Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Τα μαλλιά ακόμη ανακατεμένα, στα μάτια η ίδια έκφραση ευτυχίας, το χαμόγελο ίδιο με το πιο χαρούμενο της καριέρας του, εκείνο του 1992 μετά τα γκολ με την Αγγλία στο Euro.

Θαρρείς πια και έχει συνθηκολογήσει με το καλό και το κακό, μοιάζει σαν να βρήκε την αόρατη τεθλασμένη που συνδέει το ying με το yang, το vice με το versa. Ελάχιστη σημασία έχει που το σώμα του φέρει εμφανή τα σημάδια της χρόνιας εγκατάλειψης, της αποχής από τις προπονήσεις και την άσκηση, της αμαχητί παράδοσης στις λιχουδιές και τον ασύμβατο τρόπο ζωής για έναν πρώην αθλητή υψηλού επιπέδου.

Είναι από τους πολύ τυχερούς που τα ξεκαθάρισε γρήγορα μέσα του όλα. Είπε μόνος του «τέλος» στα 28, στο απόγειο της καριέρας του, ακριβώς σε εκείνο το σημείο όπου θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα καλύτερα συμβόλαια, τα πιο κερδοφόρα.

Είχε κουραστεί από την προπόνηση, τις στερήσεις, το αυστηρό πρόγραμμα, την καθημερινή προσπάθεια, τις ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις. Απογοητεύτηκε, δεν ήταν φτιαγμένος για το ποδόσφαιρο που ερχόταν, δεν ήθελε καν να λαμβάνει μέρος στο πάρτι της showbiz, σε όλα τα «πρέπει» γύρω του. Δεν είναι ιδεολογικό το ζήτημα, δεν εντάσσεται σε μια σφαιρικότερη “αντί” στάση ζωής. Σταμάτησε, γιατί δεν είχε τη δύναμη να συνεχίσει, κι αυτό ακούγεται σχεδόν θλιβερό. Κι όμως. Εκεί ακριβώς, σε εκείνο το κομβικό σημείο της ζωής του, ξεκίνησε η επόμενη.

Αναλογιστείτε από πόσα «πρέπει» είμαστε περικυκλωμένοι. Από πόσα «σωστά και λάθος». Σκεφθείτε πόσο προσαρμόζεται η ζωή μας σε σχέση με την εικόνα που θέλουν οι άλλοι να έχουν για εμάς. Από τα ρούχα, τα κιλά, τη δουλειά, τα χρήματα, τις κοινωνικές και τις ερωτικές σχέσεις. Όλων μας η ζωή είναι ένας ατέρμονος συμβιβασμός, μια συλλογή εμπειριών, η οποία εν τέλει αποσκοπεί στην αυτοπροστασία και σε ένα καλύτερο μέλλον για εμάς τους ίδιους και τα πρόσωπα που αγαπάμε και μας αγαπούν.

Τι είναι τελικά η ελευθερία; Μέχρι πού φτάνει το όριο της αυτοδιάθεσης, πόσο ελευθεριακή είναι τελικά η αντίληψη περί κοινωνικής ηθικής και ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ποιο είναι το απώτατο όριο της απρόσκοπτης ανάπτυξης της προσωπικότητας; Σωστό τελικά είναι αυτό που ευχαριστεί εμάς και τους ανθρώπους που μετράνε για μας ή εκείνο που οι υπόλοιποι αντιλαμβάνονται ως σωστό-επιτυχία-ευτυχία;

Όλα αυτά ο Τόμας Μπρόλιν τα απάντησε νωρίς. Πιθανόν δίχως βαθύτατες φιλοσοφικές αναζητήσεις, σίγουρα όμως μετά από σημαντική ενδοσκόπηση. Δεν λαμβάνει τέτοιο ρίσκο ένας άνθρωπος, εάν δεν τα έχει βρει με τον εαυτό του. Κι ας εκπλήσσονται οι γύρω του, κι ας τον ξεχνάει η ιστορία. Αρκεί που βρίσκει τη δική του ισορροπία. Για ένα παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Φίνφλο, μια από εκείνες τις κρυμμένες κι αόρατες γωνιές της Σουηδίας που βλέπουμε μονάχα σε κάποιο σκανδιναβικό θρίλερ, δεν είναι καθόλου άσχημα. Εκπλήσσει, σοκάρει, ξεφεύγει από αυτό που μάθαμε να λογίζουμε φυσιολογικό, αλλά αυτό είναι.

