Επιλογή Σελίδας


Της Νίκης Μπάκουλη

Αυτήν την στιγμή κυκλοφορούμε στον πλανήτη κοντά στους οκτώ δισεκατομμύρια άνθρωποι. Ο καθένας με τις προσλαμβάνουσες του και τις πληγές του. Όλοι είμαστε «προγραμματισμένοι» από την στιγμή που γεννιόμαστε να έχουμε στόχους. Να λειτουργούμε λες και μπορούμε να ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο. Θα θεωρούμε ως δεδομένη τη ζωή και να επιδιδόμαστε διαρκώς μια άοκνη προσπάθεια να βάλουμε ‘τικ’ στα περισσότερα δυνατά ‘κουτιά’ όλων των κοινωνικών «πρέπει».


Χωρίς να είμαστε σίγουροι -απαραίτητα- αν πρόκειται για πράγματα που θέλουμε ή μας έχουν «φορέσει»: εφόσον τα κάνουν οι περισσότεροι, οφείλουμε να τα κάνουμε κι εμείς, για να μη «λέει» ο κόσμος και να μην είμαστε «διαφορετικοί». Λες και αν δεν είσαι όπως όλοι οι άλλοι, δεν κάνεις ό,τι όλοι οι άλλοι -έχοντας επιλέξει να κάνεις κυρίως ό,τι γεμίζει τη ψυχή σου- είναι κάτι αλλοπρόσαλλο. Μετά έρχεται η ώρα να αποχωρήσουμε από το μάταιο τούτο κόσμο και γίνεται η σούμα. Και τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πόσο ανικανοποίητο αφήσαμε τον εαυτό μας, όπως προσπαθούσαμε να ικανοποιήσουμε τους άλλους. Η Βάσω υπήρξε μια από τις λαμπρές εξαιρέσεις αυτού του -επί της ουσίας- αδιάφορου κανόνα. Γεννήθηκε, έζησε και «έφυγε» ως μοναδική. Επέλεξε να ζει ως ένα πλάσμα που μοίραζε θετική ενέργεια, που ό,τι και αν της έφερνε η ζωή στο δρόμο της (και δεν ήταν λίγα) διάλεγε να συνεχίσει να ζει βάσει των αξιών που «κουβαλούσε» από όταν θυμόταν τον εαυτό της.

Σε έναν κόσμο που έχει μάθει να έχει ως σημαία την απαξίωση, δεν υπήρχε ένας που να τη γνώρισε και να μην τον «κέρδισε».

Η αξιοπρέπεια ήταν στο Νο1 αυτής της λίστας. Η εγγενής αγάπη στο Νο2. Ήξερε ποια είναι, όπως ήξερε και τι ήθελε, αλλά και πώς να το διεκδικεί, ώστε ό,τι και αν συμβαίνει γύρω της να μην περνά μια μέρα που να πηγαίνει «χαμένη». Απολάμβανε την καλή παρέα, τα ταξίδια, το καλό φαγητό, τις νέες εμπειρίες και όπως γέμιζε τη ψυχή της, δημιουργούσε και αναμνήσεις με τους ανθρώπους που επέλεγε να τις μοιράζεται. Η αλήθεια είναι πως δεν έκανε διακρίσεις. Όσοι ήθελαν να νιώθουν και να ζήσουν, είχαν χώρο στη ζωή της. Ήταν η πιο αυστηρή κριτής του εαυτού της και την ίδια ώρα ήταν η πιο «ανοιχτοχέρα» όπως έδινε μοίραζε αφειδώς στιγμές και συναισθήματα σε όσους ήταν γύρω της. Όχι γιατί έπρεπε. Επειδή ήθελε. Ποτέ δεν είχε να πει κακό λόγο για κανέναν (προφανώς όχι γιατί όλοι της συμπεριφέρονταν άψογα -φευ-, αλλά επειδή είχε μια πολύ ξεκάθαρη λίστα με το τι είναι σημαντικό, όπως ξεκάθαρο ήταν το σύστημα των αξιών της και σε αυτό το σύστημα η ειλικρινής ευγένεια ήταν πολύ ψηλά), δεν έκρυβε ό,τι αισθανόταν και έθετε τα όρια της, με τρόπο που είχε σεβασμό – ακόμα και αν όλα γύρω της ήταν ο θρίαμβος της ασέβειας. Τα καθαρά της μάτια δεν άφηναν αμφιβολίες για τίποτα. Τίποτα δεν της ξέφευγε, αφού είχε και ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά που υπήρχαν εκεί έξω. Έντονα συναισθηματική πονούσε με τον πόνο σου, χαιρόταν -ίσως και περισσότερο από εσένα- με τη χαρά σου. Κατανοούσε τους πάντες. Και ήταν εκεί να τους ακούσει. Σε έναν κόσμο που έχει μάθει να έχει ως σημαία την απαξίωση, δεν υπήρχε ένας που να τη γνώρισε και να μην τον «κέρδισε». Δεν προσπαθούσε για αυτό. Η αύρα της, η ενέργεια της ήταν πάντα τέτοια που σε κατακτούσε, γιατί μεταξύ μας, δεν είναι πολλοί εκεί έξω που είναι αυθεντικοί, ειλικρινείς και ακομπλεξάριστοι.

