Του Λευτέρη Ελευθερίου
Η γαλλική εφημερίδα ‘Equipe’ αποχαιρέτησε με το πρωτοσέλιδό της έναν Θεό. Ουδείς άκουσε αυτό που είχε πει, μάλιστα όχι σε ανύποπτο χρόνο, ο Χόρχε Βαλντάνο.
Ο τίτλος, βεβαίως, δεν είναι δικός της. Είναι η φράση που είχε πει ο Φρίντριχ Νίτσε, βλέποντας τα καμώματα του κόσμου που άφηνε, επιληπτικός και δυστυχισμένος. Αν ήξερε τι θα απογίνονταν τα λόγια του, αν έβλεπε την αδελφή του, που κατέστρεψε ό,τι είχε φτιάξει, να τιμάται από τον Αδόλφο Χίτλερ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, η αντίδρασή του θα ήταν οργίλη, ανάλογη ενός Ubermensch. Ο Νίτσε δεν ήταν παρών για να δει τη δυστοπία στην οποία μπήκε ο πλανήτης κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Αφήνοντας τη ζωή στις 25 Αυγούστου 1900, θαμμένος στη Βαϊμάρη, που από το 1943, ουσιαστικά, είναι πολωνικό έδαφος, έφυγε με το θυμό ότι ο συνθέτης Ρίχαρντ Βάγκνερ ξεπουλήθηκε στη γερμανική μπουρζουαζία.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, από τη μεριά του, δεν θα ζει για να δει τον κόσμο μετά τον κορονοϊό ή, τέλος πάντων, με τον ιό ελεγχόμενο. Αν πηγαίνοντας προς τον Παράδεισο είδε τον Ζοάο Χαβελάνζε, τον Κάρλος Μενέμ και τον Τζουζέπ Γιουίς Νούνιες να του βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα, αν συναντήθηκε με τον Θεό και εκείνος του πρότεινε να καθίσει για λίγο στο θρόνο του, αν του έδειξε το τατουάζ του Τσε, με τον αληθινό Τσε από κάτω, και του είπε “εμείς αυτήν την καρέκλα θα την πάρουμε με επανάσταση”, αν αναρωτήθηκε μήπως στον Παράδεισο υπάρχουν δημοσιογράφοι, εφοριακοί, δικηγόροι και κοκαΐνη, αν, τέλος πάντως, σε μια κρίση ειλικρίνειας ρώτησε “γιατί βρίσκομαι εγώ εδώ;”, είναι ανεξακρίβωτο.
Ο Μαραντόνα ήταν μία θύελλα 60 χρόνων. Σε 5 χρόνια από τώρα, τα 15χρονα δεν θα πιστεύουν ότι υπήρχαν άνθρωποι που λατρεύονταν και είχαν τέτοιες αντιδράσεις, όπως εκείνη στο γκολ του Λιονέλ Μέσι με τη Νιγηρία, στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2018, όταν, στην κερκίδα, σταύρωσε τα χέρια του στους ώμους του και, έχοντας μπει σε αυτήν την έκσταση που μόνο σε εκείνον επιτρεπόταν η είσοδος, κοίταξε προς τον ουρανό.
https://youtu.be/7AuGI3YndrU
Στις αρχές Νοεμβρίου, όταν μπήκε στο νοσοκομείο για την εγχείρηση στο κεφάλι, η ανησυχία ήταν ελάχιστη. Ήταν τόσο τακτικός πελάτης όλα αυτά τα χρόνια, που δεν ήταν απροσδόκητο. Τον είδαμε να παχαίνει έως ακινησίας, να αδυνατίζει και να γίνεται ο παρουσιαστής ενός talk show στην Αργεντινή, να χορεύει τάνγκο με ένα μοντέλο, το οποίο λέγεται ότι είχε γοητευθεί μέχρι σαρκικής επαφής από την αίγλη του, να πίνει, να είναι καθαρός, να ξαναπίνει, να ξαναπαχαίνει, να κάνει γκελάκια με την μπάλα λαχανιασμένος. Το κείμενο της Τετάρτης 25 Νοεμβρίου, μίας ημερομηνίας που θα συμβολίζει την απώλεια οριστικά και αμετάκλητα, ήταν αλήθεια. Περιμέναμε να πεθάνει κάθε μέρα, ευχόμασταν να ζήσει για πάντα και πέθανε όταν δεν το περιμέναμε.
Θυμίζει εκείνη την ατάκα που είχε πει ο Χάουαρντ Κοσέλ στον Μοχάμεντ Αλί σε μία εκδήλωση για τα 50ά γενέθλιά του: “Έφτασες 50; Δεν το περίμενα”. Ο σπουδαίος σχολιαστής δεν το είπε σαρκαστικά, ήταν συγκινησιακά φορτισμένος όταν μιλούσε στο φίλο του από το Λούιβιλ. Ο Μαραντόνα έφτασε 60. Ένα νούμερο στρογγυλό. Υπό μία έννοια, πέθανε νέος. Υπό άλλη, άργησε. Υπό τρίτη, έπρεπε να ζήσει για πάντα. Υπό τέταρτη, δεν υπήρξε καν.
Έζησε σαν επίγειος Θεός, στη χώρα που ο αγαπημένος συγγραφέας της, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μισούσε το ποδόσφαιρο και που οι ποδοσφαιριστές της ήταν τα ‘τζιτζίκια’ του παιχνιδιού παγκοσμίως, όπως έγραψε ο Τζιάνι Μπρέρα ύστερα από τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1930, στο Μοντεβιδέο, με την Ουρουγουάη, αποκαλώντας τους garra charua τα “μυρμήγκια του”. O Μπόρχες και ο Αντόλφο Μπιόι Κάσαρες, ο οποίος το λάτρευε, είχαν γράψει μαζί ένα διήγημα, το ‘Esse est percipi’, στο οποίο ο οπαδός μίας ομάδας απογοητεύεται όταν μαθαίνει από τον πρόεδρό της ότι δεν υπάρχει ποδόσφαιρο και ότι πρόκειται για μία μεγάλη θεατρική παράσταση.
