Επιλογή Σελίδας

Το Γερμανικό περιοδικό Κίκκερ στις αρχές του 21ου αιώνα έκανε μια έρευνα για να αναδείξει –μέσα από τα μάτια των ειδικών- τους κορυφαίους συλλόγους της Ευρώπης έως το 2000. Στην δημοσκόπηση έλαβαν μέρος μεγάλες προσωπικότητες του ποδοσφαίρου παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές, προπονητές, παράγοντες, δημοσιογράφοι κ.α. Ο καθένας μπορούσε να επιλέξει μόνο πέντε ομάδες. Τα αποτελέσματα της έρευνας έφεραν στη πρώτη θέση τη Ρεάλ Μαδρίτης, δεύτερο τον Άγιαξ, τρίτη τη Μίλαν…και στην όγδοη θέση τη Ντιναμό Κιέβου πάνω από συλλόγους κολοσσούς του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Αυτό είναι ένα από τα πάρα πολλά «παράσημα» αναγνώρισης της δουλειάς του Βαλερί Λομπανόφσκι που το όνομά του είναι συνδεδεμένο με την ομάδα του Κιέβου. Ο άνθρωπος που ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της ομάδας μόλις στα 34 του και από μία «απλώς» καλή ομάδα της ΕΣΣΔ την έβαλε –και την κράτησε για 30 περίπου χρόνια- στην ελίτ του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Στόχος του Ουκρανού τεχνικού ήταν πάντοτε να δημιουργεί ανταγωνιστικές ομάδες από το μηδέν, με ελάχιστες μεταγραφικές προσθήκες κυρίως νεαρών και εξελίξιμων παιχτών και να παρουσιάζει συμπαγή σύνολα που μπορούσαν να κερδίσουν τις εκάστοτε Eυρωπαϊκές υπερδυνάμεις. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν το κατάφερε μόνο μια άλλα τρεις φόρες και σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες όλες με την Ντιναμό Κιέβου. Το έργο του ήταν ακόμα πιο δύσκολο λαμβάνοντας υπόψιν και την ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα της εποχής που χώριζε στα δύο ολόκληρο τον κόσμο. Ο ανταγωνισμός Δύσης-Ανατολής που είχε κατακλύσει τα πάντα από εξοπλιστικά προγράμματα και τον αγώνα για την κατάκτηση του διαστήματος, μέχρι τις τέχνες και τον αθλητισμό, έτσι και το ποδόσφαιρο δεν θα μπορούσε να μείνει απ’έξω. Ο Λομπανόφσκι όμως αντιμετώπισε και εντός των τοίχων κλίμα ψυχρού πολέμου. Η κεντρική εξουσία (Μόσχα) της Σοβιετικής Ένωσης δεν είδε με καλό μάτι την εντυπωσιακή άνοδο μιας ομάδας από το Κίεβο. Επίσης η αντιμετώπιση της ΦΙΦΑ και της ΟΥΕΦΑ έναντι συλλόγων και εθνικών ομάδων του ανατολικού μπλοκ δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί και ιδιαίτερα φιλική. Ακόμα και ο τύπος της χώρας τον έκρινε συνεχώς με μεγάλη αυστηρότητα, σχεδόν με εμπάθεια μετά από κάθε αποτέλεσμα, είτε θετικό είτε αρνητικό ειδικότερα όταν ήταν προπονητής της εθνικής ομάδας της ΕΣΣΔ. Στον Σοβιετικό πάγκο κάθισε σε τρεις διαφορετικές περιόδους από το 1973 έως το 1990 και μόνο όταν χρειάστηκε να δώσει άμεσες λύσεις και να σώσει καταστάσεις χωρίς όμως να του προσφέρεται από την ομοσπονδία ούτε πλάνο ούτε πίστωση χρόνου. Ξεκίνησε την προπονητική σε ηλικία 30 ετών -ένα χρόνο αφού σταμάτησε το ποδόσφαιρο- κάνοντας το «αγροτικό» του στην άσημη τότε Ντνίπρο Ντνιπροπετρόφσκ. Οι πρώτες του επιτυχίες ήταν να οδηγήσει την ομάδα στη μεγάλη κατηγορία και αργότερα η κατάληψη της έκτης θέσης του Σοβιετικού πρωταθλήματος. Τη Ντιναμό Κιέβου τη προπόνησε για πρώτη φορά τέσσερα χρόνια αργότερα το 1973 δημιουργώντας προπονητικό δίδυμο με τον Όλεγκ Μπαζίλεβιτς. Είναι ο προπονητής με τους περισσότερους κερδισμένους τίτλους στην Ευρώπη κατά τον 20ο αιώνα και συνολικά δεύτερος πίσω από τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Εκτός των τριών ευρωπαϊκών τίτλων έχει κατακτήσει και οχτώ Πρωταθλήματα ΕΣΣΔ, πέντε Πρωταθλήματα Ουκρανίας (μετά τη διάσπαση της ΕΣΣΔ) , όπως και αρκετά Κύπελλα και Σούπερ Καπ όλα με τη φόρμα της Ντιναμό Κιέβου. Τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά έντυπα της γης τον κατατάσσουν στην πρώτη δεκάδα των κορυφαίων τεχνικών στην ιστορία του ποδοσφαίρου.

