Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σκουντή

Τον καιρό της χούντας, από την οποία, εξαιτίας των αριστερών πολιτικών φρονημάτων του, ο Πολίτης εξαναγκάσθηκε να σταματήσει το μπάσκετ (και μάλιστα σε ηλικία 28 ετών)  και συν τοις άλλοις έχασε και τη δουλειά του στον ΟΤΕ, έλεγαν πως όταν βαράει αξημέρωτα το κουδούνι, δυο τινά μπορούν να συμβαίνουν…

Η θα ‘ναι ο γαλατάς για να δώσει το γάλα ή ο χωροφύλακας για να σε πάει μέσα! 

Τον Πολίτη δεν τον ρώτησα ποτέ εάν του βάρεσαν κανένα ξημέρωμα το κουδούνι στο σπίτι του στην Καισαριανή. Υποθέτω πως ναι και μάλιστα κάμποσες φορές, αλλά αυτή είναι μια παλιά ιστορία που και ο ίδιος δεν ήθελε να την κουβεντιάζει για να μη δώσει σε κανέναν κερατά το δικαίωμα να υποψιαστεί πως καπηλεύεται την ιδεολογία του.

Αλλά πάλι σκέπτομαι πως ένας άνθρωπος που γεννήθηκε, μεγάλωσε, ανδρώθηκε και έγινε γνωστός στην Καισαριανή δεν θα μπορούσε να τραβήξει άλλο δρόμο… 

Το κουδούνισμα στο δικό μου κινητό τηλέφωνο στις επτά παρά τέταρτο της 18ης Ιουνίου 2020 δεν (θα) ήταν για καλό: όταν μάλιστα είδα να αναβοσβήνει στην οθόνη το όνομα του Μιχάλη Καλαβρού, που ήταν εδώ και χρόνια κάτι σαν μπασκετικό ψυχοπαίδι του, δεν το άφησα να κτυπήσει δεύτερη φορά…

Δεν του ‘πα καν καλημέρα ούτε τον ρώτησα τι έγινε. Η πρώτη και η μόνη αντίδραση μου ήταν αγοραία, μα δεν μπορούσα να πω κάτι άλλο…

Όχι ρε πούστη μου. Όχι! 

Για ενάμιση μήνα, από τότε που πρωτομπήκε στο νοσοκομείο και πέρασε σχεδόν όλο τον καιρό στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, μάθαινα κάθε μέρα τα νέα του και κάθε μέρα αυτά τα νέα γίνονταν χειρότερα: μια ο διαβήτης που τον ξανακτύπησε, μια η αναπνευστική ανεπάρκεια, μια η νεφρική δυσλειτουργία, μια το ένα, μια το άλλο, αυτός ο λεβεντάνθρωπος (εξ ου και το παρατσούκλι της νιότης του, Τσολιάς) είχε απομείνει μισός… 

Τον ανάπαυσε ο Θεός; Δύσκολο να το πεις και πιο δύσκολο να το αποδεχτείς… 

Λίγη ώρα αργότερα έσκασε το μήνυμα από τη Μάρθα. Εξι λέξεις μέσα σε λυγμούς… 

Ο Κώστας μου δεν τα κατάφερε… 

Τον Πολίτη τον λάτρεψα από την πρώτη ημέρα που τον γνώρισα, κοντεύουν σαράντα χρόνια από τότε! 

Μειράκιον της δημοσιογραφίας και με τη δικαιολογημένη συστολή των 16 ετών μου, τον συνάντησα για πρώτη φορά ένα χειμωνιάτικο απόγευμα του ’79 στο κλειστό γήπεδο του Αιγάλεω, όπου μεσούσης της σεζόν είχε αντικαταστήσει τον Μιχάλη Κυρίτση και εκείνη την ημέρα έκανε το ντεμπούτο του στον πάγκο του Παναθηναϊκού με αντίπαλο τον Τρίτωνα.

Στα σαράντα χρόνια που πέρασαν έτυχε να αντιδικήσουμε, να διαφωνήσουμε, να μαλώσουμε για κάτι που έγραψα, αλλά ποτέ δεν κακιώσαμε. 

Στη χειρότερη περίπτωση θα με κατέβαζε κι εμένα από το πούλμαν της αποστολής, όπως το έκανε μια φορά στον συχωρεμένο τον Συρίγο, που τον έκραξε σε μια τηλεοπτική μετάδοση και με πήραν κι εμένα τα σκάγια!

