Επιλογή Σελίδας

Της Βάσως Πρεβεζιάνου

«Μεγάλωσα, παίζοντας ποδόσφαιρο στους δρόμους με τους φίλους μου. Μάλλον για αυτό παίζω όπως παίζω τώρα. Το ποδόσφαιρο του δρόμου ήταν το σχολείο μου. Παίζαμε κάθε απόγευμα και όταν είσαι παιδί έχεις πάντα την ενέργεια και τη δύναμη να παίζεις για ώρες. Μέχρι να κουραστείς. Συνήθως οι αγώνες κρατούσαν όλο το απόγευμα και σιγά σιγά συνήθισα να παίζω με παιδιά που ήταν μεγαλύτερα από εμένα. Μέσω αυτής της διαδικασίας δεν έμαθα μόνο ποδόσφαιρο, αλλά και την ευφυΐα που κερδίζεις στους δρόμους. Με παιδιά της ηλικίας μου έπαιζα μόνο με τη σχολική ομάδα ή σε αγώνες της πόλης μου, με άλλες πόλεις. Η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν ήμουν λίγο πιο μεγαλόσωμος από τα παιδιά της ηλικίας μου και ενδεχομένως για αυτό να απολάμβανα περισσότερο τις ημέρες που αντιμετώπιζα μεγαλύτερους, στους δρόμους. Είχε περισσότερο ενδιαφέρον. Μάθαινα περισσότερα, γινόμουν καλύτερος, πιο γρήγορος, πιο δυνατός». 

 

Η ζωή του όλη. Η καριέρα του… Θα μπορούσαν αυτά τα δικά του λόγια να είναι αρκετά για να τον περιγράψουν. Τον Ντιέγκο. Που γεννήθηκε στο Λαγκάρτο της Βραζιλίας και ο πατέρας του, του έδωσε το όνομά του προς τιμήν του μεγαλύτερου ποδοσφαιριστή που είχε ήδη ο ίδιος: του Μαραντόνα. Από την Αργεντινή…

Ο πιτσιρικάς Ντιέγκο, βέβαια, μπορεί να έζησε τα παιδικά χρόνια του με μια μπάλα στα πόδια, αλλά δεν είχε και καμιά μεγάλη κάψα να γίνει ποδοσφαιριστής. Άλλος ήταν ο στόχος του στα χρόνια της εφηβείας: πως θα έφευγε από το σπίτι ζώντας με δικά του χρήματα. Τότε δεν είχε πάρει σοβαρά τη μπάλα, δεν του περνούσε από το μυαλό ότι το ποδόσφαιρο θα ήταν δυνατόν να του αποφέρει την (οικονομική) ανεξαρτησία που ζητούσε. 

Πήγε στο Σάο Πάουλο για να δουλέψει στο φούρνο ενός θείου του. Κι εκεί που έλεγε να ξεμπλέξει από το ποδόσφαιρο, έμπλεξε για τα καλά. Διότι ο θείος ήταν, όπως και ο πατέρας του, κολλημένος με τη μπάλα. Και ναι μεν ο ανιψιός προσέφερε σημαντική βοήθεια στο φούρνο, αλλά ήταν κρίμα το ταλέντο του παιδιού να πάει χαμένο. 

Όλα άρχισαν στην Barcelona Esportiva Capela, μια ομάδα η οποία είχε δημιουργηθεί για να βρίσκουν διέξοδο τα παιδιά από τις φαβέλες της βραζιλιάνικης μεγαλούπολης. Ομάδα τέταρτης κατηγορίας, όχι κάτι σπουδαίο, αλλά τα 130 ευρώ που έπαιρνε το μήνα όταν υπέγραψε συμβόλαιο ήταν μια χαρά τότε.

Είχε και συμπλήρωμα το χαρτζιλίκι από το φούρνο…  Έπαιζε μπάλα, είχε κάποια λεφτά δικά του, όλα πήγαιναν μια χαρά. 

Και τότε εμφανίστηκε ο Ζόρζε Μέντες. Ο διάσημος ατζέντης τον είδε, τον ξεχώρισε και τον πήρε στην Ευρώπη. Στα 18 του ο Ντιέγκο Κόστα πήγε στη Μπράγκα, από εκεί δανεικός στην Πεναφιέλ, που μπορεί να έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία της Πορτογαλίας, αλλά είχε στον πάγκο της έναν προπονητή, ο οποίος στήριξε όσο λίγοι τον νεαρό Βραζιλιάνο. Με μέντορα τον Ρούι Μπέντο, ο οποίος μέχρι και παπούτσια του αγόραζε, o Kόστα έδειξε την αξία του.

