Επιλογή Σελίδας


Του Αντώνη Καρπετόπουλου

Δεν περνά μέρα που να μην δημοσιεύεται στον ξένο Τύπο κάποιο σχόλιο που να αφορά το αντίο του Ρότζερ Φέντερερ και κυρίως το κλάμα του με τον Ράφα Ναδάλ. Αν μια φωτογραφία μετρά όσο χίλιες λέξεις, η φωτογραφία των δυο να κλαίνε πιασμένοι χέρι χέρι έγινε λόγος για να γραφτούν σε όλο τον κόσμο εκατομμύρια λέξεις. «Είναι ήδη η πιο σχολιασμένη φωτογραφία όλων των εποχών» έγραφαν πριν λίγες μέρες οι NY Times, ενώ η γαλλική Εκίπ πρότεινε να μπει στα αποδυτήρια κάθε γηπέδου τένις (και όχι μόνο) γιατί «αποτελεί την αιώνια απόδειξη πως στον αθλητισμό δεν υπάρχουν εχθροί, αλλά αντίπαλοι που απλά μοιράζονται το ίδιο πάθος». Από τον Ναδάλ ζητήθηκαν μάλιστα και διευκρινιστικές εξηγήσεις για το κλάμα του. Ο Ισπανός φρόντισε να ξεκαθαρίσει πως δεν έκλαψε γιατί σκέφτηκε πως πλησιάζει και η στιγμή του δικού του αντίο, αλλά μόνο γιατί ένιωσε πως η αποχώρηση του φίλου του είναι μια στιγμή μοναδική.

Προφανώς κι αυτό που προκαλεί τα σχόλια της φωτογραφίας είναι το κλάμα τους. Το οποίο κακώς στην Ελλάδα το έχουμε ταυτίσει με το δράμα.

Ξεχνάμε πως μιλάμε για σπορ

Μια μέρα πριν το παιγνίδι της Εθνικής μας με την Βόρειο Ιρλανδία ο Γουστάβο Πογέτ είχε δώσει την καθιερωμένη συνέντευξή Τύπου.  Πέρα από τις απαντήσεις του για το τι πιστεύει για τον αντίπαλο, τους παίκτες και τη φόρμα τους, ο Πογέτ έκανε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σε ένα ρεπόρτερ που κάτι τον ρώτησε: τον παρακάλεσε να μην είναι τόσο δραματικός. Τον χάρηκα.

Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ειδικά αντιμετωπίζουμε τα αθλητικά μας πράγματα τόσο δραματικά, ώστε το πράγμα καταντάει αφόρητο. Συχνά ξεχνάμε πως μιλάμε για σπορ και τα σπορ από τη φύση τους είναι διασκεδαστικά – κυρίως για το θεατή που τα παρακολουθεί. Εδώ μιλάμε συνέχεια για «πολέμους», για «μάχες» και για «μαχητές», για «φιλοσοφία», για «όρκους νίκης», για «τελευταίες ευκαιρίες», για «πόνους» κτλ. Ακόμα και οι τηλεοπτικές μεταδόσεις των αγώνων μοιάζουν συχνά με περιγραφές πολεμικών αναμετρήσεων, όπου ακούς για «μάχες σώμα με σώμα», για «κυριαρχία», για «μαζική σκληρή άμυνα», για «πολιορκία», για «ψυχολογική κατάρρευση» ή για «ειδικές καταστάσεις» κτλ. Στο μπάσκετ, μάλιστα,  πολλά από αυτά είναι ακόμα χειρότερα γιατί τα ακούς πλέον στα αμερικάνικα!  

Ολες αυτές οι δραματικές υπερβολές έχουν ως αποτέλεσμα να μην έχουμε τρόπο να περιγράψουνε κάτι πραγματικά ιδιαίτερα συγκινητικό όταν αυτό προκύπτει: η φωτογραφία των Φέντερερ και Ναδάλ, να έχουν πλαντάξει στο κλάμα πιασμένοι από το χέρι και καθισμένοι δίπλα δίπλα είναι για παράδειγμα μια μεγαλειώδης αθλητική σκηνή για την οποία είναι αδύνατον να βρεις λόγια. Τα έχεις ξοδέψει όλα μιλώντας για μια αλλαγή ποδοσφαιριστή στην διάρκεια ενός αγώνα ή για ένα γκολ – για πράγματα δηλαδή που συμβαίνουν συνέχεια…

https://i0.wp.com/newmedia.thebest.gr/i/w785/ydhjunfrjp632eaa73cdd48.jpg?w=1080&ssl=1 