Εχω ανοίξει τώρα τους φακέλους του αρχείου μου για τον Πολίτη και προσπαθώ να ταξινομήσω μερικές ιστορίες, αλλά τζίφος: με έχει πάρει κιόλας από κάτω, όπως συμβαίνει κάθε φορά που φεύγει ένας άνθρωπος με τον οποίο μεγάλωσα και συμπορεύθηκα σε αυτή την ευλογημένη δουλειά, χώρια που το ’87 και το ’88 τύχη αγαθή με ευλόγησε να του χώνω εκείνο το… μαρκούτσι στη μούρη μετά από κάθε αγώνα.   

Δεν θυμάμαι ποτέ να μου χάλασε χατίρι σε ό,τι κι αν του ζήτησα: να έλθει καλεσμένος σε εκπομπή, να σχολιάσουμε μαζί ένα ντέρμπι (στη λήξη του οποίου μας κυνήγησαν κιόλας…) και  λίγο προτού αρρωστήσει, δεν μου αρνήθηκε να πάμε παρέα και μάλιστα αυθημερόν μια φορά στο Καρπενήσι και άλλη μια στη Λαμία για να παρουσιάσουμε μαζί το βιβλίο «Είμαστε πια πρωταθλητές»… ‘

Τις γούσταρε αυτές τις μικρές αποδράσεις, με τις ατέλειωτες κουβέντες στο αυτοκίνητο, παρέα με έναν καπουτσίνο σκέτο με κανέλα που τον έπινε στο δρόμο και αργότερα με ένα ποτηράκι κρασί μαζί με τους απαραίτητους μεζέδες, στην καθιερωμένη μπασκετική βεγγέρα. 

Περισσότερο όμως γούσταρε να βλέπει κόσμο, γνωστούς και άγνωστους, να τους διηγείται εκείνο το υπέροχο παραμύθι, να γελάει ακόμη και τώρα με την απορία που είχε διατυπώσει ο Σείχης της Σαουδικής Αραβίας, όταν ζήτησε από τον Γιάννη Λάτση τη βιντεοκασέτα του τελικού… 

«Θέλει να δει πώς τα δέκα εκατομμύρια νίκησαν τα διακόσια εκατομμύρια» του είπε ο μπάρμπα Γιάννης και τότε ο Πολίτης έβαλε τα γέλια και του αποκρίθηκε το εξής:

«Κύριε Λάτση πείτε του ότι παίζαμε μπάσκετ, δεν κάναμε πόλεμο»!

Εκείνες οι έντεκα μέρες του ’87. Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο κατά πώς έλεγε κι ο Καζαντζίδης στο τραγούδι του Ακη Πάνου, αν και όποια μουσική παραγγελιά ήθελε ο Πολίτης την είχε αμέσως διαθέσιμη και μάλιστα από την παραγωγή στην κατανάλωση. Ο λόγος; Η αδερφή του είναι παντρεμένη με τον Αντώνη Καλογιάννη… 

Η ζωή του όλη ήταν ένα τσιγάρο, που το φούμαρε με τόση μανία, ώστε οι καπνοί έβγαιναν από τις πατούσες του μέσα στο άγχος, στην πίεση και στην αγωνία του εκείνες τις άγιες νύχτες στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας: ειδικότερα δε το βράδυ της 7ης Ιουνίου που το 38-38 του ημιχρόνου στον αγώνα ζωής και θανάτου (για την πρόκριση στην οκτάδα) με τη Γαλλία τον έκανε να ζητήσει από τον φροντιστή Μανώλη Λέκκα δυο ασπιρίνες  που τις κατέβασε μονομιάς για να διώξει τη θολούρα και τον πονοκέφαλο.

Δυο ώρες αργότερα, μετά το τέλος του αγώνα με τη Γαλλία και ενώ η Εθνική είχε σφραγίσει την πρόκριση της και επέστρεψε στο ξενοδοχείο  ο Πολίτης ανέβηκε στο δωμάτιο του, στο ξενοδοχείο και τι να δει; Εκεί τον περίμενε η μητέρα του, η εβδομηντάχρονη Δέσποινα Πολίτη, η οποία είχε αγνοήσει τις απαγορεύσεις των γιατρών να μείνει κατάκοιτη λόγω ενός πολύ σοβαρού διαστρέμματος. 

