Επιλογή Σελίδας

Ο Μιχάλης Τσόχος προσπαθεί να απαντήσει σε όλα τα καυτά ερωτήματα από το ποιος βάζει τα λεφτά, μέχρι το τι θα κάνει ο Κλοπ, γράφει για όλα όσα προσπαθούν να πετύχουν οι δύο πλευρές, για τις ζημιές και τα «κέρδη» που ήδη καταγράφονται και για το σενάριο του ελληνικού ποδοσφαίρου… 

Το πρώτο σημαντικό και με μεγάλη απήχηση ματς που διεξήχθη την πρώτη ημέρα του «football war», ήταν το Λιντς – Λίβερπουλ. Οι συνέπειες μόλις 24 ώρες μετά την έναρξη του πολέμου, ήταν δραματικές. Δεν αναφέρομαι μόνο στις αντιδράσεις των οπαδών έξω από το γήπεδο, ή στις μπλούζες που φόρεσαν οι παίκτες της Λιντς, ούτε στο «προσβλητικό» tweet, του επίσημου λογαριασμού της Λιντς, η οποία αρνήθηκε να αναφέρει τη Λίβερπουλ με το όνομά της, αλλά την ανέφερε ως μία από τις ομάδες της European Super League, αναφέρομαι κυρίως στο νόημα που είχε αυτή η αναμέτρηση. Μέχρι την Κυριακή το απόγευμα, αυτό το ματς θα ήταν ένα από τα πλέον κρίσιμα της σεζόν για την Λίβερπουλ, αλλά την Δευτέρα το βράδυ δεν είχε καμία ουσία και καμία σημασία.

Αυτό είναι το πρώτο και πιθανότατα και το μεγαλύτερο πλήγμα για το ποδόσφαιρο, αν επικρατήσει το σενάριο της European Super League. Θα γεμίσουν τα εγχώρια πρωταθλήματα και κατ’ επέκταση το ποδόσφαιρο και οι οθόνες μας από «αδιάφορα» ματς. Εκατοντάδες αδιάφορα ματς, κάθε χρόνο, δεκάδες κάθε εβδομάδα. Πάρτε για παράδειγμα την Premier League. Τα τελευταία χρόνια μεγάλωσε την απήχηση και την εμπορική της αξία, όχι λόγω της μάχης για την κατάκτηση του τίτλου, αλλά λόγω της μάχης για την πρώτη τετράδα και την μία θέση στον ήλιο. Δύο, τρείς ισχυροί κάθε χρόνο θα την πατούσαν και θα έμεναν εκτός και αυτό ήταν που κρατούσε αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος του πρωταθλήματος σχεδόν σε όλα τα ματς.

Τώρα κάνοντας την υπόθεση εργασίας ότι αυτοί οι 6 θα συνεχίζουν να παίζουν στην Πρέμιερ Λιγκ, τι ακριβώς κίνητρο θα έχουν για να τερματίσουν ψηλά; Αν πηγαίνουν για πρωτάθλημα έχει καλώς, αν έχουν μείνει πίσω, τότε θα παίζουν στο πρωτάθλημα με τους παίκτες που τώρα παίζουν στο Λιγκ Καπ, διότι δεν θα έχει καμία σημασία αν θα τερματίσουν στην τέταρτη ή την έκτη ή την δέκατη θέση. Καμία όμως. Πως μπορεί να λειτουργήσει ένα πρωτάθλημα κάτω από αυτές τις συνθήκες; Είναι απλό, δεν μπορεί. Δεν χάνει μόνο την μαγεία του, χάνει και την ουσία του…

Η άλλη όψη του νομίσματος, διότι πάντα υπάρχει και τέτοια είναι, ότι την ώρα που το Λιντς – Λίβερπουλ δεν είχε νόημα, τα χρηματιστήρια εκτόξευαν την τιμή της μετοχής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και προεξοφλούσαν ότι η επόμενη μέρα, για αυτήν και κατ’ επέκταση για την κάθε μία από τις 12 ισχυρές, θα είναι μία καλύτερη ημέρα και ταυτόχρονα προεξοφλούσαν ότι το νέο μοντέλο θα επιτύχει. Είναι πράγματι οξύμωρο, την ίδια ώρα που χάνει την σημασία του το τι θα κάνει η Λίβερπουλ (και η κάθε μία από αυτές τις 12) μέσα στις τέσσερις γραμμές με την Λιντς, να αυξάνεται η εμπορική της αξία.

