Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξη Σπυρόπουλου

Η πίτα έμεινε ακέραιη, ο σκύλος χόρτασε, η δουλειά τελείωσε, οι διεθνείς έφυγαν διακοπές. Με μία ευχή (μας). Να μη αφήσουν ποτέ, κανένα αποτέλεσμα και κανένα επιμέρους σκορ, όσο καλό ή κακό, να τους πειράξει το μυαλό. Να αξιολογούν κάθε φορά με ακρίβεια, με ευστοχία στην κρίση, πώς στ’ αλήθεια έπαιξαν. Δεν ήταν απλώς, αυτό με το αποδεκατισμένο Κόσοβο στον Βόλο, το εύκολα καλύτερο από τα τέσσερα παιγνίδια τους μέσα σε έντεκα ημέρες. Το πρώτο ημίχρονο με το αποδεκατισμένο Κόσοβο στον Βόλο, ήταν το καλύτερο πρώτο ημίχρονο της Εθνικής μετά (γιατί πάντοτε κοιτάζεις και το με ποιον ή πού παίζεις) το πρώτο ημίχρονό τους τον περασμένο Οκτώβριο στη Στοκχόλμη.

Το πρώτο ημίχρονό τους με το Κόσοβο ήταν το μοναδικό πρώτο ημίχρονο σε αυτούς τους τέσσερις αγώνες, που δεν έβαλαν γκολ. Και; Συνέβη διότι, απλώς, για μια φορά δεν “έγραψε” το πρώτο (ούτε ένα από τα επόμενα) σουτ του Μπακασέτα. Είπαμε, δεν θα γίνεται εσαεί έτσι. Είχε το παιγνίδι τους όμως, τα πάντα. Ευθύτητα και ταχύτητα στην ανάπτυξη, τρεξίματα με κάθετο προσανατολισμό, ορμητικές ανακτήσεις ψηλά, ένας σωστός καταιγισμός, ομάδας που εννοεί τον εαυτό της για κυρίαρχο. Πίσω από τα εμφανή δε, μπορούσε να διακρίνει κανείς και τα υπόλοιπα. Αφοσίωση, θετική προσέγγιση, φλόγα, κίνητρο, δίψα για “πρωταθλητισμό”.

Οι αξιόμαχοι αλλά τόσο “περιορισμένοι” Κοσοβάροι, στην ανάπαυλα, χρησιμοποίησαν ένα από τους τέσσερις (καν πέντε) διαθέσιμους αναπληρωματικούς, προκειμένου να κατεβάσουν τους τόνους. Και σε κάποιον βαθμό, το κατάφεραν. Συνέχισαν δίχως δεκάρι, έβγαλαν ένα ακραίο, έφεραν ένα τρίτο κεντρικό χαφ (4-3-3 από 4-2-3-1), μπάλωσαν τις τρύπες στον άξονά τους, έστειλαν την ελληνική ομάδα στο πλάι. Για την Εθνική, το ταυτόχρονο “τακτικό δρομολόγιο” ήταν η ακριβώς αντίστροφη αλλαγή σχηματισμού (4-2-3-1 όπως Μπέλφαστ, από 4-3-3 όπως Πριστίνα). Και ακριβώς από εκεί, από το πλάι, ήλθε το γκολ.

Ο Μάνταλος βρήκε, πώς να ξετρυπώσει το νούμερο-ένα προσόν του Γιακουμάκη. Ο Γιακουμάκης είναι εννιάρι που “επιτίθεται” στη μπάλα, δεν περιμένει τη μπάλα, για τη μία επαφή μες στην περιοχή. Οντως Μαχλάς, στη σέντρα του Νιόπλια, το ’93 με τη Ρωσία στην Αθήνα. Μετά δε, στο φινάλε, ο Μάνταλος βρήκε και τη στιγμή για το δικό του. Μία δεύτερη ευχή (μας). Ποτέ στο ποδόσφαιρο δεν είναι τζάμπα κόπος, να κυνηγάς ως το τέλος το +1 γκολ. Η Εθνική πριν την Κύπρο, επί σχεδόν πέντε χρόνια είχε 46 διαδοχικά ματς στα οποία έβαζε ή δύο γκολ ή ένα γκολ ή κανένα γκολ. Τα τρία γκολ με την Κύπρο, ήταν το τέλος του κόφτη. Ας κάνουν στον εαυτό τους τη χάρη λοιπόν, να μη περιμένουν άλλα 46 ματς προτού σκοράρουν πάλι περισσότερα από δύο γκολ σε παιγνίδι. Είναι κι αυτό, το να βάζεις γκολ, μια καλή συνήθεια.

