Επιλογή Σελίδας

Του Δημήτρη Καρύδα

Δεν θα βρείτε συνεντεύξεις του, ούτε μεγάλες αναφορές στον τύπο. Επέλεξε ο ίδιος να ζήσει διακριτικά αλλά δίπλα και μέσα σε αυτό που αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο: Το μπάσκετ. Δεν έφτιαξε δική του οικογένεια αλλά είχε σαν παιδιά του τρεις γενιές του Ελληνικού μπάσκετ. Από τον Βασίλη Γκούμα και τον Λάκη Τσάβα τους πιο παλιούς και καλούς του φίλους, στη συνέχεια τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Νίκο Φιλίππου μέχρι τον Χρήστο Σταυρόπουλο και τον Γιάννη Σφαιρόπουλο. Πιθανότατα, όμως, δεν υπάρχει άνθρωπος σχετικός με το μπάσκετ που πέρασε από τη Νέα Υόρκη και δεν επισκέφθηκε το Essex cafe, το μαγαζί του στην περιοχή που κάποτε δέσποζαν οι Δίδυμοι Πύργοι. Και δεν είμαστε λίγοι όσοι απολαύσαμε την φιλοξενία του, στον 27ο όροφο μιας πολυκατοικίας στη Λίμπερτι Στριτ, πολύ κοντά στο λιμάνι της πόλης.

Τον Γιάννη Κωσταλά τον πρωτογνώρισα το 1997. Τότε, τα ταξίδια στην Αμερική δεν ήταν και πολύ εύκολα. Όταν ο αγαπημένος του ανιψιός, ο Στράτος μου έριξε την ιδέα πέταξα την σκούφια μου: Νέα Υόρκη, αρχή καλοκαιριού και μπόνους μερικά παιχνίδια από τη σειρά πλέι οφ Νικς-Χιτ με την επιστροφή του Πατ Ράιλι ως αντιπάλου στο Μεγάλο Μήλο. ‘’Και που θα μείνουμε Στράτο;’’, τον ρώτησα. Έβαλε τα γέλια. ‘’Φυσικά στον μπαρμπα-Γιάννη’’, μου απάντησε. Κάπως έτσι συναντήθηκα με τον Γιάννη Κωσταλά. Είχα ακούσει το όνομα του αλλά τίποτε δεν με είχε προετοιμάσει για το σοκ εκείνων των επτά ημερών που τελικά έγιναν δύο εβδομάδες! Άνοιξε το σπίτι του, τα μαγαζί του και πάνω απ΄ όλα την τεράστια καρδιά του. Δεν τολμούσες να του πεις όχι, τη φιλοξενία και την περιποίηση την θεωρούσε δεδομένη, κάτι σαν αδήλωτη υποχρέωση! Και δεν έψαχνε ούτε για ευχαριστώ, ούτε για ανταποδόσεις. Στα επόμενα, όχι και λίγα ταξίδια μου, στη Νέα Υόρκη του τηλεφωνούσα για να τον ρωτήσω αν ήθελε να του πάω κάτι μου απαντούσε το ίδιο πράγμα: ‘’Οτι μπασκετικό περιοδικό κυκλοφορεί’’. Οι παίκτες και οι προπονητές του πήγαιναν φανέλες που τις είχε κρεμασμένες σε ένα αθέατο σημείο στο γραφείο του στο μαγαζί. Εκείνο που δεν διαπραγματευόταν ήταν η….κουβέντα. Δεν ξέρω πόσες ώρες έχω περάσει μαζί του συζητώντας για μπάσκετ. Οι γνώσεις του ατελείωτες, όση και η αγάπη του για το άθλημα. Στο τελευταίο ταξίδι μου πριν τρία χρόνια, όταν ακόμη ήταν υγιής και διατηρούσε το μαγαζί του, είχε ετοιμάσει ολόκληρο φάκελο με παλιές εφημερίδες και περιοδικά για τον Τζορτζ Κάφταν, τον πρώτο Ελληνομερικάνο που έπαιξε στο ΝΒΑ. Με έστειλε και τον βρήκα, ίσα ίσα τον πρόλαβα, μια και μερικούς μήνες αργοτερα, ο Καπετανόπουλος ή Κάφταν έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 97 ετών. Αυτά του άρεσαν του μπαρμπα-Γιάννη. Και είχε μια ανοιχτή αγκαλιά για τα ‘’καμάρια’’ του. Έτσι προσφωνούσε τους αγαπημένους του φίλους. ‘’Καμάρι μου’’….Το έγραψα και στην αρχή του κειμένου: Η λίστα με τα ‘’καμάρια’’ του μπαρμπα Γιάννη είναι ατελείωτη.