Ποιος βάζει τα λεφτά;

Το βασικό ερώτημα είναι ένα σε όλη αυτή την ιστορία, προκειμένου να μάθουμε και πόσο ισχυρές βάσεις έχει; Το ερώτημα είναι λοιπόν, ποιος βάζει τα λεφτά; Και τα λεφτά στο ποδόσφαιρο, ανέκαθεν τα βάζει η όποια μορφή τηλεόρασης (ελεύθερη, ιδιωτική, συνδρομητική, κ.ο.κ.). Διότι όταν μιλάμε για επένδυση αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, τότε αναζητούμε και τον όποιο «τηλεοπτικό συνεργάτη…».

Θα είναι μία πλατφόρμα τύπου Amazon ή Netflix, η όπως αλλιώς θα λέγεται και θα είναι νεοσύστατη, η οποία θα στριμάρει σε παγκόσμια κλίμακα τη νέα διοργάνωση; Πιθανότατα κάπου εκεί θα καταλήξει αυτή η υπόθεση, όταν θα μάθουμε ποιος τελικά βάζει τα χρήματα; Το επόμενο ερώτημα είναι φυσικά, το γιατί δεν τα βρήκε η UEFA αυτά τα χρήματα.

Διότι ορθώς κατακεραυνώνουμε όλοι μαζί τους συλλόγους, αλλά κάποιος πρέπει να απαντήσει και σε αυτούς, γιατί ενώ η UEFA μπορούσε να τους βρει μάξιμουμ 60-70 εκατ. ευρώ στον καθένα, αυτοί μόνοι τους βρήκαν περίπου 400 εκατ. ευρώ. Κάποιος εκεί έξω είχε την πρόθεση να τα δώσει αυτά τα λεφτά, αυτό είναι το μόνο σίγουρο και μας αρέσει δεν μας αρέσει, το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να λειτουργήσει έξω από τους κανόνες της αγοράς και της προσφοράς και της ζήτησης. Αν κάποιος πληρώνει για το προϊόν που προσφέρεις 400 εκατ. ευρώ, μάλλον είναι αδύνατον να μείνεις σε αυτόν που σου δίνει 60-70, με το επιχείρημα ότι πρέπει να μείνεις πιστός στις αρχές του ποδοσφαίρου. Η UEFA είναι προφανές ότι σε αυτόν τον τομέα απέτυχε παταγωδώς.

Η επόμενη ημέρα και οι… απειλές

Η UEFA στην παρούσα φάση, απειλεί. Απειλεί τις ομάδες, τους παίκτες, τα πάντα. Πόσες από αυτές τις απειλές που εκτοξεύει, μπορεί να τις υλοποιήσει. Μάλλον ελάχιστες. Οι μεγαλύτερες νομικές εταιρείες του κόσμου είναι ήδη έτοιμες να αντιμετωπίσουν αυτές τις απειλές, διότι οι «12» είναι προετοιμασμένοι από καιρό και ήξεραν ακριβώς τι έχουν να αντιμετωπίσουν απέναντι.

