Του Γιάννη Φιλέρη
την εποχή του κορονοϊού και της απομόνωσης στο σπίτι, οι σειρές του Netflix (και όχι μόνο) αποτελούν μια πρώτη διέξοδο για να μην… τρελαθούμε. Το Σαββατοκύριακο ολοκλήρωσα το ‘The Stranger’ (‘Ο Ξένος’, που μάλλον είναι ‘Η Ξένη’ και σας το προτείνω) που είχα αρχίσει λίγες μέρες νωρίτερα. Και… κύλησε σα νεράκι το (όχι ακριβώς) ποδοσφαιρικό ‘The English Game’.
Ο δημιουργός του ‘Downton Abbey’ και του καινούργιου ‘Belgravia’, Τζούλιαν Φέλοους, έφτιαξε μια σειρά 6 επεισοδίων, που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια του ποδοσφαίρου στη Μεγάλη Βρετανία, το πέρασμα του σπορ από τους αριστοκράτες στην εργατική τάξη και τη μετατροπή του στο πιο δημοφιλές σπορ, πρώτα στο Νησί και μετά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Πραγματεύεται την εμφάνιση στο Ντάργουιν δυο Σκωτσέζων ποδοσφαιριστών, του Φέργκους Σούτερ και του Τζίμι Λοβ, που καταγράφηκαν ως οι δυο πρώτοι επαγγελματίες παίκτες στην ιστορία του ποδοσφαίρου, αλλά και τη φυσιογνωμία του Άρθουρ Κινέρντ, αρχηγού των Old Etonians και μετέπειτα προέδρου της αγγλικής ομοσπονδίας. Βλέπουμε να ζωντανεύουν οι ασπρόμαυρες φιγούρες των πρώτων ποδοσφαιριστών με τις… περίεργες στολές, οι τεράστιες δερμάτινες μπάλες, αλλά και η ίντριγκα που υπήρχε στα ενδότερα της ομοσπονδίας και της πιο παλιάς ποδοσφαιρικής διοργάνωσης στον κόσμο: το Κύπελλο Αγγλίας (FA Cup).
Όπως συμβαίνει με τις μίνι σειρές που αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα, η αληθινή ιστορία έχει ανακατευτεί με τη μυθοπλασία, αν κι η αναπαράσταση της εποχής (και των αγώνων ποδοσφαίρου, βεβαίως) γίνεται με την ποιότητα και την πιστότητα των βρετανικών παραγωγών. Δεν θα κάνουμε (πολλά) σπόιλερ, γιατί τα 6 επεισόδια βλέπονται απνευστί και είναι σίγουρο ότι θα αγαπήσετε όλους τους ήρωες (και τις ηρωίδες) της σειράς. Ας δούμε, ωστόσο, πού σταματάει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία.
Ο πραγματικός Άρθουρ Κινέρντ
Στο ‘English Game’ τον βλέπουμε να παίζει με πρωτοφανές πάθος, κάνοντας εντυπωσιακά τάκλιν στους αντιπάλους του. Ο θρύλος του Κινέρντ λέει ότι διέθετε πιο πολύ ενδιαφερόταν για τις… κνήμες των αντιπάλων του, παρά για το πώς θα έβρισκε την μπάλα. Ο ‘λόρδος του ποδοσφαίρου’, όπως έμεινε στην ιστορία, ήταν ένας σούπερ-σταρ της πρώιμης εποχής του αθλήματος. Ίσως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της εποχής του, με συμμετοχή σε 9 τελικούς FA Cup. Έμεινε στο ποδόσφαιρο μέχρι το τέλος της ζωής του, καθώς ήταν πρόεδρος της αγγλικής ομοσπονδίας για… 33 χρόνια (1890-1923). Πέθανε λίγους μήνες πριν ανοίξει τις πύλες του το ιστορικό ‘Γουέμπλεϊ Στάντιουμ’ και κατάφερε να βγάλει το ποδόσφαιρο από τα λασπωμένα τερέν, να το μετατρέψει στο εθνικό σπορ των Βρετανών και τους αγώνες να παρακολουθούν τεράστια πλήθη 100.000 φιλάθλων!
Ο πρόεδρος της Barklays Bank, που χάρισε μεγάλος μέρος της περιουσίας του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, ήταν πράγματι ο σπόρτσμαν που περιγράφει η σειρά και ενσαρκώνει ο Έντουαρντ Χόλκροφτ. Αν και γεννήθηκε στο Κέσινγκτον, έκανε διεθνή καριέρα με την εθνική Σκωτίας, καθώς η οικογένειά του προερχόταν από το Περθισάιρ, παλαιόθεν σκωτσέζικη κομητεία. Πολλά απ’ όσα θα δείτε στη σειρά είναι αληθινά, άλλα όπως οι σχέσεις με τον πατέρα του και τη σύζυγό του ή η εμπλοκή του σε ‘ταραχές’ εργατών-μελών της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ντάργουιν, ανήκουν στη φαντασία του Φέλοους.