Παιδικά χρόνια

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κίεβο τον Ιανουάριο του 1939 από οικογένεια με Πολωνικές ρίζες. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πρωτεύουσα της σημερινής Ουκρανίας θα μετατρέπονταν σε κέντρο ανάπτυξης και εφαρμογής ηλεκτρονικών υπολογιστών της Σοβιετικής Ένωσης με πλήθος ερευνητικών εργαστηρίων και ινστιτούτων. Ο Βαλερί Λομπανόφσκι από μικρός είχε μεγάλη έφεση εκτός από το ποδόσφαιρο και στα γράμματα. Σπούδαζε θερμοδυναμική στο πολυτεχνείο του Κιέβου ενώ παράλληλα αγωνιζόταν στη Ντιναμό άλλα θα ολοκλήρωνε τις σπουδές του μερικά χρόνια αργότερα στην Οδησσό (όταν αγωνιζόταν εκεί με τη φανέλα της τοπικής Τσερνομόρετς). Όλα αυτά τα γεγονότα και κυρίως η γνωριμία του με τον Ανατόλι Ζελέντσοφ θα επηρεάσουν την προπονητική του καριέρα τόσο βαθιά που οι δύό τους θα δημιουργήσουν μια Ντιναμό Κιέβου που θα μοιάζει περισσότερο με υπολογιστική μηχανή παρά με ποδοσφαιρική ομάδα των 70’s και με ποδοσφαιριστές «προγραμματισμένους» να παίζουν σαν ρομπότ και όχι σαν άνθρωποι. (Οι καινοτομίες τους θα αναλυθούν στο επόμενο άρθρο.)

Ποδοσφαιριστής

Το 1961 η Ντιναμό Κιέβου σπάει το κατεστημένο της Μόσχας και κατακτάει το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της, έναν τίτλο που τον περίμεναν πως και πως εδώ και χρόνια οι φίλοι της. Ο 21 ετών τότε Λομπανόφσκι ήταν από τους βασικούς συντελεστές αυτής της επιτυχίας. Αγωνιζόταν στην θέση του αριστερού επιθετικού και με τον φαντεζί τρόπο που έπαιζε έμοιαζε περισσότερο με Βραζιλιάνο πάρα με Ευρωπαίο. Χαρακτηριστικό είναι το παρατσούκλι του “Σπάγκος” γιατί έκανε τη μπάλα να μοιάζει δεμένη με έναν αόρατο σπάγκο στα πόδια του. Αν και αρκετά ατομιστής και όχι ιδιαίτερα ταχύς ήταν εξαιρετικός ντριμπλέρ, διεισδυτικός και με πολύ καλές εκτελέσεις στημένων και κυρίως κόρνερ. Ήταν ακριβώς ο παίχτης που αργότερα σαν προπονητής…δεν ήθελε να έχει στην ομάδα του. Το 1964 θα κατακτήσει και το κύπελλο ΕΣΣΔ με την ομάδα του Κιέβου, αλλά κάποιες κόντρες με τον προπονητή του θα τον οδηγήσουν στην πόρτα της εξόδου έχοντας συνολικό απολογισμό με τη λευκή φανέλα της Ντιναμό 42 τέρματα σε 144 αγώνες. Στη συνέχεια θα αγωνιστεί με τα χρώματα των Τσερνομόρετς Οδησσού (59 συμ.-15 γκολ) και Σαχτάρ Ντόνετσκ (50 συμ.- 14 γκολ). Τη φανέλα της εθνικής ομάδας της χώρας του-της κορυφαίας στην Ευρώπη αυτή την εποχή- θα τη φορέσει μόλις δύο φορές λόγο του τεράστιου ανταγωνισμού που υπήρχε στη θέση του αριστερού επιθετικού. Πριν ακόμη κλείσει τα 30 παίρνει την μεγάλη απόφαση να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.

Πρώτη θητεία Ντιναμό Κιέβου – Εθνική ΕΣΣΔ

Το 1973 ανέλαβε μαζί με τον πρώην συμπαίχτη του Όλεγκ Μπαζίλεβιτς την Ντιναμό Κιέβου και δεν άργησε να έρθει η πρώτη μεγάλη επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα, τη σεζόν 1974-75 οδηγήσαν την ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης, του πρώτου ευρωπαϊκού τίτλου από σύλλογο της ΕΣΣΔ. Ο τίτλος αυτός ήρθε με χαρακτηριστική ευκολία, κερδίζοντας τα οχτώ από τα εννιά παιχνίδια που έδωσε η ομάδα στη διοργάνωση ενώ στον τελικό επικράτησε 3-0 της Ουγγρικής Φερεντσβάρος. Η μεγάλη πρόκληση της χρονιάς θα έρθει λίγους μήνες μετά όπου θα αντιμετωπίσει για το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ την κορυφαία Μπάγερν Μονάχου όλων των εποχών. Μία ομάδα που την εποχή εκείνη δεν είχε αντίπαλο στην Ευρώπη και που προερχόταν από δύο σερί κατακτήσεις Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1974 και το 1975 και που στο τέλος εκείνης της σεζόν (1976) θα διεύρυνε αυτό το σερί σε τρεις. Ο διπλός αυτός τελικός είχε και έντονο πολιτικό παρασκήνιο αφού το Σοβιετικό καθεστώς ήθελε να τον χρησιμοποιήσει σαν μέσο προπαγάνδας για να δείξει την ισχύ του απέναντι στη δύση. Η Ντιναμό των Λομπανόφσκι-Μπαζίλεβιτς αποδείχτηκε το πιο ιδανικό και αξιόπιστο μέσο αφού με τρία γκολ του Όλεγκ Μπλαχίν επικράτησε και στα δυο παιχνίδια (τότε οι τελικοί του Σούπερ Καπ ήταν διπλοί) με συνολικό σκορ 3-0. Με αυτόν τον εμφατικό τρόπο ήρθε στο Κίεβο και το Σούπερ Κύπελλο Ευρώπης. Δύο χρόνια αργότερα η Ντιναμό με τον Λομπανόφσκι πλέον «μόνο» στον πάγκο θα είναι η ομάδα που θα στερήσει από τη Μπάγερν τη δυνατότατα διεκδίκησης του 4ου σερί Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης αφού θα την αποκλείσει στην προημιτελική φάση της διοργάνωσης. Στους “4” όμως η Μπορούσια Μενχενγκλάντμπαχ ήταν καλύτερη και πήρε εκείνη το εισιτήριο για τον μεγάλο τελικό του ‘77. Η ομάδα του Κιέβου είχε μπει πλέον για τα καλά στην ελίτ του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Αυτό το εντυπωσιακό ξεκίνημα στον πάγκο της Ντιναμό θα έδινε την δυνατότητα στους Λομπατσέφσκι-Μπαζίλεβιτς να καθίσουν στον πάγκο της εθνικής τους ομάδας με την τεράστια ευθύνη να οδηγήσουν τη Σοβιετική Ένωση στα τελικά του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης του ‘76. Στον τελευταίο προκριματικό όμως θα σταματήσουν στο εμπόδιο της μετέπειτα νικήτριας της διοργάνωσης Τσεχοσλοβακίας. Σε συνδυασμό με το χάλκινο μετάλλιο που κατέκτησε η χώρα λίγο αργότερα στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ (στόχος ήταν μόνο το χρυσό) η ομοσπονδία θα τους απομακρύνει από την εθνική ομάδα.