“Παιδί θαύμα” από πιτσιρικάς, από τα 14 βασικός στην Νέσβικενς στην σκληρή τέταρτη κατηγορία. Πριν την ενηλικίωση ήδη στην Α’ Εθνική με την Σούντσβαλ, η οποία τον πρόσεξε μικρό και πρόλαβε να τον αρπάξει. Ελεύθερο ποδόσφαιρο, απείθαρχο, αγνό και άτακτο. Παρότι η ομάδα έπεσε, οι Πρωταθλητές της Νόρκεπινγκ, της πιο ιστορικής ομάδας της Σουηδίας, πιέζουν ασφυκτικά για την απόκτησή του.

Τότε πάσχιζαν να σπάσουν το δίπολο της Μάλμε και της Γκέτεμποργκ, στο θυμικό εκείνη η ομάδα έμεινε για δυο λόγους: ως διάττων αστέρας εξαιτίας εκείνου του τίτλου και για το θρυλικό ματς εναντίον της Γκέτεμποργκ του Κένετ Άντερσον, του Ίνγκεσον και του Ραβέλι.

Το γήπεδο κατάμεστο, στην εξέδρα και ο Ομοσπονδιακός τεχνικός της Σουηδίας, ο Όλε Νόρντιν. Νόρκεπινγκ-Γκέτεμποργκ 6-0. Είναι η μέρα που ο Τόμας Μπρόλιν αποφάσισε απροειδοποίητα να εμφανιστεί στον ορατό πλανήτη του ποδοσφαίρου. Πέτυχε τρία γκολ, ήταν ο πρωταίτιος του διασυρμού της Γκέτεμποργκ, τους περνούσε όλους σαν αέρας, δεν υπήρχαν.

Καλείται σχεδόν αυτοστιγμεί στην Εθνική για το παιχνίδι με την Ουαλία. Απρίλιος του 1990, οι Ουαλοί προηγούνται με τον Σόντερς, αλλά στο 25′ είναι ήδη πίσω με δυο γκολ. Και τα δυο ο ξανθός πιτσιρικάς που τους περνάει σαν αέρας. Δεύτερο φιλικό με τη Φινλανδία. Ακόμα δυο γκολ. Ενάμιση μήνα πριν το Μουντιάλ της Ιταλίας καλείται στην μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή του πλανήτη ένα άγνωστο παιδί που έναν χρόνο πριν έπαιζε στη Β’ Εθνική. Ήταν 21 χρόνων, όταν προσγειώθηκε στην Ιταλία μαζί με την υπόλοιπη αποστολή της Σουηδίας. Χωρίς να έχει ιδέα ότι αυτή η χώρα θα γίνει το πεπρωμένο του. Μέσα σε έξι χρόνια από την τέταρτη βουκολική κατηγορία της Σουηδίας να αλλάζει φανέλες με τον Καρέκα στο Παγκόσμιο Κύπελλο.

Σε εκείνο το Σουηδία-Βραζιλία παρών και ο Νέβιο Σκάλα, προπονητής της νεοφώτιστης τότε στη Serie A, Πάρμα. Πρώτο μέλημα ο τερματοφύλακας των Βραζιλιάνων, ο Ταφαρέλ. Δεύτερος στόχος εκείνος ο ξανθομάλλης Σουηδός, ιδανικός για το 5-3-2, η πρώτη μοντέρνα βερσιόν περιφερειακού επιθετικού.

Ο Μπρόλιν ήταν το πρώτο γρήγορο «εννιάμισι», ο ιδανικός παρτενέρ για κάθε είδος φορ, κάτι σαν άτυπος play maker της επίθεσης. Εξαιρετική, έμφυτη τεχνική, αδιανόητη ικανότητα στο διάβασμα των φάσεων και ασφαλώς εκείνο το συγκλονιστικό ξεπέταγμα. Το μοναδικό μειονέκτημα ήταν η ηλικία (δηλαδή η εμπειρία) και το γεγονός ότι δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ σε ένα πρωτάθλημα εκτός από το σουηδικό.

