Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Ταξίδεψα για πρώτη φορά στο Τελ Αβίβ, για εποχή Άρη μιλάμε, τον Μάρτιο του 1991. Την αντιμετώπισα σχεδόν ως προσκύνημα εκείνη την επίσκεψη στο «Γιαντ Ελιάου», αφού η μυρωδιά του μπάσκετ πότιζε, ποτίζει και θα ποτίζει στο λημέρι της Μακάμπι, όσο πουθενά αλλού.

Ο Άρης ηττήθηκε και έμεινε έξω από το final-4 του Παρισιού (για πρώτη φορά μετά από τρεις σερί παρουσίες), αλλά αυτό ήταν σχεδόν υποσημείωση στο προσωπικό μου ημερολόγιο. Εγώ είχα πάει για την εμπειρία.

Έξω, στους δρόμους, η εμπειρία ήταν διαφορετικού τύπου. Ο Πόλεμος του Κόλπου είχε μόλις τελειώσει. Το ματς που πήγα να περιγράψω ήταν εξ αναβολής, αφού ήταν να διεξαχθεί μερικούς μήνες νωρίτερα, μέσα στην τούρλα των Ιρακινών πυραύλων «Σκουντ» και των άλλων που δεν θυμάμαι πώς τους έλεγαν.

Οι ξένες ομάδες αρνιόντουσαν να ταξιδέψουν στο Τελ Αβίβ όσο διαρκούσαν οι εχθροπραξίες, οπότε η FIBA άλλαξε το πρόγραμμα και η Μακάμπι βρέθηκε να παίζει όλα τα εντός έδρας παιχνίδια της μαζεμένα την άνοιξη, όταν σταμάτησαν τα τύμπανα. Οι περισσότεροι από τους ξένους παίκτες της είχαν αποχωρήσει κακήν κακώς.

Ακόμα και το ταξίδι με την EL-AL ήταν περίπλοκη υπόθεση. Στο παλαιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, κάποια λεβεντόπαιδα με γραβάτα αλλά χωρίς σβέρκο θεώρησαν τα κίνητρά μου ύποπτα και με έβαλαν να απαγγείλω απνευστί τη δωδεκάδα της Μακάμπι για να πειστούν ότι ήμουν αθλητικός δημοσιογράφος και όχι κατάσκοπος.

«Νούμερο 4 Σιμς, νούμερο 5 Ντάνιελ…», κάπου κόλλησα από τη σαστιμάρα, αλλά με τα πολλά τους έπεισα. Έκτοτε δεν πηγαίνω πουθενά χωρίς ταυτότητα της ΑΙΡS.

Ο ρημαδοπόλεμος είχε σχεδόν τελειώσει, όταν πάτησα το πόδι μου στο Τελ Αβίβ. Χωρίς νικητές, όπως πάντα. Μόνο ηττημένους έχει αυτή η ιστορία.

Δεν έπεφταν πια πύραυλοι, αλλά όλοι είχαν το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό. Ο τρόμος ήταν ακόμη διάχυτος και τα μέτρα ασφαλείας δρακόντεια μετά τις πέντε εβδομάδες της Καταιγίδας της Ερήμου.


Ωστόσο, χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες βρίσκονταν καθ’ οδόν προς την πατρίδα τους, παρκαρισμένοι στο Τελ Αβίβ μέχρι να βρεθεί χώρος για την αφεντιά τους σε κάποιο από τα μυριάδες C-130. Η πόλη μύριζε όχι μόνο φόβο, αλλά και αλκοόλ και σεξ. Κάτι στην ατμόσφαιρα προκαλούσε αποστροφή. Οι στολές πολλών είχαν λεκέδες από αίμα.

Σκέφτηκα να αποφύγω τις κακοτοπιές, αλλά η ζωή με φόβο δεν είναι ζωή. Οι συνάδελφοι με πήραν για παλαβό, όταν με είδαν να βγαίνω προς τα μπαρ της πόλης. Αργά τη νύχτα, οι πλατείες και η απέραντη προκυμαία έσφυζαν ακόμη από κόσμο. Πώς είναι, όταν τελειώνει μια καραντίνα; Αυτό.

Έκτοτε ταξίδεψα στο Ισραήλ για μεταδόσεις αμέτρητες φορές. Το χειρότερο που έχω δει είναι οι οδομαχίες Ελλήνων χούλιγκανς το 1994 στη Χάιφα, αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση.

Σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις, μύριζε μπαρούτι. Κανονικό μπαρούτι, πολέμου. Τα σκάγια δεν έπιασαν κάποιον από τη συντροφιά, αλλά αυτό ήταν μάλλον συγκυριακό.

