Του Δημήτρη Καρύδα
Την περασμένη άνοιξη την εποχή της πρώτης ‘’καραντίνας’’ το αγαπημένο ερώτημα των φίλων του Παναθηναϊκού ήταν ποιος θα είναι ο διάδοχος του Ρικ Πιτίνο στον πάγκο της ομάδας.
Η αλληλουχία των γεγονότων που ξεκίνησε με την αποχώρηση του Δημήτρη Γιαννακόπουλου από τα ενεργά δρώμενα της ομάδας οδήγησε στην περίπου αυτονόητη λύση:
Την προαγωγή του Γιώργου Βόβορα και τη μονιμοποίηση του στην άκρη του πάγκου, ενός πάγκου που καθόταν λίγο πιο δίπλα για σχεδόν μια εξαετία. Η συγκυρία ήταν ομολογουμένως παράξενη:
Ο 43χρονος τεχνικός βρισκόταν πια ‘’καπετάνιος’’ σε μια ομάδα που για πρώτη φορά μετά το 1987 ήταν έξω από την επιρροή και επίδραση της οικογένειας Γιαννακόπουλου, με ένα αυτοδιαχειριζόμενο μπάτζετ που ουσιαστικά ήταν το χαμηλότερο της σύγχρονης εποχής και σε μια σεζόν που το μεγαλύτερο μέρος της (ενδεχόμενα και ολόκληρη) θα γινόταν μπροστά σε άδειες εξέδρες.
Την ημέρα της επίσημης παρουσίασης της ‘’νέας τάξης πραγμάτων’’ ο Φραγκίσκος Αλβέρτης δεν κρύφτηκε και έβαλε χαμηλά τον πήχη, λέγοντας τα αυτονόητα.
Ταυτόχρονα όμως δόθηκε και η εντύπωση ότι ο Βόβορας θα είχε απεριόριστη πίστωση χρόνου σε μια θέση ηλεκτρική καρέκλα αφού στην μετά Ομπράντοβιτς εποχή είχαν ήδη καθίσει εκεί επτά διαφορετικοί προπονητές, δύο εκ των οποίων για περισσότερες από μια φορές. Στην περίπτωση του Βόβορα αυτά που θεωρητικά ήταν στοιχεία αρνητικά μπορούσαν να λειτουργήσουν και υπέρ του. Τούτο όμως το ζύγισμα είναι λίγο παράξενο και δεν γίνεται εύκολα.
Το χαμηλό μπάτζετ του έδινε την ευκαιρία να ρισκάρει στις επιλογές του χωρίς ενδεχόμενα μεγάλες (οικονομικές) ζημιές και με τα δυνατότητα επιδιόρθωσης των όποιων λαθών γίνονταν στη διαδρομή. Η έλλειψη του κόσμου είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι στέρησε από τον Παναθηναϊκό 2-3 ακόμη νίκες στην Ευρωλίγκα, παράλληλα όμως επέτρεψε στον Βόβορα να κοουτσάρει μακριά από αρνητικά σχόλια και κριτική που πάντα υπάρχει από την εξέδρα.
Συνεπώς κανείς δεν μπορεί να πει αν τα πράγματα μπορούσαν να γίνουν λίγο διαφορετικά πως θα εξελίσσονταν. Αυτό το what if είναι πρακτικά αδύνατο να αναλυθεί. Ο Βόβορας είναι ένας εξελίξιμος προπονητής που βρήκε μπροστά του τη μεγάλη ευκαιρία. Ενδεχόμενα σε πολλούς να φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμος αλλά κανείς προπονητής που κάνει ένα τέτοιο άλμα στην καριέρα του δεν είναι έτοιμος.
Είναι υποχρεωμένος να μάθει από τα λάθη του και εκείνοι που τον εμπιστεύονται πρέπει να έχουν υπομονή και να τον στηρίξουν. Προφανώς, η λέξη υπομονή έχει αφαιρεθεί από το DNA του Παναθηναϊκού που πλέον τρέχει με μέσο όρο μια αλλαγή προπονητή το χρόνο την τελευταία δεκαετία. Ειρήσθω εν παρόδω με την υπόθεση Βόβορα χάθηκε και η μάλλον τελευταία ευκαιρία που υπήρχε στον ορίζοντα να βγάλει από τα σπλάχνα της η ομάδα ένα προπονητή.