2η θητεία Εθνική ΕΣΣΔ

Το 1982 ήρθε το δεύτερο «προσκλητήριο» από την πατρίδα στα χέρια του Λομπανόφσκι με στόχο να οδηγήσει την ΕΣΣΔ στα τελικά του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης του ‘84 ωστόσο η ομάδα απέτυχε πάλι να προκριθεί στη τελική φάση. Γνώρισε τον αποκλεισμό την τελευταία αγωνιστική της φάσης των ομίλων με 1-0 από τους Πορτογάλους, με γκολ-πέναλτι που προήλθε από παράβαση εκτός περιοχής. Το κλίμα όμως ήταν πολύ βαρύ για τον «Λόμπα» που σε συνδυασμό με την κάκιστη πορεία της Ντιναμό Κιέβου- εκείνη τη σεζόν- χαρακτηρίστηκε «ανεπαρκής» όχι μόνο από τους δημοσιογράφους αλλά από τους πάντες στη χώρα. Μέχρι και ο προπονητής της εθνικής ομάδας χόκεϊ επί πάγου της ΕΣΣΔ μέσω ΜΜΕ έκανε κριτική για την τακτική που ακολουθεί η ποδοσφαιρική ομάδα!!!

2η θητεία Ντιναμό Κιέβου

Το 1983 μετά από δύο χρόνια απουσίας επέστρεψε στην αγαπημένη του Ντιναμό. Το 1986 κατακτά με ευκολία το δεύτερο Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης επικρατώντας με 3-0 επί της Ατλέτικο Μαδρίτης στον τελικό της Λυών. Σε ένα ματς που πήγε ακριβώς όπως το είχε σχεδιάσει ο Σοβιετικός τεχνικός και ήταν το αποτέλεσμα της συστηματικής δουλειάς που γινόταν εδώ και χρόνια στο Κίεβο. Ειδικά στο δεύτερο γκολ του αγώνα αποτυπώθηκαν στο χορτάρι όλα τα στοιχειά της ομάδας συνδυασμός Ρατς – Μπελάνοφ – Γεφτουσένκο – Μπλαχίν και η μπάλα δίχτυα με υπέροχο πλάσε του τελευταίου. Ένα χρόνο μετά (1987) θα φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης αλλά η Πόρτο θα της στερήσει τη χαρά να συμμετέχει στον μεγάλο τελικό της Βιέννης.

3η θητεία Εθνική ΕΣΣΔ

Η τελευταία του θητεία με την ομάδα της χώρας του την περίοδο 1986-1990 ήταν και το κύκνειο άσμα της Σοβιετικής Ένωσης. Που μόνο Ένωση Σοβιετικών κρατών δεν ήταν αφού στην πραγματικότητα αγωνιζόταν η ομάδα της Ντιναμό Κιέβου άλλα με ερυθρές φανέλες και λευκά σορτσάκια. Ο προκάτοχος του Λομπανόφσκι (Έντουαρντ Μαλοφέεφ) οδήγησε την ΕΣΣΔ στα τελικά του Μουντιάλ του Μεξικό το 1986. Στα φιλικά προετοιμασίας η ομάδα όμως παρέπαιε και χρειαζόταν ένα γερό σοκ λίγες μέρες πριν την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ο κλήρος έπεσε χωρίς δεύτερη σκέψη στον “Συνταγματάρχη Λόμπα’’ που εκείνη την εποχή, όπως και το 1975, εντυπωσίαζε όλη τη ποδοσφαιρική Ευρώπη με το ποδόσφαιρο και την αποτελεσματικότητα της “δικής” του Ντιναμό. Η ΕΣΣΔ ταξίδεψε στο Μεξικό σαν υποψήφια ακόμα και την κατάκτηση του τροπαίου. Στην πρεμιέρα συνέτριψε με 6-0 τους Ούγγρους του Ντέταρι παρατάσσοντας οχτώ -από τους συνολικά 16 που ταξίδεψαν στο Μεξικό- παίχτες της Ντιναμό Κιέβου στη βασική της 11αδα. Ακολούθησαν το 1-1 με την πρωταθλήτρια Ευρώπης του ‘84 Γαλλία και το 2-0 παίζοντας με αρκετούς αναπληρωματικούς επί του αδύναμου Καναδά. Στους “16” έπεσε πάνω στο Βέλγιο αλλά αποκλείστηκε από έναν…Σουηδό, τον διαιτητή της αναμέτρησης Έρικ Φρέντρικσον ο οποίος με με το έτσι θέλω και με τρία αμφισβητούμενα τέρματα έδωσε την πρόκριση στους “Κόκκινους διαβόλους”. Που για να μην τους αδικούμε είχαν μια αρκετά καλή ομάδα αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτή του Λομπανόφσκι. Το τελικό 4-3 στην παράταση ξεσήκωσε τεράστιες αντιδράσεις στην τη παγκόσμια ποδοσφαιρική κοινότητα και έμεινε στην ιστορία σαν τη “Σφαγή του Λεόν”.

