Επιλογή Σελίδας

Επιμέλεια, Zastro

Είκοσι χρόνια έχουνε περάσει, μα η καρδιά μου δεν το ‘χει ξεπεράσει» έλεγε ένα παλιό σύνθημα του Παναθηναϊκού που στην προκειμένη περίπτωση ταιριάζει όσο κανέναν άλλο. Αφορούσε την ομάδα του 1991 που μετείχε στο πρώτο «πειραματικό» Champions League, μια ομάδα που – όπως συνέχιζε το σύνθημα – θα αναβίωνε το έπος του Wembley και βασιζόταν σε έναν από τους καλύτερους επιθετικούς που έβγαλε ποτέ το ελληνικό ποδόσφαιρο: τον Δημήτρη Σαραβάκο.

Λατρεύτηκε και δοξάστηκε όσο λίγοι, μνημονεύεται ακόμα όπως ελάχιστοι παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές και είκοσι χρόνια πριν, σε ένα μουντό απόγευμα, φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα του Παναθηναϊκού, μια φανέλα που δόξασε και την έκανε πιο βαριά απ’ ότι ήδη ήταν. 20 Οκτωβρίου του 1997 σε ένα αδιάφορο παιχνίδι με τον Αθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, πήρε εντολή στο 78ο λεπτό να βγάλει τη φόρμα και να μπει ενώ ο Παναθηναϊκός προηγείτο ήδη 4-1. Η φανέλα με το 7, μια φανέλα που συνειρμικά ακόμη και σήμερα είναι «δική του», σε δώδεκα μόλις λεπτά συμμετοχής είχε ένα σουτ στο δοκάρι και ένα «φάουλ Σαραβάκου» που απέκρουσε με υπερένταση ο τερματοφύλακας του Αθηναϊκού, ο Πλειώτας.

Κανείς δεν φαντάστηκε τότε ότι γινόμασταν μάρτυρες της τελευταίας εμφάνισης της σημαίας του Παναθηναϊκού στο πρωτάθλημα. Άλλωστε κάποιοι στα 36 του τον θεωρούσαν «βάρος», είχαν το θράσος να μην τον σέβονται. Ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα ότι έκανε λάθος που επέστρεψε τότε στον Παναθηναϊκό για να κλείσει την καριέρα του, παρασυρόμενος από το πάθος της στιγμής και τη συναισθηματική φόρτιση μιας κατ’ ιδίαν συνάντησης με το Γιώργο Βαρδινογιάννη.

Έπεσε επάνω σε έναν προπονητή που τον γνώριζε πάρα πολύ καλά, το Βασίλη Δανιήλ, ο οποίος παρά το γεγονός ότι είχε συνεργαστεί πολλάκις μαζί του, δεν τον σεβάστηκε όπως του έπρεπε στο κλείσιμο της καριέρας του. Ο Δανιήλ για κάποιο λόγο που δεν εξηγήθηκε ποτέ, δεν τον υπολόγιζε και θεωρούσε την υπογραφή «καπρίτσιο» του Καπετάνιου. Ο Σαραβάκος πικράθηκε από τη συμπεριφορά αυτή, αλλά ακόμα κι εκείνη την απρέπεια την αντιμετώπισε με τη σεμνότητα, την περηφάνια και την αγωγή που τον χαρακτήριζε σε όλη του τη διαδρομή, μια διαδρομή σαν παραμύθι.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ, ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟΝ ΠΑΝΙΩΝΙΟ

Ο γιος του επίσης πολύ μεγάλου ποδοσφαιριστή Θανάση Σαραβάκου, γεννήθηκε στην καρδιά του καλοκαιριού του ’67 και μεγάλωσε με μια μπάλα στα πόδια στη Νέα Σμύρνη, τη γειτονιά που θαρρεί κανείς είχε αναλάβει την ιερή αποστολή να τροφοδοτεί με αστέρες το σπορ. Παρά το όνομα βαρύ σαν ιστορία και την αναπόφευκτη δυσκολία των a priori συγκρίσεων με τον πατέρα του, ο Δημήτρης από πολύ μικρός έμοιαζε ταμένος όχι απλώς να γίνει ποδοσφαιριστής, αλλά να μπει στο άτυπο club των «άριστων» του αθλήματος.

