Επιλογή Σελίδας

Του Λευτέρη Ελευθερίου

Το θέμα ‘Ετιέρι Τουτμπιερίτζε’ δεν εξαντλείται, ούτε πρόκειται να εξαντληθεί, ποτέ των ποτών. Όσο υπάρχει καλλιτεχνικό πατινάζ και αυτή η ατσάλινη κυρία συνεχίζει να ασχολείται με εφήβους και κυρίως νεανίδες, το δράμα θα οδηγεί τους ρέκτες σε υψίπεδα άγριας έντασης.

Η Τουτμπιερίτζε, όμως, είναι νεογνό μπροστά στη… Μαρία Κάλλας της κορίνας. Σε πρόσφατο αφιέρωμα για την ακαταμάχητη Ιρίνα Βίνερ, την ομοσπονδιακή προπονήτρια της εθνικής Ρωσίας στη ρυθμική γυμναστική, η Αλίνα Καμπάιεβα (την οποία ακόμη περιβάλλει αχλή μυστηρίου για τη σχέση της με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν) μόνο που δεν έκλαψε, αναφερόμενη στην πρώην προπονήτριά της. Αυτή η συναισθηματική έξαρση δεν είναι γνώριμη στους αμύητους στα της ρωσικής ευαισθησίας, αλλά προφανώς εκδηλώνεται. Όταν συμβαίνει, “θαύματα γίνονται”, όπως δηλώνει η υπέροχη κυρία της ρωσικής ρυθμικής γυμναστικής.

Η Ιρίνα Αλιεκσάντραβα Βίνερ Ουσμάναβα είναι γεννημένη στις 30 Ιουλίου 1948, Λέων στο ζώδιο, με ωροσκόπο κατά πάσα πιθανότητα Ζυγό: δεν το είπε η ίδια, αλλά δήλωσε ευθέως ότι “αγαπάω πολύ τα παιδιά και αυτό λέει ο ωροσκόπος μου”. Θα περίμενε κάποιος ότι η εμβέλειά της δεν θα της επέτρεπε να κάνει δημοσίως τέτοιες τοποθετήσεις, αλλά για τη γυναίκα που άλλαξε την πορεία της παγκόσμιας ρυθμικής γυμναστικής, μια κουβέντα παραπάνω διανθίζει τον ήδη υπάρχοντα μύθο της.

Το εγχείρημα, μεγαλεπήβολο αναπόφευκτα, καλά κρατεί εδώ και 20 χρόνια. Οι Ρωσίδες ανέκαθεν ήταν κυρίαρχες στο αγώνισμα, από το 1984 που μπήκε στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά όχι ακριβώς: στην πρώτη διοργάνωση, στο Λος Άντζελες, δεν πήραν μέρος, στη Σεούλ νίκησε το σύνθετο ατομικό η Μαρίνα Λόμπατς από τη Σοβιετική Ένωση, που η σκούφια της, όμως, κρατά από το Μινσκ της Λευκορωσίας, το 1992 επικράτησε για λογαριασμό της Κοινοπολιτείας η Ολιεκσάντρα Τιμοσένκο, γεννημένη στο Μπόγκουσλαφ (σε ελεύθερη μετάφραση, η δόξα του Θεού), προάστιο του Κίεβου στην Ουκρανία, και το 1996 νίκησε η Κατερίνα Σερεμπριάνσκα, που παραδόξως το επώνυμό της αναγνωρίζεται ως ‘ασημένια’ στα υμέτερα, η οποία επίσης κατάγεται από τη… Σιμφερούπολη της Ουκρανίας και νίκησε για λογαριασμό της σχετικά νεοσύστατης χώρας.

Ο κλονισμός για τους Ρώσους στη διοργάνωση της Ατλάντα ήρθε στο ανσάμπλ. Η Ισπανία ήταν εκείνη που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο. Κάτι έπρεπε να γίνει. Κι αυτό το κάτι ήταν να βρεθεί η κλασική ‘σπαρτίβναγια μάμα’, δηλαδή εκείνη η δυνατή γυναίκα του γυμναστηρίου, που θα μεγάλωνε τα παιδιά της με όρους έναντι των οποίων η νέα εποχή είναι ιδιαιτέρως επικριτική.

Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, με την πρόεδρο της ομοσπονδίας ρυθμικής γυμναστικής της Ρωσίας, Ιρίνα Βίνερ, και τον δήμαρχο Μόσχας, Σεργκέι Σαμπιάνιν, παρακολουθούν προπόνηση στο 'Βίνερ Ουσμάνοφα Κέντρο Ρυθμικής Γυμναστικής', Μόσχα, Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Η παντρεμένη με τον μαικήνα, πιο πλούσιο Ρώσο εδώ και πάνω από μία δεκαετία, μέτοχο του Vkontakte, της Gazprom, άλλοτε της Άρσεναλ (φέρεται να πούλησε για 550.000.000 λίρες το μερίδιό του το καλοκαίρι του 2018) Αλισέρ Ουσμάναφ, φίλο του Πούτιν και με περιουσία που υπολογίζεται στα 13 δισεκατομμύρια δολάρια (με βάση το ‘Forbes’ το 2019), είναι μία ανεξάρτητη γυναίκα, έστω κι αν η ασφάλεια στο φόντο της ζωγραφιάς της δικής της ζωής τής επιτρέπει να βλέπει την ενασχόλησή της με τη ρυθμική γυμναστική σαν χόμπι. Τουναντίον, είναι στα… αίματα.

Τα γεγονότα είναι διαφωτιστικά. Το 2000 η Καμπάιεβα κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο σύνθετο ατομικό στο Σίδνεϊ. Η έτερη αθλήτρια της τότε μόνον ομοσπονδιακής προπονήτριας, Γιούλιγια Μπαρσούνκαβα, έγινε η πρώτη Ρωσίδα στην ιστορία που πήρε το χρυσό. Ο Πούτιν έγινε πρόεδρος της χώρας, στις 7 Μαΐου μάλιστα, κι η Βίνερ έγινε η ομοσπονδιακή προπονήτρια στο Ολυμπιακό Κέντρο της εθνικής ομάδας ρυθμικής γυμναστικής, στο Ναβαγκόρσκ, έναν χρόνο αργότερα.

Το μαντίλι του Ουζμπέκου

Ο συγκεντρωτισμός της μίας προπονήτριας, που 7 χρόνια μετά τον προβιβασμό της στη θέση, έφτασε στο ύπατο αξίωμα της ρυθμικής γυμναστικής στη Ρωσία, ενώ έγινε και αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας, δεν συνδυαζόταν με έλλειψη αξιοκρατίας. Όλες οι σπουδαίες αθλήτριες του 21ου αιώνα είχαν τις δικές τους προπονήτριες, εκείνες που μέρα με τη μέρα είχαν την επίβλεψή τους. Απλώς, η Βίνερ παρακολουθούσε τακτικά την πρόοδό τους και ήταν εκείνη που αποφάσιζε πώς θα κατανέμονταν στις μεγάλες διοργανώσεις.

Ουδείς μπορεί να πει ότι δεν λειτούργησε. Το Ουζμπεκιστάν, όπως φαίνεται από την περίπτωση της ίδιας, του συζύγου της, ενός ολιγάρχη της χώρας, αλλά και της γεννημένης στην Τασκένδη Καμπάιεβα, βγάζει έξυπνους ανθρώπους. Η Βίνερ είχε δει, σε εκείνον τον νεαρό ξιφομάχο από το Τσουστ του Ουζμπεκιστάν τον άντρα που την συγκινούσε. Είχε παρατηρήσει, σε εκείνο το παχουλό κοριτσάκι από την Τασκένδη, που οι προπονητές το έδιωχναν επειδή το θεωρούσαν χοντρό και άσχημο, μία σπουδαία αθλήτρια. Κι η ίδια, Εβραία από τη Σαμαρκάνδη, σκληροπετσωμένη κόρη ενός ζωγράφου του Λαού στη Σοβιετική Ένωση, του Αντόν, και μίας γιατρού, της Ζόγια, έστρεψε το βλέμμα της στη ρυθμική γυμναστική δεκαετίες πριν γίνει ολυμπιακό άθλημα. Η Βίνερ και ο Ουσμάναφ φλέρταραν εκ του… μακρόθεν ως νεαροί, αλλά δεν είχαν συναντηθεί για χρόνια. Όταν αυτό έγινε, εκείνη αποφάσισε ότι “για μένα οι άντρες τέλος”.