Τα «Υπερηχητικά Μινγκ» (έτσι χαρακτήριζε ο τύπος της εποχής την ομάδα της ΕΣΣΔ) του Λομπανόφσκι είχαν όμως ακόμη μια ευκαιρία για διάκριση και δεν την άφησαν να πάει χαμένη. ΣτοEuro του ‘88 που διεξήχθη στη Γερμανία η ΕΣΣΔ έφτασε μέχρι τον τελικό του τουρνουά. Αυτή τη φορά όμως δεν ήταν κάποιος Φρέντρικσον για να της στερήσει την κούπα αλλά ο «Ιπτάμενος» Μάρκο φαν Μπάστεν και οι πολλές απουσίες βασικών παιχτών. Αφού στα προκριματικά άφησε εκτός τουρνουά τους νικητές της προηγούμενης διοργάνωσης Γάλλους οδήγησε την ΕΣΣΔ μετά από 16 ολόκληρα χρόνια σε τελική φάση Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης. Στον όμιλο η ομάδα κέρδισε με 1-0 την Ολλανδία, 3-1 το άλλο φαβορί Αγγλία και έφερε 1-1 με την Ιρλανδία. Στα ημιτελικά αντιμετώπισε -χωρίς τον τραυματία Μπελάνοφ- τους Ιταλούς. Η «αρκούδα» αφού έφερε το παιχνίδι στα μέτρα της, χτύπησε στα μισά του δευτέρου ημιχρόνου με δυο γκολ μέσα σε τέσσερα λεπτά από τους Λιτοφτσένκο και Προτάσοφ, κλείνοντας έτσι θέση για τον μεγάλο τελικό του Μονάχου. Εκεί ο Λομπανόφσκι θα ξανασυναντούσε τους «οράνιε» του Ρίνους Μίχελς. Οι πολλές απουσίες βασικών παιχτών άλλα και η κούραση θα δώσουν στους Ολλανδούς την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η ομάδα του «Λόμπα» παρατάχθηκε χωρίς τον τραυματία βασικό δεξιό οπισθοφύλακα Βολοντίμιρ Μπενζόνοφ, τον τιμωρημένο κεντρικό αμυντικό Όλεγκ Κουζνέτσοφ, ενώ ο Ιβάν Γιαρεμτσούκ που υπολογίζονταν για βασικός δεν ταξίδεψε καθόλου στη Γερμάνια λόγω τραυματισμού. Στους έντεκα που ξεκινήσανε στον τελικό ο ανέτοιμος Μπελάνοφ βρισκόταν μόνο για λόγους ηθικού παρόλα αυτά -ο κορυφαίος παίχτης του κόσμου για το 1986- είχε αρκετές ευκαιρίες να σκοράρει με ένα δοκάρι και ένα χαμένο πέναλτι ανάμεσα σε αυτές. Το σκορ του τελικού άνοιξε για τους Ολλανδούς ο Ρούντ Γκούλιτ και αργότερα ο συμπαίκτης του στη Μίλαν Μάρκο φαν Μπάστεν σημείωσε το εντυπωσιακότερο τέρμα που έχει μπει ποτέ σε τελική φάση Euro. Ένα τέρμα θα γινόταν «σήμα» πολλών αθλητικών εκπομπών. Με αυτόν τον τρόπο και διαλύοντας κάθε αμυντικό πλάνο του Λομπανόφσκι το κύπελλο κατέληξε στα χέρια των Oλλανδών.

3η θητεία Ντιναμό Κιέβου

Τον Ιανουάριο του 1997 μετά από ένα πετυχημένο πενταετές πέρασμα από τις εθνικές ομάδες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Κατάρ επέστρεψε για τρίτη φορά στην αγαπημένη του Ντιναμό. Επέστρεψε φορτωμένος δολάρια αλλά και αρκετά προβλήματα υγείας τα οποία είχαν αλλάξει όλη του την εμφάνιση η οποία δεν θύμιζε σε τίποτα τον μέχρι πρότινος κομψό άνδρα. Ένα χρόνο αργότερα η πρωτοπόρος της Λα Λίγκα Μπαρτσελόνα των Φίγκο, Ριβάλντο και Γκουαρντιόλα γνωρίζει δυο συντριβές στη φάση των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ, 3-0 στο Κίεβο και 0-4 στον Καμπ Νου από μια ομάδα -άγνωστων μέχρι τότε- νεαρών Ουκρανών οι οποίοι τρέχανε, μαρκάρανε και σκοράρανε σαν δαιμονισμένοι. Την επόμενη σεζόν (1998-99) στους “8” της ίδιας διοργάνωσης, ήταν η σειρά της κάτοχου του τροπαίου Ρεάλ Μαδρίτης να «γνωρίσει» αυτούς τους νεαρούς. Με τρία συνολικά γκολ του Σεφτσένκο, 1-1 στη Μαδρίτη και 2-0 στο Κίεβο η Ντιναμό έδειξε ότι μπορεί να φτάσει ακόμα και στην κατάκτηση του τροπαίου. Αποκλείστηκε όμως με μεγάλη δυσκολία -ένα βήμα πριν τον τελικό- από τη Μπάγερν Μονάχου με 3-3 στην Ουκρανία και με 2-1 ήττα στη Βαυαρία. Το «Σιδηρούν παραπέτασμα» που χώριζε στα δύο την Ευρώπη είχε πέσει εδώ και μια δεκαετία έτσι οι παίχτες από την πρώην Σοβιετική Ένωση μπορούσαν να μεταγραφούν πλέον χωρίς κανένα πρόβλημα σε ομάδες του εξωτερικού. Ο Λομπανόφσκι δεν μπόρεσε να κρατήσει στο Κίεβο τους νεαρούς σταρ της ομάδας όπως είχε κάνει τα προηγούμενα χρόνια και να χτίσει την ομάδα που θα κατακτούσε το Τσάμπιονς Λιγκ. Έτσι Σεφτσένκο και Καλάτζε υπέγραψαν στη Μίλαν, ενώ οι Λούζνι και Ρεμπρόφ ταξίδεψαν για Λονδίνο σε Άρσεναλ και Τόττεναμ αντίστοιχα. Ο Λομπανόφσκι είχε πλέον πατήσει τα 60 και τα προβλήματα υγείας του πλήθαιναν συνεχώς, γι’ αυτό του είχε ζητηθεί να αποφεύγει τα μεγάλα ταξίδια με την ομάδα. Παρέμενε όμως πιστός στις αρχές που ακολουθούσε εδώ και τρεις δεκαετίες στοχεύοντας να να δημιουργήσει και την «τέταρτη γενιά πρωταθλητών» της Ντιναμό Κιέβου. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για τον Ουκρανό στις 7 Μαΐου του 2002 έπαθε καρδιακή προσβολή στο παιχνίδι κόντρα στη Μέταλουργκ Ζαποριζιέ. Δεν θα μπορέσει να επανέλθει και έξι μέρες αργότερα η καρδιά του θα σταματήσει να χτυπά. Στο κοιμητήριο Μπαïκόβ του Κιέβου θα χειροκροτηθεί για τελευταία φορά από εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου. Θεωρείται ήρωας και ένας από τους πατέρες του σύγχρονου Ουκρανικού κράτους ενώ έχει δεκάδες προσωπικές, διεθνείς άλλα και εθνικές διακρίσεις. Το γήπεδο της Ντιναμό Κιέβου έχει μετονομαστεί σε “Λομπανόφσκι Στάντιουμ”. Ήταν ο «ποδοσφαιρικός πατέρας» τριών κατόχων χρυσής μπάλας Μπλαχίν 1975, Μπελάνοφ 1986, Σεφτσένκο 2004. Ο τελευταίος το 2003 αμέσως μετά την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ από την Μίλαν -όπως και το 2004 μετά την κατάκτηση της χρυσής μπάλας– για να τον ευχαριστήσει πήγε τα δύο πολύτιμα τρόπαια στο τεράστιο μνημείο που έχει στηθεί προς τιμήν του «Λόμπα». Πραγματοποιώντας έτσι το τάμα του προς τον «προστάτη Άγιο» του και κλείνοντας με αυτόν τον τρόπο το λαμπρότερο κεφάλαιο του Ουκρανικού και γενικότερα του Σοβιετικού ποδοσφαίρου.