Το Campionato εκείνης της εποχής ήταν η Premiership των καιρών μας, ένα Πρωτάθλημα γαλαξία αστέρων, η λίγκα του Μαραντόνα. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που ο Τόμας επέλεξε την Πάρμα, παρά τις δελεαστικότατες προτάσεις από τη Γερμανία και την Ισπανία. Έπειτα, ήταν και το σκίρτημα που ένιωσε, όταν πάτησε το πόδι του στο Tardini, όταν είδε για πρώτη φορά την πόλη. Έρωτας κεραυνοβόλος, όπως και εκείνος των φιλάθλων της ομάδας μαζί του. Η Πάρμα δεν είναι Ρώμη, δεν είναι Μιλάνο, δεν είναι Νάπολη, δεν είναι καν Μπολόνια. Είναι μια ήσυχη πόλη, ιδανική για ήρεμη ζωή, με χαλαρούς ρυθμούς και καλό κλίμα. Οι συνθήκες εργασίας επίσης ιδανικές: οι «Parmensi» είχαν μια νεανική ομάδα, πρέσβευαν επιθετικό ποδόσφαιρο, δεν υπήρχε πίεση για αποτέλεσμα.

Αυτό το αμάλγαμα οδήγησε μια νεοφώτιστη ομάδα στην έκτη θέση, απλούστατα διότι εκείνη την εποχή όλη η Ιταλία ζούσε και πέθαινε για τακτικισμούς, 0-0 και περίπλοκες προπονητικές επινοήσεις. Η Πάρμα επέστρεψε στα fundamentals και επιβραβεύτηκε στο ακέραιο. Ο Μπρόλιν τελείωσε εκείνη την καταπληκτική σεζόν με επτά γκολ, είχε άψογη συνεργασία με τον Σάντρο Μέλι. Το σημαντικότερο ζούσε καλά, του άρεσε η ατμόσφαιρα, το παιχνίδι, η καθημερινότητα. Αθόρυβα ο Σκάλα την επόμενη σεζόν τον είχε μετατρέψει σε μια υπέροχη «mezzala», όπως αποκαλούν οι Ιταλοί τους εσωτερικούς εξτρέμ, και τον Μάιο του 1992 έρχεται η πρώτη πραγματικά μεγάλη επιτυχία.

Τελικός Coppa Italia εναντίον της Γιουβέντους του Τραπατόνι και του Ρομπέρτο Μπάτζο. Σε όλη την ιστορία η Πάρμα τη Γιουβέντους δεν την είχε κερδίσει ποτέ. Το τελικό 2-0 χαρίζει στην Πάρμα το πρώτο της τρόπαιο, είναι το έναυσμα για μια νέα εποχή σε ολόκληρο το ιταλικό ποδόσφαιρο, μια εποχή όπου και οι “μικροί” είχαν δικαίωμα στο όνειρο.

Ο Τόμας επιστρέφει με την καλύτερη δυνατή ψυχολογία στην πατρίδα του για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Ο όμιλος της οικοδέσποινας Σουηδίας απαγορευτικός: Γιουγκοσλαβία, Γαλλία και Αγγλία. Ο πόλεμος στα Βαλκάνια επιφέρει το εμπάργκο της UEFA, οι Δανοί φτιάχνουν άρον-άρον τις αποσκευές τους από τις παραλίες και σπεύδουν στην Στοκχόλμη για να αγωνιστούν στη θέση των Γιουγκοσλάβων.

Το θαύμα των Δανών το μνημονεύουμε ακόμη, είναι μια από τις ομορφότερες ιστορίες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, η μεγαλύτερη έκπληξη μέχρι τότε σε μεγάλο τουρνουά, μέχρι να έρθει η δική μας Εθνική το 2004 και να ανατρέψει παντός είδους δεδομένο. Εκείνο που θυμούνται ελάχιστοι είναι ότι σε εκείνον τον όμιλο δεν τερμάτισε πρώτη η Δανία αλλά η Σουηδία.

Στην πρεμιέρα το 1-1 με τους Γάλλους αφήνει περιθώριο για “διαχείριση”.

