Επιλογή Σελίδας


Του Αντώνη Καρπετόπουλου

H Ασλεϊ Μπάρτι που άφησε άναυδο τον κόσμο με την απόφασή της να εγκαταλείψει το τένις πριν καλά καλά γίνει 26 χρονών δεν ήταν απλά το νούμερο 1 της παγκόσμιας κατάταξης του γυναικείου τένις: είναι μόλις η τέταρτη τενίστρια στην ιστορία που βρέθηκε στο νούμερο 1 για τρεις συνεχόμενες σεζόν. Για να κατανοήσει κανείς το αξιοθαύμαστο του πράγματος οι άλλες τρεις είναι η Μαρτίνα Ναβρατίλοβα, η Στέφι Γκραφ και η Σερένα Γουίλιαμς. H Μπάρτι έμοιαζε απλησίαστη από τις υπόλοιπες: το 2020 παρέμεινε στο νούμερο 1 μολονότι δεν αγωνίστηκε στο USA Open και στο Ρολάν Γκαρός γιατί δεν ένοιωθε ασφαλής εξαιτίας του κορωνοϊού. Αν είχε πάρει μέρος σε αυτά τα τουρνουά  θα τα είχε πιθανότατα κατακτήσει. Μας αποχαιρέτησε με τρεις νίκες σε Γκραν Σλάμ τουρνουά καθώς έχει κερδίσει το Ρολάν Γκαρός το 2019, το Γουίμπλετον το 2021 και το Αυστραλιανό Όπεν φέτος. Ηταν η πιο αγαπημένη αθλήτρια της χώρας της, καθώς πέτυχε στο τένις θριάμβους που στην Αυστραλία είχαν να δουν  από τα χρόνια της Μάργκαρετ Κούρτ.

 Και φανατική οπαδός

Η εντύπωση που έδινε η Μπάρτι είναι ότι ζούσε για τον αθλητισμό. Το 2014 αποφάσισε να σταματήσει για λίγο το τένις και να παίξει κρίκετ και παρόλο που ποτέ της δεν είχε ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτό κέρδισε με την ομάδα της το πρωτάθλημα Αυστραλίας και βγήκε και MVP της διοργάνωσης! Είπε ότι το έκανε γιατί ήθελε να δει αν μπορεί να λειτουργήσει ως «γρανάζι ομάδας» και να είναι καλή και σε μη ατομικό σπορ. Στη συνέχεια επέστρεψε στο τένις στο οποίο έμοιαζε να είναι ταγμένη, καθώς ήταν και εξαιρετική παίκτρια διπλού: ανάμεσα στους τίτλους της ξεχωρίζει η νίκη της στο διπλό (με συμπαίκτρια την Ντελάκουα) στο US Open του 2018, ενώ στο μικτό διπλό κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο πέρυσι το καλοκαίρι. Εχει παίξει επίσης επαγγελματικά γκολφ (κι έχει κατακτήσει κι ένα τουρνουά στην Αυστραλία) ενώ δηλώνει πως θα θελε να δοκιμάσει και στο ποδόσφαιρο: το αγαπάει από τον πατέρα της – είναι και φανατική οπαδός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.   

Δεκατρία χρόνια μετά

Πως είναι δυνατόν μια αθλήτρια με τόσους θριάμβους, που μοιάζει να χαίρεται τόσο πολύ τη ζωή της, να λέει έτσι εύκολα αντίο; Ισως η μόνη απάντηση είναι το ίδιο το βιογραφικό της. Όταν κάποιος ακούει ότι είναι 25 χρονών σκέφτεται πως η καριέρα της είναι πολύ μικρή: η ίδια χθες θύμισε ότι γυρίζει τον κόσμο από τα 12 και ότι 13 χρόνια στα αεροπλάνα και στα γήπεδα είναι πάρα πολλά. «Έχω αδειάσει. Έχω πολλά όνειρα που θέλω να κυνηγήσω τώρα που δεν χρειάζεται να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο και να βρίσκομαι μακριά από την οικογένειά μου, μακριά από το σπίτι μου» είπε. Και πρόσθεσε: «Δεν θα σταματήσω να αγαπάω το τένις. Ήταν ένα σημαντικό μέρος της ζωής μου αλλά ήρθε η στιγμή να απολαύσω το επόμενο στάδιο της ζωής και να επικεντρωθώ στην Άσλεϊ ως άτομο, όχι στην Άσλεϊ ως αθλήτρια». Με άλλα λόγια άλλο είναι η αγάπη κι άλλο η δουλειά. 