Πολύ πριν ενταχθεί στα τσικό του Πανιωνίου, σε ηλικία μόλις 13 ετών, είχε ήδη εξελιχθεί στη μασκότ της πλατείας, ήταν ήδη ο αγαπημένος «μικρός» και τον ήξεραν όλοι. Τον φώναζαν «μικρό» διότι πάντοτε έπαιζε μπάλα κόντρα σε μεγαλύτερους και παρότι «τους έκανε χαζούς», έβγαζε μια σπάνια οικειότητα και συμπάθεια με το σεμνό και συνετό χαρακτήρα του. Η προδιαγεγραμμένη του μοίρα έστειλε το πρώτο σημάδι της το 1977, όταν στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών και εξ αιτίας μιας σειράς συμπτώσεων, ο προπονητής του Πανιωνίου, του χάρισε την πρώτη του συμμετοχή στο πρωτάθλημα. Ο προπονητής που «βάπτισε» ποδοσφαιρικά το Δημήτρη, ήταν ο Ιγκόρ Αλεξάντροβιτς Νέτο, μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του σοβιετικού ποδοσφαίρου, ένας ταχύτατος αριστεροπόδαρος μπακ, που λόγω των επιθετικών αρετών του, εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους μεσοεπιθετικούς στην ιστορία.

Ο θρύλος λέει ότι ο Νέτο διείδε τον εαυτό του -αριστεροπόδαρος γαρ- στο νεαρό Δημήτρη, τον παρακολουθούσε στις προπονήσεις της εφηβικής ομάδας, είχε μείνει έκπληκτος από το ταλέντο και – κυρίως – την ταχύτητά του. Το παιχνίδι της μοίρας και των οιωνών ωστόσο δεν σταματά στο Νέτο. Επεκτείνεται και στην ίδια τη διάπλαση του «μικρού» σε έναν Πανιώνιο που είχε καταπλήξει τη φίλαθλη Ελλάδα επικρατώντας με 3-1 της ΑΕΚ σε μια από τις πιο εκκωφαντικές εκπλήξεις στην ιστορία της διοργάνωσης. Εκείνος ο ρομαντικός Πανιώνιος του Πάνου Μάρκοβιτς είχε την ευχέρεια να διαπλάθει χαρακτήρες, να μην εμμένει μόνο στα αθλητικά προσόντα. Και ο Σαραβάκος τα είχε όλα: και το χαρακτήρα και τη στόφα και το απαράμιλλο ταλέντο για να διαπρέψει. Η πρώτη σεζόν «επαγγελματοποίησης» του αθλήματος στην Ελλάδα, βρίσκει το «μικρό» να καταγράφει 12 συμμετοχές και όταν πια αποχωρεί ο Αναστόπουλος για τον Ολυμπιακό, ο δρόμος ανοίγει διάπλατα μπροστά του. Θα σκοράρει για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική την επόμενη σεζόν, το 1980, σε ένα εντός έδρας παιχνίδι εναντίον της Παναχαϊκής.

Πριν κλείσει καν τα είκοσι, είναι ο ηγέτης της επίθεσης του Πανιωνίου, αναλαμβάνει να σηκώσει το βάρος ενός ιστορικού συλλόγου που βγήκε ζημιωμένος από τις αλλαγές που επέφερε η γέννηση των ΠΑΕ. Ο Πανιώνιος δεν γνώριζε τον επαγγελματισμό, λειτουργούσε ανέκαθεν βασιζόμενος στο dna της «πλατείας», το οικογενειακό κλίμα, ένα αγνό modus operandi που επιτρέπει να παράξεις πολλούς «σαραβάκους». Σαν αυτόν όμως δεν ξαναβγήκε κανένας. Η έβδομη θέση του Πανιωνίου το 1981/82 δεν συνιστούσε εφαλτήριο για επιστροφή στην ελίτ, αλλά αποτέλεσε ίσως τον τελευταίο συνδετικό κρίκο με τον Πανιώνιο της ερασιτεχνικής – ημιεπαγγελματικής καλύτερα – εποχής.

Η συνέχεια ήταν πολύ δύσκολη. Ο σύλλογος έφθασε δύο φορές πολύ κοντά στον υποβιβασμό, αντίκρυσε δις τον όλεθρο της διάλυσης, αλλά είχε την τύχη να διαθέτει στις τάξεις του ένα παιδί που τον Πανιώνιο τον πονούσε και δεν ήταν μισθοφόρος. Ο Σαραβάκος τον Πανιώνιο τον έσωσε δύο φορές σε ισάριθμα μπαράζ σωτηρίας, πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι ήταν ένας ποδοσφαιριστής που άνηκε στο ανώτερο επίπεδο.