Πόσο εύκολο είναι ακόμη και με τη συνδρομή του κράτους, να κλείσεις μία επιχείρηση και να μην της επιτρέψεις να δραστηριοποιείται στη χώρα της, στην οποία δραστηριοποιείται εδώ και δεκαετίες με το έτσι θέλω. Μάλλον αδύνατο. Αλλά και νομικά να μπορούσε να σταθεί, πόσο εύκολο είναι να επιβιώσει η Premier League, τουλάχιστον τα αμέσως επόμενα χρόνια, χωρίς τους έξι μεγάλους συλλόγους της χώρας; Καθόλου εύκολο. Πόσο εύκολο είναι να αποκλείσεις έναν ποδοσφαιριστή από το Euro ή το Μουντιάλ, επειδή το club με το οποίο έχει υπογράψει (με βάση τους δικούς σου κανόνες, της UEFA και της FIFA εννοώ), πήρε μία απόφαση ερήμην του και χωρίς την παραμικρή δική του συμμετοχή ή συναίνεση.

Και ακόμη κι’ αν παρθούν αυτές οι αποφάσεις και υλοποιηθούν για κάποιους μήνες, ποιος θα είναι έτοιμος να πληρώσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ως αποζημιώσεις, αν στην πορεία χαθούν οι δικαστικές διαμάχες;  Η UEFA είναι στριμωγμένη στα σχοινιά και επιπλέον με δεδομένο ότι αυτές οι 12 ομάδες έχουν ήδη υπογράψει, έχοντας τεράστιες ρήτρες αν κάνουν πίσω, τι νόημα έχει όλο αυτό;

Εκτός κι’ αν δεν έχουν υπογράψει ή αν αυτές οι υπογραφές δεν είναι δεσμευτικές. Με τα δεδομένα που γνωρίζουμε ως τώρα μοιάζει αδύνατο το ποτάμι να γυρίσει πίσω, αφού η δέσμευση με υπογραφή για παρουσία σε αυτή τη διοργάνωση για πάνω από 20 χρόνια, όπως μας έχουν ενημερώσει επισήμως ότι έχει συμβεί από την πλευρά των «12», είναι μία πράξη που τους δεσμεύει ακόμη κι’ αν το μετανιώσουν. Αν δεν μας έχουν πει την αλήθεια τότε αλλάζουν τα πράγματα, αλλά για την ώρα αυτό που ξέρουμε επισήμως είναι ότι υπέγραψαν πριν 10 ημέρες και ο γάμος επιβεβαιώθηκε με ισχυρά συμβόλαια, τιμή και δόξα…

Με αυτό ως δεδομένο λοιπόν άνετα δεν μπορούν να αισθάνονται ούτε οι «12». Το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι η παγκόσμια κατακραυγή και η αποστροφή των ίδιων των οπαδών τους ή πελατών τους, όπως τους βλέπουν πλέον οι ίδιοι. Ασφαλώς και το ήξεραν και το περίμεναν, αλλά προφανώς το τι έκταση θα πάρει αυτό το παγκόσμιο κύμα διαμαρτυρίας και πόσο θα τους επηρεάσει κανείς δεν μπορούσε να το υπολογίσει και δεν μπορεί ούτε σήμερα…  Οι ίδιοι είναι σχεδόν βέβαιοι ότι στο τέλος της ημέρας όλο αυτό θα ξεχαστεί και πιθανόν να έχουν δίκιο, το ερώτημα όμως «πότε θα έρθει  αυτό το τέλος της ημέρας…», παραμένει. Σε ένα μήνα, σε πέντε μήνες, σε ένα χρόνο;

Και ως τότε, πως ακριβώς «επιβιώνουν», ή ακόμη χειρότερα για αυτές, όταν θα επιστρέψει ο κόσμος στα γήπεδα και θα σηκώνει πανό και θα αποδοκιμάζει τις ίδιες τις ομάδες του, τι ακριβώς θα συμβεί. Αν φτάσουμε στον ερχόμενο Αύγουστο και την έναρξη αυτής της διοργάνωσης και τα γήπεδα είναι μισοάδεια, πόσο ισχυρό πλήγμα θα είναι και για αυτές και για τη νέα διοργάνωση; Αφήστε που εδώ υπάρχουν και μεγάλα ερωτήματα για το κατά πόσο είναι έτοιμοι οι «12», αν χρειαστεί, να ξεκινήσουν τον επόμενο Αύγουστο; Διότι αν δεν είναι τότε το πρόβλημα γίνεται τεράστιο. Μπορεί η Μπαρτσελόνα, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Γιουβέντους, να μείνουν για μήνες χωρίς ποδόσφαιρο;

