Επιλογή Σελίδας

Του Θάνου Σαρρή

Πέρασαν τρεις μήνες από τη μέρα εκείνη, που οι ουρανοί άνοιξαν για να υποδεχθούν τον ποδοσφαιρικό τους εκπρόσωπο επί γης. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα τελικά νικήθηκε, όσο κι αν κάποιοι πίστευαν ότι θα ζει για πάντα. Ανάμεσά τους, ο Μαρτίν Παλέρμο. Ο επιθετικός που έγινε θρύλος στην Μπόκα, ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στους Σενέισες. Και συνδέθηκε με έναν μαγικό τρόπο με το χρυσό παιδί από τη Βίγια Φιορίτο.

Ο Παλέρμο έκανε το όνειρο του πραγματικότητα και γνώρισε από κοντά τον Ντιέγκο, έπαιξε μαζί του, ταξίδεψε στο Μουντιάλ υπό τις οδηγίες του. Η μακροσκελής επιστολή του στο Players Tribune είναι όλα όσα σημαίνει ο Μαραντόνα για μια ολόκληρη χώρα, για μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που μεγάλωσαν και ονειρεύτηκαν βλέποντας τον Ντιεγκίτο να μαγεύει.

Κάναμε την απόδοση στα ελληνικά και την παραθέτουμε ολόκληρη, να θυμίζει σε όλους πως ο θεός θα είναι πάντα εδώ…

Τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή του Ντιέγκο, ήταν στο ξεκίνημα του προηγούμενου έτους, όταν είχα επιστρέψει στην Αργεντινή μετά την Πατσούκα, τον σύλλογο που προπονούσα στο Μεξικό. Όταν το τηλέφωνό μου χτύπησε και είδα ποιος είναι, ειλικρινά, εξεπλάγην, επειδή δεν πίστευα ότι ο Ντιέγκο είχε χρόνο για τηλεφωνήματα όπως αυτό, εκείνη τη στιγμή. Εννοώ ότι, απλά το να είσαι ο Ντιέγκο μαραντόνα, ήταν μια δουλειά που έπρεπε να κάνει 24/7, καταλαβαίνετε; Τον ακολουθούσαν παντού οι οπαδοί και οι δημοσιογράφοι για όλη του τη ζωή. Θα πρέπει να ήταν εξαντλητικό. Όμως τότε προπονούσε επίσης την Χιμνάσια ι Έσγριμα Λα Πλάτα, μια ομάδα στην πρώτη κατηγορία της Αργεντινής. Οπότε, παρότι ήξερα ότι ο Ντιέγκο είχε μεγάλη καρδιά, πραγματικά πίστευε ότι είχε ήδη πολλά να κάνει.

Αλλά έκανα λάθος. Κάπως, βρήκε τον χρόνο να με καλέσει. Ήμασταν κοντά για αρκετό καιρό, αλλά δεν είχαμε δουλέψει μαζί για σχεδόν μια δεκαετία. Αλλά φυσικά, όπως πάντα με τον Ντιέγκο, δεν είχε να κάνει με δουλειά. Για εκείνον ήταν πάντα προσωπικό.

Είπε: «Γεια σου Μαρτίν, πώς είσαι; Πώς είναι η οικογένειά σου; Πότε θα έρθεις για ένα μπάρμπεκιου;»

Λοιπόν, αυτός ήταν ο Ντιέγκο. Ήξερε ότι η παρουσία του ήταν σημαντική για τους ανθρώπους που βρίσκονταν τριγύρω του και απλά ήθελε να ξέρω ότι ήταν εκεί για οτιδήποτε χρειαζόμουν. Ήταν πάντα έτσι. Πάντα νοιαζόταν, πάντα αναζητούσε να δει τι κάνεις. Και πάντα εμφανιζόταν εκεί που δεν το περίμενες.

Κάτι ακόμα που πρέπει να καταλάβετε είναι ότι ο Ντιέγκο δεν ήταν έτσι μόνο με εμένα. Όχι, όχι. Ήταν έτσι με όλους εκείνους για τους οποίους νοιαζόταν πραγματικά. Ο τρόπος που σε έκανε να αισθάνεσαι… είχε μια προσωπική ζεστασιά κι αυτό ήταν απίστευτο.