Είχε ήδη προλάβει να χρισθεί διεθνής δέκα φορές όντας παίκτης του Πανιωνίου, έπαιζε πάντοτε τουλάχιστον μία ταχύτητα πάνω από τους υπόλοιπους, αλλά συνάμα ποτέ δεν ακούστηκε αρνητικά η φωνή του. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν βεντέτισε, ποτέ δεν αλλοίωσε το χαρακτήρα του και δεν προσέβαλε τον Πανιώνιο. Παρέμενε πάντα ο σεμνός «μικρός», ο γιος του Θανάση που παίζει για τη φανέλα και προτιμούσε τις πράξεις από τα λόγια. Είχε ήδη διαμορφώσει τον κλειστό είναι η αλήθεια χαρακτήρα του και ήδη είχε θέσει την προσωπική του ζωή εκτός της δημοσιότητας που αδηφάγα επιζητούσε νέους ήρωες στην επικοινωνιακή έκρηξη του ποδοσφαίρου στις αρχές των 80’ς.

Η παρουσία του στο σύλλογο που επί της ουσίας τον γέννησε και τον γαλούχησε, έπρεπε να κλείσει εμφατικά και μέσα στο γήπεδο. Φρόντισε το Μάιο του 1984 να χαρίσει για δεύτερη φορά στον Πανιώνιο μια ολόκληρη κατηγορία, σκοράροντας στο 104’ της παράτασης σε εκείνο το αγχώδες μπαράζ του Βόλου εναντίον του ΠΑΣ Γιάννινα. Έτσι έκλεισε τη μαγική πενταετία του στη Νέα Σμύρνη, πρόλαβε αμούστακο σχεδόν παιδί, σε 132 συμμετοχές να σκοράρει 35 φορές, ξεκινούσε να γράφει από τα 18 του χρόνια τη δική του ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Η μοίρα του Δημήτρη έγραφε Παναθηναϊκός

Αυτόματα με τη λήξη του της επαγγελματικής πενταετίας το ενδιαφέρον του νταμπλούχου εκείνο τον καιρό Παναθηναϊκού ήταν δεδομένο, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης που από μπάλα ξέρει όσο ελάχιστοι, ήξερε ότι ο Δημήτρης τον Παναθηναϊκό θα τον ανεβάσει επίπεδο. Ο Πανιώνιος έκανε τα αδύνατα δυνατά για να κρατήσει το Δημήτρη, έγιναν δραματικές ΓΣ, μια απέλπιδα προσπάθεια σε μια θρυλική συνέλευση στο θέατρο «Κερκίδα» όταν στήθηκε ακόμα και κιόσκι υπέρ της ανεύρεσης χρημάτων για την παραμονή του Σαραβάκου. Η προσπάθεια των ανθρώπων του Πανιωνίου ήταν όντως συγκινητική, διενεργήθηκε ακόμη και λαχειοφόρος αγορά, καλλιτέχνες και αντιπροσωπεία φιλάθλων συνέστησαν μια επιτροπή που προσπάθησε να συλλέξει χρήματα από τους καταστηματάρχες της Νέας Σμύρνης προκειμένου να μείνει ο Δημήτρης, η αγάπη της «πλατείας» στο πρόσωπό του ήταν το ίδιο ανιδιοτελής με τη δική του προς το σύλλογο. Το ποτάμι όμως πια δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. H μοίρα του Δημήτρη έγραφε «Παναθηναϊκός».

Και δεν επρόκειτο για έναν απλό Παναθηναϊκό, αλλά για τον νταμπλούχο Παναθηναϊκό που θα γινόταν Panathinaikos. Δυο μεταγραφές έκανε εκείνο το καλοκαίρι ο Καπετάνιος: το Δημήτρη και το Ζάετς, δυο ποδοσφαιριστές που σήμερα δεν θα χωρούσαν με τίποτα στο ελληνικό πρωτάθλημα και θα τους θαυμάζαμε μόνο  από βιντεάκια στο youtube. Με το καλημέρα κιόλας, έγινε κατανοητό πόσο βοήθησε το Σαραβάκο η αλλαγή επιπέδου, πόσο ανάγκη είχε το ταλέντο του να λειτουργήσει πλάι σε συμπαίκτες που μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την ευφυΐα του, συμπαίκτες του διαμετρήματος ενός Ζάετς, ενός Ρότσα.