Και η αλήθεια είναι ότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι είναι έτοιμες. Ακόμη δεν έχουν γίνει 15, όπως προβλέπει το σενάριο, ακόμη δεν έχουν καταλήξει καλά καλά στο format και στο ποιες ακριβώς θα είναι αυτές οι πέντε που θα παίζουν αλλά θα κινδυνεύουν να μείνουν εκτός της επόμενη σεζόν και το πώς θα αντικαθίστανται και από ποιους; Ο χρόνος μοιάζει ελάχιστος για να λυθούν αυτά τα προβλήματα και ακόμη περισσότερο στην περίπτωση που οι Γερμανοί και οι Γάλλοι επιμείνουν στο «όχι».

Το τσουνάμι της αμφισβήτησης και το παράδειγμα του Κλοπ…

Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι η επικοινωνία. Δεν είναι έτοιμοι οι «12», ούτε να το επικοινωνήσουν, ούτε να πείσουν με επιχειρήματα για το ορθό του πράγματος, αλλά ακόμη περισσότερο δεν είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις εντός και εκτός των τειχών αντιδράσεις. Η αστεία εικόνα του Φλορεντίνο Πέρεθ να σπεύδει να δώσει μία συνέντευξη με ύφος ενόχου και απολογούμενου, είναι χαρακτηριστική της αδυναμίας των «12» να πουν οτιδήποτε και να επικοινωνήσουν οτιδήποτε… Οι προπονητές, οι παίκτες των ομάδων δεν το ήξεραν καν. Ολοι αυτοί είναι έξαλλοι και πλέον αρχίζουν και το δείχνουν δημόσια. Όχι μόνο γιατί δεν συμφωνούν με το format, αλλά γιατί δεν ήξεραν τίποτα και τώρα πρέπει αυτοί να δεχτούν τα πυρά και το μπούλινγκ όλων. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Κλοπ. Ολοι νομίζουν ότι έδωσε μία διπλωματική απάντηση, στην πραγματικότητα τέτοιο άδειασμα σε ιδιοκτήτες ομάδων δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν από υπάλληλο -προπονητή τους.

Ο Κλοπ είπε ότι είναι άλλο πράγμα αυτός και οι παίκτες του, άλλο πράγμα ο οργανισμός Λίβερπουλ και άλλο πράγμα οι ιδιοκτήτες της ομάδας, κάνοντας εμφανέστατη τη διάκριση ανάμεσα σε όλο το club και τους ιδιοκτήτες του και δημιουργώντας την αίσθηση στον κόσμο της ομάδας ότι δεν έχει καμία σχέση με τους ιδιοκτήτες του. Μάλιστα ενημέρωσε ότι δεν παραιτείται, αλλά θα μείνει για να προσπαθήσει να αλλάξει αυτή την απόφαση και να προστατέψει την ιστορία του club, το όνομά του και τους παίκτες του. Να τους προστατέψει επί της ουσίας από τους ιδιοκτήτες και τα λάθη τους. Πως ακριβώς πιστεύετε θα μιλήσει ο Κλοπ με τους ιδιοκτήτες της Λίβερπουλ;