Κι αυτός είναι ο λόγος που ακόμα δεν έχω πιστέψει το γεγονός ότι έφυγε.

Έχουν περάσει πλέον τρεις μήνες από τη μέρα που ο Ντιέγκο μάς άφησε. Όταν άκουσα τα νέα, αμέσως έστειλα μήνυμα σε έναν φίλο δημοσιογράφο που ήξερα ότι είναι κοντά του. «Είναι αλήθεια;». Απάντησε: «Ναι…». Τη στιγμή αυτή, απλά δεν το πιστεύεις. Καταλαβαίνετε; Θυμάσαι πόσες φορές ο Ντιέγκο ήταν σε ανάλογες καταστάσεις, που ήταν στο νοσοκομείο και οι φήμες περί θανάτου εξαπλώνονταν και λες “όχι, αποκλείεται, είναι απλά ισχυρισμοί, μάλλον δεν είναι τίποτα”. Και στο τέλος, πραγματικά δεν είναι τίποτα. Ο Ντιέγκο πάντα τα καταφέρνει. Ο Μαραντόνα πάντα επιβιώνει. Συνέβη τόσες φορές. Οπότε, πιστεύεις ότι είναι ακόμα μία.

Αλλά τα νέα για την ανάκαμψή του δεν φτάνουν ποτέ.

Αγχωνόμουν περισσότερο όσο περίμενα. Έστειλα ακόμα και στην Κλαούντια, την πρώην σύζυγό του, για να μάθω αν ήταν αλήθεια. Μου είπε ότι ήταν. Αλλά και πάλι δεν το πιστεύεις. Το μυαλό σου αρνείται να το αποδεχθεί. Για μένα, ο Ντιέγκο θα ήταν πάντα εκεί. Είχα πειστεί ότι θα φτάσει εκατό χρονών.

Και τώρα, όσο οι μέρες περνούν, ακόμα έχω την αίσθηση ότι δεν είναι αλήθεια.

Φυσικά, ο Ντιέγκο είναι ακόμα εδώ.

Πιθανόν να τον συναντήσεις κάποια στιγμή.

Ξέρω ότι μιλώ εξ ονόματος πολλών Αργεντινών όταν λέω ότι δυσκολεύομαι να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς τον Μαραντόνα. Από όταν ήμουν παιδί ήταν πάντα παρών, άφθαρτος. Όταν τον είδα να παίζει στο Μουντιάλ του 1986, κατάλαβα τι σημαίνει για τον κόσμο και τι σημαίνει για εμάς. Ο Ντιέγκο άλλαξε ολόκληρη την οπτική μου για το τι είναι το ποδόσφαιρο.

Ακόμα τον βλέπω ως μια αντιπροσωπευτική μορφή για αυτά που αισθάνομαι για το ποδόσφαιρο. Δεν βγάζει νόημα; Αφήστε με να σας εξηγήσω. Ήμουν 12 ετών στο Μουντιάλ του ’86, οπότε έπαιζα ποδόσφαιρο με τους φίλους μου στις πλατείες της γειτονιάς όλη μου τη ζωή. Υπάρχει, στην πραγματικότητα, μια φωτογραφία μου ως νήπιο, που κάνω τα πρώτα μου βήματα και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κλοτσήσω μια μπάλα. Αλλά πάντα ήμουν πολύ συγκρατημένος. Δεν μιλούσα πολύ με τον πατέρα μου για το ποδόσφαιρο, πιθανότατα για τίποτα. Επέστρεφα από ένα ματς και με ρωτούσε: “Πώς πήγε;”

Έλεγα: “καλά, κερδίσαμε 2-0”.

Απαντούσε: “Ωραία, έβαλες γκολ;”

Τότε συνέχιζα: “Α, ναι, σκόραρα μια φορά”.

Και αυτό ήταν. Δεν έπεφτα στα γόνατα στο δωμάτιο μου φωνάζοντας “Νικήσαμε και έβαλα γκολ!”. Το κρατούσα για μένα.