Και την έδειξε με τέτοιο τρόπο, ώστε στα τέλη του 2006 να πωληθεί το 50% των δικαιωμάτων του στην Ατλέτικο Μαδρίτης έναντι 1,5 εκατομμυρίου ευρώ. Έμεινε για έξι μήνες δανεικός στη Μπράγκα, όταν πήγε στην Ισπανία δόθηκε δανεικός στη Θέλτα και στην Αλμπαθέτε, μετά πωλήθηκε στη Βαγιαδολίδ, ως μέρος της συμφωνίας για την απόκτηση του Σέρχιο Ανσέχο στους «ροχιμπλάνκος». 

Τα πήγαινε – έλα στην Ισπανία σταμάτησαν το καλοκαίρι του 2010, όταν η Ατλέτικο αποφάσισε να τον αποκτήσει με κανονική μεταγραφή και να τον έχει ως back up των Σέρχιο Αγουέρο και Ντιέγο Φορλάν. Θα ήταν υπερβολή να πει κάποιος ότι τρέλανε κόσμο με τις εμφανίσεις του, τα γκολ έρχονταν με το… σταγονόμετρο, ήταν και η ρήξη χιαστού σε φιλικό, τον Ιούλιο του 2011, που δεν του επέτρεψε να μεγαλουργήσει και τελικά οδήγησαν στον δανεισμό του στη Βαγιαδολίδ.

Όταν επέστρεψε στο «Βιθέντε Καλδερόν», ο Κόστα ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει και αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Στο μεταξύ είχε αναλάβει τους «ροχιμπλάνκος» ο Ντιέγο Σιμεόνε, ο οποίος παρέβλεπε το… οξύθυμο του χαρακτήρα του ποδοσφαιριστή του (έφτυσε τον Σέρχιο Ράμος, κουτούλησε τον Νταβίντ Λιμπέρσκι της Νικτόρια Πλζεν κλπ) και τον έβαζε βασικό.  

«Μάλωνα με τους πάντες, δεν μπορούσα να ελέγξω τα νεύρα μου. Τους προσέβαλα όλους και δεν είχα σεβασμό για κανέναν. Ένιωθα σαν να ήθελα να τους σκοτώσω» είπε μερικά χρόνια μετά ο Βραζιλιάνος, προσπαθώντας να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο το νευρικό του σύστημα ήταν χάλια. 

Ο Βραζιλιάνος, βέβαια, στο μεταξύ είχε γίνει Ισπανός. Ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι τον κάλεσε στην «σελεσάο» τον Μάρτιο του 2013, αλλά το γεγονός ότι τον χρησιμοποίησε ελάχιστα και ας μην είχε πολλούς επιθετικούς στη διάθεσή του, οδήγησαν τον παίκτη στην απόφαση να αποκηρύξει, ποδοσφαιρικά τουλάχιστον, την πατρίδα του, να πάρει την ισπανική υπηκοότητα, τον Ιούλιο του 2013, και να είναι πια διαθέσιμος για την εθνική ομάδα της Ισπανίας. 

«Βραζιλιάνος παίκτης που αρνείται να φορέσει τη φανέλα της εθνικής του και θέλει να παίξει με άλλη χώρα στο Παγκόσμιο Κύπελλο, διαγράφεται αυτομάτως. Γυρίζει την πλάτη σε κάτι που είναι όνειρο για εκατομμύρια ανθρώπους: να εκπροσωπήσουν την πέντε φορές πρωταθλήτρια κόσμου, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας» ήταν η φαρμακερή απάντηση του Σκολάρι. 

Ο Κόστα πήγε, βέβαια, στο Μουντιάλ της Βραζιλίας και αποδοκιμάστηκε στα γήπεδα στα οποία αγωνίστηκαν οι «φούριας ρόχας»… 

Στο μεταξύ, ο Σιμεόνε «έχτιζε» την επίθεση της Ατλέτικο πάνω του (ειδικά μετά την αποχώρηση του Ραδαμέλ Φαλκάο), τη σεζόν 2013-14 πέτυχε 27 γκολ και οι «ροχιμπλάνκος» κατέκτησαν τον πρώτο τίτλο τους από το 1996. 

Αποχώρησε τραυματίας από τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης, χρειάστηκε να επισκεφθεί ειδικό γιατρό στο Βελιγράδι και ενώ το μέλλον του ήταν στον… αέρα, την 1η Ιουλίου 2014, η Τσέλσι ανακοίνωσε την απόκτησή του. Με τον Ζοζέ Μουρίνιο τα πήγε, παραδόξως, καλά στην αρχή της συνεργασίας τους, αλλά με τον Αντόνιο Κόντε δεν τα βρήκε ποτέ. 