Αν κάποιος συνυπολογίσει σε όλα αυτά και τις αποδοχές της Αυστραλέζας (αρνήθηκε πάνω από 2 εκατ δολάρια εγγυημένα από ετήσιες χορηγικές συμφωνίες, ενώ έχει κερδίσει πάνω από 20 εκατ ευρώ στα γήπεδα) τότε αυτή η απόφαση θα του φαίνεται εντελώς ανεξήγητη: αλλά δεν είναι.

 Ανυπόφορος κόσμος

Λόγω της αγάπης μας για τα σπορ έχουμε μάθει να βλέπουμε τους αθλητές ως τυχερούς, ως αξιοζήλευτους, χαρισματικούς, ταλαντούχους υπερτυχερούς: δεν είναι έτσι ακριβώς. Βλέπουμε τη ζωή τους με τα δικά μας μάτια – τα τόσο στερημένα από θριάμβους και επιτυχίες. Θεωρούμε πως είναι όλοι τους μικροί Θεοί ή πως πρέπει στο μεγάλο παντοδύναμο Θεό να είναι ευγνώμονες για τη ζωή που τους χάρισε και την ευτυχία της. Πιστεύουμε πως οι νίκες τους καθιστούν άτρωτους, πως η δική μας αγάπη είναι κάτι σαν βιταμίνη που τους κάνει πανίσχυρους, πως χάρη στην αναγνώριση και στον θαυμασμό ζουν σε ένα κόσμο τέλειο, μοναδικό, υπέροχο. Είναι λέμε νέοι, είναι νικητές, είναι ωραίοι – είναι. Αλλά είναι και πολλά άλλα: είναι στρεσαρισμένοι, είναι συνήθως παιδιά που δεν έχουν περάσει παιδικά χρόνια, είναι γεμάτοι από ανεκπλήρωτες επιθυμίες και πολλοί κουβαλάνε και απωθημένα. Το βέβαιο είναι ότι εκτίθενται σε μια διαδικασία πίεσης που ξεπερνά τα συνηθισμένα: η ίδια η ζωή των περισσότερων πρωταθλητών είναι εξωφρενικά σκληρή. Είναι μια συνεχής μάχη με τον εαυτό τους – μια διαρκής υποχρέωση να ανταποκριθούν σε αποστολές που δεν τελειώνουν ποτέ. «Παίρνουν πολλά λεφτά» θα πει κανείς. Ναι παίρνουν. Κι έχουν και ειδικούς πλάι τους: όχι μόνο προπονητές αλλά και εργοφυσιολόγους που τους βοηθάνε, και ψυχολόγους που τους συμπαραστέκονται. Αλλά όλοι αυτοί δεν κάνουν τη ζωή των αθλητών να μοιάζει φυσιολογική: συνήθως υπάρχουν για να τους θυμίζουν πως τίποτα από όσα ζουν, δεν έχει να κάνει με τον κόσμο των κανονικών ανθρώπων. Η Μπάρτι φαίνεται πως ζήλευε πάντα τον κόσμο αυτό: ο δικός της, αυτόν στο οποίο έζησε δεκατρία ολόκληρα χρόνια, της ήταν ανυπόφορος.   

https://i0.wp.com/nb.bbend.net/media/news/2022/03/23/1296326/main/ashley-barty.jpg?w=1080&ssl=1