Αλλά ακόμα θυμάμαι αυτό το φανταστικό συναίσθημα που αισθανόμουν όταν έπαιζα ποδόσφαιρο. Και όταν είδα τον Μαραντόνα το 1986, αυτά τα συναισθήματα πολλαπλασιάστηκαν. Παρακολουθούσα τους αγώνες με τους γονείς και τον αδερφό μου στο σαλόνι μας και είδα τον Ντιέγκο να απογειώνει το ποδόσφαιρο σε επίπεδο που ποτέ δεν φανταζόμουν ότι είναι εφικτό. Τα γκολ, η δόξα, το πάθος. Αυτό ήταν το ποδόσφαιρο. Όταν βγήκαμε στους δρόμους να γιορτάσουμε την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου, ήξερα ότι ήταν η σπουδαιότερη έκφραση ικανοποίησης, απόλαυσης, που το ποδόσφαιρο μπορούσε ποτέ να προκαλέσει. Και η πηγή όλων αυτών των συναισθημάτων ήταν ο Μαραντόνα.

Φυσικά, κατάλαβα ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να προκαλέσει και πόνο. Όταν ξεκινάς ως παιδί, παίζεις απλά για τη διασκέδαση και κανείς δεν σε αναγκάζει να κάνεις κάτι. Αλλά όταν γίνεσαι επαγγελματίας, καταλαβαίνεις ότι η εντύπωση που είχες θα αλλάξει. Ήταν ένα όνειρο για εμένα να πάω στην Εστουδιάντες Λα Πλάτα, την ομάδα που υποστήριζα από παιδί, την ομάδα του πατέρα και του αδερφού μου. Όλη η οικογένειά μου είναι από τη Λα Πλάτα. Αλλά επίσης ξεκίνησα να αντιμετωπίζω τραυματισμούς, εμπόδια και ενοχλήσεις. Και για μια ακόμα φορά, αυτή η αίσθηση της λύπης ήταν κάτι που ο Ντιέγκο μετέδιδε καλύτερα από κάθε άλλον.

Στην πραγματικότητα, η στιγμή που αισθάνθηκα πιο κοντά στον Ντιέγκο, χωρίς να τον έχω συναντήσει από κοντά, ήταν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 στις ΗΠΑ, όταν τον έδιωξαν από το τουρνουά και έλεγε ότι ήταν σαν να του έκοψαν τα πόδια. Ήμουν 20 χρονών και είχα κάνει το ντεμπούτο μου δύο χρόνια νωρίτερα. Το να τον βλέπω εκεί, να αισθάνομαι τον πόνο του, ξύπνησε ένα νέο είδος λατρείας προς εκείνον. Όταν τον είδα να κλαίει, ήθελα να κάνω το ίδιο. Είναι πραγματικά δύσκολο να περιγράψω τι αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ένιωσα περισσότερο συνδεδεμένος μαζί του από πριν. Ήταν ο Μαραντόνα, ήταν ο Θεός, αλλά ήταν επίσης τόσο ανθρώπινος.

Δεν περίμενα ότι θα φτάσω τόσο κοντά του. Απλά το να τον συναντήσω ήταν ένα όνειρο, που έγινε πραγματικότητα. Η πρώτη φορά ήταν όταν παίξαμε με την Εστουδιάντες στην έδρα της Μπόκα, τον Αύγουστο του 1996. Ήμασταν και οι δύο αρχηγοί, οπότε συναντηθήκαμε στο κέντρο του γηπέδου πριν τη σέντρα. Μετά το στρίψιμο του νομίσματος, βρήκα το κουράγιο να του πω: “Ντιέγκο, όταν τελειώσει το παιχνίδι μπορείς να μου δώσεις τη φανέλα σου;” Πρέπει να ακούστηκα σαν νεαρός οπαδός του. Και ήμουν! Αλλά ακούστε τι συνέβη. Νικήσαμε, πέτυχα δύο γκολ και όταν τελείωσε το παιχνίδι έστειλα τον φροντιστή να αναζητήσει τη φανέλα. Ο Ντιέγκο μου την έστειλε.