Πήρε λοιπόν το μπαστούνι της και με ύφος, που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, διέταξε μια από τις κόρες της, τη Φώφη να την πάει με αυτοκίνητο στο «John’s», όπου εμφανίστηκε απροσδόκητα και απροειδοποίητα. Με το που την είδε ο κανακάρης της συγκινήθηκε, έπεσε στην αγκαλιά της και  με το ζόρι μπόρεσε να ψελλίσει  πέντε λέξεις… 

«Μάνα τρελάθηκες; Τι γυρεύεις εσύ εδώ;»

Ύστερα μιλούσαν μόνα τους τα μάτια τους. Τα μάτια και τα δάκρυα τους… 

Τρεις μέρες πριν από τη μάνα του ο Πολίτης είχε δεχθεί μια επίσης απροσδόκητη, αλλά συγκινητική επίσκεψη από μια άλλη γυναίκα και μάλιστα στα αποδυτήρια της πριν από την έναρξη του πρώτου αγώνα με τη Γιουγκλοσλαβία. Την ώρα που η ομάδα ετοιμαζόταν να βγει στον αγωνιστικό χώρο για την προθέρμανση εμφανίστηκε φάντης μπαστούνι μπροστά του(ς) η Μελίνα Μερκούρη!

Η τότε Υπουργός Πολιτισμού θέλησε να ευχηθεί εκ του σύνεγγυς το «καλή τύχη» και φρόντισε κιόλας να οιστρηλατήσει τους παίκτες με τις κουβέντες της, ωστόσο το καλύτερο το φύλαγε για τον προπονητή…  Τον αγκάλιασε, τον φίλησε στο μάγουλο και του είπε με εκείνη τη συναρπαστική φωνή της: «Κώστα μου είσαι θαυμάσιος. Κώστα μου σε καμαρώνω, σε λατρεύω, νιώθω πως είμαι ερωτευμένη μαζί σου»!

M’ αυτά και μ’ αυτά προχωρούσαμε, νικούσαμε και λειτουργούσαμε! Α, ναι αυτό πάλι είναι από άλλο ανέκδοτο και πάντως όχι εκείνων των ημερών…

Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την Εθνική, το 1982, ο Πολίτης έλεγε νυχθημερόν μια κουβέντα που μέσα την τριαλαρί τριαλαρό ατμόσφαιρα του αθλητισμού και γενικότερα της ελληνικής κοινωνίας ακουγόταν σαν ανέκδοτο!

«Πρέπει να λειτουργήσουμε» έλεγε και η βελόνα κολλούσε σε αυτή την έκφραση, με αποτέλεσμα μαζί με τον Φιλέρη να του βγάλουμε το παρατσούκλι «λειτουργός». Βεβαίως αυτή η έκφραση είχε ολόκληρο ιδεολογικό υπόβαθρο, διότι ο Κώστας εννοούσε ότι όλες οι εθνικές ομάδες, το παγκοσμίως πρωτοποριακό αναπτυξιακό πρόγραμμα και συλλήβδην η μπασκετική διαστρωμάτωση έπρεπε να λειτουργήσουν με άξονα ένα όραμα που θα έπαιρνε σάρκα και οστά ως συγκεκριμένο σχέδιο. 

Ο Πολίτης ήταν όντως οραματιστής, πρωτοπόρος, ενίοτε αιρετικός στις απόψεις του, ισχυρογνώμων, ριψοκίνδυνος και επαναστάτης σε όλα του. Όταν δεν του άρεσε κάτι το κορόιδευε με τη χαρακτηριστική, αλλά αδιευκρίνιστης προέλευσης και πάντως συγκεχυμένης σημασίας, κοφτή φράση «τε τε τε», αλλά με την πάροδο του χρόνου καταλάβαμε το νόημα της. 

Τολμώ να γράψω κάτι ακόμα το οποίο δεν οφείλεται στην αγάπη που του έτρεφα, στη φιλική σχέση και πρωτίστως στη συγκίνηση των στιγμών: ο Πολίτης ήταν και έμεινε ως το τέλος του βίου του εάν όχι ο μόνος, σίγουρα εις εκ των ελαχίστων ανθρώπων στο ελληνικό μπάσκετ που είχε και εξέφερε άποψη, αδιαφορώντας εάν αυτή ακούγεται ευχάριστα ή δυσάρεστα, μιλούσε με διευθύνσεις και ονόματα, δεν ορρωδούσε προ ουδενός, στηλίτευε καταστάσεις, ασκούσε δημόσια κριτική προς τον καθένα και όχι από πίσω και ύπουλα, αναλάμβανε τις ευθύνες του, αναγνώριζε τα λάθη του και δεν έκανε ποτέ την πάπια! 

