Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Όσο και αν φαίνεται (και σε μένα τον ίδιο) απίστευτο, δεν μου λείπουν οι θεατές από τους κεκλεισμένων των θυρών Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ίσως επειδή συνήθισα. Ίσως επειδή με εξόργισε η ανευθυνότητα όσων –με πρώτους τους Ούγγρους και τελευταίους τους Άγγλους- άνοιξαν χωρίς πολλά πολύ τις θύρες των γηπέδων στο ποδοσφαιρικό Εuro.

Ίσως επειδή –τελικά- οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ωραίοι ακόμα και μπροστά σε άδειες εξέδρες.

Όχι. Άλλο πράγμα μου λείπει από το Τόκιο. Η ανησυχία. Η πολιτικοποίηση.

Και δεν είναι δα πολιτικοποίηση η σχεδόν υποκριτική συμμετοχή της Ομάδας των Προσφύγων (που μοιάζει με σχεδία στον ωκεανό, έτσι όπως πλέει ξεχωριστά από τον υπόλοιπο κόσμο) ούτε η πατροπαράδοτη αποχή όσων Αράβων αθλητών κληρώνονται με Ισραηλινούς.

Αυτό που θα ήθελα να δω στο Τόκιο είναι μία μετεξέλιξη του κινήματος «Black Lives Matter», που για μια φορά έκανε τον αθλητισμό να μοιάζει σημαντικός.

Η χρήση του πανίσχυρου Ολυμπιακού βήματος για κάτι που ξεπερνάει τα όρια των κουλουάρ, των ταπί και των σκαμμάτων. Κάτι σε διαμαρτυρία. Σε διαδήλωση. Σε δράση. Σε αντίδραση, έστω.

Κάτι που να μην είναι ξενέρωτο και νερόβραστο. Μία Ολυμπιάδα όχι των αθλητών, αλλά των λαών. Όχι των χορηγών, αλλά των ανθρώπων.

Μοιάζει σαν να χάθηκε ξαφνικά η συνέχεια των πραγμάτων. Σαν να κόπηκε το νήμα. Σαν να μόλυναν ξανά την ατμόσφαιρα οι ασχήμιες των ποδοσφαιρικών κερκίδων –και κάποιων αθλητών- στο Εuro της ασπρόμαυρης μπάλας.

Ή, αν πρέπει να το αποψιλώσει κανείς από «υψηλά νοήματα», σαν να σκέπασε η πανδημία όλα τα άλλα προβλήματα, με μία κουβέρτα που πάνω γράφει: «Who cares?»

Ποιος νοιάζεται για τις ανισότητες, όταν ο κορονοϊός, η αρρώστια και ο θάνατος μας κάνει να αισθανόμαστε όλοι ίδιοι;

Μπορεί να είναι και έτσι. Αλλά ακούγεται σαν πρόσχημα. Σαν δικαιολογία. Σαν άλλοθι.

Ακόμα και στις ΜΕΘ του γκρίζου τρόμου, δεν είμαστε όλοι ίσοι. Ο φτωχός και ο απόκληρος της οικουμένης είναι λιγότερο ίσος από τους άλλους.

Οι μόνοι που φαίνονται ίσοι μεταξύ τους είναι οι ψεκασμένοι. Στην επίπεδη γη όπου κατοικούν, δεν έχει σημασία αν είσαι άσπρος, μαύρος, προνομιούχος ή κατατρεγμένος.

Το μόνο που μετράει είναι ότι σου βάζουν τσιπάκι, πιάνεις καλά 5G με τις πράσινες κεραιούλες που θα βγάλεις λόγω εμβολίου και είσαι και πράκτορας του Σόρος.

Στην Ιαπωνία βέβαια δεν το πάτησες το πόδι σου, γιατί κατά βάθος τον φοβάσαι, τον απαίσιο τον Κόβιντ. Δεν είναι εποχή για αστεία και για εντατικές.

Η άσπιλη και άμωμη ΔΟΕ άκουσε τον αχό της προηγούμενης διετίας, είδε το κακό να έρχεται και φρόντισε να οχυρώσει το λευκό της φρούριο.

«Απαγορεύεται πάσης μορφής έκφραση πολιτικής, θρησκευτικής ή φυλετικής προπαγάνδας στις απονομές, στις τελετές έναρξης και λήξης και στο Ολυμπιακό χωριό», γράφει ο διαβόητος κανόνας 50.2.

Της ζητήθηκε από πολλές μεριές να τον καταργήσει, αλλά εκείνη τον υπογράμμισε. Και υπαινίχθηκε ότι θα υπάρξουν, για τους παραβάτες, κυρώσεις.

«Οι αθλητές έχουν πολλές ευκαιρίες για να διατυπώσουν ελεύθερα πολιτικές απόψεις», διευκρινίστηκε. «Στις συνεντεύξεις τύπου, στη μικτή ζώνη, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».