Ο Ουσμάναφ, που πρώτη επιχειρηματική δουλειά του ήταν η δημιουργία σακούλας, είχε μπει στη φυλακή τη δεκαετία του ’80, όταν έσκασε η ‘βόμβα’ με το ‘σκάνδαλο του βαμβακιού’ στο Ουζμπεκιστάν. Άλλοτε τέταρτη δύναμη στην παραγωγή αυτού του προϊόντος, οι Ουζμπέκοι αναγκάστηκαν να δουλέψουν στις αγροκαλλιέργειες όταν ο Σαράφ Ρασίνταφ, θετός γιος του Λιανίτ Μπρέζνιεφ, υποσχέθηκε 5,5 εκατομμύρια τόνους βαμβάκι στον γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος και ισχυρό άντρα της στέπας. Το οποίο, όμως, δεν υπήρχε. Στην αγορά διοχετεύτηκε με δωροδοκίες και στη ‘μαύρη αγορά’ υπήρξαν επιχειρηματίες, τυχοδιώκτες και φιλόδοξοι άντρες οι οποίοι έβγαλαν λεφτά με τη σέσουλα, σφάζοντας με το… βαμβάκι. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που ένας αξιωματούχος, με την μπόχα του σκανδάλου να έχει καλύψει την ΕΣΣΔ, ρώτησε έναν αγρότη για την ποσότητα του βαμβακιού. Απάντησε “είναι αρκετό για να καλύψει τα πόδια του Αλλάχ”. Ο αξιωματούχος, εξοργισμένος, προσπάθησε να τον επαναφέρει: “Δεν υπάρχει Θεός”. Και ο αγρότης είπε την τελευταία λέξη: “Ωραία, επειδή ούτε βαμβάκι υπάρχει”.

Ο Ουσμάναφ έστειλε ένα μαντίλι του στην Βίνερ και, σύμφωνα με την παράδοση στο Ουζμπεκιστάν, αυτό σήμαινε πρόταση γάμου. Η Βίνερ, που ήδη είχε παντρευτεί μία φορά και το 1973 γέννησε τον Αντόν, αγνώστου πατρός (όπως στην περίπτωση της Τουτμπιερίτζε με την κόρη της, Ντιάνα Ντέιβις), τον οποίο ο Ουσμάναφ υιοθέτησε, βρισκόταν στη Μεγάλη Βρετανία, έχοντας πιάσει την πρώτη σπουδαία δουλειά της ως προπονήτρια της εθνικής ομάδας. Η θητεία της κράτησε μία διετία και το 1992 επέστρεψε. Οι έρευνες έδειχναν ότι ένα ελάχιστο ποσοστό Ρώσων και λοιπών δυνάμεων θεωρούσε ότι υπήρχε πιθανότητα επανασύστασης της ΕΣΣΔ. Το ’92, ο Αλιεκσάντρ Σαμπτσάκ, με δεξί χέρι του τον Πούτιν, αναβάπτισε το Λένινγκραντ σε Αγία Πετρούπολη, της οποίας έγινε ο πρώτος δήμαρχος. Η Βίνερ και ο Ουσμάναφ παντρεύτηκαν και η μελαχρινή 45άρα έγινε ομοσπονδιακή τεχνικός. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να επιβάλει τον νόμο της. Άλλωστε, εκείνη τη χρονιά η Καμπάιεβα ήταν μόλις 9 ετών.