Μια στιγμή ειλικρίνειας

Πριν λίγο καιρό θυμάμαι την έκρηξη ενός άλλου κοριτσιού που έμοιαζε φιλημένο από τις μοίρες: της Οζάκα. Είχα γράψει τότε ότι δεν κατανοώ την απαίτησή της να μην σέβεται τις υποχρεώσεις της επαγγελματικής αθλητικής καριέρας που διάλεξε: με επέκριναν πολλοί για τη θέση μου – τους κατανοώ διότι δεν την κατάλαβαν. Η απάντηση στην Οζάκα είναι η Μπάρτι: όποιος δεν θέλει να ζει όπως ο πρωταθλητισμός επιβάλει μπορεί να πάρει το καπελάκι του και να πει αντίο και η απόφασή του αυτή, όχι μόνο θα είναι σεβαστή, αλλά στα μάτια μου θα είναι και κάτι σαν ηρωϊκή πράξη. Πάντα αντιμετώπιζα την γκρίνια με επιφυλάξεις και τα αντίο με κατανόηση. Γιατί η γκρίνια είναι δωρεάν ενώ τα αντίο έχουν κόστος.  

Το να πεις αντίο στα 25, ενώ όλοι πιστεύουν πως είσαι παντοδύναμος και καταπληκτικός και υπέροχος είναι κάτι σαν ένα είδος κατάρρευσης σε παγκόσμια απευθείας μετάδοση: απέναντι σε αυτό το γεγονός νιώθω πραγματικό σεβασμό.  Πάντα αγαπούσα λίγο πιο πολύ τους αθλητές που έλεγαν αντίο γρήγορα: έβλεπα σε αυτή τους την απόφαση όχι μια στιγμή αδυναμίας, αλλά μια στιγμή τρομερής ειλικρίνειας. Τους ένιωθα να κάθονται απέναντί μου και να μου ζητάνε να τους καταλάβω: πόσοι άραγε στη ζωή μας έχουν τη δύναμη αυτό να το κάνουν; Πόσοι τολμάνε να μας εξομολογηθούν αδυναμίες με κόστος αληθινό; Νομίζω λίγοι: οι πιο πολλοί μαθαίνουμε να κρυβόμαστε – να πείθουμε τους πάντες ότι είμαστε δυνατοί και σπάνιοι και μοναδικοί. Κι ας τρέμει το φυλοκάρδι μας για πολλά που η καρδιά μας τα ξέρει.

Δεν είναι η πρώτη 

Η Μπάρτι είναι μια πανίσχυρη αδύναμη, μια θεά που ζητά να μην την λατρεύουμε. Και δεν είναι η πρώτη. Σαν αυτή είπαν αντίο ζητώντας μας κατανόηση ο Μπιόρν Μπόργκ, ο Αντι Ρόντινγκ, ο Τζίμπο Κούριερ, η Μόνικα Σέλες, η Καρολίν Γκαρσία, ο ίδιος ο τεράστιος Πιτ Σάμπρας που μετά τα 30 έδινε μόνο ματς επίδειξης – στέκομαι μόνο στο τένις.  Θυμάμαι πάντα μια διήγηση του Μισέλ Πλατινί για το πώς είπε αντίο στο ποδόσφαιρο. Η Γαλλία είχε αποκλειστεί από τη Βραζιλία στο μουντιάλ του Μεξικού. Πήρε το αμάξι, περιπλανήθηκε σε μια πόλη επικίνδυνη που δεν γνώριζε, γέμισε αδρεναλίνη από το φόβο του και επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο είπε αντίο. Ηταν μόλις 21 χρονών.

Δεν είναι καλά παραδείγματα μου λένε αυτοί που σταματάνε νωρίς. Συμφωνώ. Εχουμε όμως πολλά παραδείγματα αθλητών που δεν σταματάνε. Ας έχουμε και κανένα παράδειγμα ανθρώπων που δεν θέλουν άλλο να δοκιμάζουν τον εαυτό τους σε πιέσεις, δυσκολίες, φόβους και θλίψεις με κέρδη που υπάρχουν μόνο στον τραπεζικό τους λογαριασμό. Η ζωή μετράει και χωρίς στρες είναι ωραία. Η Μπάρτι μουτζούρωσε την αθλητική της αθανασία για να ζήσει όπως θέλει. Πάντα φιλημένη από τις μοίρες είναι. Τυχερή…

Πηγή: Κάρπετ Show

Pin It on Pinterest

Shares
Share This