Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Αδαμόπουλου

Μία φορά και έναν καιρό ήταν μία ομάδα μπάσκετμπολ η οποία έψαχνε την ταυτότητά της. Όχι τόσο την αγωνιστική.

Ήταν μία ομάδα που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, την εποχή που η κουλτούρα του ΝΒΑ ήταν έτοιμη να αλλάξει. Αν αυτό δεν είχε ήδη γίνει.

Ένας οργανισμός ο οποίος είχε, ταυτόχρονα, την «ευλογία» να παίζει σε ένα «άγονο» (μπασκετικό) έδαφος, αλλά και την «κατάρα» να προσπαθεί να «κερδίσει» ένα κοινό που λατρεύει το χόκεϊ επί πάγου. Μία ομάδα που αναγκάστηκε στην αρχή να αγωνίζεται σε ένα γήπεδο μπέιζμπολ και να φορά κάτι παράξενες, φανταχτερές φανέλες, με έναν δεινόσαυρο στο στέρνο…

Μία ολόκληρη νέα «πορτοκαλί» κοινωνία λίγο πιο βόρεια από τη συνηθισμένη κυριαρχία του ΝΒΑ, το οποίο εκείνη την εποχή επιχειρούσε την καθολική παγκοσμιοποίησή του.

Με μία αντιπρόσωπο που αρχικά ήταν πολύ κακή στο παρκέ. Μέχρι που το 1998 έγινε το συναπάντημα με έναν, τότε, 21 ετών νεαρό από την Φλόριντα, ο οποίος επρόκειτο να τα αλλάξει όλα.

Το «παραμύθι» των Τορόντο Ράπτορς με τον Βινς Κάρτερ δεν είχε «happy-ending», από αθλητική άποψη.

Ο Κάρτερ, αν και στα τέλη των 90’s ήταν ένας από τους πιθανούς «διαδόχους» του Μάικλ Τζόρνταν (μαζί με τους Άλεν Άιβερσον, Γκραντ Χιλ, καθώς μετέπειτα «άρπαξε» αυτό τον ρόλο ο Κόμπι Μπράιαντ), δεν κατέκτησε τίτλο. Δεν αναδείχθηκε MVP.

Δεν «χώρεσε στα Air Jordans» του «MJ», όμως δεν έζησε ένα παραμύθι, αλλά μία απτή (νέα) πραγματικότητα στη Βόρεια Αμερική.

Για την ακρίβεια, τη δημιούργησε ο ίδιος…

Είναι Ιούνιος του 1998, οι μέρες της δεύτερης αποχώρησης του Τζόρνταν. Ο τότε κομισάριος του ΝΒΑ, ο μακαρίτης πια Ντέιβιντ Στερν στέκεται στο βήμα του ντραφτ.

Το μυαλό του πάντα γύριζε λίγο πιο γρήγορα από των άλλων. Έχει ήδη «κεντράρει» ένα όνομα που θα μπορούσε να μπει στη συζήτηση για τον «νέο Τζόρνταν».

Μία τόσο ανούσια και εκνευριστικά επαναλαμβανόμενη κουβέντα στις Η.Π.Α. όσο και συνηθισμένη και γεμάτη ίντριγκα.

Δεν είναι μόνο το ταλέντο του Κάρτερ. Είναι και το μπασκετικό υπόβαθρό του, «γόνος» και εκείνος του φημισμένου κολεγιακού προγράμματος του Νορθ Καρολάινα. «Μαθητής», όπως ο «Air», του κόουτς Ντιν Σμιθ.

Μία clean-cut φιγούρα, χωρίς τα τατουάζ του Άιβερσον ή τα «πήλινα πόδια» του Χιλ, ο Βινς είναι καλός (πολύ καλός) παίκτης, πηδάει ψηλά και ετοιμάζεται να βάλει το Τορόντο στον «χάρτη» της Λίγκας.