Ασύλληπτη κυριαρχία

Όταν συνάντησε την Καμπάιεβα, η μικρούλα έμενε με τη μητέρα της στη Μόσχα και ο πατέρας της, Μαράτ Καμπάιεφ, ποδοσφαιριστής, φορούσε τη φανέλα της Σάχτα Ρασπαντσκάια, από το Μιεζντουρετσένσκ της Σιβηρίας. Η Βίνερ πήρε το κοριτσάκι υπό την αιγίδα της. Για να την αφήσει να μπει στην ομάδα, έπρεπε να χάσει 3 κιλά σε ισάριθμες μέρες. Το περίφημο ρητό της Βίνερ, “οι αγάπες πάνε κι έρχονται, αλλά ο άνθρωπος πάντα τρώει”, βρίσκει πλήρη εφαρμογή στη ρυθμική γυμναστική. Αυτό το τριήμερο του τρόμου, η Καμπάιεβα πέρασε πίνοντας μόνο νερό. Το 1998, στα 15 της, ‘έκλεψε’ το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό του Πόρτο. Αυτή λογίζεται ως μία από τις πιο σημαντικές στιγμές στη ρυθμική γυμναστική της Ρωσίας. Αν και η Καμπάιεβα έχασε το χρυσό μετάλλιο στο Σίδνεϊ, παρ’ ότι λογιζόταν ως σίγουρο φαβορί, από τη συμπατριώτισσά της, Μπαρσούνκαβα, το νερό είχε μπει για τα καλά στο αυλάκι και ο πάγος είχε λιώσει.

Η Αλίνα Καμπάιεβα σε προσπάθειά της στο σύνθετο ατομικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος ρυθμικής γυμναστικής, Μόσχα, Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2006

Το δικό της χρυσό στο σύνθετο ατομικό των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ήταν και παραμένει το σύμβολο μίας απίστευτης κυριαρχίας. Η Ρωσία έχει κερδίσει τα τελευταία 5 χρυσά σε Ολυμπιακούς Αγώνες, με τη Γεβγκένια Κανάιεβα να κάνει το νταμπλ στο Πεκίνο το 2008 και στο Λονδίνο το 2012, και τη Μαργκαρίτα Μαμούν να κερδίζει στο Ρίο. Από το 1998 κατακτά μόνο αθλήτρια της χώρας χρυσό μετάλλιο στο ατομικό, ενώ από το 1999 μόνο δύο Ουκρανές, η Τατιάνα Γεροφέγεβα και η σπουδαία Γκάνα Μπεσόναβα έχουν πάρει το χρυσό στο σύνολο σε Παγκόσμιο. Το 2013, η 15χρονη Γιάνα Κουντριάφτσεβα έγινε η νεότερη κάτοχος χρυσού μεταλλίου στη διοργάνωση. Το κέρδισε 3 διαδοχικές φορές, διαδεχόμενη το τριπλέτε της Κανάιεβα, ενώ άλλες τόσες, σερί μάλιστα, το έχει κατακτήσει το νέο παιδί-θαύμα της ρωσικής γυμναστικής, η Ντίνα Αβιέρινα, τις δύο με δεύτερη τη δίδυμη αδελφή της, Αρίνα.

Εν τω μεταξύ, η ‘Αρκούδα’ παρουσιάζει πολύ ισχυρή ομάδα και στο ανσάμπλ. Μετά το χρυσό της Ελλάδας στη Βουδαπέστη το 1999, της ομάδας που έναν χρόνο μετά θα έπαιρνε το χάλκινο στο Σίδνεϊ, η Ρωσία έχει πάρει όλα τα χρυσά σε Ευρωπαϊκό (9 σύνολο), ενώ έχει 12 στις 13 τελευταίες διοργανώσεις. Στο Παγκόσμιο, με την εξαίρεση μίας τριετίας της Ιταλίας και δύο επικρατήσεων Βουλγαρίας και Λευκορωσίας, έχει 8 χρυσά στις 13 τελευταίες διοργανώσεις. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες, δε, είναι η μόνη που έχει πάρει χρυσά ολυμπιακά μετάλλια τον 21ο αιώνα.

