Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Χρονόπουλου

Ο Πιτ Μάραβιτς γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1947 στην πόλη Αλικουίπα των ΗΠΑ που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη του Πίτσμπεργκ στην Πενσιλβάνια.

Από μικρή ηλικία και με την καθοδήγηση του γιουγκοσλαβικής καταγωγής πατέρα του (οικογένεια μεταναστών όπως και της μητέρας του Πιτ) άρχισε να δείχνει το μεγάλο ταλέντο του στο μπάσκετ.

Ο μπαμπάς Πέταρ Μάραβιτς είχε στραφεί στο μπάσκετ για να γλιτώσει από μία ζωή εργάτη στα ναυπηγεία της περιοχής και είχε καταφέρει να γίνει επαγγελματίας παίκτη.

Εν συνεχεία έγινε προπονητής σε σχολεία και σε κολέγια έχοντας μάλιστα κερδίσει το παρατσούκλι «Press» λόγω της πίεσης που ασκούσε στους παίκτες του αλλά και του πόσο χαρισματικός ήταν με τα μίντια της εποχής.

Ο Πιτ έμαθε και αγάπησε το παιχνίδι του μπάσκετ δίπλα στον πατέρα του. Αγάπησε; Διορθώστε… Λάτρεψε είναι η σωστή λέξη ως και έγινε εμμονικός καθώς ζούσε μόνο για το μπάσκετ.

Οι ώρες που περνούσε στο γήπεδο για προπόνηση ήταν αμέτρητες, με τον ίδιο να δηλώνει αργότερα πως θεωρούσε απαραίτητη την ατομική προπόνηση με αποτέλεσμα να διαθέτει σε αυτή 6 ώρες τη μέρα.

Χαρακτηριστικές είναι οι ιστορίες από δασκάλους του, συμμαθητές και γείτονες που αναφέρουν ότι πάντα κυκλοφορούσε με μια μπάλα του μπάσκετ στα χέρια κάνοντας κόλπα στο δρόμο και δεν σταμάταγε να τη σκάει ούτε όταν βρισκόταν στον κινηματογράφο!

Αυτό το γεγονός, μάλιστα, είχε γίνει και η αιτία να τον διώξουν αρκετές φορές στη μέση κάποιας ταινίας όπως αναφέρουν. Ο «Πρες» Μάραβιτς αγαπούσε πολύ τον γιο του και πίστευε σε αυτόν, γι’ αυτό και τον πίεζε αρκετά, μεταδίδοντας του εκτός από τις γνώσεις του και το όνειρο που είχε να τον δει να γίνεται ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο.

Κάποιοι λένε ότι τα κατάφερε, κάποιοι ότι ήταν ένας υπερτιμημένος σόουμαν που δεν κέρδισε τίποτα στην καριέρα του, αλλά όλοι συμφωνούν ότι ο τρόπος παιχνιδιού του ήταν τόσο φουτουριστικός και μοναδικός που σίγουρα αξίζει να καταγραφεί στην ιστορία του αθλήματος.

Το ταλέντο του φάνηκε από τα 8 του χρόνια όταν ο πατέρας του τον έπαιρνε μαζί στις προπονήσεις του κολεγίου Κλέμσον της Νότιας Καρολίνας του οποίου ήταν προπονητής και άφηνε άφωνους τους κατά πολύ μεγαλύτερους του αθλητές, με τις εμπνεύσεις και τα κόλπα που έκανε με τη μπάλα.

Αν και τα αδύνατο σκαρί του δεν φαινόταν επαρκές για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του αθλήματος το 1961, σε ηλικία 14 ετών, έπαιξε στην ομάδα του Λυκείου Ντάνιελ έναν χρόνο προτού γραφτεί επίσημα στο σχολείο εξαιτίας του φοβερού του σουτ και της ταχύτατης ντρίμπλας του.

Εκεί έμεινε 2 χρόνια πριν η οικογένεια μετακομίσει στη Βόρεια Καρολίνα και ενταχθεί στο Λύκειο Νίντχαμ, όπου πλέον θα είχε προπονητή τον πατέρα του.