Αρχικά, ο Στερν ανακοινώνει πως «με την επιλογή Νο5 στο ντραφτ του 1998, οι Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς επιλέγουν τον Βινς Κάρτερ, από το πανεπιστήμιο της Νορθ Καρολάινα».

Ο νεαρός φόργουορντ δεν θα μείνει για πολύ «πολεμιστής». Οι Ράπτορς αποκτούν σε λίγα λεπτά τα δικαιώματά του, αντί του συμπαίκτη του στους «Tarheels», Αντουάν Τζέιμισον, τον οποίο διάλεξαν στο Νο4.

Ο ενθουσιασμός του Βινς δεν είναι αμοιβαίος με το καναδικό κοινό. Ο ίδιος δείχνει γεμάτος αυτοπεποίθηση, λέγοντας πως «όποιος σταθεί στον δρόμο μου, θα βρεθεί απλώς στο πόστερ!».

Αναδεικνύεται κορυφαίος ρούκι της σεζόν, όμως οι Ράπτορς παραμένουν κακοί.

Η σεζόν 1997-1998 ήταν πισωγύρισμα για το Τορόντο. Μετά τις 30 νίκες του 1997, πέτυχαν μόλις 16 την επόμενη χρονιά και ήλπιζαν στο Νο1 του ντραφτ.

Η λοταρία τους έριξε στο Νο5, όμως κανένας από τους τέσσερις πρώτους (Μάικλ Ολοβοκάντι, Μάικ Μπίμπι, Ράεφ ΛαΦρεντζ, Τζέιμισον) δεν είχε τελικά επίδραση στο παιχνίδι και χρειάστηκε μελλοντικά να φτάσει κάποιος στο Νο9 (Ντιρκ Νοβίτσκι) και Νο10 (Πολ Πιρς) για να βρει έναν μετέπειτα σταρ.

Με τον Κάρτερ στο παρκέ, οι Καναδοί βελτίωσαν το ρεκόρ τους στο 23-27, στην «κουτσουρεμένη» σεζόν των 50 αγώνων, λόγω του λοκ-άουτ.

Από τους 18,3 πόντους μέσο όρο, ο δευτεροετής Κάρτερ συνεχίζει να καρφώνει σε όλο το ΝΒΑ και καταγράφει μ.ό. 25,7π. το 1999-2000, οδηγώντας την ομάδα του για πρώτη φορά στα πλέι-οφς, από την 6η θέση της Ανατολής.

Ο αποκλεισμός (με 3-0) από τους 3ους Νικς είναι ένα μάθημα, όμως η Λίγκα ήδη συζητά για τον Βινς και την ομάδα του.

Λίγο νωρίτερα, στο All Star Game του Φεβρουαρίου, ο Κάρτερ δίνει νέα πνοή στον διαγωνισμό καρφωμάτων και κερδίζει με εντυπωσιακές προσπάθειες.

«Πριν από την πρώτη προσπάθεια δεν ήξερα τι θα επιχειρήσω. Έκανα πράγματα που δεν είχα δοκιμάσει και ούτε καν είχα σκεφτεί», σχολίασε.

Εκείνο το «It’s over» (=«τελείωσε») μετά το κάρφωμα κάτω από πόδια με σκαστή πάσα του ξαδέρφου και συμπαίκτη του, Τρέισι ΜακΓκρέιντι, με το «Toronto» στο μωβ φόντο της φανέλα τους στο πλάνο, έβαλε μία και καλή τους Ράπτορς στην πρώτη γραμμή.

Ο Βινς Κάρτερ είχε πάντα την ικανότητα και το χάρισμα να τραβά τα φώτα πάνω του.

Το 1995 είχε οδηγήσει το γυμνάσιο Μέινλαντ στην κατάκτηση του τίτλου στην πολιτεία της Φλόριντα, όπου είχε γεννηθεί στις 26 Ιανουαρίου 1977.

Την ίδια χρονιά είχε εντυπωσιάσει στον διαγωνισμό καρφωμάτων του All-American All Star και το «μονοπάτι» προς το Νορθ Καρολάινα έδειχνε λαμπρό.