Δεν ήταν όμως ποτέ τέτοια ομάδα η Σουηδία. Η Σουηδία του Μπρόλιν και του Μάρτιν Ντάλιν, ενός φονικού επιθετικού διδύμου που αλληλοσυμπληρωνόταν ιδανικά, ήταν ελεύθερη, ατίθαση, “ατυπική” και μεταξύ άλλων είχε λυγίσει τη Δανία του αδιαπέραστου τείχους Πίτερ Σμάιχελ στο μεταξύ τους παιχνίδι. Το γκολ του Μπρόλιν εκτυλίσσεται σε ταχύτητες πολύ μακριά από τον ρυθμό ποδοσφαίρου της εποχής. Είναι ένα γκολ ρεφλέξ, ενστίκτου, “ροής”. Βάζει το μυτάκι όσο πρέπει, εκεί όπου πρέπει, για να την βρει με τον μοναδικό τρόπο που τα φάλτσα δεν θα τη στείλουν εκτός εστίας. Σκοράρει σχεδόν πέφτοντας, αλλά δεν έρχεται σε επαφή με το χορτάρι ποτέ. Πανηγυρίζει σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα, τρέχει με φοβερή ένταση, το χαίρεται. Αυτό τον ενδιέφερε πάντα. Να χαίρεται το παιχνίδι.

Η τελευταία αγωνιστική του ομίλου βρίσκει τους Σουηδούς πρώτους με 3 βαθμούς (τότε ακολουθείτο σύστημα 2-1-0), Γαλλία και Αγγλία ισόβαθμες με 2 βαθμούς στη δεύτερη προνομιούχο θέση και τελευταία τη Δανία με 1 βαθμό. Επί της ουσίας, η τελευταία αγωνιστική είχε ακουμπισμένα στο ποδοσφαιρικό τραπέζι δυο “do or die” παιχνίδια, δυο δρόμους χωρίς διέξοδο. Η Σουηδία του Τόμι Σβένσον σαφές αουτσάιντερ κόντρα στους Άγγλους.

Ο Ντέιβιντ Πλατ επιβεβαιώνει πολύ νωρίς το προγνωστικό περί ευχάριστου απογεύματος για τα «Λιοντάρια». Ο Σβένσον στο ημίχρονο το αποτολμά: αποσύρει τον Λίμπαρ, προωθεί τον Έκστρομ και δίνει εντολή στον Μπρόλιν να ξεκινάει από πίσω. Ένας φορ σε θέση χαφ. Ο Γκρέιαμ Τέιλορ -άγνωστο τι όνειρο είδε- απαντά με τον Άλαν Σμιθ, αποσύροντας τον Γκάρι Λίνεκερ, όπως αποδείχτηκε στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του με τη φανέλα της Εθνικής Αγγλίας. Με τραυματία τον Γκασκόιν και τον μεγαλοφυή Κρις Γουόντλ εκτός ομάδας λόγω προσωπικών διαφορών με τον Τέιλορ, η Αγγλία χάνει και το τελευταίο δράμι προσωπικότητας στο χορτάρι.

Για τους Άγγλους έμεινε στην ιστορία σαν «Το ματς του Μπρόλιν».

Ο Έρικσον έχει ισοφαρίσει και μετά ξεκινά η εποποιΐα. Ο Μπρόλιν ξεκινά από πολύ πίσω, αλλάζει με τον Ίνγκεσον και ξαναψάχνει διαδοχικό ένα-δύο με τον Ντάλιν. Ο Μάρτιν δεν του τη γυρνάει καλά, αλλά ο Τόμας έχει το άγγιγμα του Μίδα: ό,τι ακουμπάει γίνεται χρυσός. Λυγίζει το σώμα και με το εξωτερικό τη στέλνει στο «γάμα».

Όλα σε πρώτο χρόνο, διαδοχικά ένα-δύο, σλάλομ σαν να κάνει θαλάσσιο σκι και ένα τόσο γοητευτικό, τόσο όμορφα παλιομοδίτικο, αλήτικο και αριστοκρατικό συνάμα εξωτερικό. Είναι ακριβώς αυτό που έκανε μικρός: τους πέρασε σαν αέρας.

Αυτό ήταν το ποδόσφαιρο του Μπρόλιν, αυτή ήταν η ευτυχία του. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

Δεν τον ενόχλησε καθόλου η ήττα των Σουηδών στον ημιτελικό από τους Γερμανούς, «αν είχαμε προκριθεί, θα ήμασταν εμείς στη λάθος πλευρά της ιστορίας», θυμάται για εκείνο το παιχνίδι.