Εκεί αρχίζουν για τον Μάραβιτς οι μέρες της δόξας, καθώς λόγω του ασταμάτητου σκοραρίσματος και του τρόπου με τον οποίο σούταρε, κατεβάζοντας το δεξί χέρι στο ύψος των πλευρών του σαν να κρατούσε ρεβόλβερ, του δίνεται το παρατσούκλι «Πίστολ». Αποφοιτά από το Νίντχαμ έχοντας μ.ο. 33,1 πόντων ανά παιχνίδι και πλέον η ώρα του κολεγίου είχε φτάσει.

Ο Πιτ ήθελε να αγωνιστεί για το κολέγιο της Δυτικής Βιρτζίνια και ήταν έτοιμος να πει το ναι στην πρόταση που του είχε γίνει αλλά εκεί επενέβη ο πατέρας του. Ήθελε το γιο του στο LSU, ένα κολέγιο χωρίς μπασκετική παράδοση, το οποίο όμως τον είχε μόλις προσλάβει για προπονητή.

Μετά από πιέσεις και καυγάδες, με τον «πρες» να του λέει ‘αν δεν υπογράψεις στο LSU μην ξαναπατήσεις σπίτι’, ο Πιτ υπέκυψε, ζητώντας από τον πατέρα του ως δώρο ένα αμάξι για να κάνει την επιλογή… όπερ και εγένετο.

Ο Μάραβιτς έπαιξε αρχικά για την ομάδα των πρωτοετών καθώς οι κανόνες του NCAA εκείνη την εποχή απαγόρευαν στους πρωτοετείς να συμμετάσχουν στην πρώτη ομάδα.

Στο πρώτο του παιχνίδι απέναντι στο κολέγιο της Νοτιοανατολικής Λουιζιάνα έβαλε 50 πόντους, μάζεψε 14 ριμπάουντ και μοίρασε 11 ασίστ.

Η πόλη είχε βρει έναν καινούργιο ήρωα και το μπάσκετ του LSU έπαιρνε πλέον ζωή, με τους αγώνες μάλιστα των πρωτοετών να διεξάγονται με περισσότερους θεατές απ’ότι της της πρώτης ομάδας καθώς όλοι ήθελαν να πάρουν μια γεύση από τον «Πίστολ Πιτ» που εξελισσόταν στον απόλυτο σταρ.

Οι επόμενες τρεις σεζόν τον βρήκαν στην πρώτη ομάδα να κάνει θαύματα και να ανακηρύσσεται 2 φορές καλύτερος παίκτης του ΝCAA και να είναι 3 φορές στην καλύτερη 5άδα της διοργάνωσης. Πέτυχε 3.667 πόντους συνολικά, τους περισσότερους εξ’αυτών το 1970 ως τελειόφοιτος, σπάζοντας το ρεκόρ πόντων του θρυλικού Όσκαρ Ρόμπερτσον.

Ήταν πρώτος σκόρερ του NCAA και τις τρεις χρονιές που αγωνίστηκε κλείνοντας την καριέρα του στο κολεγιακό μπάσκετ με 44,2 πόντους μ.ο ανά παιχνίδι σε 83 συμμετοχές. Παρά τα ρεκόρ του που παραμένουν «στοιχειωμένα» μέχρι σήμερα και δύσκολα θα σπάσουν, δεν κατάφερε ποτέ να βρεθεί με την ομάδα του σε τελικό τουρνουά του NCAA αλλά ακόμα κι έτσι ο δρόμος για το ΝΒΑ είχε ανοίξει πλέον διάπλατα.

Το 1970 επιλέγεται από τους Ατλάντα Χοκς στο νούμερο 3 του ντραφτ και υπογράφει 4ετές συμβόλαιο με αποδοχές 1.900.000 δολαρίων, ποσό αδιανόητο για την εποχή. Οι συμπαίκτες του δεν καλοβλέπουν αυτή την εξέλιξη και οι δυσκολίες αρχίζουν από νωρίς.

Από τη μία οι κόντρες στα αποδυτήρια με αστέρες της ομάδας και της εποχής όπως ο Λου Χάντσον και ο Μπομπ Λανίρ και από την άλλη η αδυναμία του Μάραβιτς να προσαρμοστεί στα νέα αγωνιστικά δεδομένα κάνουν τα πράγματα δύσκολα.

