Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Σε μια πρόσφατη συζήτησή μας άκουγα τον Λεωνίδα Παπαδάκη, έναν εξαιρετικό επιστήμονα της φυσικής κατάστασης στο ποδόσφαιρο, που είναι σήμερα προπονητής φυσικής κατάστασης στον ΑΠΟΕΛ να μου εξηγεί ότι στην σημερινή εποχή του ποδοσφαίρου του υψηλότερου επιπέδου η διαχείριση των εντάσεων είναι ζήτημα που απασχολεί τον προπονητή της ομάδας πιο πολύ από ποτέ όταν αυτός αποφασίζει για την στρατηγική και την τακτική του αγωνιστικού πλάνου του για ένα παιχνίδι. Ακριβώς επειδή είναι αφύσικο μια ομάδα να παίζει σε φουλ ένταση για 90’ αγωνιστικά λεπτά, και επειδή το πόσο αντέχει εξαρτάται από την φυσική κατάσταση στην οποία βρίσκεται στην δεδομένη στιγμή η ομάδα του, ο προπονητής προβληματίζεται πάνω σε αυτό όταν κάνει την προεκτίμησή του σχετικά με το πώς πρέπει να διαχειριστεί ένα παιχνίδι. Με άλλα λόγια, ο προπονητής φυσικής κατάστασης είναι πιο μέσα από ποτέ στην διαδικασία από την οποία προκύπτει το αγωνιστικό πλάνο του προπονητή.

Όλη αυτή η συζήτηση ήρθε πολύ έντονα στο μυαλό μου την ώρα που παρακολουθούσα, το βράδυ της Τρίτης, τον αγώνα Ατλέτικο Μαδρίτης – Λίβερπουλ για το Champions League. Η Λίβερπουλ ξεκίνησε το ματς με την ένταση στο φουλ, και χάρη σε αυτή την στρατηγική επιλογή του Γιούργκεν Κλοπ έχτισε ένα σημαντικό προβάδισμα: στο 13’ο λεπτό είχε το ματς στο 0-2 και είχε δημιουργήσει την εντύπωση ότι θα ισοπεδώσει την Ατλέτικο, εκτός και αν αποφάσιζε να αφήσει το πόδι από το γκάζι και να κάνει οικονομία στις δυνάμεις της ενόψει του ντέρμπι με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ την ερχόμενη Κυριακή. Περίπου 20’ λεπτά αργότερα το ματς ήταν στο 2-2 και ο θεατής παρακολουθούσε με την αίσθηση ότι η Ατλέτικο θα πάρει το ματς. Πώς έγινε αυτό; Στην πρώτη ανάγνωση, αν κοίταζες τα highlights έμενες με την εντύπωση ότι συνέβη απλώς η Λίβερπουλ να κάνει δύο λάθη που πλήρωσε ακριβά με συνέπεια να επιτρέψει στην Ατλέτικο να φτάσει στο 2-2. Στην πραγματικότητα η λήξη του ημιχρόνου βρήκε την Ατλέτικο να έχει τρέξει 5 χιλιόμετρα παραπάνω από την Λίβερπουλ (59.2 – 54.1). Και δεν ήταν απλώς ότι έτρεξαν περισσότερο οι ποδοσφαιριστές του Ντιέγκο Σιμεόνε· μετά το πρώτο 15’λεπτο, όταν άρχισαν να ξαναβρίσκουν τη γη κάτω από τα πόδια τους και άρχισε να δείχνει αποτελεσματική η προσπάθειά τους να ανασυνταχθούν, οι παίκτες της Ατλέτικο έβαζαν πολύ περισσότερη ένταση στις ενέργειές τους. Ή, οι παίκτες της Λίβερπουλ άρχισαν να χάνουν την έντασή τους.