Η ζωή του στη Νέα Υόρκη και η αγάπη του για τον στίβο

Έζησε όλη σχεδόν τη ζωή του στη Νέα Υόρκη, παιδί μεταναστών, κάποια στιγμή μαζί με τα αδέλφια του είχε 17 εστιατόρια. Η οικογενειακή περιουσία χάθηκε, όχι από δικά του λάθη, αλλά ο μπαρμπα Γιάννης δεν κρατούσε κακίες. Ο Στηβ Γιατζόγλου άλλωστε που είχε μεγαλώσει στις ίδιες γειτονιές το έλεγε έστω και in extremis. ‘’Οι δύο καλύτεροι άνθρωποι που έχουν περπατήσει στη γη είναι ο Χριστός και ο μπαρμπα Γιάννης Κωσταλάς’’. Στις καλές του μέρες είχε δύο ακριβά διαρκείας των Νικς, πρώτη σειρά εξέδρας στο Μάντισον. Ο ίδιος πήγαινε σπάνια. Αλλά τα έδινε στους φίλους του όταν τον επισκέπτονταν στη Νέα Υόρκη. ‘’Πάρε, καμάρι, να πας το βράδυ να δεις τα…. Νικς’’. Ένα καλοκαίρι που καθόμαστε στο μαγαζί του μου λέει: ‘’Αύριο, θα πάμε στα…. μαύρικα να δούμε γυμνασιακό μπάσκετ καμάρι’’. Όταν κατάλαβα ότι προορισμός ήταν το γκέτο που βρισκόταν κοντά στο πανεπιστήμιο του Φόρνταμ, στην περιοχή του Μπρονξ, για να είμαι ειλικρινής φοβήθηκα. Στο μικρό γυμνασιακό γήπεδο αφού περάσαμε από ανιχνευτή… μετάλλων, ανακάλυψα ότι δεν υπήρχαν άλλοι λευκοί εκτός από τους δύο μας. Και του μπαρμπα-Γιάννη του φίλαγαν τα χέρια λες και ήταν…. παπάς. Ρώτησα ένα διπλανό και μου είπε ότι κάθε εβδομάδα έστελνε φαγητό στις φτωχές οικογένειες του γκέτο. Ατελείωτες ποσότητες. Ούτε καν είχε ασχοληθεί να μου το πει. ‘’Ελα, καμάρι, άστα αυτά τώρα, δες αυτόν τον παίκτη, σου αρέσει; Πες μου τη γνώμη σου’’.

