Του Βασίλη Σκουντή
Δεν είναι ακριβώς αστικός, αλλά… αποδυτηριακός μύθος!
Ο ίδιος ο Τόνι Κούκοτς είχε πει κάποτε πως στις 6 Οκτωβρίου του 1993 που ο Μάικλ Τζόρνταν ανακοίνωσε την πρώτη (από τις τρεις) αποσύρσεις του από το μπάσκετ, ντρεπόταν να μπει στα αποδυτήρια επειδή ήταν ρούκι και τον έβαλαν σηκωτό μέσα!
Λίγα λεπτά αργότερα στο άκουσμα της απόφασης του Τζόρνταν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του και όπως είπε αργότερα «ένιωσα σαν να φεύγει η γη από τα πόδια μου»
Δεν ξέρω εάν υπάρχουν πλάνα που μαρτυρούν τα διατρέξαντα εκείνης της ημέρας. Θα το μάθουμε τη Δευτέρα, βλέποντας τη συνέχεια του «The Last Dance», που πραγματεύεται και αυτή την υπόθεση…
Γελώ τώρα που το γράφω, αλλά ο «Σερβιτόρος» από το Σπλιτ δεν χρειάζεται να περιμένει το έβδομο επεισόδιο του ντοκιμαντέρ για να δει την αφεντομουτσουνάρα του να κλαίει…
Έκλαψε και στο πέμπτο επεισόδιο. Έκλαψε από τα γυμνάσια που του έκαναν ο Τζόρνταν και ο Πίπεν έναν χρόνο νωρίτερα στη Βαρκελώνη!
Σε αυτή την ιστορία ο δόλιος ο Κούκιοτς είναι σαν τον… κερατά που πάντοτε το μαθαίνει τελευταίος!
Πάλι εκ των υστέρων, ο Κούκοτς είχε πληροφορηθεί ότι ο «Air» και ο «Ινδιάνος» μαλλιοτραβιόντουσαν λέει για το ποιος θα μαρκάρει το «Jerry’s pet»: δεν είχαν τίποτε μαζί του, δεν τον ήξεραν καν, δεν τον είχαν αντικρίσει ποτέ άλλοτε, απλώς τον μισούσαν επειδή, λέει, ήταν ο protégé του Κράουζ.
Αυτό βεβαίως ήταν αλήθεια, διότι τα αλλεπάλληλα σούρτα φέρτα του τότε τζένεραλ μάνατζερ των Μπουλς και η επιμονή του να κουβαλήσει το «Κουκόνι» (όπως τον αποκαλούσε ο Ντούσαν Ιβκοβιτς) από το Σπλιτ και αργότερα από το Τρεβίζο στο Σικάγο τους έβαλαν ψύλλους στ’ αυτιά!
Στη Βαρκελώνη ο Τζόρνταν και ο Πίπεν δεν ήθελαν απλώς να νικήσουν τους Κροάτες τους οποίους αντιμετώπισαν δυο φορές, αυτό ήταν λογικό και θεμιτό…
Περισσότερο από αυτό ήθελαν να σκοτώσουν τoν Κούκοτς και να τρίψουν το κατόρθωμα τους στα μούτρα του Κράουζ!
Με ποια λογική; Ο φίλος του εχθρού μου είναι και δικός μου εχθρός!
Εκεί λοιπόν εξυφάνθηκε η συνωμοσία εξόντωσης του «Ροζ Πάνθηρα» από το Σπλιτ, ο οποίος στα μάτια των δυο παικτών των Μπουλς ήταν ο εχθρός προ των πυλών.
Η εχθρότητα πήγαζε βασικά από τον Πίπεν, που θεωρούσε ότι ο Κούκοτς αποτελούσε το σοβαρότερο εμπόδιο στην επιθυμία του να αποκομίσει ένα καλύτερο συμβόλαιο και συν τοις άλλοις τους ενοχλούσε η πεποίθηση του Κράουζ ότι το… κατοικίδιο του θα γινόταν ο επόμενος ηγέτης της ομάδας.
Πριν από τον πρώτο αγώνα ο Τζόρνταν και ο Πίπεν συνεννοήθηκαν με τον Τσακ Ντέιλι και δεν άφησαν τον Κούκοτς σε χλωρό κλαδί: ήθελαν να τον εκθέσουν και το κατάφεραν, καθότι ο Τόνι πνίγηκε μέσα στη λυσσασμένη άμυνα και στο ανελέητο overplay και σκόραρε με το ζόρι τέσσερις πόντους, έχοντας 2/11 σουτ και επτά λάθη!