Ο ατομισμός του και η ταχύτητα με την οποία θέλει να κινείται και να πασάρει, τον κάνουν να υποπίπτει σε λάθη που εκνευρίζουν οπαδούς, συμπαίκτες και προπονητή. Παρ’ όλα αυτά κλείνει την πρώτη του χρονιά με 23.2 πόντους μ.ό. ανά ματς και είναι ο καλύτερος ρούκι της σεζόν.

Στα χρόνια που έπαιξε για τους Χοκς, ο ίδιος προσαρμοζόταν καλύτερα και βελτίωνε τους αριθμούς του κάθε χρονιά αλλά η ομάδα κινούταν σε ρηχά νερά και παρά το γεγονός ότι συμμετείχε 3 φορές στα πλέι οφ, με εξαίρεση το 1972-73, δεν έκανε άλλη νικηφόρα σεζόν.

Η τελευταία του χρονιά στην Ατλάντα τον βρήκε να πετυχαίνει τον υψηλότερο μ.ό. πόντων του στο ΝΒΑ (27,7 ανά παιχνίδι) αλλά η ομάδα έκανε τη χειρότερη σεζόν της κατά τη διάρκεια της παρουσίας του εκεί και ήταν φανερό πια πως ο κύκλος του είχε κλείσει.

Το 1974 το ΝΒΑ ανακοινώνει τη διεύρυνση της λίγκας με την είσοδο των Νιου Όρλεανς Τζαζ στο πρωτάθλημα, οι οποίοι ψάχνοντας έναν ηγέτη για να ξεκινήσουν επιλέγουν τον Πιτ Μάραβιτς, τον κολεγιακό ήρωα της περιοχής.

Προσφέρουν «γη και ύδωρ» στους Ατλάντα Χοκς, δίνοντας τους δύο παίκτες και 4 (!) μελλοντικές επιλογές στο ντραφτ (2 πρώτου γύρου και 2 δεύτερου) για να αποκτήσουν το «πιστόλι».

Ο Μάραβιτς γύρισε στην πόλη που αγάπησε και αγαπήθηκε και παρά το σοκ που βίωσε από την αυτοκτονία της μητέρας του Έλεν την ίδια χρονιά και το πρόσκαιρο πρόβλημα αλκοολισμού που παρουσίασε εξαιτίας αυτού έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ της ζωής του, μοιάζοντας απελευθερωμένος και πιο ώριμος από ποτέ.

Τα επόμενα δύο χρόνια σκόραρε κατά ριπάς και πλέον οι κινήσεις του μέσα στο παρκέ δεν είναι μόνο εντυπωσιακές αλλά και ουσιώδεις. Αποκορύφωμα η εμφάνισή του απέναντι στους Νιου Γιορκ Νικς, όταν με αντίπαλο τον καλύτερο αμυντικό της εποχής Γουόλτερ Φρέιζερ σημείωσε 68 πόντους.

Οι καλές του εμφανίσεις όμως αν και προσελκύουν τον κόσμο στο γήπεδο, δεν βοήθησαν την ομάδα να ξεφύγει από την αγωνιστική μετριότητα, καθώς λόγω και του κόστους του συμβολαίου του δεν υπήρχε η δυνατότητα περαιτέρω στελέχωσης με ικανούς παίκτες.

Στις 22 Ιανουαρίου του 1978 τραυματίστηκε σοβαρά και στα δύο γόνατα επιχειρώντας μια φαντεζί πάσα στον αγώνα με τους Πίστονς, γεγονός που ουσιαστικά τον έθεσε εκτός δράσης.

Μπήκε στο χειρουργείο, έμεινε εκτός για 32 ματς και παρά το γεγονός ότι έκλεισε τη σεζόν με 27 πόντους μ.ό, δεν ήταν πια ο ίδιος παίκτης. Την επόμενη χρονιά έπαιξε σε μόλις 49 αγώνες, αλλά κλήθηκε για 5η φορά στο All-Star Game.

Η σεζόν 1979-80 ήταν η τελευταία του στο ΝΒΑ, οι τραυματισμοί δεν του επέτρεψαν να συμμετάσχει κανονικά στις προπονήσεις των Τζαζ, οι οποίοι είχαν μετακινηθεί στη Γιούτα, με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί για 24 συνεχή ματς προς έντονη δυσφορία των οπαδών.