Όπως σχολίασαν εύστοχα και πικρόχολα κάποιοι παρατηρητές, «οι κανόνες άλλαξαν χωρίς να αλλάξουν».

Απαγορεύεται, για παράδειγμα, να πανηγυρίσει ένας αθλητής κρατώντας τη σημαία με τα χρώματα του ουρανίου τόξου. Ας πάει στο Pride, ο θρασύτατος.

Το γονάτισμα της φυλετικής διαμαρτυρίας επιτρέπεται, αλλά η ΔΟΕ δεν πρόκειται να το δείξει στις επίσημες φωτογραφίες και στα βίντεο. Και το απέδειξε -μέσα σε θύελλα διαμαρτυριών- από τις πρώτες μέρες των Αγώνων.

Και αν κάποιος σαν τον Γιάννη μας αποφασίσει να σηκώσει καμιά μαύρη γροθιά πάνω στο βάθρο, μαύρο φίδι που τον έφαγε.

Εδώ δεν είναι Αμέρικα, να μιλάμε για τους Τζορτζ Φλόιντ και για την αστυνομική βία. Ούτε σηκώνει το κλίμα να ανοίγουμε κουβέντα για τους Ουιγούρους και για μποϊκοτάζ εν όψει της Χειμερινής Ολυμπιάδας του Πεκίνου.

Ούτε θα λύσουμε δα το μεσανατολικό ζήτημα μέσα στο Ολυμπιακό Χωριό, για να έχουμε κανένα καινούριο αιματοκύλισμα όπως το 1972

Όστις επιμένει απτόητος να μιλήσει για πολιτική μπορεί να το κάνει κάλλιστα στη συνέντευξή του πριν τον αγώνα, στο κρατικό κανάλι της πατρίδας του.

Σάμπως θα τον ακούει κανείς; Ακόμα και ο δημοσιογράφος, το μαλλί του θα φτιάχνει εκείνη την ώρα. Ιδίως αν είναι σαν τους δικούς μας.

Εμείς, «οι άλλοι», οι παράξενοι, θα έχουμε για πάντα το 1968. Τον Τόμι Σμιθ και τον Τζον Κάρλος. Αυτούς που νόμιζαν, οι αφελείς, ότι θα άλλαζαν τον κόσμο.

Η δεξιά γροθιά του Σμιθ και η αριστερή του Κάρλος κατάφεραν καίριο πλήγμα στο μαλακό υπογάστριο του κοιμώμενου πλανήτη. Μέσα σε μία στιγμή απαράμιλλης τόλμης, δύο μαύρα γάντια άλλαξαν τον κόσμο.

Ωστόσο, τα γοργά ποδάρια των ατρόμητων σπρίντερ δεν μπορούσαν αν τους σώσουν από το αδυσώπητο κυνηγητό που ακολούθησε.

Η «Μαύρη Δύναμη», την οποία χαιρέτισαν από το βάθρο του Ολυμπιονίκη των 200 μ. στις 16 Οκτωβρίου 1968 στο Μεξικό, ήταν ακόμη ισχνή, αδιόρατη, καταπιεσμένη.

«Εμείς φροντίσαμε για τη σπορά και τα νέα παιδιά γεύονται τους καρπούς από την ανθισμένη γη», λέει σήμερα, στα 72 του, ο Νεοϋορκέζος Κάρλος με τις κουβανέζικες ρίζες.

Όποιος μελετήσει προσεκτικά το ιστορικό ενσταντανέ θα παρατηρήσει και άλλες ενδείξεις διαμαρτυρίας ενάντια στις διακρίσεις.

Ο χρυσός Σμιθ και ο χάλκινος Κάρλος φορούσαν μαύρα κασκόλ («σύμβολα φυλετικής υπερηφάνειας»), μαύρες κάλτσες δίχως παπούτσια («για τους φτωχούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα»), καθώς και περιδέραια με μαύρες χάντρες («για όσους λυντσαρίστηκαν, πασαλείφτηκαν με πίσσα και πούπουλα και δολοφονήθηκαν άκλαυτοι»).

Στη στολή τους είχαν κεντήσει κονκάρδες του Ολυμπιακού Κινήματος για Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, του κοινωνιολόγου Χάρι Έντουαρντς, που λίγες εβδομάδες νωρίτερα καλούσε τους μαύρους αθλητές να μποϊκοτάρουν τους Αγώνες.

Ο Τεξανός Σμιθ, ο οποίος κατέρριψε και το παγκόσμιο ρεκόρ με επίδοση 19.83, υποχρεώθηκε να δώσει εξηγήσεις: «Μόνο όταν κερδίζουμε κάποιο μετάλλιο, μας φέρονται σαν γνήσιους Αμερικανούς. Όταν χάνουμε, είμαστε απλώς αραπάδες…».