Φέργκους Σούτερ, ο πρώτος επαγγελματίας
Ο Κέβιν Γκάθρι είναι ο Σούτερ, ο έτερος πρωταγωνιστής της σειράς. Του μοιάζει εντυπωσιακά, αν δει κανείς τις παλιές φωτογραφίες του πρώτου επαγγελματία ποδοσφαιριστή στην ιστορία. Κι εδώ μαθαίνουμε κατ’ αρχάς, ότι οι δυο ποδοσφαιριστές που έδειξαν το δρόμο σε… εκατομμύρια άλλους που τους ακολούθησαν ήταν από τη Σκωτία. Κάποιοι, βέβαια, υποστηρίζουν ότι ο πρώτος επαγγελματίας ήταν ο Τζέι Τζέι Λανγκ, που είχε πάει στη Σέφιλντ Γουένσντεϊ το 1876, δυο χρόνια νωρίτερα από τη μετακόμιση των Σούτερ-Λοβ στη Ντάργουιν.
Η αμοιβή του, ωστόσο, δεν ήταν χρήματα αλλά… ρεπό από τη δουλειά του, άρα τεχνικά δεν ήταν ποδοσφαιριστής επί πληρωμή. Οι δυο δικοί μας άνθρωποι ήταν οι πρώτοι που έκαναν το ποδόσφαιρο, σχεδόν, επάγγελμα. Υποτίθεται ότι ο Σούτερ παίρνει μαζί του τον Λοβ, όταν τους καλεί στο Ντάργουϊν ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου μπαμπακιού (η Βόρειος Αγγλία άρχισε να αναπτύσσεται εκείνη την εποχή σε αυτόν τον τομέα, ολόκληρες πόλεις ζούσαν από το μπαμπάκι) που δεν είναι ακριβώς ένας μεγαλοαστός, αλλά αλλά μάλλον ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας. Στην πραγματικότητα, πρώτος πήγε ο Λοβ και μετά ο Σούτερ. Ο Σούτερ, όπως ο πατέρας του (που δεν ξέρουμε αν ήταν πράγματι μέθυσος, όπως περιγράφεται στη σειρά), εργαζόταν σαν λιθοξόος . Όταν έκλεισε το εργοστάσιο που δούλευε στη Γλασκώβη, αναγκάστηκε να ταξιδέψει 200 μίλια και να εγκατασταθεί στο Ντάργουιν. Προσλήφθηκε ως εργάτης, ουσιαστικά όμως έπαιζε μπάλα. Και αμειβόταν με 10 λίρες το μήνα.
Ο Γκάρθι μελέτησε πολύ για τον ρόλο του. “Διάβασα ένα σπουδαίο βιβλίο, ‘Τα Αουτσάιντερ’, που υπογράφει ο Κιθ Ντιούχαρστ και αναφέρεται λεπτομερώς σε αυτήν την εποχή. Διηγείται πώς έμπλεξε το ποδόσφαιρο με τις βαμβακοβιομηχανίες. Πώς ο Σούτερ και ο Λοβ μετακόμισαν από τη Γλασκώβη και άλλαξαν το παιχνίδι. Διάβασα συνεντεύξεις και αναφορές από την εποχή, για το πώς έπαιζε ο Σούτερ μέσα στο γήπεδο. Μίλησα μέχρι και με ιστορικό του σκωτσέζικου ποδοσφαίρου”, αποκάλυψε πρόσφατα. Όντας ο ίδιος Σκωτσέζος, δεν είχε πρόβλημα να μπει στο πετσί του ρόλου και να μιλάει βέβαια με την ιδιότυπη προφορά της Γλασκώβης.
Πριν πάει στη Ντάργουιν, αγωνιζόταν στην Πάτρικ. Πράγματι, ο προημιτελικός με τους Old Etonians ήταν συγκλονιστικός, καθώς η Ντάργουιν ισοφάρισε 5-5 (ενώ έχανε 1-5), όμως όσα θα δείτε δεν είναι και… εντελώς ιστορικά γεγονότα. Το 1880, ο Σούτερ πήρε μεταγραφή (!) για τους Μπλάκμπερν Ρόβερς. Η ομάδα στη σειρά, ονομάζεται σκέτο Μπλάκμπερν (προφανώς για λόγους δικαιωμάτων) και κερδίζει στον τελικό τους Old Etonians. Η αλήθεια είναι ότι ο τελικός αυτός, που έγινε το 1882, έληξε 1-0 υπέρ των αποφοίτων του Ίτον.