Εκείνο το μειλίχιο παιδί από τη Νέα Σμύρνη, ήταν τόσο μπροστά από την εποχή του ποδοσφαιρικά που δεν χρειάστηκε καν χρόνο προσαρμογής στα νέα δεδομένα, έκανε απίθανα πράγματα από την πρώτη του σεζόν. Η ευρωπαϊκή σεζόν του Παναθηναϊκού είναι ονειρώδης και ένα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας οφείλεται στο Δημήτρη. Το άλλοτε Κύπελλο Πρωταθλητριών τον υποδέχθηκε στο Ρότερνταμ, στη χώρα της τουλίπας και των ανεμόμυλων όπως είπε ο σχολιαστής της ΕΡΤ2 Γιάννης Αργυρίου, σε εκείνο το 0-0 εναντίον της Φέγενορντ του Ρούντ Γκούλιτ. Ήταν σαφές από την πρώτη του εμφάνιση ότι βρισκόμασταν ενώπιον ενός φαινομένου.

Ο Παναθηναϊκός αποκλείει τους Ολλανδούς κερδίζοντάς τους δύσκολα με 2-1 στη ρεβάνς, με το Σαραβάκο να αποτελεί την κύρια πηγή κινδύνων για την ολλανδική άμυνα και ακρογωνιαίο λίθο της πρόκρισης. Τέλη Οκτωβρίου είναι η σειρά της Λίνφιλντ που δυσκολεύει περισσότερο από ότι θα περίμενε κανείς τον Παναθηναϊκό και στη ρεβάνς του Μπέλφαστ, μετά το αναπάντεχο 3-0 του 28ου λεπτού που προμήνυε διασυρμό, έρχεται και το πρώτο γκολ σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Ο Σαραβάκος στο ημίωρο δίνει το σύνθημα της αντεπίθεσης, ο Παναθηναϊκός ξυπνάει από το λήθαργο και ισοφαρίζει εν τέλει σε 3-3 τους σκληροτράχηλους Ιρλανδούς, εξασφαλίζοντας την πρόκριση.

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΤΟΥ

Στο πρωτάθλημα η μάχη με τον εκπληκτικό ΠΑΟΚ του Σκότσικ είναι αδυσώπητη, η προσοχή όλων όμως είναι στραμμένη στην Ευρώπη, στα όνειρα για την επανάληψη του έπους του Wembley. Ο Παναθηναϊκός κληρώνεται με τη σουηδική Γκέτεμποργκ του μετέπειτα προπονητή του Γκίντερ Μπένγκτσον (ουσιαστικά η συνέχεια της ομάδας του Σβεν Γκόραν Έρικσον) και περιμένει πως και πως την άνοιξη για να κυνηγήσει το όνειρο. Οι Σουηδοί δεν έχουν προλάβει να μάθουν ακόμη το «μικρό» με το 7 και εστιάζουν στα γνωστά ονόματα του Ζάετς και του Ρότσα. Είναι η πρώτη μεγάλη παράσταση της καριέρας του.

Μάρτιος του 1985 στο Ούλεβι και ο Παναθηναϊκός γίνεται φαβορί με πέναλτυ του «7» που δεν γνώριζε ο φλεγματικός Σουηδός προπονητής, με αποτέλεσμα να το πληρώσει ακριβά. Ο Σαραβάκος ξεκινά να αποκτά και έρεισμα εκτός συνόρων, το όνομά του και οι αρετές του θα γίνουν ακόμη πιο γνωστά όταν αναλαμβάνει την εκτέλεση του πέναλτι της πρόκρισης και στην πολύ δύσκολη ρεβάνς με τη Γκέτεμποργκ στην Αθήνα.

Όπως θα εκμυστηρευθεί αργότερα και ο ίδιος σε συνέντευξή του, το συγκεκριμένο γκολ το θεωρεί από τα κρισιμότερα της καριέρας του, για εκείνον αποτελεί σταθμό αφού τον έμαθε να λειτουργεί υπό καθεστώς τρομακτικής πίεσης. Ο Παναθηναϊκός οδηγούμενος από τον οίστρο του έχει προκριθεί στα ημιτελικά του Champions League, o κόσμος παραληρεί, μετά το «έχω στο Λονδίνο μια δουλειά», τραγουδά «Βρυξέλλες-Βρυξέλλες έρχονται οι βαζέλες». Το όνειρο σταμάτησε στη μεγάλη Λίβερπουλ και σ’ ένα ακυρωμένο γκολ του Ρότσα στο Άνφιλντ, όλοι όμως ήταν σίγουροι ότι το τριφύλλι όσο υπάρχει ο Δημήτρης μπορεί να το ξανακάνει.