Το 1997 μία ομάδα νεαρών προπονητών από τη Ρωσία είχε πάει στις μεγάλες Ιταλικές πόλεις για εκπαιδευτικό ταξίδι και να παρακολουθήσει τις προπονήσεις ομάδων όπως η Γιουβέντους, η Μίλαν, η Ίντερ. Ο τότε τεχνικός της Γιουβέντους Μαρτσέλο Λίπι τους είπε καταλαβαίνω ότι μελετάτε τις μεθόδους προπόνησης των μεγάλων Ιταλικών συλλόγων και προπονητών αλλά κάποτε εμείς μελετούσαμε προπονητικές μεθόδους και προπονητές που προέρχονταν από τη δικής σας χώρας και ποιο συγκεκριμένα του Λομπανόφσκι.

Από νεαρή ηλικία, όταν ακόμα έπαιζε ποδόσφαιρο ο Λομπανόφσκι ήταν ανικανοποίητος και ήθελε όλα να λειτουργούν στην εντέλεια. Χαρακτηριστική έχει μείνει η ιστορία των πανηγυρισμών της κατάκτησης του πρωταθλήματος ΕΣΣΔ από την Ντιναμό Κιέβου το 1961, της οποίας ο «Λόμπα» ήταν από τους πρωταγωνιστές. Αυτό ήταν το πρώτο πρωτάθλημα που κατακτούσε ομάδα εκτός Μόσχας και τα πανηγύρια κράτησαν αρκετές ημέρες στο Κίεβο. Φυσικά οι ποδοσφαιριστές που ήταν και οι πρωταγωνιστές δεν θα μπορούσαν να λείπουν από αυτά. Σε μία εκδήλωση που παρευρισκόταν όλη η ομάδα της Ντιναμό υπήρχε κάποιος που δεν βρισκόταν και σε τόσο εύθυμη κατάσταση και ήταν ο 22χρονος τότε Λομπανόφσκι.  O Βολοντίμιρ Σαμπαλντίρ που ήταν επιφανές μέλος της επιστημονικής κοινότητας του Κιέβου και λάτρης του ποδοσφαίρου πήγε να τον συγχαρεί. Ο «Λόμπα» τον ευχαρίστησε και συνέχισε “Ναι κερδίσαμε το πρωτάθλημα…ε και; Το κερδίσαμε απλά επειδή οι αντίπαλοι μας ήταν χειρότεροι από εμάς, σε κάποια παιχνίδια ήμασταν πολύ κακοί, γενικά δεν είμαι ευχαριστημένος με την απόδοση μας“. Αργότερα όταν πάνω στην κουβέντα ο Σαμπαλντίρ τον ρώτησε “Ποία είναι το όνειρα σου σαν ποδοσφαιριστής”; Ο νεαρός επιθετικός του απαντά με την ίδια ακριβώς ερώτηση “Εσένα ποιο είναι το όνειρο σου σαν επιστήμονας“; Ο Σαμπαλντίρ που δεν περίμενε αυτή την ερώτηση από τον ποδοσφαιριστή του απαντά “Είναι να κάνω κάτι καλό στην επιστήμη…να συνεισφέρω στην βελτίωση της“. Ο Λομπανόφσκι τότε του λέει “Μόλις απάντησες ο ίδιος στην ερώτηση που μου έκανες“. Φανταστείτε οποιονδήποτε άλλο ποδοσφαιριστή αυτής της ηλικίας μετά από μία τόσο μεγάλη επιτυχία σε τι κατάσταση θα βρισκόταν εκείνη τη στιγμή και τι απάντηση θα έδινε σε αυτή την ερώτηση. Αυτός ο διάλογος δείχνει ξεκάθαρα ότι ο Ουκρανός από τα 20 του ήταν τόσο συνειδητοποιημένος που ήξερε ακριβώς τι ήθελε από τη ζωή. Δείγμα της οξυδέρκειας και του κριτικού τρόπου σκέψης του ήταν το γεγονός ότι το 1964 δεν θα διστάσει να έρθει και σε κόντρα με τον προπονητή της Ντιναμό και θεμελιωτή του 4-4-2 (μία εποχή που όλοι χρησιμοποιούσαν κυρίως το 3-2-5 και το 4-2-4) Βίκτορ Μασλόφ για θέματα τακτικής ξέροντας ότι έτσι έθετε τον εαυτό του εκτός ομάδας. Αρκετά χρόνια μετά βρισκόμενος και ο ίδιος στη θέση του προπονητή θα παραδεχόταν το τότε λάθος του.