Ο ‘μαύρος κύκνος’

Η Μαργκαρίτα Μαμούν σε στιγμιότυπο του τελικού του σύνθετου ατομικού της ρυθμικής γυμναστικής στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2016, Ρίο ντε Ζανέιρο, Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Το προτεταμένο δεξί πόδι και μαζί όλη την πλευρά του σώματός της, τα χέρια στην τσέπη, ένα ακριβό καπέλο σχεδόν βικτωριανής αίσθησης και γυαλιά ηλίου μέσα στο γυμναστήριο, δεν φέρνει καλά μαντάτα για τις γυμνάστριες. Η Βίνερ δεν φοβάται να καταδυναστεύσει τις αθλήτριές της. Η τελευταία ‘χρυσή’ ολυμπιονίκης, η Μαμούν, δεν έγινε άθελά της πρωταγωνίστρια στο ντοκιμαντέρ ‘Over the Limit’ ούτε, βέβαια, οι Βίνερ, Αμίρα Ζαρίπαβα (προσωπική προπονήτρια της Μαμούν) και Κουντριάφτσεβα είναι αθώες του αίματος στην καταγραφή της κάμερας για το έργο της Μάρτα Πρους.

Η ιστορία της ‘τίγρεως της Βεγγάλης’ έχει να κάνει με ένα κορίτσι που δεν κλαίει μπροστά σε άλλους –“μία μέρα έκανε 9 ώρες προπόνηση χωρίς διάλειμμα και αναρωτιόμασταν πότε θα έκλαιγε, πήρε μία πετσέτα, μας γύρισε την πλάτη, απλώς σκούπισε τα μάτια της και επέστρεψε”, θυμάται η Ζαρίπαβα-, που η Βίνερ αποκάλεσε “μαύρο κύκνο” από την κινηματογραφική ταινία με τη Νάταλι Πόρτμαν. Και πέρασε παρόμοια βασανιστήρια. Αν και η κάμερα εστιάζει στη Μαμούν, είναι μόνιμη επωδός αυτή η πρακτική στη ρυθμική, δεν μπορείς να κάνεις ανάποδο πίβοτ με το χέρι να κρατάει την κορδέλα ή να υποδέχεται την μπάλα και τις κορίνες από το τίποτα.

Η Βίνερ στέλνει τη Μαμούν στο διάολο πλειστάκις και μόλις μαθαίνει ότι ο πατέρας της έχει καρκίνο, της λέει να το νιώσει στη χορογραφία της. Την αποκαλεί “χοντρή” έπειτα από μία ρουτίνα που δεν τα πάει καλά. Ρωτάει τη Ζαρίπαβα “γιατί δεν διώχνουν αυτήν την άχρηστη”, αφού δεν είναι ανταγωνιστική. Προσπαθεί να φυτέψει τον σπόρο της ζήλιας για τη συναθλήτριά της, με την οποία έχει φιλική σχέση και βίους παράλληλους, την Κουντριάφτσεβα. Συνδέεται σε οθόνη στο Ρίο, στην τελευταία προπόνηση, όταν όλα πάνε στραβά. Στο τέλος ακούγεται μόνο η φωνή της. “Ντα σβιντάνια”, φωνάζει, όταν η Μαμούν χάνει τη μία κορίνα. Εις το επανιδείν. Όταν η Μαμούν πάει να φύγει, ακούγεται η αυστηρή φωνή της Ζαρίπαβα, που την καλεί πίσω. Είναι η τελευταία σκηνή του ντοκιμαντέρ κι η επόμενη εικόνα δείχνει τη μελαχρινή κοπέλα, “ένα θαύμα, ένα μελαχρινό θαύμα φτιαγμένο από ανοιχτόχρωμους γονείς”, όπως δήλωνε το 2015 η Βίνερ, να περιμένει να ανέβει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Το πρόγραμμά της έχει προκαλέσει ρίγη συγκίνησης και το λάθος της Κουντριάφτσεβα στις κορίνες στέφει ‘χρυσή’ ολυμπιονίκη τη Μαμούν. Σε ένα από τα τελευταία ποστ που κάνει στο instagram η Βίνερ, δείχνει τις δύο σπουδαίες αντιπάλους να αγκαλιάζονται. Δύο μέρες μετά, ο πατέρας της Μαμούν πεθαίνει.