Δεν απογοητεύτηκε και όταν, επιστρέφοντας στην αγαπημένη του Πάρμα, βρήκε τον Φαουστίνο Ασπρίγια βασικό επιθετικό. Ο Κολομβιανός ήταν μια κινητή βόμβα, μια ειδική περίπτωση ποδοσφαιριστή και ανθρώπου. Σκόραρε με ανάποδο ψαλίδι, χάριζε απίστευτες στιγμές στο κοινό, αλλά από την άλλη ήταν ικανός να μείνει μήνες έξω για αδιανόητους λόγους. Ειδικά την εποχή της Πάρμα, είχε σπάσει το πόδι του, επειδή τσακώθηκε με ένα λεωφορείο(!), το κλώτσησε τόσο δυνατά και έμεινε τρεις μήνες εκτός γηπέδων.

Ο Μπρόλιν το διασκέδαζε και με τον «Τίνο». Ήταν κάτι σαν φολκλόρ, σαν την απαραίτητη δόση τρέλας και αποσυμπίεσης σε μια ομάδα που πλέον ανήκε στην ελίτ. Τρίτη θέση στο Πρωτάθλημα, κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων, έχοντας αποκλείσει διαδοχικά Ούιπεστ, Μποαβίστα, Σπάρτα Πράγας, Ατλέτικο Μαδρίτης και την Αντβέρπ στον Τελικό του Wembley.

Στην ομάδα έρχεται και ο Τζιανφράνκο Τζόλα, η Πάρμα στοχεύει όλο και ψηλότερα, εξακολουθώντας να πρεσβεύει και να αποδίδει ένα διασκεδαστικό ποδόσφαιρο. Ο Τόμας παίζει πια σχεδόν αποκλειστικά πίσω, κεντρικός φορ είναι ο «Τίνο» και πίσω του ο Τζόλα. Η ομάδα ξαναφθάνει στον Τελικό του Κυπελλούχων, αλλά χάνει το τρόπαιο από την boring Άρσεναλ του Τζορτζ Γκρέιαμ. Είναι το μοναδικό παιχνίδι της καριέρας του που θα ήθελε να έχει την ευκαιρία να ξαναπαίξει, διότι θα το διαχειριζόταν διαφορετικά.

Γύρισε σελίδα, πήρε μέρος στο Μουντιάλ της Αμερικής με ακόμα μια σπουδαία ομάδα της Σουηδίας, σκόραρε ένα υπέροχο γκολ, μετά από μια από τις κορυφαίες κομπίνες στην ιστορία των Μουντιάλ εναντίον των Ρουμάνων του Χάτζι.

Η Σουηδία προκρίνεται στα πέναλτι, είχε να συμβεί από το 1958. Αποκαμωμένοι και “αφελείς” τους αποκλείουν οι Βραζιλιάνοι του Ρομάριο, οι μετέπειτα Πρωταθλητές Κόσμου. Η τρίτη θέση, μετά το χορταστικό 4-0 εναντίον της Βουλγαρίας, πανηγυρίζεται σαν κατάκτηση τροπαίου, για τους Σουηδούς ποτέ δεν είχε τόση σημασία η στατιστική, αρκεί να αισθάνονται καλά και ευχαριστημένοι.

Ο Μπρόλιν στο τέλος του χρόνου ισοβαθμεί και με τον “πολύ” Γκεόργκε Χάτζι στην τέταρτη θέση του κορυφαίου του κόσμου. Η παρουσία στην τελετή της Χρυσής Μπάλας, εν αντιθέσει με το αναμενόμενο, δεν έφερε την εκτόξευση, έσβησε τα φώτα, οδήγησε στο τούνελ, εκεί όπου ο Μπρόλιν έχασε τον εαυτό του.

Νοέμβριος του ’94, Σουηδία-Ουγγαρία. Ο Τόμας στα 25, μια κλάση επάνω από όλους τους υπολοίπους στο γήπεδο. Σκοράρει για το 1-0, πασάρει στον Ντάλιν για το 2-0. Στον πανηγυρισμό ουρλιάζει, ο Μάρτιν στην αρχή δεν αντιλαμβάνεται την έκταση του προβλήματος, στη συνέχεια κάνει το κλασσικό σήμα στον πάγκο «να τρέξουν γρήγορα». Όσοι είναι πλάι στον Μπρόλιν τον αγκαλιάζουν, ο γιατρός τον βλέπει έκπληκτο να κλαίει, όταν μπαίνουν οι τραυματιοφορείς τρέχοντας, ο Τόμας κλαίει με λυγμούς.