Ο Σούτερ κατέκτησε με την Μπλάκμπερν δυο φορές το Κύπελλο Αγγλίας αργότερα. Το 1885 (2-0 την Κουίνς Παρκ) και το 1886 (2-0 τη Γουέστ Μπρόμγουϊτς Άλμπιον). Όταν το 1888 δημιουργήθηκε το πρώτο πρωτάθλημα, η καριέρα του βάδιζε προς το τέλος της. Έπαιξε μόλις ένα ματς κι αυτό ως αλλαγή εναντίον της Γουέστ Μπρομ. Ήταν 28 ετών. Ύστερα από το τέλος της καριέρας του, έγινε ιδιοκτήτης παμπ στο Μπλάκμπερν, ενώ άνοιξε άλλη μία στο Ντάργουιν.
Παντρεύτηκε πράγματι τη Μάρθα Άλμοντ, η οποία στην πραγματικότητα ήταν κόρη του διευθυντή του εργοστασίου. Μαζί έκαναν μια κόρη, ενώ σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή του μουσείου της FIFA και συγγραφέα Άντι Μίτσελ, ο Σούτερ είχε και παιδί εκτός γάμου: “Δεν μπορώ να το αποδείξω, υπάρχει μια οικογενειακή φήμη πολλών χρόνων. Ότι ο Σούτερ είχε παιδί με μια υπηρέτρια και λίγο πριν από τη γέννησή του, έφυγε από το Ντάργουιν, ώστε να μην ξεσπάσει σκάνδαλο. Αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της μεταγραφής του στη Μπλάκμπερν”.
Στη σειρά βλέπουμε κάτι άλλο, δεν θα σας το πούμε…
Η εξαφάνιση του Τζίμι Λοβ
Διαφορετική είναι, σε σχέση με τη σειρά του Netflix, κι η πραγματική ιστορία του Λοβ. Δεν θα μπορούσε, όμως, να μην έχει… πολλή φαντασία η μεταφορά του χαρακτήρα του στην οθόνη, καθώς ελάχιστα πράγματα ξέρουμε για το πώς εξελίχθηκε η καριέρα του. Στη Ντάργουιν έπαιξε μόλις έναν χρόνο (1879). Ο Μίτσελ, που έχει κάνει την έρευνα, σημειώνει ότι επρόκειτο για έναν πολύ ικανό σκόρερ, τον οποίο “λάτρεψε” ο κόσμος, όμως λίγα πράγματα έχουν γίνει γνωστά για τη ζωή του. Το μόνο, που ξέρουμε είναι ότι κατατάχτηκε στο Βασιλικό Ναυτικό και πέθανε από πυρετό στην Αίγυπτο, σε ηλικία 24 ετών.
Οι Σκωτσέζοι ήταν πράγματι πρωτοπόροι στο να κάνουν το ποδόσφαιρο επαγγελματικό, αλλά και να μάθουν τους Άγγλους… μπαλίτσα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη ομάδα της Λίβερπουλ, υπήρχαν 10 παίκτες που προέρχονταν από τη Σκωτία!
Το περίεργο ποδόσφαιρο του 19ου αιώνα, απεικονίζεται και στο σίριαλ. Θέσεις δεν υπήρχαν, οι περισσότεροι πήγαιναν πάνω στην μπάλα και τα μαρκαρίσματα ήταν ιδιαίτερα σκληρά. Μην ξεχνάμε ότι στα πρώτα βήματα του αθλήματος επιτρεπόταν να ακουμπούν οι ποδοσφαιριστές τη μπάλα με το χέρι, υπήρχαν πολύ βάρβαρα χτυπήματα, ενώ τα δυο δοκάρια του τέρματος δεν είχαν… οριζόντιο, αλλά τα ένωνε μια κλωστή που ήταν τοποθετημένη πολύ ψηλά!
Σιγά σιγά άρχισαν να μπαίνουν οι κανόνες, τοποθετήθηκε η οριζόντια δοκός (ακολούθως τα δίχτυα, για να μη χάνονται οι μπάλες), εμφανίστηκε ο τερματοφύλακας, οι διαιτητές έπαιζαν μεγαλύτερο ρόλο στο να απονέμουν δικαιοσύνη, οριστικοποιήθηκε ο κανονισμός του οφσάιντ και κάπως έτσι φτάσαμε στην εξέλιξη του 20ού αιώνα, που το ποδόσφαιρο έγινε το άθλημα που όλοι αγαπήσαμε.
Πάρτε μια ιδέα πώς παιζόταν το ποδόσφαιρο το… 1901 (20 χρόνια μετά απ’ αυτό που διηγείται το ‘English Game’) στο Σεντ Τζέιμς Παρκ, όπου η Νιούκαστλ υποδέχεται τη Λίβερπουλ:
Πηγή: Contra