Η Βάσω

Δεν άφηνε τον εαυτό της να κλάψει, δεν του επέτρεπε να δείξει αδυναμία. Δεν είχε μάθει έτσι. Είχε μάθει να είναι ο ώμος πάνω στον οποίον θα έγερνε όποιος το είχε ανάγκη. Εύχομαι να είχε μάθει να γέρνει κι εκείνη το κεφάλι της σε έναν από τους δεκάδες ώμους που ήταν πάντα διαθέσιμοι για εκείνη – για να ελαφρύνει το βάρος και οι οκάδες ευθυνών που είχε αναλάβει, οικειοθελώς προκειμένου άνθρωποι που αγαπούσε να ζουν πιο άνετα. Τα σώματα φεύγουν. Οι ψυχές ποτέ. Η Βάσω θα ζει για πάντα μέσα μας, σε όσους είχαμε την τύχη να τη ζήσουμε. Θα είναι ο οδηγός μας, κάθε φορά που η ζωή θα μας παρασύρει να θεωρήσουμε οτιδήποτε ως δεδομένο, στο επόμενο ταξίδι, στην επόμενη εμπειρία και την επόμενη ανάμνηση. Δεν θα είναι εκείνη στην παρέα, δεν θα ξανακούσουμε το μοναδικά χαρακτηριστικό της γέλιο, δεν θα ξαναδούμε τις ξεχωριστές γκριμάτσες, δεν θα την ξαναδούμε να μπαίνει σε ένα μαγαζί με 700 ρούχα και σε μηδενικό χρόνο να βρίσκει το πιο στιλάτο, δεν θα ξαναθαυμάσουμε την ικανότητα της να βρίσκει το καλύτερο φαγητό στο πιο απομακρυσμένο και απομονωμένο χωριό της όποιας χώρας, δεν θα μας ξανατρέξει στη δείνα γειτονιά να βρούμε το φανταστικό προσούτο που της είπαν -να το συνδυάσει με το σχετικό κρασί και πριν φύγουμε να πάρει κι ένα κιλό να το πάει στη μητέρα της- κλπ., κλπ.

Δέχομαι να απουσιάζει το σώμα της, εφόσον δεν πονάει άλλο. Δεδομένα θα είναι πάντα κάπου κοντά, να μου θυμίζει πως δεν έχει νόημα να σπαταλιέμαι για κάτι που δεν αλλάζει. Σημασία έχει να μοιράζομαι, να θέλω πράγματα, για να «ταΐσω» τη ψυχή μου και να μην βυθίζομαι στη ρουτίνα, χάνοντας στιγμές, εμπειρίες και αναμνήσεις. Η Βάσω μας έκανε καλύτερους ανθρώπους και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ. Και έτσι δεν θα σβήσει εκείνη ποτέ.

Πηγή: ΕΟΚ e-magazine

Pin It on Pinterest

Shares
Share This