Εγώ θα έβαζα στοίχημα ότι η φράση του θα είναι «ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να αποφασίζετε ερήμην μας και να αποδεχόμαστε εμείς τις συνέπειες των πράξεών σας. Ποιος σας είπε ότι μου αρέσει να πηγαίνω στο γήπεδο και να βιώνω το μπούλινγκ των αντιπάλων παικτών, οι οποίοι φορούν μπλουζάκια με τα οποία με προσβάλουν γράφοντας, ότι εγώ και οι παίκτες μου είμαστε κάποιοι που δεν θέλουμε να κερδίζουμε μέσα στο γήπεδο αυτό που μας ανήκει. Ποιος σας είπε ότι εγώ είμαι έτοιμος να το ανεχτώ και να το υποστώ αυτό για μήνες ή χρόνια…». Η επόμενη μέρα στη Λίβερπουλ, αλλά και στις υπόλοιπες ομάδες σιγά σιγά θα είναι τόσο δύσκολη όσο δεν είχαν φανταστεί. Καλύτερα να είχε παραιτηθεί ο Κλοπ για τους ιδιοκτήτες της Λίβερπουλ, παρά να έχεις κάθε μέρα το «πρόσωπο» της Λίβερπουλ για την παγκόσμια κοινή γνώμη, να αμφισβητεί ευθέως με τις δηλώσεις και τις πράξεις του, τις επιλογές και τις αποφάσεις σου και να μην μπορείς να τον πειράξεις γιατί τότε είναι που θα ξεκινήσει το τσουνάμι…

Μπορεί να σταθεί το Τσάμπιονς Λιγκ, χωρίς αυτούς και απέναντι σε αυτούς;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η νέα διοργάνωση των ισχυρών, ήρθε για να σταθεί απέναντι, να πάρει τη θέση, του Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλωστε οι μέρες διεξαγωγής των αγώνων του θα είναι η Τρίτη και η Τετάρτη. Μπορεί λοιπόν το Τσάμπιονς Λιγκ να σταθεί απέναντι στην European Super League και να την ανταγωνιστεί. Μπορεί χωρίς τους μεγάλους της Αγγλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας να μείνει όρθιο;

Ηαπάντηση προφανέστατα θα δοθεί μετά από αρκετά χρόνια. Είναι δεδομένο ότι το Τσάμπιονς Λιγκ θα δεχτεί ισχυρό πλήγμα, αλλά δεν μένει γυμνό. Δεν είναι μία αντίστοιχη περίπτωση με το μπάσκετ που όλες και όλες οι αναγνωρίσιμες ομάδες ήταν 15 και πήγαν όλες στην Euroleague.

Ομάδες όπως η Μπάγερν, η Παρί και η Ντόρτμουντ, αλλά και ομάδες από άλλες χώρες (Ρόμα, Λάτσιο, Νάπολι, Σεβίλλη, Βαλένθια, Λυών, Μαρσέιγ, Πόρτο, Μπενφίκα, Αγιαξ, Αίντχόφεν), αλλά και ομάδες που ξεπετάχτηκαν τα τελευταία χρόνια (Λέστερ, Αταλάντα, Λειψία), ασφαλώς και μπορούν να αποτελέσουν μία μεγάλη βάση για ένα δημοφιλές προϊόν και προφανώς θα προκύψουν και άλλες (από την Αγγλία σίγουρα), οι οποίες με τις νέες συνθήκες που θα διαμορφωθούν θα δυναμώσουν. Και πάλι όμως, είναι βέβαιο, ότι το όποιο Μπάγερν – Μαρσέιγ ή Παρί – Ρόμα, θα υστερεί σε απήχηση και δημοτικότητα από το Μπαρτσελόνα – Λίβερπουλ ή το Ρεάλ – Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που θα παίζει απέναντι την ίδια ώρα.

Η… ελληνική συμμετοχή και η «ευκαιρία» του ελληνικού ποδοσφαίρου

Τις τελευταίες ώρες βλέπω όλο και περισσότερα σχόλια για το ελληνικό ποδόσφαιρο και το πόσο μπορεί να βγει ωφελημένο από αυτή την διαδικασία. Η αλήθεια είναι, ότι πρόκειται για μία πρόχειρη εκτίμηση και αντίληψη. Αν πιστεύουν οι σύλλογοί μας, ότι το πρόβλημα τους τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, ήταν η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τώρα που έφυγαν αυτές από τη μέση θα μεγαλουργήσουν, είναι γελασμένοι.