Το σημείο καμπής στην καριέρα του Λομπανόφσκι αλλά και της εξέλιξης του ίδιου του αθλήματος ήταν το αντάμωμα του κάπου στο Κίεβο με τον στατιστικολόγο και καθηγητή φυσικής αγωγής Ανατόλι Ζελέντσοφ. Οι δύο τους φέρανε την «επανάσταση στο ποδόσφαιρο» εισάγοντας νέες ριζοσπαστικές μεθόδους προπόνησης κάνοντας το ποδόσφαιρο κυριολεκτικά επιστήμη. Χρησιμοποιώντας ορολογία πληροφορικής χαρακτηρίσανε το ματς σαν «σύστημα», την ομάδα σαν «υποσύστημα» τους παίχτες σαν «στοιχειά του συνόλου» και τις συνεργασίες των παιχτών «συνδέσεις». Με διάφορους πειραματισμούς, ασκήσεις στο γήπεδο αλλά και «επί χάρτου» βγάλανε το συμπέρασμα ότι με σωστή προετοιμασία είναι εφικτό ακόμα και να μηδενίσεις τις αντεπιθέσεις του αντιπάλου. Ενώ όταν ανακτάς τη μπάλα πρέπει με τη σειρά σου να αντεπιτεθείς από την αδύναμη πλευρά του –δηλαδή από την αντίθετη μεριά από την οποία σου εκδήλωσε επίθεση- λόγω της μικρής συγκέντρωσης παικτών του αντιπάλου θα έχεις ένα μεγάλο αριθμητικό πλεονέκτημα. Συχνά ο Σοβιετικός τεχνικός έλεγε “Πρέπει πάντα να είμαστε ένα βήμα μπροστά και αν ο αντίπαλος καταφέρει και προσαρμοστεί στην τακτική μας οφείλουμε αμέσως να την αλλάξουμε…γιαυτό και στη προπόνηση μας διδάσκουμε τόσους πολλούς αυτοματισμούς”. Πειθαρχία, καλή εξωγηπεδική ζωή, και πάνω από όλα η θυσία του «εγώ» για το καλό του συνόλου ήταν η βάση της επιτυχίας. Από κει και πέρα έλαβε δράση η επιστημονική προσέγγιση σε όλους τους τομείς της ομάδας. Ο Ζελέντσοφ εισήγαγε στο ποδόσφαιρο την λεπτομερή ανάλυση του αντιπάλου με χρήση βίντεο. Όπως επίσης και των παιχτών της ίδιας του της ομάδας αποτυπώνοντας με στατιστικά στοιχεία τη δουλειά που κάνουν στο γήπεδο σε εννιά βασικές κατηγορίες όπως ένταση, λάθη, αριθμό σπριντ, συμμετοχή στο παιχνίδι κλπ. Όλα αυτά ξεχωριστά για κάθε παίχτη αλλά και για όλη την ομάδα συνολικά. Την επόμενη μέρα των αγώνων αλλά και των προπονήσεων αυτά τα στατιστικά στοιχεία ήταν αναρτημένα σε πίνακα στα αποδυτήρια ώστε όλοι να μπορούν να δουν και να κρίνουν τις δικές τους επιδόσεις τους αλλά και αυτές των συμπαιχτών τους. Άλλη μία καινοτομία του Ζελέντσοφ ήταν η χρήση μίας οθόνης κάτι σαν φώτο-πλέι που οι παίχτες έκαναν τεστ για την εξάσκηση της μνήμης τους με εικόνες και σύμβολα των οποίων έπρεπε να απομνημονευόσουν τη θέση πριν αυτές εξαφανιστούν και αργότερα όταν εμφανιστούν στην κορυφή της οθόνης να τις ξαναβάλουν στην αρχική τους θέση. Όπως και τεστ για την μέτρηση των αντανακλαστικών τους αντιδράσεων όπου μία κουκίδα κινούταν με διάφορες ταχύτητες στην οθόνη και εκείνοι έπρεπε να πατήσουν το κουμπί όταν η κουκίδα βρίσκονταν (για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου) σε μία συγκριμένη θέση. Με τα διάφορα τεστ του ο Ζελέντσοφ προσδοκούσε στην βελτίωση της μνήμης και της ευφυίας των παιχτών ώστε να μπορούν να απομνημονεύουν και να εκτελούν το πλήθος των συστημάτων και συνδυασμών του Λομπανόφσκι μέσα στο γήπεδο. Μάλιστα μετά από χρόνια χρήσης αυτών των μεθόδων φτάσανε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να χάσει η ομάδα που τα λάθη της σε ένα παιχνίδι δεν ξεπερνάνε το 18% του συνόλου των ενεργειών της.

Για να τα εφαρμόσει όλα αυτά ο Λομπανόφσκι επέμεινε και κατάφερε στην κατασκευή υπερσύγχρονου προπονητικού κέντρου στο Κίεβο για τις μεγάλες απαιτήσεις της ομάδας. Όταν κατασκευάστηκε αυτό το προπονητικό κέντρο είχε πισίνα, θάλαμο χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης ώστε οι παίχτες να προπονούνται σε συνθήκες περιορισμένου οξυγόνου αυξάνοντας έτσι την αντοχή τους, υπερσύγχρονες ιατρικές εγκαταστάσεις, χώροι αποθεραπείας, αίθουσα προβολής βίντεο και άλλα πολλά. Για να βλέπει και μελετάει τους αντιπάλους της Ντιναμό στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις ο Λομπανόφσκι είχε στήσει το δικό «δίκτυο κατασκόπων». Οι οποίοι μέσω Τσεχοσλοβακίας και Ουγγαρίας του «γράφανε» τα παιχνίδια σε βιντεοκασέτες και του τα στέλνανε στο Κίεβο, γιατί εκείνη την εποχή το Σοβιετικό καθεστώς απαγόρευε την προβολή αγώνων από τα «διεφθαρμένα» πρωταθλήματα της δύσης.