Κάποιες φορές αυτή η παρρησία του κόστισε, αλλά εξακολουθούσε να λέει φωναχτά αυτό που πρέσβευε… 

Το μεγαλύτερο χάρισμα του Πολίτη ήταν το αετίσιο μπασκετικό μάτι του: αλώνιζε όλη την Ελλάδα, βούταγε ως επιδέξιος δύτης στα αχαρτογράφητα ύδατα και έβγαζε λαβράκια!  Έβλεπε έναν πιτσιρικά, τον τσέκαρε για ένα λεπτό και ήταν σαν να του είχε βγάλει ακτινογραφία, χώρια που μπορούσε εκείνη τη στιγμή να προβλέψει πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει. Οι περισσότεροι από αυτούς τον δικαίωσαν, κάποιοι άλλοι δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες… 

Λάτρευε τους νέους. Μιλάμε για έρωτα, όχι αστεία. Στη μακρά διαδρομή του, είτε ως πρώτος προπονητής, είτε ως επικεφαλής του αναπτυξιακού προγράμματος της ΕΟΚ αυτοί ήταν η αδυναμία του, μάλιστα στις 11 του περασμένου Απριλίου που πήγαμε παρέα στη Λαμία με διέλυσε! Από την ώρα που φύγαμε από την Αθήνα μέχρι τη στιγμή που φτάσαμε στο Χαλκιοπούλειο δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να εξηγεί το τι, το πώς και το γιατί του σκεπτικού του και της διαδικασίας, αναφέροντας μάλιστα ονόματα παικτών που (αστειεύομαι, αλλά) τους έχει ξεχάσει κι η μάνα τους!

Το τι Πανδρακλάκη και τι Βακιρτζή ξεθάψαμε δεν λέγεται, μάλιστα ο Πολίτης θυμόταν ακόμη και ποια γκόμενα είχε εκείνη την εποχή ο Βακιρτζής στην Κομοτηνή!

Τώρα τελευταία ο γεροντοέρωτας του ήταν ο Νίκος Ρογκαβόπουλος. Με ζάλισε με δαύτον σε όλη τη διαδρομή, επιμένοντας ότι το παιδί είναι τόσο χαρισματικό που έπρεπε να παίζει στη βασική πεντάδα της ΑΕΚ και μάλιστα στη θέση του πλέι μέικερ! 

Ο Πολίτης άφησε την τελευταία πνοή του στις 18 Ιουνίου του 2018. Ακριβώς την ίδια ημέρα το 2011 είχε φύγει από τη ζωή ο Γιώργος Τσιλιγκαρίδης. Τι τους ενώνει; Ο Γκάλης, διότι ο ένας τον έφερε στην Ελλάδα κι ο άλλος τον έβγαλε στη σύνταξη!

Αυτή η υπόθεση όμως είναι πολλώ λογιώ μυστήρια και πλέον μετά τους απανωτούς θανάτους του Παύλου Γιαννακόπουλου και του Κώστα Πολίτη, μένει μονάχα ο ίδιος ο Νικ να διεκδικεί για τον εαυτό του την αλήθεια και το αλάθητο… 

Σε λίγες ώρες το σεπτό σκήνωμα του θα αναπαυθεί στη γειτονιά του. Αν και καταπονημένος τον τελευταίο καιρό, θαρρώ πως είναι σαν να τον βλέπω να περπατάει αγέρωχος στη μακαρία οδό και να επιταχύνει κιόλας το βήμα του για να συναντήσει μια ώρα αρχύτερα τους φίλους του που τον περιμένουν εκεί απάνω για να… λειτουργήσουν όλοι μαζί: όχι στην εκκλησία σαν τους παπάδες, αλλά στο γήπεδο, ο καθείς εφ ω ετάχθη… 

Ήθελε ο δόλιος να πάει και αυτό το δικό του δύσκολο ματς στην παράταση, όπως ο τελικός της 14ης Ιουνίου του 87, μα δεν φταίει ο Ανδρίτσος επειδή τάχα τούτη τη φορά δεν έβαλε τις βολές. Οπως με συγκινητική γλαφυρότητα έγραψε ο άλλοτε συμπαίκτης, συνεργάτης και φίλος του, Χρήστος Ιορδανίδης, «ζήτησε ένα τελευταίο τάιμ άουτ, αλλά η απάνθρωπη η γραμματεία του αγώνα δεν του το έδωσε».

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This