Μακάρι τα εμπόδια που δεν ξεπερνούσαν οι ελληνικοί σύλλογοι να ήταν αυτά και τώρα που θα έχουν μπροστά τους την Σεβίλλη, την Βαλένθια, την Λέστερ, την Λάτσιο και την Ρόμα, θα της… καταπιούν.

Το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι πολύ μεγαλύτερο και πιο δομικό. Ασφαλώς αν αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του και οι αντιλήψεις του, μπορεί να κάνει κάποια βήματα μπροστά, αλλά η απουσία της Ρεάλ και της Σίτι, από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, δεν θα σημάνει σε καμία των περιπτώσεων ότι ξημερώνει μία άλλη μέρα για το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Το επόμενο ερώτημα που έχει να κάνει με το ελληνικό ποδόσφαιρο λοιπόν είναι να χτυπήσει το τηλέφωνο και στα γραφεία κάποιας ελληνικής ΠΑΕ από την European Super League. Δεν λέω ότι θα συμβεί δεδομένα, αλλά λέω ότι καθόλου δεν αποκλείεται. Αν μάλιστα η ελληνική αγορά δεν ήταν μικρή (πληθυσμιακά), θα έλεγα ότι είναι το πιθανότερο σενάριο, αλλά προφανώς για αυτό το λόγο δεν είναι. Μια ματιά να ρίξει κάποιος στην βαθμολογία των ισχυρών συλλόγων της UEFA και σε αυτές που παίζουν σχεδόν κάθε χρόνο στο Τσάμπιονς Λιγκ και θα διαπιστώσει ότι ο Ολυμπιακός είναι πολύ ψηλά.

Αν αφαιρέσουμε τους Γερμανούς και τους Γάλλους, αν αφαιρέσουμε τους υπόλοιπους Ιταλούς, Αγγλους και Ισπανούς, τότε δεν θα βρούμε εύκολα 20 συλλόγους για να κληθούν σε αυτή τη νεοσύστατη διοργάνωση, εκτός κι’ αν όντως ευδοκιμήσει το σενάριο να μπουν στο κόλπο και ομάδες εκτός Ευρώπης, το οποίο γεωγραφικά είναι δύσκολο. Αν λοιπόν δεν προσκληθούν η Μπόκα και η Φλαμένγκο (τυχαία τα παραδείγματα), τα κουκιά αρχίζουν και γίνονται μετρημένα. Κι’ αν όντως έχουν υπάρξει «όχι» από ομάδες όπως η Πόρτο και ο Αγιαξ, το ενδεχόμενο να φτάσουν και σε ελληνική ομάδα είναι απολύτως υπαρκτό. Τι θα μπορεί να απαντήσει τότε ο Ολυμπιακός και το ελληνικό ποδόσφαιρο; Μία τέτοια πρόσκληση άραγε θα θεωρηθεί τιμητική και πόσο εύκολο ή δύσκολο θα είναι το «ναι» ή το «όχι» και φυσικά ποια θα είναι τα οικονομικά δεδομένα αυτής της πρότασης;

Πίσω από αυτή την απάντηση ίσως να βρίσκεται και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα αυτής της νεοσύστατης διοργάνωσης. Οι 15 που θα έχουν μόνιμο συμβόλαιο για τα επόμενα 20 χρόνια θα είναι εύκολο να βρεθούν. Οι 5 που θα μπορούν να παίξουν την μία χρονιά, αλλά την επόμενη θα είναι εκτός και φυσικά δεν θα τους δέχεται και καμία UEFA πίσω στους κόλπους της, ίσως και να είναι δύσκολο…

Pin It on Pinterest

Shares
Share This