Τον Γενάρη του 1998, οι άνεμοι του μπάσκετ με έφεραν για πρώτη και μοναδική φορά στην Ιερουσαλήμ, για ένα ματς της ΑΕΚ, που όδευε ολοταχώς προς το Final-4.

«Αύριο είναι Χριστούγεννα», ανακοίνωσε στην ομήγυρη ο Γιάννης Ιωαννίδης. Χριστούγεννα των Παλαιοημερολογιτών, εννοούσε. Των Παλαιστινίων, δηλαδή. Έξι Ιανουαρίου. «Λοιπόν, θα πάμε στη Λωρίδα της Γάζας, να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα με τον Αραφάτ». Μα; «Δεν έχει μα και μου, σε δέκα λεπτά φεύγουμε».

Και έφυγαν. Και πήγαν. Καβάλησαν τα σύνορα με έναν αρειμάνιο ταξιτζή και μη τους είδατε. Δεν ξέρω πότε επέστρεψαν στο ξενοδοχείο, ξέρω όμως ότι το επόμενο πρωινό βρήκε τον Ιωαννίδη εκστατικό. «Είχαν τον Αραφάτ πάνω σε έναν θρόνο και τον κουβαλούσαν στις πλάτες τους, χιλιάδες άτομα, απίστευτα ήταν, θα ξαναπάμε».

Ο «Ολλανδός» και οι άλλοι έφτυναν στον κόρφο τους. «Ο άνθρωπος είναι τρελός, πήγαμε εκεί άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και φοβόμασταν ότι θα έρθει κανένας καμικάζι να μας τινάξει στον αέρα,ήταν εκπληκτικά βέβαια, τέλος πάντων, πάει, πέρασε κι αυτό».

Η φράση κλειδί στον μονόλογο του ξανθού ήταν: «Θα ξαναπάμε».

Το ‘πε και το ‘κανε. Προσπάθησε, τουλάχιστον. Οι υποψιασμένοι μυρίστηκαν την παγίδα και κρύφτηκαν, αλλά αυτή τη φορά υπήρχε νέα κουστωδία, αφού ο Ιωαννίδης ήταν πια προπονητής της Εθνικής ομάδας: 22 Ιανουαρίου 2002.

«Πάμε προς τη Βηθλεέμ και βλέπουμε. Πέρασαν τα Χριστούγεννα, αλλά δεν πειράζει, ξεκινάμε, έχω καλέσει ταξί, μας περιμένουν, θα σας τα πω στον δρόμο».

Ακολούθησαν ο Νίκος Φιλίππου και κάτι άλλοι φουκαράδες, δεν θυμάμαι ποιοι. Νομίζω ότι ανάμεσά τους ήταν και ο Γιάννης Σφαιρόπουλος. Ο ταρίφας ήταν θαρραλέος και έγινε ακόμα πιο θαρραλέος μόλις ασημώθηκε γενναία, αλλά και το δικό του κουράγιο είχε όρια.

Πάνω στη γραμμή των συνόρων, ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Στους δεύτερους, το ταξί έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω, αγνοώντας τα όποια «μα» και τα όποια «μου» του πίσω καθίσματος.

Ο καημένος ο Φιλίππου ήταν κάτασπρος σαν τη φανέλα της Εθνικής, όταν επέστρεψε στη βάση του. «Ο άνθρωπος είναι τρελός», ψέλλιζε.

Στην εφημερίδα της ίδιας μέρας, διαβάσαμε για φονική βομβιστική επίθεση Παλαιστίνιου καμικάζι σε λεωφορείο στο Τελ Αβίβ. Έπεσαν πάνω σε μέρες έντασης, οι ήρωές μας.

Στον αγώνα που ακολούθησε, για τα προκριματικά του Ευρωμπάσκετ, η ελληνική αποστολή εμφανίστηκε σώα, αβλαβής, πλήρης και αρτιμελής. Η Εθνική κέρδισε με 74-73, χάρη σε μία άμυνα του Σιγάλα στο τελευταίο δευτερόλεπτο, με πρώτο σκόρερ τον Αλβέρτη (19 π.).

Στην πρώτη σειρά των δημοσιογραφικών εδράνων, καθόταν δίπλα μου ο γηραιός δημοσιογράφος Νόα Κλίγκερ, που δεν απουσίαζε ποτέ από το «Γιαντ Ελιάου».

Κάποια στιγμή, ο παλαίμαχος συνάδελφος ζεστάθηκε και σήκωσε τα μανίκια. Τότε είδα στο μπράτσο του τον αριθμό του Άουσβιτς και όλα έσβησαν γύρω μου.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This