε χρόνο κάνει λιγότερα λάθη”, ομολόγησε ο Μπότας. Προφανώς όχι με χαρά.
Αυτή η αλλαγή, στο ποιος είναι καλύτερος στις κατατακτήριες, έχει εκνευρίσει τον Φιλανδό, κατά του ιδίου το ρηθέν. Ο ‘εκ των δυο οδηγών που ‘χουν κατακτήσει back to back τίτλους’ (το ‘χει κάνει δυο φορές, το 2014-2015 και το 2017-18, πριν το three pit το 2019) τον έχει νικήσει 5 φορές -σε επτά αγώνες- στο κομμάτι που προηγείται του αγώνα και έξι στον αγώνα (η πρεμιέρα άνηκε στον Φιλανδό). “Όταν μετράει ο γύρος, ο Λιούις είναι πολύ συνεπής. Δεν κάνει λάθη” ομολόγησε ο 31χρονος Μπότας που βλέπει τον τίτλο να απομακρύνεται από τα χέρια του (ο Χάμιλτον είναι στο +47 στη βαθμολογία) “αν δείτε τα νούμερα, έχει το πάνω χέρι φέτος στις κατατακτήριες και για να είμαι ειλικρινής, αυτό με εκνευρίζει. Προφανώς προσπαθώ να ανταποκριθώ. Αν πίστευα πως έχει χαθεί η σεζόν, θα προτιμούσα να μείνω σπίτι μου, από το αγωνίζομαι”.
Ο Χάμιλτον έχει κι ένα εξτρά βάρος, φέτος: να διαχειριστεί και όσα γίνονται στις ΗΠΑ, με την αστυνομία να ‘χει χάσει κάθε όριο. “Νιώθω ένα επιπλέον βάρος στην καρδιά και το μυαλό μου” ομολόγησε. Στόχος του πάντα είναι “να γίνομαι καλύτερος κάθε χρόνο, στο σώμα και το μυαλό, στις μεθόδους μου. Πέρυσι νόμισα πως είχα κάνει την καλύτερη χρονιά της καριέρας μου. Φέτος νιώθω ότι είναι ακόμα καλύτερη”.
Ο Μάρτιν Μπραντλ, ο οποίος έτρεχε μαζί με τους Σένα, Σουμάχερ και Προστ και πλέον τελεί χρέη σχολιαστή των αγώνων, είπε στην Sydney Morning Herald. πως “ο Λιούις εμφανίζεται σε κάθε αγώνα και δίνει το 100%, ενώ τον ενδιαφέρουν και πολλά άλλα -που δεν αφορούν το σπορ. Είναι γρήγορος, εξαιρετικός οδηγός, καλός στις ‘μάχες’, έξυπνος με την ομάδα του και δουλεύει ατελείωτα. Υπάρχουν όλοι αυτοί οι νέοι διεκδικητές, αλλά ο Λιούις είναι ακόμα ο Βασιλιάς. Δεν μπορείς να κερδίσεις τόσες pole positions, τόσους αγώνες και πρωταθλήματα, χωρίς να είσαι παγκοσμίου κλάσης αθλητής. Όταν μιλάς για τους κορυφαίους όλων των εποχών, οφείλεις να τον αναφέρεις. Προσφέρει σε όλα τα επίπεδα”.
Συγκριτικά με άλλους “ο Σένα ήταν πιο συναισθηματικός τύπος. Ο Θεός του ‘χε δώσει το μεγαλύτερο ταλέντο που ‘χω δει ποτέ, στα μηχανοκίνητα. Ο Σουμάχερ δούλεψε πολύ, λειτουργούσε κυρίως με το μυαλό του και ‘έχτισε’ τα πάντα γύρω του. Ο Λιούις είναι στη μέση. Όλοι είναι νικητές. Αυτή ήταν η ζωή τους. Ο τρόπος που διαχειρίζονταν την τεράστια πίεση -μπαίνοντας σε κάθε σεζόν ως οι καλύτεροι και βγαίνοντας ως οι καλύτεροι- ήταν απίστευτος”.
Το κύριο πλεονέκτημα του Βρετανού είναι η αυτοκυριαρχία του -στη δουλειά του. Δεν έχει αλλάξει από τότε που τον είχε εξάρει ο Σένα, για το πώς προσεγγίζει τα πράγματα. Όπως γράφει το Crash ενόσω οι άλλοι τεράστιοι οδηγοί εμφάνιζαν μια διάθεση να παραβούν τους κανόνες, για να κάνουν δουλειά, εκείνος παραμένει πάντα εντός των ορίων -αγώνας ‘μπαίνει’, αγώνας ‘βγαίνει’. Συνήθως ξεσπά στο ράδιο, αλλά μετά ζητά συγγνώμη. Μέχρι και αυτό, το κάνει με συνέπεια.
Πηγή: Contra