Μία ημέρα πριν αναχωρήσει για το κολέγιο, η μητέρα του, Μισέλ Κάρτερ-Σκοτ, η οποία ουσιαστικά τον μεγάλωσε μόνη της μετά το διαζύγιο με τον πατέρα του, όταν ο Βινς ήταν επτά ετών, του ζήτησε να της υποσχεθεί κάτι.

«Αν αποφασίσεις να πας νωρίτερα στο ΝΒΑ, θέλω να ολοκληρώσεις τις σπουδές σου».

Οδήγησε τους «Tarheels» στο φάιναλ φορ του NCAA σαν δευτεροετής και τριτοετής, δίχως πάντως να κατακτήσει τον τίτλο.

Το 1998 δήλωσε συμμετοχή στο ντραφτ, όμως τα δύο πρώτα χρόνια της επαγγελματικής καριέρας του επέστρεφε τα καλοκαίρια στο κολέγιο και το 2000 έλαβε πτυχίο στις Αφρο-αμερικανικές σπουδές.

«Η μητέρα μου ήταν εκείνη που πάντα με κρατούσε προσγειωμένο», επισήμανε ο Κάρτερ. Αποκαλύπτοντας πως «είναι και ο καλύτερος ασίσταντ κόουτς μου, αφού κάθε καλοκαίρι κάθεται στο βίντεο και μου δείχνει τα λάθη μου στα ματς!».

Ήταν, επίσης, η ίδια που τόνιζε στον κανακάρη της «να μην σε καθορίσει το μπάσκετμπολ» και τον ώθησε στη μουσική.

Στο γυμνάσιο, ο Κάρτερ ήταν μέλος της σχολικής μπάντας και μάλιστα έλαβε υποτροφία για σπουδές στο σαξόφωνο από το πανεπιστήμιο Μπεθούν-Κούκμαν, την οποία δεν «εξαργύρωσε».

Τα διλήμματα δεν σταμάτησαν για τον Κάρτερ. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν πως χαραμίζει το ταλέντο του στους Ράπτορς.

Ο ίδιος, όμως, είχε βρει ένα νέο «σπίτι» στο Τορόντο. Η σεζόν 2000-2001 ήταν η ευκαιρία του, παρά την αποχώρηση του ΜακΓκρέιντι για το Ορλάντο, ώστε να ξεφύγει από τη «σκιά» του ξαδέρφου του. Από το ρεκόρ 45-37 της προηγούμενης χρονιάς, ο «Air Canada» έγινε «In-Vince-ble», από το «Invincible». «Αήττητος», τουλάχιστον σχεδόν ανίκητος. Στην καλύτερη σεζόν της καριέρας του, μέτρησε μ.ό. 27,6π. και οδήγησε τους Καναδούς στο 47-35, την 5η θέση της Ανατολής και στη ρεβάνς με τη Νέα Υόρκη.

Τούτη τη φορά, αν και μειονέκτημα έδρας, το Τορόντο προκρίθηκε με 3-2 νίκες και πανηγύρισε την παρθενική πρόκρισή του σε σειρά πλέι-οφς.

Η συνάντηση με τους -πρώτους στην κανονική περίοδο στην Περιφέρεια- Σίξερς του Άιβερσον είχε ξεκάθαρο φαβορί, όμως οι ταπεινοί Ράπτορς οδήγησαν τη σειρά «στα σχοινιά» και στον 7ο αγώνα.

Άιβερσον και Κάρτερ είχαν +30π. μ.ό. στα πρώτα έξι ματς, πριν από την αναμέτρηση της 20ης Μαΐου 2001, στη Φιλαδέλφεια, στη σπουδαιότερη ημέρα του δεύτερου, για δύο λόγους.

Την ίδια ημερομηνία είχε οριστεί, για το πρωί, η τελετή αποφοίτησης από το πανεπιστήμιο Νορθ Καρολάινα και ο Αμερικανός σταρ δεν ήθελε να την χάσει.