Λίγους μήνες αργότερα, ο Μαραντόνα ζήτησε από τον Μαουρίτσιο Μάκρι, τον πρόεδρο της Μπόκα, να με αποκτήσει από την Εστουδιάντες. Αυτό συνέβη το 1997 και για μένα ήταν τιμή να πάω στην Μπόκα. Η ομάδα ήταν απίστευτη. Ο Ντιέγκο ήταν εκεί, ο Κλαούντιο Κανίγια, ο Ντιέγκο Λατόρε, ο Ναβάρο Μοντόγια, ο Νέστορ Φάμπρι, τα αδέρφια Μπάρος Σκελότο. Αλλά ο σύλλογος περνούσε μια δύσκολη περίοδο από πλευράς τίτλων. Οπότε οι οπαδοί δεν ήταν χαρούμενοι. Και παρόλα αυτά, με τον Ντιέγκο εκεί, όλα ήταν ήρεμα. Η παρουσία του κατά κάποιο τρόπο είχε καλύψει τα πάντα.

Ακόμα σκέφτομαι πόσο ευλογημένος είμαι που μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω δίπλα του, τους τελευταίους μήνες της καριέρας του. Προφανώς ποτέ δεν είχα τη δυνατότητα να τον απολαύσω στις δόξες του, στα 80ς, να βρεθώ δίπλα του στη Νάπολι, εκεί όπου ήταν ένας άλλος Μαραντόνα. Αλλά ακόμα σου προκαλούσε δέος. Ερχόταν στην προπόνηση κι ήταν σαν τα πάντα να σταματούσαν. Εμείς χαζεύαμε τι έκανε με την μπάλα, ή απλά καθόμασταν εμβρόντητοι ενώ εκτελούσε ένα ακόμα φάουλ με φάλτσα στην πάνω γωνία. Δεν υπερβάλω. Μπορούσε στην κυριολεξία να στείλει την μπάλα όπου ήθελε.

Την ίδια στιγμή, ο Ντιέγκο δεν ήταν μόνο ταλέντο. Το να παίζεις μαζί του, ή απλά το να βρισκόσουν δίπλα του, σε γέμιζε με ένα ιδιαίτερο είδος σιγουριάς. Το τελευταίο του παιχνίδι ήταν ένα superclasico ενάντια στη Ρίβερ στο Μονουμεντάλ. Όταν βγήκε στον αγωνιστικό χώρο, μπορούσες να δεις πόσο το απολαμβάνει. Δυστυχώς, έπρεπε να αποχωρήσει στο ημίχρονο τραυματίας, αλλά εγώ πέτυχα το νικητήριο γκολ, οπότε τελείωσε με διπλούς πανηγυρισμούς: Έναν για το γκολ μου και έναν για το τελευταίο του ματς. Τραγουδήσαμε και χορέψαμε, βγήκαμε έξω για φαγητό. Το να ζήσεις μια τέτοια στιγμή με οποιονδήποτε, σημαδεύει τη ζωή σου. Το να το κάνεις με το Ντιέγκο… ήταν πολύ, πολύ ιδιαίτερο.

Όλη η περίοδος με τον Ντιέγκο πέρασε πολύ γρήγορα. Ήταν μόνο μερικοί μήνες και κοιτάζοντας πίσω, ίσως έπρεπε να το απολαύσω περισσότερο. Ο Ντιέγκο ήξερε ότι είναι κοντά στο τέλος, αλλά συνέχισε να παλεύει μέχρι αυτό να έρθει. Έδινε τα πάντα για την ομάδα με κάθε τρόπο. Ακόμα και όταν ήταν τόσο κοντά στο τέλος, όταν το σώμα του με δυσκολία πια υπάκουε, μπορούσε να πιέσει τον εαυτό του στο όριο. Πάντα ήθελε να είναι εκεί για σένα.

Είναι σαν αυτές τις ταινίες για τους πολεμιστές. Ο πολεμιστής μάχεται ενάντια σε όλα και σε όλους, αλλά δεν το κάνει για τον ίδιο. Το κάνει για το καλό των άλλων. Με αυτόν τον τρόπο έβλεπα τον Μαραντόνα. Ως ατομικότητα, ήταν ένας καλλιτέχνης. Ως συμπαίκτης, ήταν ένας μονομάχος.

Όταν ο Ντιέγκο σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ήταν γιατί έπρεπε να το κάνει. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να πιέσει άλλο τον εαυτό του. Ότι το σώμα του είχε περάσει πολλά. Τα είχε δώσει όλα.