«Θα ήθελα να έχω παραγγείλει και να στείλω στο σπίτι του Κράουζ μια τεράστια οθόνη για να δει τον αγώνα» είχε πει τότε ο Πίπεν.
Το πρώτο αντάμωμα της «Dream Team» με την Κροατία κωδικοποιήθηκε με έναν πολύ χαρακτηριστικό τίτλο: «Τhe Kukoc game»!
Στην εικοστή επέτειο από την ιστορική εμφάνιση των NBAers στη διεθνή σκηνή ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζακ ΜακΚάλουμ, έβγαλε ένα αφιερωματικό βιβλίο με τον τίτλο «Dream Team: How Michael, Magic, Larry, Charles, and The Greatest Team Of All Time Conquered the World and Changed the Game of Basketball Forever».
Εκεί λοιπόν πραγματεύεται όλο το χρονικό της πορείας της ονειρώδους ομάδας, πριν, στη διάρκεια και μετά το Ολυμπιακό Τουρνουά, με τον Κούκοτς να έχει την τιμητική του…
Κάποια από τα ντοκουμέντα που παραθέτει ο συγγραφέας είναι όντως εντυπωσιακά και τεκμηριώνουν το μένος του Τζόρνταν και του Πίπεν για τον ξερακιανό φόργουορντ, ο οποίος δυο χρόνια νωρίτερα είχε γράψει την περιβόητη «Κουκοτσιάδα» στο Μπόρμι.
Οι Αμερικανοί δεν νοιάζονταν για τον Ντράζεν Πέτροβιτς που τον είχαν στα ποδάρια τους και τον ήξεραν. Ο Πίπεν ένιωθε και διακήρυττε κιόλας δημοσίως ότι ο Κούκοτς του κλέβει τα λεφτά του και ο Τζόρνταν ήταν τσατισμένος όχι για τον Κούκοτς αυτόν καθ’ εαυτόν, αλλά για το σχέδιο του Κράουζ.
Στο λεωφορείο, λέει, καθ’ οδόν από το ξενοδοχείο προς το γήπεδο, ο Τζόρνταν καθόταν δίπλα στον Μάτζικ Τζόνσον και του ζήτησε να ορμήσουν όλοι σαν τους ταύρους στην αρένα και να προηγούνται τουλάχιστον με είκοσι πόντους στο ημίχρονο.
Ο σούπερ σταρ των Λέικερς δεν είχε αντίρρηση. «Κανένα πρόβλημα, Μάικλ. Θα το κάνουμε για σένα και τον Σκότι».
Ο ένας μετά τον άλλον, όλοι οι παίκτες της αμερικανικής ομάδας μπήκαν σε αυτό το τριπάκι. «Παίξαμε σαν λυσσασμένα σκυλιά» είπε ο Κρις Μάλιν, ενώ ο Καρλ Μαλόουν σχολίασε ότι «ορμήσαμε με τέτοιο παροξυσμό, όπως οι πεινασμένοι στα συσσίτια»…
«Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα», κατά πως γράφει σε ένα εδάφιο του ο προφήτης Ησαΐας!
Ο Τζόρνταν ζήτησε από τον Τσακ Ντέιλι να αφήσει αυτόν και τον ομόσταβλό του στους Μπουλς για πολλή ώρα στο παρκέ, ενώ ο προπονητής της Dream Team και των Πίστονς έδωσε κιόλας εντολή στον Πίπεν για να σημαδεύει στα παιχνίδια απομόνωσης (iso) τον Κούκοτς.
Στην πρώτη κατοχή της μπάλας του την έπεσαν για να του κλείσουν το οπτικό πεδίο, αλλά ο Τόνι έβγαλε μια καταπληκτική πάσα στον ομογάλακτο του από τη Γιουγκοπλάστικα, Ντίνο Ράτζα.
Well done, απλώς από εκεί και πέρα τον έφαγε η μαρμάγκα!
Όπως αναφέρει ο ΜακΚάλουμ, ο Πίπεν έπαιζε με τέτοιο μένος, λες και ο Κούκοτς του είχε κλέψει τη γυναίκα!