Η ίδια η φωτογραφία ωστόσο υπάρχει και είναι συγκλονιστική, παρά την αδυναμία της περιγραφής της. Οι δυο τεράστιοι αυτοί αθλητές κλαίνε ενδεχομένως για λόγους διαφορετικούς, αλλά το κάνουν με την καρδιά τους χωρίς να σκέφτονται ούτε δευτερόλεπτο τη δημόσια εικόνα τους. Μοιράζονται δημοσίως τα δάκρυα τους ως φίλοι πραγματικοί: βρίσκονται δίπλα δίπλα τη στιγμή που πρέπει, μετά από δεκαετίες ολόκληρες που ήταν ο ένας απέναντι από τον άλλο. Κι όσο κι αν η εικόνα δείχνει δάκρυα δεν απεικονίζει μια δραματική σκηνή, αλλά μια στιγμή συγκίνησης. Ανθρώπινης περισσότερο κι από αθλητικής.

Δάκρυα, πολλά δάκρυα

Εχει δάκρυα ο αθλητισμός; Φυσικά και έχει, αλλά τα δάκρυα αυτών των δυο αθλητών δεν ήταν τόσο συνηθισμένα. Οι αθλητές συχνά κλαίνε για μια επιτυχία τους ή για μια αποτυχία τους. Κλαίνε στο βάθρο ακούγοντας τον εθνικό ύμνο της χώρας τους γιατί συχνά νιώθουν την προσωπική δικαίωση μιας τεράστιας προσπάθειας. Και πολλές φορές κλαίνε και μετά από ήττες ή αποκλεισμούς – λυγίζουν όσο μεγάλοι, ψύχραιμοι και μοναδικοί κι αν είναι. Καμιά φορά κλαίνε κι από τα νεύρα τους γιατί αισθάνονται ότι αδικήθηκαν ή γιατί απλά τα έχουν με τον εαυτό τους ή το Θεό τους. Θυμάμαι τα κλάματα του Φράνκο Μπαρέζι μετά την ήττα στα πέναλτι των Ιταλών από τους Βραζιλιάνους στο μουντιάλ του 1994 – ήταν πάντα τόσο σοβαρός και σκληρός και προσηλωμένος, που ποτέ δεν περίμενα ότι θα έκλαιγε δημόσια. Θυμάμαι τα κλάματα του Μαρανόνα στον τελικό του μουντιάλ της Αργεντινής με την Γερμανία το 1990 – όταν ένα πλήθος από σφυρίγματα σκέπασε τον ήχο στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Αργεντινής στο Ολύμπικο της Ρώμης. Θυμάμαι τα κλάματα του Κριστιάνο Ρονάλντο ή του Παναγιώτη Γιαννάκη που γίνανε και σύνθημα: τα κλάματα δεν συγκινούν πάντα – ούτε κι όποιος κλαίει το κάνει για να προκαλέσει συμπάθεια. Το κάνει συνήθως γιατί δεν γίνεται αλλιώς.

Τα αντίο είναι γιορτές

Κλαίνε οι αθλητές στο αντίο τους; Πολύ σπάνια. Συνήθως όσο πιο μεγάλος είναι ο αθλητής, τόσο περισσότερο προετοιμασμένος είναι για το αντίο του. Το έχει δουλέψει καιρό στο μυαλό του, το περιμένει, το έχει αποδεχτεί. Συνήθως οι αθλητές λένε αντίο με το παιδί τους στην αγκαλιά, χαιρετώντας με υψωμένο το χέρι τον κόσμο που έχει πάει στο γήπεδο για να τους δώσει το τελευταίο χειροκρότημα: το αντίο τους είναι μια στιγμή γιορτής – ένα είδος ορόσημου. Κάπως έτσι περίμενα και το αντίο του Φέντερτερ και κάπως έτσι θα ήταν αν ο Ελβετός δεν έκλαιγε. Κι αν δίπλα του δεν έκλαιγε κι ο Ναδάλ.