Με μόλις 17 συμμετοχές μέχρι τον Ιανουάριο αποχώρησε και υπέγραψε στους Μπόστον Σέλτικς, οι οποίοι τον θεωρούσαν ως τον καταλληλότερο μέντορα για τον ρούκι Λάρι Μπερντ.

Συνεπώς, ο Μάραβιτς πήρε μία θέση η οποία προοριζόταν για τον Νίκο Γκάλη, όπως αποκάλυψε χρόνια αργότερα ο θρυλικός προπονητής Ρεντ Άουερμπαχ.

Ο «Πίστολ Πιτ» έδωσε λύσεις από τον πάγκο και έφτασε με την ομάδα του μέχρι τους τελικούς της Ανατολής, όπου ηττήθηκε από τους Σίξερς του Τζούλιους Έρβινγκ, χάνοντας την ευκαιρία να διεκδικήσει το δαχτυλίδι του πρωταθλητή, το οποίο αποτελούσε διακαή του πόθο και το έβλεπε ως απόδειξη ότι άνηκε στους πραγματικά μεγάλους του αθλήματος.

Τραγική ειρωνεία μπορεί να θεωρηθεί ότι την επόμενη χρονιά οι Σέλτικς κατέκτησαν το πρωτάθλημα, ξεκινώντας τη μεγάλη δυναστεία τους στη δεκαετία του 1980.

Το τέλος της σεζόν τον βρήκε να αποχωρεί από τη δράση λόγω των ταλαιπωρημένων γονάτων του μετά από 10 χρόνια στο ΝΒΑ, αλλά είχε ήδη παρακαταθήκη τα ασύλληπτα ρεκόρ στην κολεγιακή του καριέρα και 658 αγώνες στο ΝΒΑ με 24,2 πόντους και 5,2 ασίστ μ.ο ανά ματς.

Σκόραρε σε 6 περιπτώσεις πάνω από 50 πόντους σε ένα παιχνίδι και άλλες 35 πάνω από 40. Όλα αυτά σε μία εποχή που το τρίποντο δεν είχε εισαχθεί ακόμα… Για την ακρίβεια ο «Πίστολ Πιτ» μόνο στην τελευταία του σεζόν πρόλαβε να πυροβολήσει έξω από τα 7,25 με 11 εύστοχες προσπάθειες από τις 15 που επιχείρησε.

Σύμφωνα μάλιστα με μία έρευνα που έκανε χρόνια αργότερα ο προπονητής Ντέιλ Μπράουν ο μέσος όρος της κολεγιακής καριέρας του Μάραβιτς θα ήταν 57 (!) πόντους αν υπήρχε η γραμμή του τριπόντου.

Μετά την απόσυρσή του κλείστηκε για 2 χρόνια στον εαυτό του περνώντας βαριά κατάθλιψη και φτάνοντας μέχρι τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να ανταποκριθεί στο ρόλο του συζύγου και του πατέρα.

Ψάχνοντας να βρει την ηρεμία μέσα από δραστηριότητες όπως ο Ινδουισμός, η μελέτη των UFO και το καράτε, κατέληξε στον Χριστιανισμό. Άρχισε να κηρύττει και δήλωσε πως «θέλω να με θυμούνται σαν ένα καλό Χριστιανό και όχι σαν ένα παίκτη του μπάσκετ», επιστρέφοντας στη δημόσια ζωή σιγά-σιγά από 1982.

Ξεκίνησε camps για εφήβους και το 1984 συμμετείχε στο Αll-Star Game βετεράνων του ΝΒΑ μετά από προτροπή της γυναίκας του, δείχνοντας μάλιστα σε εξαιρετική κατάσταση στα 36 του χρόνια, όντας χορτοφάγος.

Εντούτοις, δεν επέστρεψε στα παρκέ και έδειχνε να είναι ευχαριστημένος με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, αφού ήταν πλέον ένας αγαπητός θρύλος του παγκόσμιου μπάσκετ. Το 1985, μάλιστα, οι Γιούτα Τζαζ απέσυραν τη φανέλα με το Νο7 προς τιμήν του, ενώ το 1987 εισήχθη στο Hall of Fame.