Ο Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου 1986, σχεδόν δύο εβδομάδες πριν η Αργεντινή κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν πρόλαβε να νιώσει θυμηδία με την ανθρωπολατρία στο μέγιστο των ηθοποιών, έναν κοντοπίθαρο μάγο με ξαφνικές προσποιήσεις που αποπροσανατόλιζε τους αντιπάλους του, στέλνοντάς τους στην άλλη πλευρά.
Σε εκείνον τον τελικό με τη Δυτική Γερμανία, ο Μαραντόνα δεν σκόραρε. Έβγαλε μία μαγευτική πάσα στον Χόρχε Μπουρουσάγκα για το 3-2. Πρωτύτερα, οι παίκτες του Φραντς Μπεκενμπάουερ, που ‘έκαψε’ τον Λόταρ Ματέους βάζοντάς τον πάνω στον Μαραντόνα, ό,τι έκανε ο Χέλμουτ Σεν (δηλαδή πάλι ο Μπεκενμπάουερ) με τον Μπέρτι Φογκτς πάνω στον Γιόχαν Κρόιφ στον τελικό του 1974, είχαν ισοφαρίσει με τους Ρούντι Φέλερ και Κάλε Ρουμενίγκε τα γκολ που είχαν δεχθεί από τον Χοσέ Μπράουν και τον Χόρχε Βαλντάνο. Αυτόν, δηλαδή, που εκστόμισε “είπαμε στον Μαραντόνα τόσες φορές ότι είναι Θεός, που ξεχάσαμε να του πούμε το σημαντικότερο, ότι είναι άνθρωπος”. Ήταν το 2004, όταν ο ‘Πελούσα’ βρέθηκε σε Κέντρο Ψυχικής Υγείας στη δυτική Αβάνα, προσπαθώντας να ξεγελάσει για πρώτη φορά το θάνατο.
Αναρωτιέμαι αν ο Βαλντάνο κάλεσε στο σπίτι του Κάρλος Μπιλάρδο, για να δει αν ξέρει το αφεντικό τα νέα. Αν το έκανε ο Μπουρουσάγκα ή ο Μπράουν. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα τον έβρισκαν. Ο 82χρονος πια, τεχνικός της ‘αλμπισελέστε’ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, είναι σε κακή κατάσταση και η οικογένειά του τού έκρυψε το θάνατο του Μαραντόνα. Όταν ζήτησε να δει τηλεόραση, του είπαν ότι χάλασε το καλώδιο.
Ήταν 60 χρόνια θύελλας. Ήταν όλα μία ταινία, ένα γύρισμα. Ο ορισμός της viveza criolla, της ‘εγγενούς πονηριάς’, ενός όρου που έδειχνε τον άνθρωπο που προσπαθεί να κοροϊδέψει την εξουσία, ήταν εκεί για να τον σαρκάζουμε τρυφερά, να τον συγκρίνουμε, να τον θυμόμαστε και, κυρίως, να τον λατρεύουμε. Έχουμε δει 300 φορές το χέρι και το γκολ με την Αγγλία, το δικό μου αγαπημένο είναι εκείνο το σλάλομ στη φάση των 16 του Παγκόσμιου Κυπέλλου 1990 με τη Βραζιλία, όταν έβγαλε τετ α τετ τον Κλαούντιο Κανίγια. Ο Μαραντόνα, τότε, στην Ιταλία, είχε φτάσει σε τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου με τη μάλλον χειρότερη ομάδα που έχει φτάσει σε αυτό το στάδιο. Ήταν η διοργάνωση που έγινε ο ημιτελικός με την Ιταλία στο ‘Σαν Πάολο’, το οποίο σύντομα θα πάρει το όνομά του.
Εν τέλει, δεν υπήρξε τίποτα που όσο ζούσε να μην έχει γραφτεί γι’ αυτόν. Από τα πανό των Ναπολιτάνων ως τα γκράφιτι στους τοίχους στο πρώτο πρωτάθλημα, το 1987, από τις γκραβούρες του ως απόλυτος ηγέτης της εθνικής Αργεντινής ως τα ανοσιουργήματά του ως προπονητής της, με κορωνίδα εκείνη την περίφημη συνέντευξη Τύπου μετά το γκολ του Μαρτίν Παλέρμο με το Περού, που έδωσε την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2010, από τις ασύλληπτες ικανότητες με την μπάλα στα πόδια, τα φιλιά στο στόμα, την έντονη προσωπική ζωή, με κορυφή την αγάπη της ζωής του, την Κλαούντια Βιγιαφάνιε και τις κόρες του, Ντάλμα και Χιανίνα, τα ντοκιμαντέρ, τα τραγούδια, με κορυφαίο το ‘Manos de Dios’, που τραγουδάει ο ίδιος στην ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα, και το ‘La Vida Tombola’ του Μανού Τσάο από το ίδιο έργο.
Εκείνο που λέει στον Κουστουρίτσα “πω πω, Εμίρ, να μην είχα κυλήσει στα ναρκωτικά. Πω πω Εμίρ, τι παίκτη χάσαμε”. Μόνο που αν δεν τα είχε αρχίσει, δεν θα είχε φτάσει τόσο βαθιά στο βούρκο, ώστε να αναδυθεί.
Πηγή: Contra