Σαν σχηματισμό χρησιμοποιούσε κυρίως το 4-4-2 καταργώντας τον λίμπερο και εφαρμόζοντας άμυνα ζώνης σε ευθεία γραμμή με τα πλάγια μπακ να παίζουν όλη τη πλευρά και να βοηθούν ενεργά και στην επίθεση. Το πρέσινγκ γινόταν και από τις τρεις γραμμές που όμως δεν ξεκινούσε από πολύ ψηλά. Ενώ κατά την επίθεση εφάρμοζε άπλωμα του παιχνιδιού σε όλο το πλάτος του γηπέδου, με την ανάπτυξη να γίνεται περισσότερο παράλληλα πάρα κάθετα -κάτι σαν το Αμέρικαν Φούτμπολ- ώστε να συμμετέχει όλη η ομάδα. Στόχος του ήταν να δημιουργεί αριθμητικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου κατά την επίθεση της ομάδας του «βγάζοντας» στην επίθεση περισσότερους παίχτες. Σαν προπονητής ήταν ψυχρός και απόμακρος από τους παίχτες, το οποίο ήταν μέρος της τακτικής του και αυτό. Επιθυμούσε να αποβάλει το «συναίσθημα» και από τους ποδοσφαιριστές ώστε να μένουν προσηλωμένοι στο πλάνο του παιχνιδιού και να μην επηρεάζονται από τη ροή του αγώνα, φάλτσο-σφυρίγματα και «εχθρικές» έδρες. Έκρυβε τα συναισθήματα του, σπάνια έδειχνε πανικό στον πάγκο ενώ απέφευγε φωνές και έντονα ξεσπάσματα. Πολλοί ήταν οι παίχτες που δεν άντεξαν τις μεθόδους και υπερβολικές απαιτήσεις του Ουκρανού και έφυγαν πριν καν αγωνιστούν σε επίσημο παιχνίδι. Είχε όμως την ικανότητα να προσεγγίσει διαφορετικά τον κάθε παίχτη ενώ η πίεση που ασκούσε πάνω τους είχε να κάνει με τις αντοχές του καθενός. Η σχέση του με κάποιους παίχτες -όπως ο Μπελάνοφ- ήταν αυστηρά επαγγελματική ενώ αντίθετα με κάποιους άλλους ήταν όπως η σχέση πατέρα-γιού. Οι βασικοί λόγοι την που με την εθνική ομάδα -στις δύο πρώτες θητείες του- δεν είχε τις ίδιες επιτυχίες που είχε με την Ντιναμό Κίεβου ήταν δύο. Πρώτον γιατί δεν είχε αρκετό χρονικό διάστημα τους παίχτες στη διάθεση του ώστε να μπορέσουν να αφομοιώσουν τα συστήματά του. Και δεύτερον ήταν πολύ δύσκολο να περάσει τη νοοτροπία του σε «φτασμένους» παίχτες που ήταν «σταρ» στους συλλόγους που αγωνίζονταν. Η διαφορά αυτή φάνηκε το 1986 και το 1988 που είχε το «ελεύθερο» από την ομοσπονδία να χρησιμοποιήσει όποιους παίχτες ήθελε. Έτσι και εκείνος χρησιμοποίησε σχεδόν αυτούσια την ομάδα της Ντιναμό Κιέβου.