Αυτός ο τίτλος τιμής, αυτό το περίφημο Panathinaikos που τόσο πολύ πληγώνει σήμερα, φέρει την υπογραφή του Δημήτρη Σαραβάκου. Είναι τόσες πολλές, αμέτρητες οι παραστάσεις του στην Ευρώπη…

Η παρθενική του σεζόν στον Παναθηναϊκό ολοκληρώνεται με 18 γκολ σε πρωτάθλημα και Ευρώπη, η συνέχεια είναι σταθερά ανοδική, συνδέεται άμεσα με το νταμπλ του 1986 και το εμφατικό 4-0 στον τελικό με τον Ολυμπιακό και συμπίπτει με την περίοδο παγίωσης των πρασίνων ως «ευρωπαϊκού εκπροσώπου» του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αυτός ο τίτλος τιμής, αυτό το περίφημο Panathinaikos που τόσο πολύ πληγώνει σήμερα, φέρει την υπογραφή του Δημήτρη Σαραβάκου. Είναι τόσες πολλές, αμέτρητες οι παραστάσεις του στην Ευρώπη… Το καταπληκτικό γκολ εναντίον της Γιουβέντους στο εντός έδρας 1-0 για το Κύπελλο UEFA με το σήμα-κατατεθέν scrop του στο «γάμα» της εστίας του Τακόνι, μνημονεύεται ακόμη και σήμερα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και θέτει για πρώτη φορά επί τάπητος το ζήτημα της μεταγραφής του σε μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για Έλληνα ποδοσφαιριστή. Ο Παναθηναϊκός αποκλείει τη Γιουβέντους, ο Σαραβάκος σκοράρει και στο Comunale (αν και στους περισσότερους έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη το απίθανο γκολ του Χρήστου Δημόπουλου) και η Φιορεντίνα εκφράζει επισήμως την επιθυμία της να τον εντάξει στο δυναμικό της.

Ο Βαρδινογιάννης δεν ενδίδει και εκμεταλλεύεται το γεγονός της πολύ ισχυρής νομοθεσίας που τότε προστάτευε τους συλλόγους και όχι τους ποδοσφαιριστές όπως σήμερα. Ο Σαραβάκος πλέον είναι το πιο hot όνομα στο ελληνικό πρωτάθλημα, ο ποδοσφαιριστής που σημειώνεται ως υπ’ αριθμόν ένας κίνδυνος από τους αντίπαλους προπονητές, η φήμη του έχει ξεπεράσει τα στενά ελληνικά όρια και ουσιαστικά δημιουργεί το δικό του μύθο στο εγχώριο star system. Ο ίδιος παραμένει αρνητικός στη δημοσιότητα, απρόσιτος και πολύ προσεκτικός στις δημόσιες τοποθετήσεις και εμφανίσεις του. Η σεμνότητα, η ιδιοσυγκρασία του, ο χαρακτήρας του, υπαγορεύουν μια εντελώς διαφορετική στάση ζωής από τη συνήθη των ομολόγων του και αστέρων της εποχής. Δεν πίνει, δεν ξενυχτάει, δεν φωτογραφίζεται με ηθοποιούς και μοντέλα, αρνείται να συμμετέχει στην παράδοξη αισθητική της δεκαετίας του ’80, εκείνης του κιτς και της υπερβολής.

Ο Σαραβάκος είναι νέος, επιτυχημένος, στο απόγειο της αθλητικής δόξας του, περιζήτητος εργένης. Διαθέτει εμφάνιση, χρήματα, ένα «ευρωπαϊκό» star quality και προφίλ που τον καθιστά τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή και σύμβολο του Παναθηναϊκού στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Το τριφύλλι όμως είχε να ανθίσει από το 1986 και εκείνο το εμφατικό νταμπλ κόντρα στον «αιώνιο», οι επόμενες σεζόν ήταν κακές, το όνειρο ενός ευρωπαϊκού τελικού που επιζητούσε με θέρμη ο Βαρδινογιάννης δεν είχε ξαναπλησιάσει μετά από εκείνα τα ημιτελικά με τη Λίβερπουλ.