Ο Κάρλος έτρεμε από τον φόβο του, όταν ξεκίνησε το τελετουργικό. «Το μόνο που θυμάμαι, ήταν η νεκρική σιγή που ακολούθησε. Κάποιος άρχισε να ψάλλει τον εθνικό ύμνο, αλλά αμέσως σταμάτησε. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί θα ήθελαν να μας πυροβολήσουν από τις εξέδρες».

Οι δύο θαρραλέοι αθλητές γιουχαΐστηκαν από τους Μεξικανούς θεατές, εξοστρακίστηκαν αμέσως από το Ολυμπιακό Χωριό και αποκλείστηκαν από την αποστολή των ΗΠΑ.

Ο φιλοναζιστής, δήθεν «απολιτίκ» πρόεδρος της ΔΟΕ Έιβερι Μπράντατζ επικαλέστηκε «παραβίαση των αρχών του Ολυμπιακού ιδεώδους» και απείλησε ότι θα τους αφαιρούσε τα μετάλλια. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο.

Οι πρώτες απειλές ενάντια στη ζωή του 24χρονου Σμιθ και του 23χρονου Κάρλος ακούστηκαν πριν ακόμη το δίδυμο εγκαταλείψει το Μέξικο Σίτι.

Μετά την επιστροφή στην πατρίδα, έζησαν αποσυνάγωγοι, βρέθηκαν υπό διαρκή παρακολούθηση από το FBI και έμειναν χωρίς δουλειά.

Τα παιδιά του Κάρλος δέχθηκαν ανελέητους ξυλοδαρμούς στο σχολείο, ενώ η σύζυγός του έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, ώσπου αυτοκτόνησε, το 1977. Η αυτοθυσία υπήρξε αναπόσπαστο μέρος της πρωτοβουλίας που τράνταξε συθέμελα το αθλητικό στερέωμα.

Τα μετάλλια, πάντως, οι δύο Ολυμπιονίκες τα διέσωσαν. «Το δικό μου το έχει η γριά μάνα μου», είπε, πρόσφατα, ο Τζον Κάρλος. Ο Τόμι Σμιθ το έβγαλε σε πλειστηριασμό το 2010, μαζί με τα παπούτσια που φόρεσε στο Μεξικό.

Η διαμαρτυρία των δύο σπρίντερ δεν ήταν μία απόφαση της στιγμής. Πολλοί μαύροι αθλητές από τις ΗΠΑ σκέφτονταν να μποϊκοτάρουν τους αγώνες του Μεξικού, αλλά φοβήθηκαν τις επιπτώσεις και έκαναν πίσω.

Ο Σμιθ και ο Κάρλος, όμως, ένιωσαν τους προβολείς της ιστορίας καρφωμένους στο κορμί τους.

«Κατάλαβα ότι κάτι σκάρωναν πριν την απονομή, αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς», αφηγήθηκε ο τρίτος του βάθρου, ο λευκός Αυστραλός Κεν Νόρμαν. «Είδα μόνο τις κονκάρδες που φορούσαν υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ζήτησα να μου δώσουν και εμένα μία».

Ο Νόρμαν, αγκάθι για το λευκό κατεστημένο της δικής του πατρίδας, στήριξε ολόψυχα την πρωτοβουλία των δύο Αμερικανών μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στην κηδεία του, το 2006, ο Σμιθ και ο Κάρλος ήταν ανάμεσα στους άνδρες που σήκωσαν το φέρετρό του. Έξι χρόνια αργότερα, το αυστραλιανό κράτος ζήτησε συγγνώμη από τα παιδιά του Νόρμαν, για την περιφρόνηση με την οποία μεταχειρίστηκε τον πατέρα τους.

Όταν οι Ουέιν Κολέτ και Βίνσεντ Μάθιους προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν με παρόμοιο τρόπο το 1972 στο Μόναχο, στο βάθρο των νικητών των 400μ, τιμωρήθηκαν με ισόβιο αποκλεισμό από τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Χρειάστηκε να φτάσει ο 20ός αιώνας στο λυκόφως του, για να αποκατασταθεί το κύρος των δύο ηρώων του Μεξικού και να εδραιωθεί η θέση τους στο συλλογικό υποσυνείδητο.

Τόσο ο Σμιθ όσο και ο Κάρλος εργάστηκαν ως προπονητές στίβου και βραβεύτηκαν από πολυάριθμες οργανώσεις για την προσφορά τους στους κοινωνικούς αγώνες.

«Η υψωμένη γροθιά μας δεν ήταν σύμβολο μίσους προς τη σημαία, αλλά αντίστασης και αγώνα» τονίζει, πιονιέρος μιας σκοτεινής και δύσβατης εποχής, ο Τόμι Σμιθ.

«Η ΔΟΕ παραμένει μία άπληστη δικτατορία του χρήματος», δήλωσε πρόσφατα ο Τζον Κάρλος.

Με άλλα λόγια, ένα άπαρτο λευκό φρούριο. Με πράσινη φάσα, στο χρώμα του δολαρίου.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This