Ο κυριότερος λόγος ήταν η μητέρα του. Μίλησε με τους παράγοντες και το προπονητικό τιμ της ομάδας του και έλαβε την άδεια να μεταβεί το πρωί στο σχολείο του και να επιστρέψει για το μεγάλο ματς.

Θα ακολουθούσε εναλλαγή συναισθημάτων, σε μερικές ώρες, σε δύο τόπους οι οποίοι απείχαν μεταξύ τους 645 χιλιόμετρα. Δύο γεγονότα με διαφορά οκτώ ωρών.

Ο Κάρτερ έφτασε στο Νορθ Καρολάινα στις 9 το πρωί και η τελετή είχε οριστεί για τις 11.

Καθηγητές και μαθητές θεώρησαν πως λόγω της σπουδαιότητας του αγώνα με τους Σίξερς δεν θα εμφανιστεί, όμως ήταν εκεί, φορώντας τη γαλάζια τήβεννο!

«Επιθυμούσα η μητέρα μου να παρακολουθήσει τον γιο της που με τόσο μόχθο κατόρθωσε να μεγαλώσει, να λαμβάνει το πτυχίο του, όπως κάθε μητέρα», εξήγησε ο τότε 24χρονος φόργουορντ. «Δεν είναι απλώς ένας κακομαθημένος εκατομμυριούχος που δεν λογαριάζει τις σπουδές, αλλά ένας σπουδαίος άνθρωπος», συμπλήρωσε η περήφανη μητέρα του.

Αμέσως μετά επιβιβάστηκε σε ιδιωτικό αεροσκάφος και πέταξε για τη Φιλαδέλφεια.

Το απόγευμα δεν κύλησε όπως θα περίμενε, αφού είχε σκοράρει μεν 20π. και εννέα ασίστ, όμως με μόλις 6/17 σουτ. Οι Ράπτορς έμειναν κοντά στο σκορ χάρη στους 23π. του άλλοτε σέντερ του Παναθηναϊκού, Αντόνιο Ντέιβις.

Οι Σίξερς είχαν επίσης τον δικό τους ηγέτη «στα ρηχά», με 21π.-8/27 σουτ του Άιβερσον και απρόσμενο ήρωα τον Άαρον ΜακΚι (22π.).

Η τελευταία επίθεση, με σκορ 88-87 υπέρ της Φιλαδέλφεια και 2΄΄ να απομένουν, ήταν στα χέρια των φιλοξενούμενων… Ο Κάρτερ ζήτησε στο τάιμ άουτ τη μπάλα, όπως και έγινε.

Ήταν η ευκαιρία του να γίνει ακόμη μεγαλύτερος σταρ, να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες του Στερν και του καναδικού λαού. Ο Ντελ Κάρι, πατέρας του Στεφ Κάρι, στάθηκε για την επαναφορά.

Ο Κάρτερ πήρε τη μπάλα λίγο πριν από την αριστερή γωνία, έκανε προσποίηση πάνω στον Τάιρον Χιλ και ελευθερώθηκε. Έδωσε μεγάλη καμπύλη στη μπάλα, όμως αυτή σχεδόν βασανιστικά χτύπησε στο σίδερο…

«Τι μέρα θα ήταν για μένα αν ευστοχούσα!», δήλωσε με μελαγχολία στο φινάλε ο Βινς. Όταν ρωτήθηκε αν επηρεάστηκε από το πρωινό ταξίδι του, αποκρίθηκε κοφτά: «Θα το ξανάκανα. Και το ταξίδι και το σουτ».

Το καλοκαίρι του 2001 υπέγραψε εξαετή επέκταση συμβολαίου αντί 94 εκατομμυρίων δολαρίων!

Η χαμένη ευκαιρία μερικούς μήνες νωρίτερα, όμως θαρρεί κανείς πως «στοίχειωσε» τους Ράπτορς μέχρι το σουτ με τις τέσσερις αναπηδήσεις του Κουάι Λέοναρντ στον 7ο Ανατολικό ημιτελικό με τους Σίξερς, το 2019, στον δρόμο για τον τίτλο.

Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, φάνηκαν τα πρώτα σημάδια με τα προβλήματα του Κάρτερ στα γόνατα. Απουσίασε από τα τελευταία 22 ματς της σεζόν 2001-02 και χωρίς τον αστέρα τους οι Κανδοί αποκλείστηκαν στον πρώτο γύρο των πλέι οφς από το Ντιτρόιτ.

Μετά την επέμβαση του καλοκαιριού, αγωνίστηκε μόλις σε 43 αγώνες του 2002-2003, πρόσφερε τη θέση βασικού του All Star Game στον Μάικλ Τζόρνταν, για το τελευταίο All Star του , ενώ το 2003-2004 το Τορόντο έμεινε εκτός πλέι οφς.

Η διοίκηση απέλυσε τον τζένεραλ μάνατζερ Γκλεν Γκράνγουολντ και τον κόουτς Κέβιν Ο’Νιλ (ο Λένι Ουίλκενς είχε αποχωρήσει το 2003), προκαλώντας την ενόχληση του Κάρτερ, ο οποίος παρατηρώντας την αδυναμία προσθήκης ενός σταρ πλάι του, απαίτησε ανταλλαγή…

Τον Δεκέμβριο του 2004 η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε, καθώς παραχωρήθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ αντί του Αλόνζο Μούρνινγκ, των Άαρον και Έρικ Ουίλιαμς και δύο ντραφτ πικ πρώτου γύρου.

Το στίγμα που άφηνε ο Βινς στο Τορόντο, όμως, ήταν μεγαλύτερο από τίτλους ή ρεκόρ και ας μην το εκτίμησαν αρχικά οι, πρώην πια, «υπήκοοι» του.

Η πρώτη επίσκεψή του στο Τορόντο ως αντίπαλος, στις 15/4/2005, ήταν ψυχολογικό «μαρτύριο». Αποδοκιμάστηκε, άκουσε να τον αποκαλούν «ευθυνόφοβο» για τη συνεχή γκρίνια του για τα πονεμένα γόνατά του, αλλά δεν «λύγισε» και σκόραρε 39π.!

Πέτυχε δύο νικητήρια σουτ τα επόμενα χρόνια για να «σωπάσει» το κοινό, όμως παρά το γεγονός πως σε πέντε σεζόν με τους Νετς είχε μ.ό. 23,6π. (ενώ με τους Ράπτορς είχε 23,4), ήταν εμφανές ότι δεν ήταν ο ίδιος.

Το 2007 υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο με το Νιου Τζέρσεϊ αντί 62 εκατομμυρίων, αλλά τον Ιούνιο του 2009 έγινε ανταλλαγή στους φιναλίστ του ΝΒΑ, Ορλάντο Μάτζικ.

Το 2010 αγωνίστηκε στους μοναδικούς τελικούς Περιφέρειας της καριέρας του, στους οποίους η ομάδα της Φλόριντα ηττήθηκε με 4-2 από τους Σέλτικς.

Στη γενέτειρά του είχε 16,3π. μ.ό. και δεν ήταν πια σταρ πρώτου μεγέθους. Παραχωρήθηκε στο Φίνιξ και πριν από το λοκ άουτ του 2011 αποδεσμεύθηκε.

Υπέγραψε στο Ντάλας και με τους Μάβερικς έγινε ο όγδοος παίκτης του ΝΒΑ που ξεπερνά τα 1.500 τρίποντα. Η «Vansanity» δεν ήταν πλέον καρφώματα, αλλά σουτ από την περιφέρεια, λόγω των ταλαιπωρημένων ποδιών του.

Με την ομάδα του Τέξας, πάντως, ξέχασε για λίγο το χαμένο σουτ του 2001, αφού στον 3ο αγώνα με τους Σπερς, στον πρώτο γύρο του 2014, πέτυχε νικητήριο τρίποντο για το 2-1 του Ντάλας. Οι Μαβς, πάντως, αποκλείστηκαν στο 7ο παιχνίδι και το καλοκαίρι μετακόμισε στο Μέμφις.