ΤΟ ΓΚΟΛ ΣΤΟ ΟΥΛΕΒΙ

Το 1989 ο Δημήτρης ήταν πια 28 χρονών, ώριμος και στα πιο παραγωγικά ποδοσφαιρικά του χρόνια και απλώς ήθελε έναν συμπαίκτη να τον βοηθήσει. Ο συμπαίκτης ήρθε εκείνον τον Ιανουάριο, είχε μουστάκι και αντιτουριστική εμφάνιση, αλλά τον έλεγαν Κριστόφ Βαζέχα. Το δίδυμο με τον Πολωνό είναι θαυματουργό, η χημεία τους τρομερή, οι δύο σεζόν που πρόλαβαν μαζί ήταν ονειρώδεις: Πρωτάθλημα το 1990 μετά από 4 χρόνια ξηρασίας, νταμπλ την επόμενη σεζόν, με το Σαραβάκο στην πιο παραγωγική σεζόν της καριέρας του. Βάζει 34 γκολ, απελευθερωμένος και με το «Χρήστο» πλάι του σμπαραλιάζει κάθε αντίπαλη άμυνα, εκθέτει τους πάντες που καλούνται να τον αντιμετωπίσουν.

«20 χρόνια έχουνε περάσει, μα η καρδιά μου δεν το ‘χει ξεπεράσει», το παιχνίδι των προκριματικών του «πειραματικού» Champions League εναντίον μιας παλιάς γνώριμου, της σουηδικής Γκέτεμποργκ. Ο Δημήτρης βάζει τη σφραγίδα του στο total recall του Παναθηναϊκού στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Το γκολ στο Ούλεβι είναι ένα από τα πιο εμβληματικά και ίσως το ομορφότερο της καριέρας του: θα τριπλάρει 3 αντιπάλους μέσα σε πολύ μικρό χώρο και θα στείλει τη μπάλα κυριολεκτικά να τυλιχτεί στα δίχτυα του Ραβέλι χωρίς να πέσει στο έδαφος. Με το εξωτερικό, όπως οι μεγάλοι αρτίστες και με τη μπάλα να μην ακουμπάει καν στο έδαφος θαρρείς και τα δίχτυα ήθελαν να την αγκαλιάσουν.

Ο πανηγυρισμός του Δημήτρη εκείνο το Νοέμβρη του 1991 είναι ο πιο εξαγνιστικός απ’ όλους και μένει βαθιά χαραγμένος στο θυμικό. Η χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ο Παναθηναϊκός είχε επιστρέψει στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, μαζί του επέστρεφε κι εκείνο το αίσθημα ανωτερότητας που τόσο πολύ είχε λείψει από τους οπαδούς του. Είναι ένα αίσθημα που μόνο όσοι το έζησαν αντιλαμβάνονται, μια αύρα που δεν περιγράφεται με λόγια και έχει να κάνει αποκλειστικά με τις ευρωπαϊκές παρουσίες και πορείες αυτού του συλλόγου, του μοναδικού με τελικό στο παλμαρέ του.

Το impact του Σαραβάκου σε αυτό το dna είναι καθοριστικό, ως αρχηγός του Παναθηναϊκού, είναι η εμβληματική φιγούρα που συνδέει δύο εποχές, «η ομαδάρα του ’71, ξαναγεννιέται το ‘91». Ο ίδιος ο Δημήτρης το διασκεδάζει αφάνταστα, ο Παναθηναϊκός πραγματοποιεί αξιόλογες και αξιοπρεπέστατες εμφανίσεις στον έναν από τους δύο ομίλους εκείνου του πρώτου Champions League της ιστορίας, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι έχει επιστρέψει εκεί που ανήκει: στην ελίτ. Ίσως στην πιο ώριμη σεζόν της καριέρας του και λίγο πριν κλείσει τα 31 του χρόνια, ο Σαραβάκος θα ολοκληρώσει με 24 γκολ στο πρωτάθλημα, 3 στο Chanpions League (με κορωνίδα εκείνο το ποίημα εναντίον της Γκέτεμποργκ) και 3 στο Κύπελλο. Τριάντα γκολ σαν second striker.