Ο Μάραβιτς δεν σταμάτησε να παίζει μπάσκετ με τους φίλους του και τελικά ήταν γραφτό να αφήσει την τελευταία του πνοή την ώρα που έκανε αυτό που αγαπούσε περισσότερο.

Την 5η Ιανουαρίου του 1988, εννέα μόλις μήνες μετά το θάνατο του αγαπημένου του πατέρα, σε ένα κλειστό γυμναστήριο της Πασαντίνα στην Καλιφόρνια, όπου είχε μεταβεί για να συμμετάσχει σε μια εκκλησιαστική ραδιοφωνική εκπομπή, σωριάστηκε νεκρός από ανακοπή καρδιάς, ενώ έπαιζε με παιδιά του κατηχητικού.

Η νεκροψία αμέσως μετά ήταν που έφερε στο φως μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Ο Μάραβιτς, ο οποίος λόγω φοβίας του απέφευγε τους γιατρούς, είχε ένα παθολογικό πρόβλημα που «κουβαλούσε» σε όλη την καριέρα του.

Είχε γεννηθεί χωρίς αριστερή στεφανιαία αρτηρία στην καρδιά, με αποτέλεσμα την υπερμεγέθυνση της δεξιάς και, δυστυχώς, τον θάνατό του.

Λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν να φτάσουν στην ενηλικίωση με ένα τέτοιο πρόβλημα, πολλώ δε μάλλον να κάνουν πρωταθλητισμό, κι αυτό προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη τραγικότητα και λάμψη στην ιστορία του «Πίστολ Πιτ».

Με τον θάνατό του μάλιστα εκπλήρωσε και δύο ανατριχιαστικές προφητείες που είχε ξεστομίσει ο ίδιος, η μία ήταν «θα τα πούμε σύντομα» που είχε πει στον πατέρα του 9 μήνες πριν και η άλλη αυτό το «δεν θέλω να παίξω 10 χρόνια στο ΝΒΑ και να πεθάνω από έμφραγμα στα 40 μου» που είχε πει στα 25 του στον ρεπόρτερ Άντι Νούνζιο.

Το 1996 ανακηρύχθηκε ως ένας από τους 50 καλύτερους παίκτες στην ιστορία του ΝΒΑ και το 2002 οι Νιου Όρλεανς Χόρνετς απέσυραν τη φανέλα με το No44 προς τιμήν του μπασκετικού θρύλου της πόλης, αν και δεν είχε παίξει ποτέ για αυτούς.

Το 2007 το LSU απέσυρε τη φανέλα με το No23 και ονόμασε «Πιτ Μάραβιτς» το κλειστό του γυμναστήριο, ενώ μόλις πέρυσι οι Ατλάντα Χοκς έπραξαν αναλόγως με τη φανέλα Νο44.

Ο Λου Χάντσον, συμπαίκτης και αντίζηλός του στους Ατλάντα Χοκς, είχε δηλώσει: «Αυτός ο άνθρωπος υπήρξε πιο γρήγορος και πιο ταχύς από τους Τζέρι Γουέστ, Όσκαρ Ρόμπερτσον. Μεταφέρει την μπάλα στο παρκέ καλύτερα. Σουτάρει το ίδιο καλά. Ακατέργαστο ταλέντο. Είναι ο καλύτερος που έπαιξε. Η διαφορά είναι στο στυλ. Θα είναι ηττημένος, πάντα, ό,τι κι αν κάνει. Αυτή είναι η κληρονομιά του. Ποτέ δεν ήταν εύκολο να είσαι ο Πιτ Μάραβιτς».

Αυτό από μόνο του περιγράφει τον «Πίστολ Πιτ», ο οποίος κατάφερε να στιγματίσει το μπάσκετ χωρίς να κερδίσει κάτι και μπορεί να παραμένει ένας ηττημένος, αλλά ταυτόχρονα παραμένει κι ένας αθλητής-αρτίστας. Ένας μαχητής που όμοιος του δύσκολα θα εμφανιστεί ξανά. Εξάλλου την Ιστορία μπορεί να την γράφουν οι νικητές, αλλά τη ζωντανεύουν οι ηττημένοι…

Πηγή: Basketa

Pin It on Pinterest

Shares
Share This