Το μαγαζί που του είχε απομείνει, ότι διασώθηκε από την οικονομική καταστροφή της οικογένειας, το Essex Cafe δεν ήταν μόνο σημείο συνάντησης των Ελλήνων που πήγαιναν στη Νέα Υόρκη. Όποιο παιδί από την Ελλάδα έπαιζε μπάσκετ σε κολέγιο ο μπαρμπα-Γιάννης το προσλάμβανε για να το βοηθήσει οικονομικά. Και έβλεπες τους πιο απίθανους ανθρώπους. ‘’Καμάρι, ήρθες την κατάλληλη ώρα’’, μου είπε ένα πρωινό, διότι εκτός των άλλων το Essex είχε και ένα από τα καλύτερα πρωινά στην πόλη! Ουρές έκαναν κάθε πρωί οι εργαζόμενοι στους Δίδυμους Πύργους. ‘’Μέσα είναι ο Λούης, έλα να στον γνωρίσω’’. Νόμιζα ότι ήταν κάποιος φίλος του Έλληνας αλλά ο…. Λούης δεν ήταν άλλος από τον μακαρίτη εμβληματικό προπονητή του πανεπιστημίου Σεν Τζον, τον Λούι Καρνεσέκα, που μεταξύ πολλών άλλων είχε κοουτσάρει στη θρυλική καριέρα του και τον Γουόλτερ Μπέρι. Δεν μπορούσες να μην τον προσέξεις αφού φόραγε πάντα φανταχτερά, δίχρωμα ή τρίχρωμα πουλόβερ χειμώνα-καλοκαίρι! ‘’Λούι, έχω εδώ ένα Έλληνα δημοσιογράφο, ξέρει πολλά για μπάσκετ. Κάτσε να φέρω ένα σάντουιτς με τόνο ακόμη για να τα πείτε’’. Πέρασα τρεις υπέροχες ώρες με τον Καρνεσέκα, μιλώντας για κολεγιακό μπάσκετ και χαζεύοντας το σήμα-κατατεθέν πολύχρωμο πουλόβερ του. Ένα άλλο πρωινό, δεν πάνε δέκα χρόνια από τώρα, μπαίνοντας στο μαγαζί είδα τον μπαρμπα-Γιάννη να μιλάει με τον….Ρόμπερτ Ντε Νίρο! Όταν τελείωσαν σκασμένος στα γέλια μου αποκάλυψε τι έλεγε με τον διάσημο ηθοποιό. ‘’Ανοίγει ένα εστιατόριο στην Τριμπέκα, μια υποβαθμισμένη περιοχή εδώ κοντά που θα αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια. Εχει ρίξει ένα εκατομμύριο δολάρια. Και μου ζήτησε να το αναλάβω εν λευκώ. Μου έταξε πολλά λεφτά αλλά του αρνήθηκα. Βρε Ρόμπερτ, καμάρι μου, του είπα, εγώ σε λίγο θα φοράω πάνες ακράτειας. Ογδόντα χρονών άνθρωπος είμαι. Αν ερχόσουν πριν από 20 χρόνια θα την κλείναμε τη δουλειά’’. Καμάρι και ο Ρόμπερτ ντε Νίρο.

Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Γιάννης Κωσταλάς. Ωραίος, απλός, φιλόξενος με μια βαθιά αγάπη για την Ελλάδα, τους Έλληνες και το μπάσκετ. Αν και ο ίδιος έλεγε ότι η μεγαλύτερη αγάπη του ήταν ο στίβος. Στη δεκαετία του ’90 είχε κουβαλήσει δύο γνωστούς Έλληνες μαραθωνοδρόμους στη Νέα Υόρκη. Τους πλήρωσε, τους φιλοξένησε και τους τάισε. Γιατί; Για να προπονηθούν και να τρέξουν στον μαραθώνιο της Νέας Υόρκης. ‘’Δεν με νοιάζει και τελευταίοι να βγείτε. Μόνο ένα σας ζητάω, όταν φτάσει η ώρα του τερματισμού ρίξτε στους ώμους σας μια Ελληνική σημαία. Ετσι, καμάρια μου;’’. Τα καμάρια του έκαναν τη χάρη, φυσικά και τον έκαναν ευτυχισμένο! Δεν ήταν ο τυπικός Ελληνο-αμερικάνος που έκανε μόστρα τα λεφτά ή την επιτυχία του. Κάθε άλλο. Στην πατρίδα του και στην Αρκαδία, που είχε γεννηθεί, γύριζε σπάνια. Δεν πήγε καν στη Θεσσαλονίκη όταν η ΧΑΝΘ τον τίμησε και τον έβαλε το 2016 στο μουσείο του μπάσκετ αφιερώνοντας του ένα χώρο. Πάλι καλά που μερίμνησε ένας άλλος καλός του φίλος, ο Γιωργής Μπουσβάρος, και οι επόμενες γενιές θα βλέπουν και θα μαθαίνουν για λόγου του. Τελευταία φορά που ήρθε στην Αθήνα πρέπει να ήταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Πριν από μερικά χρόνια οργάνωσε όλη τη βραδιά που στήθηκε στη Νέα Υόρκη για να τιμηθεί ο Γιάννης Αντετοκoύνμπο από την ελληνική παροικία. Και δεν έκανε ούτε μια δήλωση, σεμνός, απλός και ταπεινός.

