Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Στη διάρκεια της σεζόν 2021-’22, που μου έτυχε να επισκεφθώ αρκετά γήπεδα διεξαγωγής αγώνων της Superleague – αν όχι τα περισσότερα, κάθε φορά έπιανα τον εαυτό μου να αναρωτιέται πόσα από αυτά θα “κρατούσα” αν μου έδιναν στα χέρια την ευθύνη να επιλέξω έδρες διεξαγωγής του κορυφαίου ελληνικού πρωταθλήματος με κριτήριο το πόσα καλύπτουν την παροχή βασικών υπηρεσιών προς τον επισκέπτη τους.

“Μα είναι παλιές εγκαταστάσεις, λογικό που είναι ξεπερασμένες”, θα βιαζόταν να σχολιάσει κάποιος. Προ ημερών επισκέφτηκα στο Λονδίνο το Oval, ένα γήπεδο που κατασκευάστηκε το 1845, την πρώτη έδρα διεξαγωγής διεθνούς ποδοσφαιρικού αγώνα της Αγγλίας, εναντίον της Σκωτίας, το 1870. Αυτής της εγκατάστασης, που σήμερα χρησιμοποιείται για κρίκετ, δεν της λείπει τίποτα για να την αποκαλέσει κανείς σύγχρονη στο κομμάτι της παροχής υπηρεσιών προς τον επισκέπτη, εξαιρουμένου ίσως του πλήθους των θέσεων στάθμευσης. Ένα γήπεδο του 1845, κομμάτι του αγγλικού πολιτισμού, δέχεται διαρκείς παρεμβάσεις εκσυγχρονισμού στον βαθμό που να ντρέπεσαι να πατήσεις – με την καλή έννοια. Αντιθέτως στην Ελλάδα ντρέπεσαι να πατήσεις – με την κακή έννοια, σε ένα σωρό κτίσματα που είναι μικρότερης ηλικίας. Δεν είναι η ηλικία λοιπόν το πρόβλημα.

Σήμερα που στην Ελλάδα υπάρχει μόνο το Καραϊσκάκη που μπορεί να ισχυριστεί ότι καλύπτει το σύνολο των βασικών αναγκών όλων των επισκεπτών του και όχι μόνο των VIP ή ενός μέρους των θεατών, αυτό που συμβαίνει μοιάζει βγαλμένο από τις συζητήσεις που έπλαθε η φαντασία μας μια 20ετία πίσω, τον καιρό που λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας είχαμε ψηθεί ότι θα πάρουμε σύντομα τη διοργάνωση ενός Euro και άρα ξαφνικά θα ξεφύτρωναν ανά την Ελλάδα σύγχρονα γήπεδα.

Τώρα που έχω επισκεφθεί το γήπεδο που ολοκληρώνει η ΑΕΚ και έχω δει τις ανακοινώσεις του Παναθηναϊκού και του ΠΑΟΚ, συνειδητοποιώ ότι είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι, στα τριάντα χρόνια που λειτουργώ επαγγελματικά στην μελέτη του ελληνικού ποδοσφαίρου, ότι υπάρχουν ρεαλιστικές πιθανότητες να ζήσω σχετικά σύντομα την εποχή ενός αναβαθμισμένου πρωταθλήματος στο κομμάτι της παροχής υπηρεσιών προς τον θεατή. Σκέφτομαι ότι δεν είναι μακριά η ημέρα που ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ, ο Παναθηναϊκός, ο ΠΑΟΚ, ο Άρης, ο ΟΦΗ θα φιλοξενούν τους ποδοσφαιρόφιλους σε έδρες που τους σέβονται όλους. Το γεγονός από μόνο του είναι αρκετό για να βάλει κάποιον να κάνει πιο θετικές σκέψεις για την προοπτική του ελληνικού πρωταθλήματος.

Δεκαοκτώ χρόνια πίσω, όταν ταξιδεύαμε στα πορτογαλικά γήπεδα αντιλαμβανόμασταν, υποθέταμε ότι το Euro 2004 θα άφηνε στην Πορτογαλία ένα νέο σκηνικό που θα αναβάθμιζε το πορτογαλικό πρωτάθλημα. Εκτότε αυτό το πρωτάθλημα, μιας σχετικά μικρής χώρας, βρίσκεται κάθε χρόνο εντός του top 10-12 των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων με την μεγαλύτερη προσέλευση, δηλαδή ξεπερνά τους 10.000 θεατές ανά παιχνίδι κατά μέσο όρο. Και η τάση ήταν κάθε χρόνο αυξητική μέχρι την εποχή του Covid, γεγονός όχι συνηθισμένο για τα ευρωπαϊκά στάνταρ.

Σήμερα, διαβάζοντας την ανακοίνωση της ΠΑΕ ΠΑΟΚ για την κήρυξη της έναρξης των εργασιών της προετοιμασίας για την κατασκευή της Νέας Τούμπας θυμήθηκα την αντίδραση που είχε ο Ιβάν Σαββίδης τέτοια εποχή πριν από 9 χρόνια, το 2013, όταν παρουσίαζε τον Χουμπ Στέφενς ως προπονητή του ΠΑΟΚ. Δεχόταν τότε κολλητές ένα σωρό ερωτήσεις σχετικές με μεταγραφές, και η αντίδρασή του ήταν: “αντί να με στήνετε στον τοίχο για τα σημαντικά, τα σοβαρά, δηλαδή την κατασκευή νέου γηπέδου και την δημιουργία σύγχρονου προπονητικού κέντρου, με κυνηγάτε για έναν ή μερικούς ποδοσφαιριστές…”. Ευτυχώς για τον ΠΑΟΚ, η ιστορία έδειξε ότι ο Σαββίδης μπορούσε να τα κάνει και τα δύο συγχρόνως: να φέρνει παίκτες, τίτλους και διακρίσεις και συγχρόνως να δημιουργεί υποδομές και να φτάνει σήμερα στη στιγμή που μπορεί να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου για τη Νέα Τούμπα. Αυτή θα είναι, δίχως αμφιβολία, η μεγαλύτερη κληρονομιά που θα αφήσει στον ΠΑΟΚ.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This