Ήταν, πλέον, γυρολόγος, όμως το Τορόντο δεν το ξέχασε ποτέ. Αποδείχθηκε πως ούτε η καναδική πόλη τον λησμόνησε. Σε λίγο καιρό, όλα έγιναν περασμένα-ξεχασμένα.

Στις 19/11/14, δέκα χρόνια μετά την αποχώρησή του, αγωνίστηκε στον Καναδά ως παίκτης των Μέμφις Γκρίζλις, στους εορτασμούς για τις 20 σεζόν των Ράπτορς στο ΝΒΑ. Ο ίδιος έστειλε μήνυμα μέσω βίντεο στο κοινό και μόλις παρακολούθησε το αντίστοιχο βίντεο της πρώτης ομάδας του, έβαλε τα κλάματα.

«Ο χρόνος τα κάνει όλα καλύτερα», συμπέρανε στο φινάλε.

Από τότε, οι πολλές φήμες για επιστροφή στους Ράπτορς δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Φόρεσε επίσης τις φανέλες των Σακραμέντο Κινγκς (2017-2018) και Ατλάντα Χοκς, με τους οποίους τη σεζόν 2019-2020 έκλεισε μία σπουδαία καριέρα 22 ετών!

Είναι ο παίκτης με τις περισσότερες σεζόν στην ιστορία του ΝΒΑ, όμως είχε ανακοινώσει πως αυτή θα ήταν η τελευταία χρονιά του, δεν την ολοκλήρωσε όπως θα ήθελε… Μέχρι το τέλος, στο παρκέ.

Το ΝΒΑ ανέστειλε προσωρινά τη λειτουργία του στις 11/3/20, λόγω του κορονοϊού και για την επανέναρξη της 30ης Ιουλίου 2020 οι Χοκς δεν συμπεριλήφθηκαν στο πρόγραμμα, καθώς δεν είχαν μαθηματικές ελπίδες για τα πλέι οφς.

Τελευταίο παιχνίδι του Βινς στην καριέρα του ήταν αυτό εναντίον των Νικς στις 11/3/20 και -με ήδη γνωστή την πρόθεση της Λίγκας για «λουκέτο»- συμπαίκτες (πολλοί με τα… μισά χρόνια του!) και αντίπαλοι του έκαναν χώρο για ένα εύστοχο τρίποντο στην εκπνοή της ήττας με 136-131 στην παράταση, στην οποία κατέγραψε 5π. σε 12΄.

Με την Ατλάντα ξεπέρασε και τους 25.000 στην καριέρα του, ενώ παρά τη δηλωμένη πρόθεσή του να αποχωρήσει σε ηλικία 43 ετών(!), έλεγε πως «δεν έχω σκεφτεί το τέλος.

»Δεν έχω πλάσει στο μυαλό του την τελευταία “πράξη”.

Σε αντίθεση με όλη την καριέρα του, στην οποία έκανε και ακολούθησε τις επιλογές του, το φινάλε της επαγγελματικής πορείας του αποφασίστηκε από μία πανδημία.

Δεν κατέκτησε τίτλο στο NCAA ή το ΝΒΑ, δεν αναδείχθηκε MVP, όμως είχε την μεγαλύτερη σε διάρκεια πορεία στην ιστορία της Λίγκας και μεγάλη επιρροή και στο πρωτάθλημα και, κυρίως, στην πόλη του Τορόντο.

«Το μπάσκετμπολ ήταν καλό μαζί μου», σχολίασε στο ντοκιμαντέρ «The Carter Effect» της πλατφόρμας Netflix, σε σκηνοθεσία Σον Μίναρντ, το οποίο αναλύει την επίδρασή του στο Τορόντο.

Η αφήγηση του Μίναρντ εξιστορεί την πορεία ενός νέου ανθρώπου σε μία «απόμακρη» πόλη, την οποία «ανάγκασε» να αγαπήσει το μπάσκετμπολ.