Είναι επίσης προφανές αλλά και αναμενόμενο ότι ο Βόβορας έκανε λάθη. Δούλεψε σκληρά και αυτό το λένε όλοι στην ομάδα, είχε πάντα πλάνο και καλό για την αντιμετώπιση των αντιπάλων αλλά ορισμένες επιλογές του στη διαχείριση του υλικού του είναι συζητήσιμες.
Είναι όμως πολύ καλύτερα να μιλήσει εκείνος, όταν το αποφασίσει και να εξηγήσει ή να λύσει τις σχετικές απορίες. Εκεί που το θέμα δεν σηκώνει συζήτηση είναι η χημεία της ομάδας. Εκτός από τις ιδιαιτερότητες σε διοικητικό- οικονομικό κομμάτι ο Βόβορας βίωνε και μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Για πρώτη φορά την τελευταία 15ετία ο Παναθηναϊκός δεν είχε ηγέτη στην περιφέρεια.
Μετά την εποχή Διαμαντίδη ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε η εποχή Καλάθη. Πλέον, το περασμένο καλοκαίρι είχε τελειώσει και αυτή στο ΟΑΚΑ. Η σημασία ενός ηγετικού πόιντ γκαρντ είναι δεδομένη και κομβική πια στο σύγχρονο Ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Οι ομάδες που πάνε πλέι οφ ή κάνουν πρωταθλητισμό δεν έχουν ένα αλλά δύο γκαρντ υψηλής κλάσης. Φυσικά τα οικονομικά του συλλόγου δεν επαρκούσαν για να αποκτηθεί ένα τέτοιο δίδυμο αφού θα στράγγιζε το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού.
Όπως και σε άλλες επιλογές ξένων το καλοκαίρι ο Βόβορας ήταν υποχρεωμένος να πάρει ρίσκα και να ελπίζει ότι οι ‘’ζαριές’’ θα του βγουν. Η υπόθεση Λαπροβίτολα δεν προχώρησε ποτέ και ο Παναθηναϊκός έχασε πολύτιμο χρόνο.
Ο Βόβορας επέλεξε τον Τζάκσον στην κίνηση που έμελλε να καταστρέψει όλη τη χημεία της ομάδας. Έβαλε δίπλα σε παίκτες μαθημένους να βάζουν 15-20 εύκολους πόντους από τις πάσες του Καλάθη ένα γκαρντ που ήταν η επιτομή του ‘’shot first’’ και όχι του ‘’pass first’’. Λίγο μετά την άφιξη του Μακ είχε ρωτήσει τον ίδιο τον Βόβορα σε μια off the record συζήτηση γιατί διάλεξε τον Τζάκσον που στην ουσία είναι ένας καλός σκόρερ αλλά ένας μέτριος οργανωτής και μου απάντησε ότι ‘’μα δεν έψαχνα τόσο για οργανωτή, όσο για ένα ακόμη σκόρερ’’.
Ενδεχόμενα αυτή η τοποθέτηση να ήταν πολύ ισχυρή αν ο Παναθηναϊκός δεν είχε ήδη στο ροστερ του δύο παίκτες που μπορούν να παίξουν μόνο με τη μπάλα στα χέρια (Νέντοβιτς, Φόστερ) και που επίσης –όπως ο Τζάκσον- δεν έχουν στο παιχνίδι τους την στάμπα του αμυντικού εξολοθρευτή.
Μπάλες δεν υπάρχουν τόσες που να φτάνουν για όλες και στην άμυνα ακόμη και ένας γκουρού της προπονητικής δεν μπορεί να ‘’κρύψει’’ πάνω από ένα παίκτη. Ακόμη όμως και η επιλογή του Τζάκσον θα μπορούσε δυνητικά να μην είναι ένα μοιραίο λάθος αν δεν συνοδευόταν από την έλευση του Σαντ Ροος.