“Εξαιρετικός παίχτης σημαίνει 1% ταλέντο και 99% δουλειά….υπομονή και δουλειά”. Υψηλή ένταση, ταχύτητα, φυσική κατάσταση, αυτοματισμοί, λεπτομερής ανάλυση αντιπάλου, παράγωγη παιχτών από τις ακαδημίες και συνεχής βελτίωση των αδυναμιών των ποδοσφαιριστών. Αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν το σύγχρονο ποδόσφαιρο τα ίδια ακριβώς χαρακτήριζαν και τον Λομπανόφσκι πριν 50 χρόνια. Μονό που τότε τον ακολουθούσαν και άλλοι χαρακτηρισμοί όπως «αιρετικός», ότι κακοποιεί το άθλημα, ότι δεν αφήνει τους παίχτες να παίξουν ελεύθερα, ότι έχει αφαιρέσει τη φαντασία και το συναίσθημα από το σπορ και άλλα παρόμοια. “Το μέλλον στο ποδόσφαιρο είναι η καθολικότητα…δηλαδή όλοι οι παίχτες να κάνουν όλες τις δουλείες μέσα στο γήπεδο όλοι μαζί να αμύνονται όλοι μαζί να επιτίθενται ακόμη και ο τερματοφύλακας να μπορεί να ξεκινάει μια επίθεση με μια σωστή πρώτη μεταβίβαση της μπάλας’’. O Άγιαξ και η εθνική Ολλανδίας του Ρίνους Μίχελς της δεκαετίας του ‘70 έχει μείνει στην ιστορία σαν η ομάδα που «λανσάρισε» την καθολικότητα (ή Τόταλ Φούτμπολ) και την κατάργηση των θέσεων των παιχτών μέσα το γήπεδο. Την ίδια εποχή στην άλλη άκρη της Ευρώπης Τόταλ Φούτμπολ χωρίς συγκεκριμένες θέσεις των παιχτών στο γήπεδο παρουσίαζε και η Ντιναμό του Λομπανόφσκι χρησιμοποιώντας  διαφορετικές μεθόδους από αυτές του Ολλανδού, με μεγαλύτερη όμως παρεμβατικότητα του προπονητή στο παιχνίδι. Γιατί το καθολικό ποδόσφαιρο του Ουκρανού βασίζονταν στην προσήλωση στο σύστημα και στην επιστημονική προσέγγιση του παιχνιδιού. Σε αντίθεση με τον Ολλανδό συνάδελφό του που στηριζόταν περισσότερο στο αστείρευτο ταλέντο του Γιόχαν Κρόιφ και των συμπαικτών του και όχι στην τακτική και στην επίμονη στη λεπτομέρεια. Εξάλλου ο Ολλανδός έδινε αρκετές ελευθερίες στους παίχτες του μέσα στο γήπεδο κάτι που ακολούθησε αργότερα και ο «μαθητής» του Γιόχαν Κρόιφ σαν προπονητής. Αλλά ακόμη και σήμερα -πόσο μάλλον εκείνη την εποχή- είναι πιο εύκολο να προβάλεις στην κοινή γνώμη μία φαντεζί, γεμάτη «καλλιτέχνες» ομάδα που υποστηρίζει ένα ελεύθερο στυλ παιχνιδιού ενός Ολλανδού παρά μία πειθαρχημένη ομάδα που βασίζεται στη δύναμη του συνόλου, τους αυτοματισμούς και που την καθοδηγεί ένας Σοβιετικός. Το εντυπωσιακό όμως είναι παρά την εμμονή του Λομπανόφσκι στη δύναμη του συνόλου και την υποταγή του «εγώ» στο «εμείς» κατάφερνε να αναδεικνύει το ατομικό ταλέντο των παικτών του. Το έκανε μάλιστα σε τόσο μεγάλο βαθμό που «χάρισε» τη χρυσή μπάλα στον Όλεγκ Μπλαχίν το 1975, στον Ιγκόρ Μπελάνοφ το 1986 και στον Αντρέι Σεφτσένκο το 2004, που αν και ο τελευταίος αγωνιζόταν με τα «ροσσονέρι» της Μίλαν από το 1999 έχει πει πολλές φορές ότι όλα όσα έχει καταφέρει τα οφείλει στον «Λόμπα».

Το αποτύπωμα του στο σύγχρονο ποδόσφαιρο μπορούμε να το δούμε στο πέρασμα των χρόνων βλέποντας τον Άγιαξ του φαν Χάαλ της περιόδου 1994-1996, την Πόρτο του Μουρίνιο τις σεζόν 2002-03 και 2003-04, με τελευταίο και πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι αυτό της Λίβερπουλ του Κλοπ. Ομάδες που πετυχαίνουν εντυπωσιακά αποτελέσματα βασιζόμενες στις αγωνιστικές αρχές του Λομπανόφσκι. Ομάδες που στηρίζονται στη δύναμη του συνόλου, την πίεση στον αντίπαλο, τους αυτοματισμούς, που δείχνουν σε κάθε ματς τη σκληρή δουλειά που γίνεται στην προπόνηση και δεν εξαρτώνται αποκλειστικά στις ακριβές μεταγραφές, στο ατομικό ταλέντο και την διάθεσή συγκεκριμένων παιχτών της ομάδας.

Στην τηλεόραση πολλές φορές βλέπουμε πλάνα από προπονήσεις ομάδων κάποιους νεαρούς με τη φόρμα του συλλόγου να κρατάνε ένα τάμπλετ (ή κάποια άλλη έξυπνη συσκευή) στο χέρι να συζητάνε με τους προπονητές και να παρακολουθούνε την προπόνηση. Ή ακόμα και κατά τη διάρκεια ενός αγώνα κάποιος να βρίσκεται στη άκρη του πάγκου με ένα λάπτοπ στηριγμένο στα γόνατά του να έχει στραμμένη όλη του την προσοχή σε αυτό, αδιαφορώντας για το τι γίνεται γύρω του… χωρίς όμως να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία σε όλα αυτά. Ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε ομάδας υπάρχει μία στρατιά αναλυτών, σκάουτερς, γυμναστών, διατροφολόγων και άλλων ειδικών που μετράνε και αναλύουν και την παραμικρή κίνηση του κάθε παίχτη. Όλοι αυτοί φροντίζουν να παρέχουν λεπτομερέστατη πληροφόρηση στους προπονητές της ομάδας για τον επόμενο αντίπαλο αλλά και για τους δικούς τους παίχτες ώστε να μπορέσει να γίνει η καλύτερη δυνατή προετοιμασία για το επόμενο ματς. Ακόμα μέσω ειδικών εφαρμογών στέλνονται στο κινητό των παιχτών αναλυτικά τα στοιχεία για τον τρόπο παιχνιδιού του επόμενου τους αντιπάλου ώστε αυτοί να μπορέσουν να τα μελετήσουν και από το σπίτι τους. Να μην ξεχνάμε επίσης και τις «κάρτες» με τα στατιστικά στοιχεία των αντιπάλων ομάδων ή ενός συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή που παρουσιάζονται κατά την διάρκεια και το τέλος ενός παιχνιδιού τα οποία μας δίνουν με μία ματιά την εικόνα του αγώνα. Μπορεί όλα αυτά τα στοιχεία να θεωρούνται δεδομένα στο σύγχρονου ποδόσφαιρο για τον παίχτη, τον προπονητή, τον φίλαθλο όμως χωρίς τη συμβολή του Λομπανόφσκι και του Ζελέντσοφ δεν θα είχαν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό. Έτσι την επόμενη φορά που θα δούμε την «κάρτα» με τα στατιστικά στοιχεία, τον άνθρωπο που κάθεται στον πάγκο προσηλωμένο σε ένα τάμπλετ ή την ανάλυση ενός ντέρμπι από διαφόρους «τηλέ-ειδικούς» των αθλητικών εκπομπών θα ξέρουμε από ποίους, πότε, και πού ξεκίνησαν όλα αυτά.

Πηγή: The Art of Football

Pin It on Pinterest

Shares
Share This