Στη λήξη του ημιχρόνου ο Τζόρνταν είχε επτά κλεψίματα και ο Πίπεν τέσσερα. Ο φουκαράς ο Κούκοτς ήταν να τον κλαίνε οι ρέγκες, μάλιστα κάποια στιγμή που έπεσε κάτω, τον λυπήθηκε, λέει, ο Τσάρλς Μπάρκλεϊ και του έδωσε το χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί, ενώ έκανε και ένα νεύμα του τύπου «να χαλαρώσουμε τώρα λίγο»…
Μερικά χρόνια αργότερα ο Τόνι μίλησε για το… έγκλημα. «Εγώ τότε βρισκόμουν στον κόσμο μου. Είχαμε τον εμφύλιο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, παίζαμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αντιμετωπίζαμε τη Dream Team, ήξερα ότι σε λίγο καιρό θα βρισκόμουν στο ΝΒΑ. Όλα αυτά ήταν πολύ μπερδεμένα στο μυαλό μου» σχολίασε.
«Δεν είχα ιδέα ότι οι Αμερικανοί με είχαν βάλει τα μάτι. Κατάλαβα ότι με πίεζαν χωρίς οίκτο, αλλά σκέφτηκα ότι αυτό είναι το στιλ τους και έτσι παίζουν άμυνα. Σε τελική ανάλυση, όλο αυτό το εξέλαβα ως κομπλιμέντο και σίγουρα εκείνη η δοκιμασία ήταν μιας πρώτης τάξεως εκπαίδευση για να μυηθώ στο πνεύμα του ΝΒΑ».
Ο Κούκοτς φόρεσε για επτά σεζόν τη φανέλα των Μπουλς, συνέχισε να είναι ένας «λίμπερο, όπως ο Φράνκο Μπαρέζι» (όπως αυτοσαρκαζόταν από παλιά), έβαλε στο παλμαρέ του το δεύτερο three-peat και έγινε φίλος με τον Τζόρνταν με τον οποίο μάλιστα έπαιζε πολύ συχνά γκολφ.
Εννέα χρόνια μετά την αποχώρηση του από τους Μπουλς, μεσούντος του Eurobasket του 2009, σε μια συνέντευξη του στον Θανάση Ασπρούλια, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Goal News» ο Κούκοτς είπε ότι ο γιος του, Μάριν, είχε στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου του μια φωτογραφία του πατέρα του να κάνει high five με τον Τζόρνταν.
Στην ίδια συνέντευξη ο Τόνι αποκάλυψε και την επίδραση που άσκησε πάνω του ο MJ όταν τον απαξίωσε εντελώς. «Μια μέρα μου είπε ότι δεν πρόκειται να μου ξαναμιλήσει και να μου δώσει συμβουλές διότι δεν τις αντιλαμβάνομαι και είμαι άσχετος. Ε, λοιπόν, αντί να τσατιστώ και να αντιδράσω, έβαλα το κεφάλι κάτω και δούλεψα σκληρά για να φανώ αντάξιος συμπαίκτης του»!
Με τον Πίπεν υπήρχε πάντοτε μια ψυχρότητα, μάλιστα στις 16 Μαΐου του 1994 ο λεγάμενος αρνήθηκε να παίξει στα τελευταία δύο δευτερόλεπτα του αγώνα με τους Νικς, επειδή ο Φιλ Τζάκσον σχεδίασε ένα σύστημα για να πάρει την μπάλα και να κάνει το σουτ ο Κούκοτς!
Τον «ποιητή του μπάσκετ» (όπως τον αποκαλούσε ο μέντορας του στη Γιουγκοπλάστικα, Μπόζινταρ Μάλκοβιτς), ο Κράουζ τον πρωτοείδε στο Final 4 του 1990 στη Σαραγόσα, μαζί με τον βοηθό του, Κλάρενς Γκέινς.
Από τότε ο Κράουζ επισκεπτόταν τόσο συχνά το Σπλιτ, ώστε μεταξύ σοβαρού και αστείου, λεγόταν πως είχε μόνιμη κράτηση σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Dubrovnik», παρέα με τον πρώην παίκτη της Γιουγκοπλάστικα και μετέπειτα σκάουτερ των Μπουλς, Ιβιτσα Ντούκαν και με τον ατζέντη του Κούκοτς, Λουτσιάνο Καπικιόνι.