https://i0.wp.com/oknews.gr/wp-content/uploads/2022/09/FdYDko9X0CQ6wzB-1200x676-1-1024x577@2x.webp?w=1080&ssl=1

Θεατές και συμμέτοχοι

Γιατί έκλαψαν όμως; Ο Φέντερερ δεν σταμάτησε ξαφνικά και απροσδόκητα, δεν έζησε το φινάλε ως ένα είδος προσωπικού δράματος, έφυγε χωρίς το παραμικρό απωθημένο. Κι ο Ναδάλ θα πρεπε να νιώθει χαρούμενος για τη συμμετοχή του στο αντίο του φίλου του, να ζητήσει από το κοινό την αποθέωσή του, να τον χειροκροτήσει κι αυτός ιπποτικά και ευγενικά για τελευταία φορά. Φυσικά και τα έκανε κι αυτά. Αλλά με δάκρυ, πολύ δάκρυ.  

Νομίζω πως μόνο όποιος έχει συγκινηθεί κι έχει κλάψει κι ο ίδιος μπροστά σε μια αθλητική επιτυχία μπορεί να καταλάβει τι έγινε. Δεν έκλαψαν ο ένας για τον άλλο, γιατί πχ δεν θα ξαναβρεθούν αντιμέτωποι να διεκδικήσουν τίτλους – ξέρουν και οι δυο πως αυτό είχε τελειώσει. Πιστεύω πως στην προκειμένη στιγμή υπάρχει κάτι μαγικό κι όχι κάτι μελό: ο Φέντερερ βλέπει για κάποια δευτερόλεπτα ολόκληρη την αθλητική του ιστορία και δακρύζει ως θεατής – είναι ίσως η μοναδική στιγμή που ο άνθρωπος Φέντερερ βλέπει τον θρύλο Φέντερερ. Και φυσικά για τον ίδιο ακριβώς λόγο δακρύζει κι ο Ναδάλ: για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα δεν είναι δίπλα στον Ελβετό, αλλά στην εξέδρα ως θαυμαστής του. Κλαίει γιατί φεύγει κάποιος που τον έκανε να αγαπήσει το σπορ περισσότερο. Κλαίει όχι για τη στιγμή, αλλά για όλα όσα της στιγμής προηγήθηκαν. Κανείς από τους δυο δεν κλαίει από ευτυχία ή γιατί έχει συμβεί κάτι που του προκάλεσε πόνο. Κανείς φυσικά δεν έχει δακρύσει από τα νεύρα του: δεν υπάρχουν νίκες, ήττες, δικαιώσεις, αδικίες, νεύρα – υπάρχει μόνο η αίσθηση του τέλους και η στιγμή που βλέπεις όλα όσα προηγήθηκαν. Κι αυτό σε μια τέτοιου είδους γιορτή είναι αληθινά σπάνιο.

Σαν άντρες πραγματικοί  

Κλαίνε οι άντρες; Φυσικά και κλαίνε. Κλαίνε γιατί νιώθουν ότι παρακολούθησαν όχι νίκες αλλά υπερβάσεις, γιατί έζησαν μοναδικές επιτυχίες, γιατί είδαν σελίδες του αθλητισμού να γράφονται. Κλαίνε γιατί βγάζουν από μέσα τους την προσμονή, την αγωνία, το βάρος. Κλαίνε και το δάκρυ τους δημιουργεί μνήμες που δεν σβήνουν ποτέ. Κλαίνε λυτρωμένοι συνήθως κι όχι απογοητευμένοι γιατί κάποιο όνειρο τους δεν έγινε πραγματικότητα. Στην περίπτωση του Φέντερερ κλαίνε γιατί έγινε πραγματικότητα κάθε όνειρο. Και στην περίπτωση του Ναδάλ γιατί υπάρχει απλά η γνώση της ευτυχίας αυτής: καμία ζήλια, κανένας ανταγωνισμός, καμία θλίψη. Μόνο ευτυχία που δεν μπορεί παρά να την εκφράσει κανείς δημοσίως με δάκρυα. Σαν άντρας πραγματικός.         

Πηγή: Karpetshow    

Pin It on Pinterest

Shares
Share This