Του Θάνου Σαρρή
Πρόσφατα, με την απώλεια του Ντιέγκο Μαραντόνα, ήταν αρκετοί εκείνοι που επέλεξαν να σταθούν στους εθισμούς που αντιμετώπισε και όχι στο ποδοσφαιρικό του χάρισμα και στον αντίκτυπο που είχε σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ο Μαραντόνα έζησε στα άκρα και έγινε αντικαθεστωτικό σύμβολο, με τα ναρκωτικά να αποτελούν τον μεγαλύτερο εφιάλτη του. Όμως δεν ήταν, ούτε είναι ο μόνος. Το αλκοόλ και οι ουσίες, συνήθως συνοδεύονται από ζητήματα ψυχικής υγείας. Έρευνα της FIFpro το 2015 σε τρεις ηπείρους, έδειξε ότι το 38% των νυν παικτών και το 35% των παλαίμαχων εμφανίζουν συμπτώματα κατάθλιψης ή άγχους, ενίοτε και συνδυασμό των δύο.
Το 23% και το 28% αντιστοίχως εμφανίζουν διαταραχές ύπνου, το 15% και 18% δυσφορία, ενώ το 9 και 25% κάνουν κατάχρηση αλκοόλ. Μολονότι έχουν γίνει αρκετά βήματα, αρκετές περιπτώσεις δεν βλέπουν ποτέ το φως της δημοσιότητας, με τους τραυματισμούς και το τέλος της καριέρας να επιδεινώνουν την κατάσταση. Πολλοί ποδοσφαιριστές δεν είναι έτοιμοι για το επόμενο βήμα, για τη ζωή χωρίς τις προπονήσεις, τα αποδυτήρια, τους αγώνες και τα ταξίδια. Οι παίκτες που έχουν υποστεί τρεις ή παραπάνω σοβαρούς τραυματισμούς στην καριέρα τους, είναι τέσσερις φορές πιθανότερο να εμφανίσουν σχετικά συμπτώματα, ανέφερε επίσης η σχετική έρευνα.
Η καριέρα έγινε εφιάλτης
Ο Κλάους Λούντεκβαμ παραχώρησε πρόσφατα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο BBC, μιλώντας για όλα αυτά και δείχνοντας ότι ο καθένας μπορεί να βρεθεί στα σχοινιά, παλεύοντας με κατάθλιψη και εθισμούς. Παίζοντας για μια τριετία στην Μπραν, ο Νορβηγός αμυντικός πήρε το 1996 μεταγραφή στη Σαουθάμπτον, για την οποία έπαιξε 12 χρόνια, φορώντας το περιβραχιόνιό της. «Ήταν ένα παιδικό όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα επιβιώσω σε ένα τέτοιο πρωτάθλημα για τόσα χρόνια», υποστηρίζει. Στο τελευταίο του ματς, συγκεντρώθηκαν 18.000 οπαδοί για να το αποχαιρετήσουν όπως του έπρεπε. Οι επαναλαμβανόμενοι τραυματισμοί στον αστράγαλο τον οδήγησαν στην απόφαση να κρεμάσει τα παπούτσια του και ακόμα και σ’ αυτό το τελευταίο ματς που έγινε προς τιμήν του, κατάφερε να παίξει μόνο στο φινάλε για να αποθεωθεί. Έναν χρόνο μετά το παιχνίδι εκείνο, το φως των προβολέων είχε αντικατασταθεί από πηχτό σκοτάδι.
«Προφανώς πήρα μερικές λάθος στροφές και λάθος αποφάσεις μετά το τέλος της καριέρας μου. Κοιτάζοντας πίσω, θα ήθελα να συμβουλεύσω τους παίκτες να βρουν κάτι με νόημα για να τους ξυπνάει το πρωί. Βρείτε κάτι επαγγελματικό που απολαμβάνετε. Εγώ εκείνη την εποχή είχα τα πάντα. Μια υπέροχη οικογένεια, ένα μεγάλο σπίτι, ένα σπίτι στη Νορβηγία. Αυτοκίνητα, βάρκα, τα πάντα. Αλλά είχα κατάθλιψη και αισθανόμουν μοναξιά. Ένιωθα ότι κανείς δεν με χρειάζεται πια. Αυτή ήταν η απώλεια των αποδυτηρίων. Η απώλεια του να παίζεις κάθε εβδομάδα με τους συμπαίκτες σου. Αυτό μου στερήθηκε και ήταν πολύ δύσκολο», τονίζει στο βρετανικό δίκτυο. Δεν συμβαίνει, λοιπόν, στους μοναχικούς ή σε κείνους που δεν πέτυχαν τους στόχους τους. Μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε. Για την ακρίβεια, όταν το επίπεδο είναι υψηλό, όπως αυτό της Premier League και η διάρκεια μεγάλη, η προσγείωση γίνεται ακόμα πιο απότομη. «Νομίζω πως είσαι τόσο αφοσιωμένος στο παιχνίδι, στο να εμφανίζεις την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου κάθε μέρα της εβδομάδας και να σε βλέπουν χιλιάδες οπαδοί. Ποτέ δεν θα καταφέρεις να αντικαταστήσεις αυτή την αδρεναλίνη με τίποτα».