Βεβαίως ο Κράουζ δεν δέχθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, ούτε είδε στο όνειρο του ότι υπήρχε κόπου στο Σπλιτ κάποιος Κούκοτς…
Το κουβάρι της ιστορίας με το φλερτ εξ αποστάσεως είχε αρχίσει να ξετυλίγεται τον Μάιο του 1989, όταν μεσούσης της σειράς των τελικών με τους Πίστονς, ο τζένεραλ μάνατζερ των Μπουλς άκουσε για πρώτη φορά το όνομα του «Κούκι» από ένα παλιόφιλο του, τον Λέον Ντάγκλας, o οποίος αγωνιζόταν στην Ευρώπη (Λιμόζ, Φορτιτούντο Μπολόνια, Πιστόγια, Φιρέντσε).
«Υπάρχει ένας γκαρντ που κάνει όργια στη Γιουγκοσλαβία» του είπε ο Ντάγκλας. «Δεν με ενδιαφέρουν οι Ευρωπαίοι γκαρντ, διότι είναι κοντοί» απάντησε κοφτά ο Κράουζ και πήγε να αλλάξει θέμα συζήτησης…
«Οk, but, you know, this guy is 6.10» του απάντησε κάνοντας τάχα τον αδιάφορο ο Ντάγκλας και τότε γούρλωσαν τα μάτια του Κράουζ. «Ε μα τότε αλλάζει η κουβέντα. Αυτό που λες είναι πολύ σοβαρό»!
Όταν ο Κράουζ τον είδε να παίζει έπαθε μια… ψυχολογία, που είχε πει και ο Μπιθικώτσης, όταν πέθανε ο Τσιτσάνης. Βασικά έπαθε… έρωτα με την πρώτη ματιά και δάγκωσε τη λαμαρίνα, με αποτέλεσμα μετά από δυο χρόνια σε μια συνέντευξη του στον Στράτο Κωσταλά για το περιοδικό «Τρίποντο» να ξεστομίσει μια μνημειώδη ατάκα…
«Το να συνεχίσει ο Κούκοτς να παίζει στην Ευρώπη είναι σαν να περνιέται ο Πικάσο για ντεκορατέρ»!
Ποια στοιχεία του Κούκοτς τρέλαναν τον τζένεραλ μάνατζερ των Μπουλς; «Η ευελιξία, ο πλουραλισμός , ο αλτρουισμός και κυρίως η αφοσίωση του στην προπόνηση».
Τον Ιούνιο του 1990 το Σικάγο τον επέλεξε στο Νο 29 του ντραφτ και το καλοκαίρι του ’93, μετά το πέρασμα του από την Μπενετόν Τρεβίζο, τον κάλεσε να επανδρώσει την ομάδα, υπογράφοντας ένα επταετές συμβόλαιο ύψους 3.5 δισεκατομμυρίων δραχμών.
Τον Μάιο του ’93 ο «Κούκι» ταξίδεψε στο Σικάγο και επισκέφθηκε το Berto Center, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η σειρά των play offs με τους Νικς. «Ήμουν ντροπαλός και φοβισμένος, αλλά ήρθε ο Τζόρνταν με αγκάλιασε και σχεδόν μου ήρε συνέντευξη. Ασχολήθηκε μαζί μου και με ρώτησε για τα πάντα, ενώ είχε μπροστά του ένα κρίσιμο ματς» αποκάλυψε αργότερα ο Τόνι. «Πέντε μήνες αργότερα, το πρωί που ανακοίνωσε την αποχώρηση του με είδε κλαμένο και με ρώτησε αν είμαι έτοιμος να παίξω. “Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι είμαι” του απάντησα. “Ξέρω ότι θα τα πας καλά. Ηρέμησε και παίξε το μπάσκετ σου” μου είπε και με χάιδεψε στην πλάτη. Τότε βρήκα το θάρρος να τον ρωτήσω κι εγώ με τη σειρά μου εάν ο ίδιος ήταν έτοιμος να αποχωρήσει! “Mην ανησυχείς για μένα” μου απάντησε και έφυγε για το πάρκινγκ».
Προϊόντος του χρόνου, εν τη απουσία του Τζόρνταν, ο Κούκοτς αισθάνθηκε ότι αλλοιωνόταν ως παίκτης και ένιωθε άβολα επειδή τον πλάκωσαν στα βάρη και έχανε την πλαστικότητα του. «Γύρισε όμως ο Μάικλ και τότε αισθάνθηκα σαν να βρίσκομαι στον Παράδεισο»…
Πηγή: Gazzetta