Οι Δίδυμοι Πύργοι και η νοσηλεία

Το φθινόπωρο του 2018 τον συνάντησα για τελευταία φορά. Βρισκόμουν στις ΗΠΑ για να γυρίσω το τρίωρο ντοκιμαντέρ που πρόβαλλε η NOVA για την είσοδο του Γκάλη στο Hall of Fame. Και με τα χίλια ζόρια τον έπεισα να μιλήσει για τα παιδικά χρόνια του Νικ. Είναι μάλλον και η μοναδική συνέντευξη που έχει δώσει στην τηλεόραση.

Τη ζωή του τη σύνδεσε με την περιοχή που βρίσκονταν οι Δίδυμοι Πύργοι. Εκεί κοντά έμενε σε ένα διαμέρισμα που είχε ένα μικρό μπαλκονάκι με απρόσκοπτη θέα στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Ισα ίσα χώραγε δύο καρέκλες αλλά έχω περάσει μερικά από τα πιο ωραία βράδια της ζωής μου συντροφιά με μια μπύρα, καλή παρέα και ατελείωτη μπασκετοκουβέντα.

Το μαγαζί του ήταν πενήντα μέτρα από τους Δίδυμους Πύργους. Την πρώτη φορά που τον θρήνησε -κατά λάθος- το Ελληνικό μπάσκετ ήταν μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων όταν ήταν εξαφανισμένος για δύο μέρες. ‘’Πάει τον χάσαμε τον μπαρμπα Γιάννη’’, θυμάμαι να μου λέει κλαίγοντας ο Μάκης Δενδρινός, επίσης πολύ καλός του φίλος, που όπως όλοι μας αδυνατούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Πιστέψαμε ότι ήταν μέσα στα θύματα μέχρι που εμφανίστηκε σε ένα δελτίο ειδήσεων, νομίζω του MEGA, δύο μέρες αργότερα να μιλήσει για την τραγωδία. Είχε γυρίσει στο μαγαζί του παρότι η περιοχή είχε εκκενωθεί και όταν γκρεμίστηκε ο δεύτερος πύργος τον πλάκωσε η ψευδο-οροφή αλλά βγήκε σώος. ‘’Τι να κάνω καμάρι μου. Να το παρατήσω το μαγαζί; Εδώ έζησα, εδώ είναι όλη μου η ζωή, ας πέθαινα μαζί του’’, μου είπε μερικές μέρες μετά στο τηλέφωνο. Το μαγαζί του διασώθηκε αλλά το επίταξε η αμερικάνικη κυβέρνηση για δύο χρόνια για να το κάνει πυροσβεστικό σταθμό. Πέρασε δύσκολα αλλά ήταν μαθημένος στις αναποδιές και δεν έχασε το χαμόγελο του. Όταν το ξανάνοιξε άφησε και τις πυροσβεστικές επιγραφές στους τοίχους.

Τα τελευταία δύο χρόνια, σε προχωρημένη ηλικία, νοσηλευόταν σε νοσοκομείο και μιλούσε με τους φίλους του μέσω skype. Δύο μέρες πριν το θάνατό του παρακάλεσε ένα Έλληνα να τον πάει βόλτα στο αγαπημένο του Μανχάταν. Μια τελευταία βόλτα. Και η τελευταία του επιθυμία ήταν οι στάχτες του να σκορπιστούν στο Ground Zero, εκεί που βρίσκονταν οι Δίδυμοι Πύργοι, στην περιοχή που αγαπούσε να ζει, να δουλεύει, να υποδέχεται τους φίλους του, να του φιλεύει με ομελέτες, σούπες, σάντουιτς με τόνο και να μιλάει για μπάσκετ. Καλό ταξίδι μπάρμπα Γιάννη….

Πηγή: Nova Sports

Pin It on Pinterest

Shares
Share This