Εννέα μήνες έξω είναι η ετυμηγορία. Επέστρεψε στους έξι, έκανε το παν να επιστρέψει νωρίτερα. Δεν ήταν ο ίδιος, δεν ήξερε ποιος είναι. Στην Πάρμα δεν του το έλεγε κανείς, αλλά ήταν πλέον περιττός, βάρος, πρόβλημα.

Ο Μπρόλιν “αφέθηκε”, το σώμα του δεν είναι αθλητή, εκείνοι που δεν είχαν ξεχάσει έλεγαν απλώς ότι «έκανε τον κύκλο του» στους «Ducali». Ξεκίνησε να ψάχνει τρόπους διαφυγής, όπως όλοι οι άνθρωποι σε δύσκολη κατάσταση, θεώρησε ότι έφταιγαν πρώτα οι άλλοι και μετά εκείνος.

Βρέθηκε ένα παράθυρο και πήγε στη Λιντς, τον έπεισε ο Χάουαρντ Γουίλκινσον ότι θα αναγεννηθεί, ότι θα παίζει εκεί όπου μεγαλούργησε, ότι θα συμπληρώνει και θα “ταΐζει” τον Άντονι Γεμπόα. Ο Γκανέζος τραυματίστηκε, ο Μπρόλιν δεν έπαιξε ποτέ εκεί όπου ήθελε, ξεκίνησαν να του φταίνε οι προπονητές, οι συμπαίκτες, το Πρωτάθλημα. Μόνο με τους οπαδούς δεν έχασε ποτέ το feeling.

Για να βγει από το τούνελ αποδέχεται τον δανεισμό στη Ζυρίχη. Θα πληρώνεται με κάτι λιγότερο από 4.000 ευρώ τον μήνα, το κύριο ζητούμενο ήταν να σώσει την καριέρα του και όχι να γίνει πλουσιότερος. Αρχικά δείχνει σφυγμό, στο χαμηλότερο επίπεδο δίνει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να ξαναβρεί τον εαυτό του.

Η αλλαγή προπονητή στη Λιντς θα σημάνει και τη λήξη του δανεισμού στην Ελβετία.

Επιστρέφει στο χάος της Αγγλίας, χάος για εκείνον. Ο προπονητής που επέμεινε να επιστρέψει ήταν ο Τζορτζ Γκρέιαμ, ο άνθρωπος που του στέρησε το δεύτερο Κυπελλούχων με την Πάρμα σε εκείνον τον Τελικό με την Άρσεναλ. Η σχέση δεν λειτούργησε ποτέ, ο Μπρόλιν σχεδόν άμεσα ζήτησε από τη διοίκηση να φύγει. Πώληση, δανεισμός, ελευθέρας, ήταν αδιάφορο. Αρκεί να φύγει.

Έχει φίλους στην Πάρμα, ξέρει ότι με τον Αντσελότι υπάρχει ελπίδα, ίσως η τελευταία πριν το βουνό που είχε μπροστά του. Χαρίζει 500.000 λίρες στους Άγγλους, επιστρέφει δανεικός με option στην Πάρμα, τα δίνει όλα, γιατί τους αγαπά και τον αγαπούν. Μετά από μια συμπαθητική παρουσία κυρίως ως αλλαγή, διαπιστώνει τελικά ότι δεν τον αγαπούν τόσο, ούτως ώστε να πληρώσουν την option.

Επιστρέφει στην Αγγλία και τον αντιμετωπίζουν σαν ανέκδοτο, σαν να μην ήταν ποτέ ο Τόμας Μπρόλιν. Κυκλοφορούν απίθανα urban legends, μεταξύ άλλων ότι τράκαρε με τάρανδο στη Σουηδία και έχασε το αεροπλάνο της επιστροφής. Με τη Λιντς και τον Γκρέιαμ η κατάσταση έχει φτάσει στα άκρα. Προσπαθεί να πάει δανεικός στην Ισπανία, τη Σκωτία, τη Σουηδία, παντού. Περιβάλλον και Τύπος τον χλευάζουν ανοικτά, οι επιθέσεις σε προσωπικό επίπεδο γίνονται ανερυθρίαστα. «Χοντρός»«fatty boy». Δημοσίως και χωρίς αιδώ. Τι κι αν πασχίζει να εκλογικεύσει, να αντιπαρατεθεί με επιχειρήματα, να πείσει δημοσιοποιώντας και τα αποτελέσματα των ιατρικών του εξετάσεων. Άπαξ και ξεκινάει το bullying δεν το σταματά και ο Θεός ο ίδιος.