Ερμηνεύει τη σχέση του Βινς με το Τορόντο και εκτός παρκέ, καθώς ως ιδιοκτήτης ενός κλαμπ, ήταν ο πρώτος που δέχθηκε να σερβίρει και μπουκάλι και όχι απλώς ποτήρι αλκοόλ.

Δεν παραβλέπει το λυπημένο ύφος και την ενόχλησή του με τη διοίκηση πριν από την ανταλλαγή του, σε μία ιστορία αγάπης που άφησε για δέκα χρόνια πίσω τις «ραγισμένες» καρδιές.

Η παρουσία του Κάρτερ στους Ράπτορς δημιούργησε και μία νέα σχολή μελλοντικών παικτών του ΝΒΑ, καθώς περισσότεροι από 15 Καναδοί αγωνίζονται στη Λίγκα, έχοντας κατά κύριο λόγο ως ίνδαλμά τους τον «Air Canada» και όχι έναν συμπατριώτη τους.

Ο Βινς Κάρτερ άφησε το αποτύπωμά του στην πόλη, όπως, εκτός μίας εξαιρετικής καριέρας, άφησε πίσω και εκείνο το περιβόητο κάρφωμα, το «φιλί του θανάτου», πάνω από τον ύψους 2,16μ. Γάλλο Φρεντερίκ Βάις, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000 στο Σίδνεϊ!!!

Ήταν η δική του διεθνής ρεβάνς με το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, μετά το απαρατήρητο πέρασμά του με τις Η.Π.Α. στο Μουντομπάσκετ Εφήβων στην Ελλάδα, το 1995.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι Ράπτορς οφείλουν να αποσύρουν τη φανέλα του με το Νο15. Ή να στήσουν το άγαλμά του έξω από την έδρα τους.

Όπως το άγαλμα που στέκει έξω από το Μέινλαντ, το γυμνάσιό του στη Φλόριντα. Εκεί όπου άρχισε να δωρίζει χρόνο και χρήματα με το ίδρυμα «The Embassy of Hope» (=«Πρεσβεία της Ελπίδας») το οποίο δημιούργησε από την πρώτη μέρα του στο ΝΒΑ και έχει στόχο να δίνει ακαδημαϊκές ή αθλητικές ευκαιρίες σε νέους.

Εκτός από τη «στρατόσφαιρα» του ΝΒΑ, ο Βινς Κάρτερ λάτρεψε το σαξόφωνο. Στη δική του περίσταση και την αυλαία, ωστόσο, αξίζει αυτή η συνηθισμένη σε παραστάσεις προσφώνηση που αναφέρει: «Ντραμς, παρακαλώ!».

Στην πρώτη σειρά θα κάθεται η μητέρα του, η δεύτερη σύζυγός του με τα δύο παιδιά τους, αλλά και την κόρη που απέκτησε από τον πρώτο γάμο του.

Ο ίδιος, στο βήμα, «φορώντας» το συνηθισμένο χαμόγελό του, θα χαμηλώσει το κεφάλι στα κολακευτικά σχόλια.

Θα απαντήσει με ένα αμήχανο βλέμμα και την ατάκα που θεωρεί πως του ταιριάζει, Καθώς επιμένει ότι «το μόνο που θέλω είναι ο κόσμος να λέει για μένα πως “αυτός ήταν ένας τύπος που αγαπούσε να παίζει μπάσκετμπολ και το ανέβαλε όσο πήγαινε, πριν αποχωρήσει”».

Αγωνίστηκε με τους δικούς του όρους, με ό,τι και όσα πίστευε.

Και παρότι φάνηκε να αμφισβητούν την αφοσίωσή του και την αγάπη του για το παιχνίδι, κατόρθωσε να διεκδικήσει και να κερδίσει τη δική του μπασκετική «αθανασία», η οποία στέκει πέρα από «λάφυρα» και δαχτυλίδια πρωταθλητή.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This