Όμως η Μαμούν καλεί τη Βίνερ στο γάμο της με τον κολυμβητή Αλιεκσάντρ Σουχαρούκαφ και είναι η Βίνερ που ανακοινώνει την αποχώρησή της, το κρέμασμα των πουέντ της, τον Νοέμβριο του 2017. Η Μαμούν συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ για τη ζωή της προπονήτριας που έχει γίνει ήδη η πρώτη στη γυμναστική που παίρνει το ολυμπιακό μετάλλιο τιμής, από το 2015. Το περνάει από το λαιμό της ο ίδιος ο πρόεδρος της ΔΟΕ, Τόμας Μπαχ. Κάποιοι ψίθυροι που ακούγονται, για τον κίνδυνο καρατόμησης της ρυθμικής γυμναστικής από τους Ολυμπιακούς, διαψεύδονται εν τη γενέσει τους.

Πολλά ταλέντα χάνονται. Τελευταίο, η Γιούλια Σινίτσινα, πρωταθλήτρια Ευρώπης στις Νεάνιδες το 2012. Η ζυγαριά τη δείχνει 54 κιλά. Για να αντέξουν οι πατούσες της το πρόγραμμά της, πρέπει να πάει στα 51, αλλά δεν μπορεί να τα χάσει με τίποτα. Πριν από αυτήν, η Αλιεκσάντρα Μερκουλάβα, πρωταθλήτρια κόσμου στο σύνθετο ομαδικό του Μονπελιέ το 2011. Τις δυνατότητές της θαυμάζει η ίδια η Καμπάιεβα, μέλος της ρωσικής Βουλής εκείνη την εποχή, πριν το 2014 γίνει η πρόεδρος της National Media Group, του πιο ισχυρού μιντιακού δικτύου στη Ρωσία.

Στα 75 της, όμως, η Βίνερ είναι ακμαία. Διαχειρίζεται την κρίση πανικού που παθαίνει ένα από τα πιο ικανά κορίτσια στη χώρα, η Αλιεκσάντρα Σαλντάταβα. Στα γυμναστήρια παλεύει σαν να κρίνεται η καριέρα της, σαν να πρέπει να κρατήσει μία ταλαντούχα γυμνάστρια κάτω από τη φτερούγα της. Για εκείνη έχουν ανοίξει το Μαρίνσκι και το Μπαλσόι, εκείνη συστήνει τα κορίτσια στον Πούτιν και συμμετέχει σε τηλεοπτικά σόου που σκιαγραφούν τη ζωή της. Δείχνει το δρόμο στις γυναίκες με όραμα, υποδεικνύει συμπεριφορές, τραβάει σαν μαγνήτης τα κορίτσια. Όταν πρωτανέλαβε, οι κριτές βαθμολογούσαν 25 συστατικά της ρυθμικής γυμναστικής. Πλέον, η βαθμολόγηση γίνεται μόνο για 9. Η Ρωσία έχει κατακρεουργήσει τον ανταγωνισμό. Και συνεχίζει να βρίσκει τρόπους, βγάζοντας αλλούτερης ικανότητας αθλήτριες. Που μαλακώνουν στην αγκαλιά, σκληραγωγούνται με τους κραδασμούς στα μπράτσα και σμιλεύονται από το στόμα της Βίνερ.

Πηγή: Contra