Ο Λούντεκβαμ προσπάθησε να ξεκουραστεί και να εμπλακεί με φιλανθρωπίες. Ξεκίνησε να χάνει τον έλεγχο στα πάρτι που ακολουθούσαν και στις συγκυρίες όπου υπήρχε ποτό στο χώρο. Έχανε σταδιακά την επαφή του με την πραγματικότητα. «Βασικά, έχασα τον έλεγχο. Είχα επίσης αρκετά σοβαρή κατάθλιψη. Αισθανόμουν χωρίς ελπίδα. Η στροφή μου στο ποτό και τα ναρκωτικά ήταν ένα είδος απόδρασης τον καιρό εκείνο. Αλλά όταν έπεφτα στο ποτό, στην κοκαΐνη, στα χάπια και σε ό,τι άλλο έπινα, χανόμουν. Είχα την ανάγκη των ναρκωτικών και του ποτού κάθε μέρα». Η σύζυγός του πήρε τα δύο τους παιδιά και γύρισε στη Νορβηγία, διαμηνύοντάς του ότι δεν θα τον ξαναδεί γιατί θεωρεί ότι θα πίνει μέχρι να πεθάνει. Ο Νορβηγός έβγαλε εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το Ρίο Ντε Τζανέιρο, αλλά δεν μπήκε ποτέ στο αεροπλάνο. «Προσπάθησα να αυτοκτονήσω δύο φορές. Είχα φτάσει στον πάτο και δεν είχα τίποτα να δώσω πια. Ήμουν τόσο χαμένος και δεν έβλεπα διέξοδο, απλά ήθελα να πιω μέχρι να πεθάνω και να εξαφανιστώ, γιατί όλα ήταν τόσο δύσκολο. Η ενοχή και η ντροπή και όλα τριγύρω, ήταν ένας μεγάλος παράγοντας για να σκάψω μια τρύπα για τον εαυτό μου». Παλιότερα, ο Νορβηγός είχε δηλώσει ότι μπορούσε να πιει δύο λίτρα λικέρ και 5-10 γραμμές κοκαΐνη κάθε μέρα.
Η έξοδος από το τούνελ
Ακόμα και από το πιο βαθύ σκοτάδι, όμως, υπάρχει διέξοδος. Αυτό είναι άλλωστε κάτι που είχε πει ο αθλητικός ψυχολόγος Γιάννης Ζαρώτης, μιλώντας στο ντοκιμαντέρ «Το ποδόσφαιρο και το τέρας»: «Σε κάθε περίπτωση σώζεται. Και πλέον, όπως έχει εξελιχθεί και η διαδικασία της επιστήμης και της βοήθειας απέναντι στον άνθρωπο, σε οποιοδήποτε σημείο κι αν είναι ο καθένας σώζεται. Κι αυτό είναι κάτι το οποίο προφανώς προσπαθούμε να περάσουμε στον καθένα. Ζήτησε βοήθεια σε κάποιον ειδικό όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αλλά ακόμα κι αν σκέφτεσαι ότι δεν είναι το πιο γρήγορο που γίνεται, όπου και να βρίσκεται κάποιος σε συνθήκη, σαν στάδιο, μπορεί να βοηθηθεί. Απλά, χρειάζεται να είναι ανοιχτός στο να ζητήσει και να δεχθεί βοήθεια».
Ο Λούντεκβαμ βρήκε την Ιθάκη του στην κλινική αθλητικής αλλαγής, την οποία δημιούργησε ο Πίτερ Κέι και ο πρώην αρχηγός της Άρσεναλ, Τόνι Άνταμς, ο οποίος επίσης αντιμετώπισε προβλήματα με το αλκοόλ. «Έχει πολλά σκαμπανεβάσματα. Υπήρχαν εμπόδια και πισωγυρίσματα σε όλη τη διαδρομή. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, αλλά προφανώς τα θεωρώ ως κάτι το απαραίτητο προκειμένου να αποδεχθώ πραγματικά ότι είμαι εθισμένος. Πάντα θα είμαι, όμως έχω περάσει πολλά χρόνια χωρίς ούτε μια ουσία», προσθέτει ο Νορβηγός, που πλέον απολαμβάνει ξανά τη ζωή. Ξεκίνησε να εργάζεται για την «Ψυχιατρική Συμμαχία» στο Μπέργκεν, βοηθώντας ανθρώπους μιλώντας για τις δικές του εμπειρίες και αφιερώθηκε στο να ωθήσει περισσότερους ανθρώπους να μιλήσουν για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Σύμφωνα με έρευνα της PFA, τα ποσοστά των παικτών που πλέον αναζητούν βοήθεια τριπλασιάστηκε μέσα σε δύο χρόνια, από το 2016 μέχρι το 2018. Έχουν γίνει αρκετά βήματα μπροστά, όμως χρειάζονται περισσότερα. Γιατί, όπως ο Κλάους κατάλαβε πολύ καλά, στον πάτο του πηγαδιού η επιλογή του θανάτου είναι περισσότερο πιθανή από όσο φαντάζονται οι απ’ έξω…
Πηγή: Το Κουτί της Πανδώρας