Έπειτα, ξεκινήσαμε να έχουμε ένα διαφορετικό είδος σχέσης. Μας ένωνε η Μπόκα και ενώ εγώ έπαιζα ακόμα, εκείνος επέστρεψε ως διευθυντής. Ξεκινήσαμε να αλληλοεπιδρούμε περισσότερο. Και τότε ήταν που ξεκινήσαμε να ερχόμαστε πραγματικά κοντά σε προσωπικό επίπεδο.

Δείξαμε ότι ο ένας σήμαινε πολλά για τον άλλον. Ήρθε στο γάμο μου. Όταν έχασα τον νεογέννητο γιο μου, ήταν εκεί. Και όταν περνούσε δύσκολες στιγμές, ήμουν κοντά στην οικογένειά του.

Ποτέ δεν πίστευα ότι θα δουλέψουμε ξανά μαζί. Ούτε πίστεψα ότι θα βρω την ευκαιρία να πάω σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο μαζί του. Δεν είχα παίξει στην Εθνική Αργεντινής από το 1999. Έπειτα, το 2008, όταν ήμουν 34, έπαθα ζημιά στον πλάγιο χιαστό του δεξιού μου ποδιού. Σε αυτό το σημείο δεν ήξερα καν αν θα ξαναπαίξω ποδόσφαιρο.

Αλλά κατάφερα να το ξεπεράσω στις αρχές του 2009 και ο Ντιέγκο, σαν από πεπρωμένο, είχε αναλάβει την εθνική ομάδα. Στη συνέχεια ξεκίνησε να βασίζεται σε παίκτες που έπαιζαν στην Αργεντινή και όχι σε εκείνους που είχαν βάση την Ευρώπη. Ξαφνικά, με κάλεσε. Δεν είχα φορέσει τη φανέλα της εθνικής για μια δεκαετία και ξαφνικά, ο Ντιέγκο ξεκίνησε να μου δίνει παιχνίδια.

Ενώ πλησιάζαμε στο τέλος των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου, κατάλαβα ότι θα είμαι στην αποστολή.

Τρέχουμε τον χρόνο στον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, όταν χρειαζόμασταν νίκη επί του Περού στον προτελευταίο αγώνα των προκριματικών για να φτάσουμε στο Μουντιάλ. Στην Αργεντινή υπήρχε κρίση. Το να μην κερδίσεις το Παγκόσμιο Κύπελλο, είναι αρκετά κακό από μόνο του. Να μην φτάσεις καν εκεί; Απαράδεκτο. Παίζαμε πραγματικά με το μαχαίρι στο λαιμό.

Οπότε, αντιμετωπίζουμε το Περού στο Μπουένος Άιρες και βρέχει καταρρακτωδώς. Ο καιρός είναι βιβλικός. Σκοράρουμε πρώτοι. Δόξα τω Θεώ, μας αρκούσε μια νίκη με 1-0. Το Περού όμως ισοφαρίζει λίγο πριν τη λήξη. Καταστροφή. Ήμασταν τελειωμένοι. Αντιός, Παγκόσμιο Κύπελλο. Κάποιοι φίλαθλοι έφευγαν από το γήπεδο τρελαμένοι και εκνευρισμένοι. Και ο Ντιέγκο, που είχε δεχθεί αυστηρή κριτική από τον Τύπο για τις τακτικές του, για το ότι είχε καλέσει έναν γερασμένο επιθετικό που όλοι θεωρούσαν στα τελευταία του, ήταν, επίσης, τελειωμένος.

Αλλά στις καθυστερήσεις κερδίζουμε ένα κόρνερ. Η μπάλα φτάνει στην περιοχή και με κάποιο τρόπο προσγειώνεται μπροστά μου και απλά την στέλνω στα δίχτυα. Γκολ. Έτρεχα γύρω-γύρω στη βροχή σαν τρελός, οι συμπαίκτες μου έτρεχαν ξοπίσω μου. Το στάδιο εξερράγη. Ο Ντιέγκο έκανε σπριντ στον αγωνιστικό χώρο, απογειώθηκε στον αέρα και προσγειώθηκε με το στήθος στο βρεγμένο γρασίδι. Τι στιγμή. Τι νύχτα!

Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αν η ζωή μου ήταν μια ταινία και η πρώτη σκηνή ήταν μια εικόνα μου ως παιδί να κλωτσάω την μπάλα, τότε το τέλος, πριν πέσουν οι τίτλοι, θα ήταν να πανηγυρίζω αυτό το γκολ στη βροχή.