Απειλεί μέσω των δικηγόρων του ότι θα κινηθεί πλέον νομικά, μόνο τότε προκύπτει “λύση”. Πληρώνει 140.000 και αποδεσμεύεται. Οκτώβρη μήνα, με ελάχιστες επιλογές για να συνεχίσει την καριέρα του. Επιστρέφει στη Σουηδία, κάνει κάποιες προπονήσεις με τη Χάμαρμπι για να μην χάσει εντελώς επαφή με το σπορ. Είναι μόνο 28 χρόνων, έχει τουλάχιστον τέσσερα χρόνια ποδοσφαίρου ακόμα.

Δέχεται να πάει δοκιμαστικά στην Κρίσταλ Πάλας με ένα εξευτελιστικό δοκιμαστικό συμβόλαιο δύο εβδομάδων.

Ο Στιβ Κόπελ τον διαβεβαιώνει ότι τον πιστεύει, ότι ξέρει ότι και θέλει και μπορεί να βοηθήσει την ομάδα, η οποία βρισκόταν σε τραγική βαθμολογική θέση. Κάνει κάποια ματς, αλλά ο Κόπελ απολύεται και προσλαμβάνεται ο Λομπάρντο. Ο Μπρόλιν από ποδοσφαιριστής γίνεται μεταφραστής του Ατίλιο. Ναι, κακώς δέχτηκε, ακόμα χειρότερα κακώς πίστεψε ότι «δεν κάνει κάτι κακό».

Στα 28 του χρόνια είχε γίνει ένας κούφιος άνθρωπος, είχε καταλήξει να μισεί όλα όσα του έφερναν χρήματα και φήμη. Τον διέσυραν. Τον εξευτέλισαν. Τον διέλυσαν. Έμεινε εγκλωβισμένος για χρόνια σε μια προσπάθεια να αποδείξει (στους άλλους) ότι δεν ξόφλησε, ότι δεν φταίει, ότι δεν είναι “χαλασμένος”.

Αποφάσισε να σταματήσει. Κουράστηκε να κυνηγάει την ουρά των άλλων και να ‘χει χαμένο τον εαυτό του. Τελευταίο του παιχνίδι ήταν 20 μέρες μετά την αναγγελία ότι «το κόβει» τον Αύγουστο του 1998. Έπαιξε τα τελευταία 15 λεπτά ως τερματοφύλακας σε ένα ματς της Χούντικσβαλς με την Κιρούνα. «Ήθελα να σταματήσω διασκεδάζοντας», είπε.

Όλοι απορούσαν γιατί σταμάτησε, γιατί -ενώ μπορούσε- δεν συνέχισε σε κάποια ομάδα στη Σουηδία, σε χαμηλότερο επίπεδο, σε κάποιο πιο “εύκολο” Πρωτάθλημα. Δεν ήθελε, σιχάθηκε:

«Όλα έγιναν, γιατί ήμουν στεναχωρημένος με την ποδοσφαιρική βιομηχανία. Και, πιστέψτε με, δεν χρειάζεται να γνωρίζετε περισσότερα για όσα αντιπροσωπεύει αυτή η βιομηχανία. Πολλά πράγματα συμβαίνουν πίσω από τις κουρτίνες και αποφάσισα ότι δεν ταίριαζαν με την φιλοσοφία μου. Έχασα την πίστη μου στο ίδιο το ποδόσφαιρο. Γι’ αυτό σταμάτησα. Ας πούμε ότι δεν είχα τον ενθουσιασμό για να προπονηθώ με τον τρόπο που έπρεπε, ώστε να βρίσκομαι στο υψηλό επίπεδο».

Άλλωστε τα πέρασε όλα τα στάδια. Στα 20 ήταν wonderkid, στα 24 φτασμένος, στα 28 τελειωμένος. Όλα σε fast forward, όλα επειδή “έτσι τον πήγε η ζωή”. Η ζωή δεν πάει μόνη της. Ούτε μας την καθορίζουν οι άλλοι. Για τη ζωή μας αποφασίζουμε εμείς.