Επιστέγασμα των προσπαθειών και της εκπληκτικής του παρουσίας, η μέγιστη τιμή που του αποδίδεται από τη FIFA, αφού θα κληθεί στη μεικτή κόσμου στο φιλικό παιχνίδι – διαμαρτυρία ενάντια στην εισβολή των αμερικανικών στρατευμάτων στο Κουβέιτ την περίοδο του πολέμου του Κόλπου. Ήταν μια πολύ μεγάλη προσωπική στιγμή για το Δημήτρη, η δικαίωση μιας καριέρας σεμνής, συναισθηματικής και ένα παράσημο που φέρει υπερήφανα ακόμη και σήμερα. Χωρίς να το γνωρίζει, εκείνη ήταν και η τελευταία του ήρεμη σεζόν, αφού το ίδιο καλοκαίρι ήρθε ο Ίβιτσα Όσιμ, ο πρωταίτιος της αποχώρησής του από τον Παναθηναϊκό.

Πήγε στην ΑΕΚ, την έβγαλε κι αυτή στο Champions League με δυο δικά του γκολ με τους Rangers, απέδειξε σε εχθρούς και φίλους ότι δεν τελείωσε, ότι ήταν και θα παραμείνει από τους πιο καθοριστικούς ποδοσφαιριστές στη χώρα. Το ίδιο καλοκαίρι αγωνίστηκε και στο παγκόσμιο πρωτάθλημα των ΗΠΑ, ήταν μέλος της Εθνικής την οποία επίσης τίμησε και κόσμησε με την παρουσία του σε όλα τα χρόνια της καριέρας του. Το διάλειμμα της ΑΕΚ τελείωσε σύντομα, έλυσε ιδία θελήσει το συμβόλαιό του, επέλεξε να μείνει εκτός δράσης έναν χρόνο, να αφοσιωθεί στη Νικόλ, την κόρη του, το πρόσωπο που ξαναζωγράφισε το χαμόγελο στο πρόσωπό του. Αποχώρησε από την ενεργό δράση ουσιαστικά μόνος του, είχε ένα ποδοσφαιρικό τέλος αντιστρόφως ανάλογο της αξίας και της προσφοράς του, έφυγε αθόρυβα ενώ στο χορτάρι έκανε τον περισσότερο κρότο απ’ όλους.

Τον Αύγουστο του οι ιθύνοντες του Παναθηναϊκού μένουν με ανοιχτό το στόμα αντικρύζοντας 50 χιλιάδες κόσμο να συρρέει στις εξέδρες του ΟΑΚΑ για να τον αποθεώσει στο φιλικό προς τιμήν του με την ισπανική Σαραγόσα. Τον βράβευσε ο άνθρωπος που τον έφερε στον Παναθηναϊκό και εκείνος που τον πίστεψε πιο πολύ απ’ όλους στην οικογένεια: ο Γιώργος Βαρδινογιάννης. Πανευτυχής και στέλνοντας ένα φιλί στη Νικόλ στην κερκίδα, μπορούσε πλέον να κλείσει το κεφάλαιο ποδοσφαιριστής, να σταματήσει να κυνηγάει το χρόνο που είναι αδυσώπητος σε όλους. Το κεφάλαιο Παναθηναϊκός δεν το έκλεισε ποτέ, γιατί «η καρδιά δεν το ξεπέρασε ποτέ».

Σήμερα, με το σύλλογο στην άκρη του γκρεμού, ο Δημήτρης καλείται να μπει μπροστάρης, να βάλει το όνομά του δίπλα σε αδιανόητες έννοιες για την προσωπικότητά του και κυρίως για το μεγαλείο του Παναθηναϊκού όπως το γνώρισε εκείνος. «Επιτροπές σωτηρίας» και λογής συμμαχίες είναι παράταιρες με το σύλλογο, αλλά και μόνο το brand Σαραβάκος αρκεί για να μείνει ζωντανή η φλόγα. Η καριέρα και τα ανδραγαθήματα του Δημήτρη είναι λίπασμα ικανό να ξανακάνει το τριφύλλι να ανθίσει, να συσπειρώσει ένα κοινό που έχει ξεχάσει ή δεν πρόλαβε να μάθει ότι «σύλλογος μεγάλος δεν υπάρχει άλλος». Και ο Σαραβάκος αυτόν το σύλλογο τον γνώρισε μεγάλο.

Πηγή: Sport 24

Pin It on Pinterest

Shares
Share This