Αυτή η νίκη έδεσε πολλά πράγματα. Όπως τη φιλία μου με τον Ντιέγκο και την πίστη που είχε σε μένα. Χωρίς να αναφέρω ότι όταν η Αργεντινή προκρίθηκε στο Μουντιάλ του 1986, επίσης είχε πετύχει ένα γκολ στο τέλος ενός αγώνα με το Περού στα προκριματικά.

Ήταν όλα απλά μια σύμπτωση; Δεν νομίζω. Πιστεύω ότι υπάρχει μια σύνδεση.

Όταν σκοράρεις ένα νικητήριο γκολ σαν αυτό, ξεκινάς να ονειρεύεσαι το πραγματικό Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν είχα βρεθεί ποτέ εκεί. Τώρα ο Ντιέγκο ετοιμαζόταν να ανακοινώσει την τελική αποστολή και η αβεβαιότητα αιωρούνταν στον αέρα για μήνες. Δεν είχα ιδέα αν θα με πάρει μαζί του. Μια στο τόσο με έπαιρνε τηλέφωνο και με ρωτούσε πώς είμαι. Έπειτα, λίγο πριν την ανακοίνωση, με κάλεσε και είπε: “Μάρτιν, εμφανίσου τη Δευτέρα. Θα πας στο Παγκόσμιο Κύπελλο”.

Μπορώ ακόμα να θυμηθώ τη φωνή του σε αυτό το τηλεφώνημα, σαν να ήταν χτες.

Και μόνο ευγνώμων μπορούσα να ήμουν. Έλεγα “Ευχαριστώ πολύ Ντιέγκο, σε ευχαριστώ για την ευκαιρία”. Τα λόγια μου προς εκείνον ήταν πάντα ευγνωμοσύνης. Το ίδιο και όταν σκόραρα απέναντι στο Περού. Μια αγκαλιά και ένα ευχαριστώ. Έτσι ήταν.

Ήξερα ότι δεν θα έπαιζα βασικός. Ήμουν 36 ετών όταν ταξίδεψα στη Νότια Αφρική και είχαμε παίκτες όπως ο Λιονέλ Μέσι και ο Κάρλος Τέβες, οπότε το σεβόμουν. Αλλά στο τελευταίο παιχνίδι των ομίλων, απέναντι στην Ελλάδα, είχαμε ήδη προκριθεί, οπότε ο Ντιέγκο με έβαλε για τα τελευταία 10 λεπτά. Η πρώτη μου εμφάνιση σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Και σκόραρα. Σκόραρα με την οικογένειά μου στις κερκίδες. Τον αδερφό μου, τον μεγάλο γιο μου, τη σύζυγό μου. Ήταν μια από τις πιο χαρούμενες στιγμές της καριέρες μου και μία από αυτές που συνέδεσαν όλα αυτά τα πράγματα. Ένιωσα σαν η καριέρα μου να είχε κάνει έναν πλήρη κύκλο.

Το να παίζεις για τον Ντιέγκο ήταν μια ιδιαίτερη εμπειρία. Αυτό που εκπροσωπούσε για εμάς, ο τρόπος που μας έκανε να αισθανόμαστε, ήταν πολύ δυνατός. Ήταν πέρα από τις τακτικές. Απλά σε γέμιζε αυτοπεποίθηση. Όταν περάσαμε στους “16”, πιστεύαμε πραγματικά ότι θα πάρουμε το τρόπαιο. Επειδή έτσι εξελίσσονταν τα πράγματα με τον Ντιέγκο. Είχε κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο ως παίκτης. Το μόνο που του έλειπε ήταν να το πάρει ως προπονητής και τώρα ήταν εκεί μαζί μας. Όλα έβγαζαν νόημα. Έμοιαζε προδιαγεγραμμένο.

Οπότε ναι, το ότι δεν κατακτήσαμε εκείνο το Μουντιάλ ήταν μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις μου, τόσο όσον αφορά την καριέρα μου, όσο και τη σχέση μου με τον Ντιέγκο.