Ο εκάστοτε αντίπαλος προπονητής της Εθνικής που το πιθανότερο είναι ότι δεν ξέρει πολλά για την Ελλάδα, το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να ρίξει μια ματιά στη λίστα των ποδοσφαιριστών. Απευθείας το μάτι θα πάει, στον Τσιμίκα και στον Βλαχοδήμο. Επειδή θα δει δίπλα, τις λέξεις Λίβερπουλ και Μπενφίκα. Είναι οι δύο, στο top-of-the-top επίπεδο. Αλλά δεν σημαίνει στην πραγματική ζωή ότι, επειδή παίζουν σε αυτό το επίπεδο, ο Βλαχοδήμος δίνει τη μπάλα στον Τσιμίκα κι εκείνος περνά έντεκα παίκτες και κάνει γκολ. Δεν λειτουργεί, έτσι. Ενας αριστερός μπακ και ένας τερματοφύλακας, δεν αλλάζουν το status της ομάδας.

Και η Σκωτία έχει τον Ρόμπερτσον, αλλά Σκωτία παραμένει. Και η Σλοβενία έχει τον Ομπλακ, αλλά Σλοβενία παραμένει. Δύο top-of-the-top σε ολόκληρη εθνική δεξαμενή, δεν αρκούν. Είναι ελάχιστοι, για να ξεφεύγει ο νους προς τις πολύ υψηλές βλέψεις. Εξαιτίας του άρρηκτου συμβολισμού, περίπου αναπόφευκτα η 12η Ιουνίου 2022 συνδέθηκε με την 12η Ιουνίου 2004. Τώρα, η ημέρα ανόδου από τη Γ’ στη Β’ Εθνική. Εκείνη η ημέρα, η εκκίνηση προς το τρόπαιο. Τίποτα το αφύσικο. Τότε, στο top-of-the-top επίπεδο έπαιζαν “ένας στους τρεις” της αποστολής στην Πορτογαλία. Οχι, δύο σε ολόκληρη τη δεξαμενή.

Εάν η μνήμη με τα χρόνια ατόνησε, πριν την 12η Ιουνίου 2004 ο Χαριστέας ερχόταν από νταμπλ στη Γερμανία (…και όχι με τη Μπάγερν) με τη Βέρντερ, ο Σεϊταρίδης μόλις είχε υπογράψει στην πρωταθλήτρια Ευρώπης (Πόρτο), ο Δέλλας έπαιζε στη δευτεραθλήτρια Ιταλίας (Ρόμα), ο Ντέμης έκλεισε την καριέρα του στην Ατλέτικο, ο Καραγκούνης ήταν στην Ιντερ, ο Φύσσας στη Μπενφίκα, ο Γιαννακόπουλος στη Μπόλτον την εποχή που η Μπόλτον ήταν στον ανταγωνισμό για ευρωπαϊκά εισιτήρια. Επιπλέον, ο Οτο είχε την αδιανόητη πολυτέλεια να μη βλέπει τον Ζήκο που έφτασε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ με τη Μονακό ή τον Κωνσταντινίδη που ήταν “αξία” επί χρόνια στη Μπούντεσλιγκα. Μάνι-μάνι, καμιά δεκαριά.

Εάν δε ο Οτο κοιτούσε στο ελληνικό πρωτάθλημα, ξεκούραστα μπορούσε να ψαρέψει τον Ζαγοράκη, τον Κατσουράνη, τον Μπασινά, τον Νικοπολίδη, τον Καψή ή να έχει για αλλαγή στον πάγκο τον Τσιάρτα, τον Βενετίδη, τον Λάκη, τον Παπαδόπουλο. Αλλη μια δεκαριά δηλαδή, σούπερ επιλογές. Επίσης, λόγω της πληθώρας, δεν είχε καμία δυσκολία ο Οτο να παραβλέπει (καθ’ οδόν προς την Πορτογαλία) τον Στολτίδη, τον Λυμπερόπουλο, τον Γεωργάτο, τον Κυργιάκο, τον Ελευθερόπουλο. Να κλαις! Σήμερα η ποσόστωση της Σούπερ Λιγκ στην ενδεκάδα της Εθνικής είναι η νορμάλ, μετά από (άλλη) μία σεζόν με ντέρμπι στα οποία συμμετέχουν ίσαμε κανα-δυο Ελληνες.

Στους έντεκα της Πριστίνα, στη Σούπερ Λιγκ παίζουν τρεις. Στους έντεκα του Μπέλφαστ, δύο. Στους έντεκα με το Κόσοβο στον Βόλο, δύο. Και το αποκορύφωμα, στους έντεκα με την Κύπρο στον Βόλο…ο εξής ένας (Μάνταλος). Στους ίδιους έντεκα με την Κύπρο, στους οποίους ο “ένας αλλά Μάνταλος” ήταν από τη Σούπερ Λιγκ, τέσσερις στους έντεκα ήταν από το ολλανδικό πρωτάθλημα! Τον Ελληνα ποδοσφαιριστή, δεν τον κοιτάζουμε όταν τον έχουμε στο ελληνικό πρωτάθλημα. Αρχίζουμε να τον κοιτάζουμε, όταν φεύγει από το ελληνικό πρωτάθλημα.

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This