Είτε επρόκειτο για μια στρατηγική επιλογή του Κλοπ να βάλει την ομάδα του να επιδιώξει να χτίσει προβάδισμα προτού τη βάλει σε μια μακρά κατάσταση ηρεμίας, είτε έκανε αυτή την επιλογή γνωρίζοντας ότι στη δεδομένη στιγμή, με τόσα παιχνίδια back to back, η ομάδα του δεν είχε άλλη ένταση να του δώσει παρά μόνο αυτή που πήρε στα πρώτα 15’ λεπτά, το πλάνο δεν βγήκε. Η Λίβερπουλ ολοκλήρωσε παιχνίδι στο οποίο έπαιζε με παίκτη παραπάνω από το 52’ο λεπτό με τον Μανέ, τον Φιρμίνο και τον Σαλάχ να έχουν μόνο από μια τελική προσπάθεια ο καθένας. Η Λίβερπουλ εκδήλωσε μεγαλύτερο αριθμό επιθέσεων, αλλά το ποσοστό ολοκλήρωσής τους με τελική προσπάθεια (17,8%) ήταν πολύ μικρότερο από τον μέσο όρο της (24%). Με άλλα λόγια, σε 28 οργανωμένες επιθέσεις η Λίβερπουλ κατάφερε να φτάσει μόνο σε 5 σουτ. Και την ίδια ώρα η επιλογή του Κλοπ να κρατά την ομάδα του ψηλά στο τερέν, με την αμυντική γραμμή στημένη στα 40 μέτρα από την εστία της, έκανε την Λίβερπουλ πολύ ευάλωτη στο άμεσο ποδόσφαιρο που έπαιζε η Ατλέτικο λόγω έλλειψης ενέργειας. Γιατί; Διότι οι επιθετικοί και οι μέσοι της Λίβερπουλ δεν είχαν την ενέργεια για να πρεσάρουν με ένταση στην μπάλα και να κλείσουν τις επιλογές του κατόχου της, κι έτσι το έκαναν εύκολο στους παίκτες της Ατλέτικο το να σημαδεύουν στην πλάτη της αμυντικής γραμμής για να εκμεταλλευτούν τα γκάζια του Ζοάο Φέλιξ και του Γκριεσμάν.

Ατλέτικο - Λίβερπουλ 1

Ατλέτικο - Λίβερπουλ 2

Το ματς σε άφηνε με την αίσθηση ότι η Λίβερπουλ γλίτωσε την ήττα από καθαρή τύχη, και μάλιστα η μπάλα της χαμογέλασε τόσο που της έδωσε και μπόνους μια νίκη. Η Ατλέτικο που έπαιξε με παίκτη λιγότερο για 40’+ αγωνιστικά λεπτά ολοκλήρωσε το ματς έχοντας τρέξει 3 χιλιόμετρα παραπάνω από την Λίβερπουλ (110.6 – 107.4), διότι είτε ο Σιμεόνε διαχειρίστηκε καλύτερα τις δυνάμεις της ομάδας του είτε ο Κλοπ δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη του την ενέργεια που μπορούσε να ξοδέψει η ομάδα του στην δεδομένη στιγμή.

Κάποτε, σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή του ποδοσφαίρου, ο προπονητής ήταν και γυμναστής. Κι ύστερα είχε έναν γυμναστή, στον οποίο συχνά συμπεριφερόταν σαν να ήταν φροντιστής. Στην σημερινή εποχή ο προπονητής που δεν δίνει μεγάλη σημασία στα δεδομένα της φυσικής κατάστασης παθαίνει ζημιές σαν αυτή που έπαθε το βράδυ της Τρίτης ο Γιούργκεν Κλοπ. Και μια ομάδα φαίνεται καλύτερη ή χειρότερη από την άλλη όχι επειδή υστερεί ή υπερτερεί σε ομαδική τεχνική ποιότητα, ούτε επειδή έχει ή δεν έχει τους πιο επιδέξιους ποδοσφαιριστές, αλλά επειδή έχει διαχειριστεί εξυπνότερα τις δυνάμεις της.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This