Ο Μπρόλιν είχε το σθένος να κλείσει την πόρτα πίσω του. Αποδέχτηκε τις ευθύνες του, ζύγισε ότι δεν μπορεί να θέσει ξανά τον εαυτό του σε διαδικασία προστασίας της εικόνας του, βγήκε από το κουτί. “Ξοφλημένος”, στην πραγματικότητα αναγεννημένος.

Επένδυσε σε μια καινοτόμο ιδέα για «έξυπνες» ηλεκτρικές σκούπες, συνεταιρίστηκε με έναν εφευρέτη που είχε την πατέντα αλλά όχι τα χρήματα και έφτασαν στο σημείο να πωλούν 130.000 κομμάτια τον χρόνο. Άνοιξε κι ένα ωραίο ιταλικό εστιατόριο στη Στοκχόλμη, το «Undici» («Έντεκα»), το οποίο το κράτησε μέχρι να ανακαλύψει το λεγόμενο αθλητικό πόκερ. Απόλυτα ειλικρινής και εκεί: «Με πλησίασε και μου έκανε την πρόταση μια στοιχηματική εταιρεία. Έπαιζα ήδη με φίλους, μου άρεσε το παιχνίδι. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να κάνεις βαρετά πράγματα. Αν κάτι δεν είναι διασκεδαστικό, δεν το κάνω ή σταματάω να το κάνω».

Έβγαλε κι ένα τραγούδι, παρέα με τον Dr. Alban και έναν άλλον Σουηδό αντί-ήρωα και πολύ μεγαλύτερο αθλητικό σύμβολο, τον Μπγορν Μποργκ. «Η ηχογράφηση αυτού του κομματιού ήταν πολύ διασκεδαστική. Το είδα σαν ένα είδος αυτοσαρκασμού. Ξέρετε, πολλοί πρώην παίκτες αυτοσαρκάζονται, πείθοντας τον εαυτό τους ότι μπορούν να παραμείνουν στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Ξέρω να βρίσκω άλλους τρόπους για να διασκεδάζω και να νιώθω καλά».

Ο Μπρόλιν δεν ήταν ο πρώτος και δεν είναι και ο τελευταίος αθλητής που ένιωσε ξένος με τη δουλειά του και την ίδια τη ζωή του. Ο κόσμος του αθλητισμού έχει και αόρατη πλευρά, στο τέλος-τέλος είναι μια δουλειά, βραχύβια, με άγχη, με πολύ δύσκολο περιβάλλον, εξαιρετικά περίπλοκους χαρακτήρες και διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις. Όσο πιο υψηλά τα επίπεδα ανταγωνισμού και προβολής τόσο πιο απαιτητικές γίνονται και οι ανάγκες προσωπικής διαχείρισης. Ναι, είναι πολλά τα χρήματα σε περίπτωση επιτυχίας, αλλά είναι τεράστιο και το προσωπικό κόστος.

Κι έπειτα είναι και το αδηφάγο «μετά». Όταν ένας άνθρωπος, ένας επαγγελματίας, έχει συνηθίσει 20 χρόνια να είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αναγνωρίσιμος, είδωλο, εικόνα και influencer (που είναι και της μόδας), τότε πολύ δύσκολα κατορθώνει να προσαρμοστεί στην απότομη αλλαγή της λήθης. Γι’ αυτό οι περισσότεροι “μένουν στον χώρο”, γίνονται προπονητές, παράγοντες, ασχολούνται με ακαδημίες κ.ο.κ. Καθένας επιλέγει να συνεχίσει τον ασφαλή του δρόμο, να κινείται μακριά από δύσβατα μονοπάτια.

Ο Τόμας Μπρόλιν κάθε χρόνο στα γενέθλιά του είναι υποχρεωμένος να αντικρίζει το ίδιο και το ίδιο άρθρο στο διαδίκτυο: «Δεν θα πιστέψεις πώς είναι σήμερα ο πρώην σταρ». Η αποθέωση της χυδαιότητας για τέσσερα περισσότερα κλικ.

Η διαφορά του με τους υπόλοιπους υπέρβαρους και ξεχασμένους μεγάλους ποδοσφαιριστές είναι ότι ο Τόμας σκρολάρει, χαϊδεύει τα κεφάλια των παιδιών του, χαμογελάει και αυτοσαρκάζεται ξαπλώνοντας γυμνός στο χιόνι. Γιατί γνωρίζει ότι κάποια στιγμή λιώνει και χάνεται για πάντα.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This