Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Λίγο καιρό πίσω βρέθηκα να συζητάω με διεθνείς Έλληνες ποδοσφαιριστές σχετικά με όλο αυτό που συμβαίνει στον Κώστα Τσιμίκα και τον τρόπο που το διαχειρίζεται. Για τους Έλληνες δημοσιογράφους, η σημερινή πραγματικότητα που αντιμετωπίζει ένας Έλληνας ποδοσφαιριστής ως μέλος μιας εκ των πιο δημοφιλών ομάδων του πλανήτη σε στιγμή μεγάλης απήχησης του συλλόγου είναι πρωτόγνωρη. Ως κάποιος που παρακολουθεί στενά την ζωή των Ελλήνων ποδοσφαιριστών στην διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών δεν θυμάμαι τέτοιο προηγούμενο – δηλαδή έναν Έλληνα ποδοσφαιριστή να αγωνίζεται σε μια μεγάλη ομάδα σε εποχή αυτή είναι μια από τις πιο δημοφιλείς ομάδες του πλανήτη.

Κάναμε μια συζήτηση σχετικά με το πόσο μπορεί να βαραίνουν τον Τσιμίκα οι σκέψεις σχετικά με το μέγεθος της ευκαιρίας που του έχει παρουσιαστεί. Μέσα από τις παραστάσεις των συμπαικτών του στην Εθνική άρχισα να καταλαβαίνω πόσο καλά λειτουργεί το μυαλό του, και κάπως έτσι να εξηγείται στο δικό μου μυαλό το πώς τα καταφέρνει αυτό το παιδί να διαχειρίζεται τόσο καλά αυτό που του συμβαίνει.

Συζητούσαμε σχετικά με το πώς είναι να παίρνει την Λίβερπουλ με τον εαυτό του στην ενδεκάδα και να παίζει στο FIFA απέναντι στους συμπαίκτες του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στις συγκεντρώσεις της Εθνικής. Ο Τσιμίκας όμως δεν είναι αυτό. Δεν είναι αυτός. Δεν φλεξάρει.

Συζητούσαμε έπειτα σχετικά με τον τρόπο του, όταν προετοιμάζεται για τα παιχνίδια. Στην Εθνική Ελλάδας υπάρχουν ποδοσφαιριστές με βαθύτερη γνώση της ανθρωπογεωγραφίας της Premier League, δηλαδή ποδοσφαιριστές που γνωρίζουν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στοιχεία σχετικά με το αγωνιστικό μοντέλο των ομάδων της Premier League και τα ατομικά χαρακτηριστικά των ποδοσφαιριστών συγκριτικά με τον “Τσίμι”. Διότι ο 26χρονος μπακ της Λίβερπουλ δεν το κάνει αυτό στον εαυτό του, δηλαδή δεν είναι κάποιος που “καίγεται” στην συλλογή πληροφοριών σχετικά με τους παίκτες και τις ομάδες. Είτε επειδή έμαθε να λειτουργεί με διαφορετική νοοτροπία από τα πρώτα του χρόνια είτε επειδή ένιωσε ότι αυτός ο τρόπος του δημιουργεί μεγαλύτερη ψυχολογική ασφάλεια, ο Τσιμίκας ακολουθεί την μέθοδο που του υποδεικνύει η ομάδα για την προετοιμασία του για ένα παιχνίδι δίχως να κάνει “ιδιαίτερα” στην ανάλυση του αντιπάλου και στην συλλογή πληφοριών για παίκτες και ομάδες. Έχει συμβεί να του μιλά ένας Έλληνας συμπαίκτης για έναν αντίπαλο που πρόκειται να αντιμετωπίσει και εκείνος να απαντά ότι δεν τον έχει παρατηρήσει και ότι θα ασχοληθεί μαζί του όταν φτάσει η στιγμή του παιχνιδιού, μέσα από την καθοδήγηση του τεχνικού επιτελείου της Λίβερπουλ.

“Δεν τους βλέπει”, μου έλεγαν, μεταξύ σοβαρού και αστείου, οι συνομιλητές μου για τους αντιπάλους του Τσιμίκα. Όχι επειδή υπονοούσαν ότι ο Τσιμίκας έχει στοιχεία έπαρσης στην συμπεριφορά του, αλλά επειδή αυτή είναι η νοοτροπία του: να ασχολείται με την αυτοβελτίωση και να αφοσιώνεται στην δουλειά με την ομάδα του δίχως να ασχολείται με το υπόλοιπο σύμπαν της Premier League ή του Champions League. Ακουμπά στην καθοδήγηση της ομάδας και, φυσικά, στις δυνατότητες του.

Δεν γνωρίζω πόσοι και ποιοι έχουν επηρεάσει την αγωνιστική νοοτροπία του, ή ποιοι τον βοηθούν σήμερα να διαχειρίζεται τις καταστάσεις και τα συναισθήματά του τόσο καλά για να καταφέρνει να κρατά διαρκώς τον εαυτό του έτοιμο για να συνεισφέρει στα παιχνίδια όποτε του δίδεται η ευκαιρία από τον Γιούργκεν Κλοπ. Δεν ξέρω πώς ακριβώς το κάνει για να καταφέρνει να κρατά τα πόδια του στο έδαφος και να μην καβαλάει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, στο σύννεφο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να ζει ως μέλος αυτής της Λίβερπουλ. Από μακριά όμως αυτό που συμπεραίνω είναι ότι αυτό το παιδί, που μας είχε δείξει από τα χρόνια του στον Ολυμπιακό ότι είναι πολύ δυνατό ψυχικά και πνευματικά, κατάφερε να διαχειριστεί υποδειγματικά την δοκιμασία του πρώτου έτους στην Λίβερπουλ, και σήμερα καταφέρνει να μην επιτρέπει σε δεύτερες σκέψεις είτε να τον ζαλίζουν είτε να του βαραίνουν τα πόδια. Ο Τσιμίκας είναι ένα ελληνικό υπόδειγμα επαγγελματικής και αγωνιστικής νοοτροπίας στο ποδόσφαιρο. Και επειδή είναι τόσο καλά τα στοιχεία της προσωπικότητας που βγάζει εντός και εκτός τερέν, σε κάνει όχι απλώς να τον καμαρώνεις αλλά και να χαίρεσαι με τη χαρά του, με όλα αυτά που του συμβαίνουν, σαν να πρόκειται για φίλο σου.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This