Ο Ιταλός τεχνικός ήθελε να διώξει τον Ντιέγκο Κόστα σχεδόν από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε τους «μπλε», ωστόσο η καλή πορεία της Τσέλσι στην Πρέμιερ Λιγκ, που οδήγησε τελικά πέρυσι στην κατάκτηση του τίτλου, «ανάγκασε» τους δύο άνδρες να συμβιβαστούν ο ένας με την παρουσία του άλλου (εξάλλου με τα γκολ του, την περασμένη αγωνιστική περίοδο, συνείσφερε με 15 βαθμούς στην κατάκτηση του τίτλου από τους «μπλε»), πριν λύσουν οριστικά τους λογαριασμούς τους το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο Κόντε απαίτησε και πέτυχε την απομάκρυνση του ποδοσφαιριστή από την ομάδα. 

«Καλή τύχη στο επόμενο ταξίδι σου φίλε μου. Είσαι ένας απίστευτος παίκτης, ένας από τους πιο καλούς και αστείους ανθρώπους που γνώρισα στο ποδόσφαιρο. Παίζοντας απέναντί σου, τόσο σε προπονήσεις, όσο και στα παιχνίδια που ήμασταν αντίπαλοι, ήσουν πραγματικός εφιάλτης, ενώ, είσαι ένας από τους καλύτερους και πιο υποτιμημένους ποδοσφαιριστές. Έδωσες τα πάντα για την ομάδα και το έκανες κάθε φορά που φορούσες τη φανέλα της Τσέλσι. Είσαι γεννημένος νικητής. Θα μου λείψεις φίλε, καλή τύχη σε σένα και την οικογένειά σου». Έτσι τον αποχαιρέτησε ο Τζον Τέρι, ο οποίος, όσο να πει κάποιος, κάτι παραπάνω από τους υπόλοιπους ξέρει. 

Ο Κόστα γύρισε στη Βραζιλία. Έκανε φιλότιμη προσπάθεια να παραμείνει σε φόρμα, αλλά το άτιμο το φαγητό δεν κόβεται εύκολα. Κάθε εμφάνισή του γινόταν… viral. «Έχει πάρει πέντε κιλά, έχει πάρει δέκα κιλά, κάνει γυμναστική με το πιρούνι και το κουτάλι» ήταν τα ειρωνικά σχόλια. 

Η Ατλέτικο Μαδρίτης αποφάσισε του να του δώσει άλλη μια ευκαιρία. Θα μπορούσε και ο ίδιος να πάει στην Κίνα, θα έπαιρνε μπόλικα λεφτά, αλλά δεν θα είχε την ίδια πλάκα. Και θα ήταν και δύσκολο για τους φιλάθλους να παρακολουθήσουν τα… σόου του. 

Πρώτο παιχνίδι στην επιστροφή του στους «ροχιμπλάνκος» (στο Κύπελλο κόντρα στη Γέιδα) σούταρε, σκόραρε, πανηγύρισε, τραυματίστηκε. Στο δεύτερο (με αντίπαλο τη Χετάφε για την Πριμέρα Ντιβιζιον) ο… σόουμαν είπε να κάνει κάτι διαφορετικό για να μην πλήττει και ο κόσμος: σούταρε, σκόραρε, πανηγύρισε, αποβλήθηκε. 

Ναι, και τι έγινε; Πλάκα μας κάνει… 

«Εντός του γηπέδου, μεταλλάσσομαι, γιατί θέλω πάρα πολύ να κερδίζω. Θέλω να είμαι ανταγωνιστικός, να τρέχω και να βρίσκομαι παντού. Μπορώ να δεχθώ την ήττα, αλλά λατρεύω να νικώ και να είμαι ανταγωνιστικός. Αυτή είναι η δουλειά μου. Προπονούμαι όλη την εβδομάδα, για να παίξω 90 λεπτά. Σε αυτά τα 90 λεπτά, θα δίνω πάντα το 100%. Δεν συνηθίζω να κάνω πλάκες, για να λένε οι άλλοι πως έχω χιούμορ. Αυτός είμαι. Όλα μου έρχονται φυσιολογικά. Πάντα είχα τη συνήθεια να πειράζω τους πάντες, όπου και αν έπαιζα. Καθένας στη δουλειά του περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Περισσότερες και από αυτές που είμαστε με τις οικογένειες μας. Επομένως, κάνω πλάκες για να περνάμε καλύτερα».

https://www.youtube.com/watch?v=qsGd5Sr_GQU&feature=player_embedded

https://www.youtube.com/watch?v=VLwaA8IiqbY&feature=player_embedded

https://youtu.be/5RHaJiRcJpM

Πηγή: Sport DNA