Προσοχή: Ο Κουβανός δεν είναι κακός παίκτης αλλά είναι ένας παίκτης ειδικών χαρακτηριστικών. Χωρίς σταθερό σουτ και με επιθετικό παιχνίδι που βασίζεται κυρίως στο ανοιχτό γήπεδο η αξία του Ροος φαίνεται σχεδόν αποκλειστικά στην ικανότητα του να ‘’στραγγαλίσει’’ αμυντικά σκόρερ του ψηλότερου επιπέδου.
Η έλλειψη αληθινού πλέι μέικερ υποχρέωσε τον Βοβορα να βαφτίσει τον Ροος ‘’άσο’’ όπως κάποτε βάφτιζαν το κρέας….ψάρι. Κάπως έτσι ο Ροος κλήθηκε και ακόμη καλείται να τα βγάλει πέρα σε ένα ρόλο που δεν έχει στο ρεπερτόριο του και παράλληλα να χάνει πολύτιμη ενέργεια στην άμυνα.
Κάπου εδώ λοιπόν υπάρχει το μοναδικό ίσως what if που μπορούσε να γράψει διαφορετικά την ιστορία και του φετινού Παναθηναϊκού αλλά και του ίδιου του Βόβορα: Πλέι μέικερ στην αγορά υπάρχουν δεκάδες.
Για όλα τα βαλάντια και όχι μόνο για τους πλούσιους τύπου Μπαρτσελόνα ή ΤΣΣΚΑ. Για παράδειγμα: Ο Λάνγκστον Χολ που κάνει μια εξαιρετική σεζόν στον Αστέρα και έχει συμβόλαιο που δεν ξεπερνάει τις 300 χιλιάδες δολάρια ήταν στα λημέρια του ελληνικού μπάσκετ τα τελευταία χρόνια.
Ο πρώην γκαρντ του Προμηθέα περίμενε υπομονετικά μια πρόταση από Ελλάδα γιατί ήθελε να μείνει στη χώρα μας και τελικά πήρε το δρόμο για το Βελιγράδι όταν απογοητεύθηκε. Ομαδικός παίκτης που κάνει καλά τις περισσότερες δουλειές στο παρκέ, έψαχνε την ευκαιρία της Ευρωλίγκα και πληρούσε τους βασικούς όρους του φετινού Παναθηναϊκού: Φτηνός και καλός.
Και αυτή είναι μόνο μια από τις δεκάδες περιπτώσεις παικτών που κυκλοφορούν στην Ευρώπη και θα πέταγαν τη σκούφια τους να παίξουν στην Ευρωλίγκα και τον Παναθηναϊκό. Ατυχώς ο Παναθηναϊκός την έπαθε με τον κλασικό τρόπο σε αυτή την περίπτωση: Δεν βρήκε παίκτη σε μια θέση που έχει υπερ-πληθώρα προσφοράς και ακριβώς λόγω της μεγάλης προσφοράς πήρε τους λάθος παίκτες.
Την ώρα που ο Παναθηναϊκός ταλαιπωριέται έχοντας με τα χίλια βάσανα βρει μια λύση με τον Σέλβιν Μακ οι ταπεινοί του ελληνικού πρωταθλήματος ψαρεύουν καλύτερα στα ρηχά και ενίοτε στα βαθιά νερά. Στη χώρα μας θα παίζει για λογαριασμό του Κολοσσού ο Τάι Λόσον, σούπερ προβληματικός αλλά και σούπερ γκαρντ Παίκτες τύπου Λόσον χωρίς τα προβλήματα του και με φρέσκα πόδια υπάρχουν δεκάδες στη G-League.
Και όταν ο Τζάκσον που ήρθε για να κάνει τη δουλειά είχε εμπειρία 35 όλων κι όλων αγώνων από την Ευρωλίγκα δεν τίθεται ούτε θέμα σύγκρισης, ούτε θέμα εμπειρίας στο ζύγι.
Ο Βόβορας έκανε στην πραγματικότητα ένα (μεγάλο) λάθος και το πλήρωσε. Ενδεχόμενα πολύ ακριβά και πολύ πιο νωρίς από όσο άξιζε στη γενικότερη εικόνα του. Αλλά αυτό είναι μια άλλη διαφορετική ιστορία και συζήτηση.
Πηγή: NovaSports