Λέγοντας αυτό, οι αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο με την Εθνική Ομάδα δεν θα με αφήσουν ποτέ. Στην πραγματικότητα, έχω κάτι μικρό να μου τις θυμίζει. Ο Ντιέγκο φορούσε εκείνα τα φανταχτερά σκουλαρίκια που τον έκαναν να δείχνει σαν να φωτίζει ολόκληρο το μέρος. Οπότε, πριν από ένα παιχνίδι, θυμάμαι να του λέω: “Αν σκοράρω αύριο, μου δίνεις το σκουλαρίκι σου”. Αστειευόμουν, φυσικά, αλλά την επόμενη μέρα σκόραρα και μου το έδωσε.

Ακόμα έχω το σκουλαρίκι αυτό. Είναι κάπου ασφαλές, σαν μικρός θησαυρός.

Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, η ζωή του Ντιέγκο είχε σκαμπανεβάσματα. Αυτό που πρέπει να καταλάβει ο κόσμος είναι πως είναι δύσκολο να είσαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής ή προπονητής. Και ήταν ακόμα δυσκολότερο να είσαι ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Πολύ δυσκολότερο. Κάθε προσπάθεια να είσαι ένας “κανονικός” ‘άνθρωπος πήγαινε στράφι. Τον ακολουθούσαν 24 ώρες την ημέρα, τον λάτρευαν, τον παρενοχλούσαν και του έκαναν επιθέσεις. Δεν μπορούσε καν να κατέβει στον δρόμο ήρεμος. Πώς περιμένεις από κάποιον να έχει μια φυσιολογική ζωή έτσι;

Αν θα μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, θα έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου να βοηθήσω τον Ντιέγκο τα τελευταία του χρόνια. Θα προσπαθούσε να του προσφέρω μια ζωή περισσότερο φυσιολογική, περισσότερο αληθινή. Ήθελα να τον δω να γερνάει. Αλλά το να βοηθήσεις τον Ντιέγκο ήταν δύσκολο και πολλοί άλλοι προσπάθησαν να το κάνουν. Είναι δύσκολο να γνωρίζεις τι πραγματικά του συνέβη. Δεν μου άρεσε ο τρόπος που έπρεπε να ζει τα τελευταία δύο του χρόνια. Χειροτέρεψε τόσο πολύ, τόσο πνευματικά, όσο και σωματικά. Δεν ήταν ο Μαραντόνα που μου άρεσε να βλέπω.

Αυτό που μετανιώνω περισσότερο από όλα είναι ότι έμεινε τόσο μόνος. Δεν τον φρόντισαν. Δεν είχε την ευκαιρία να ζήσει του ζωή που του άξιζε, για το ποιος ήταν.

Δεν κρίνω ποτέ τον Ντιέγκο. Έκανε κάποια λάθη, σίγουρα, όλοι το ξέρουμε, αλλά έζησε τη ζωή του και αυτό ήταν. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι αυτό που ήταν ο Ντιέγκο για μένα και πώς με έκανε να αισθάνομαι. Είναι δύσκολο αν το περιγράψω, κυρίως σε ποδοσφαιρικό πλαίσιο, αλλά γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι ο Θεός υπάρχει, μεταξύ των οποίων κι εγώ, ο Ντιέγκο ήταν κάτι παρεμφερές στο ποδόσφαιρο. Ο Θεός υπάρχει σε όλα όσα εκπροσωπεί. Για μένα, συμβαίνει το ίδιο με τον Ντιέγκο στο ποδόσφαιρο.

Δεν ξέρω πότε θα αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Ίσως σε κάποιο σημείο να αποδεχθώ ότι ο Ντιέγκο έφυγε, με τον ίδιο τρόπο που αποδέχθηκα τον θάνατο του γιου μου. Πρέπει να διασχίσω αυτή τη γέφυρα και να πω, “δεν είναι εδώ. Δεν πρόκειται να τον δω ξανά”.

Αλλά δεν έχω φτάσει ακόμα σ’ αυτό το σημείο. Είναι τόσο επίπονο, τόσο σουρεαλιστικό.

Για μένα, ο Ντιέγκο είναι ακόμα εδώ. Ο θεός υπάρχει ακόμα.

Και κατά έναν τρόπο, πάντα θα υπάρχει.

Πηγή: Fanatico

Pin It on Pinterest

Shares
Share This