Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Σε μία κρίση ασυνήθιστης αισιοδοξίας για τις ομάδες μας, στην αρχή της περιόδου, είπα στην ετήσια «μπασκετοκουβέντα» ότι έβλεπα τον Ολυμπιακό κάπου στην 7η-8η θέση. Και τον Παναθηναϊκό λίγο πιο κάτω, εξίσου ανταγωνιστικό για τα πλέι-οφ. Αλλά αυτός είναι άλλης ημέρας συζήτηση.

Αν ήμουν καλός στα προγνωστικά, δεν θα ζούσα σε τούτο τον βάλτο, αλλά σε κάποιον τροπικό παράδεισο, με τα κέρδη από τα στοίχημα για καύσιμη ύλη. Ευτυχώς για την ευημερία μου, δεν ξέρω καν με τι μοιάζει το κουπόνι του Στοιχήματος. Με ή χωρίς κεφαλαίο αρχίγραμμα.

Η αισιόδοξη πρόβλεψή μου για τον Ολυμπιακό, από μνήμης το λέω, είχε έναν αστερίσκο: «Αρκεί να μείνει υγιής και να βρει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στους δύο κόσμους».

Δεν συνέβη τίποτε από τα δύο. Οι τραυματισμοί ήταν λιγότεροι από άλλες χρονιές, αλλά χτύπησαν την ομάδα στο χειρότερο σημείο, χρονικά και ποιοτικά.

Ο Ολυμπιακός μπορούσε να αντέξει κάποιες απώλειες, αλλά όχι αυτήν του Κώστα Παπανικολάου για ολόκληρο τρίμηνο. Εκτός του Σλούκα, αυτός ήταν ο μοναδικός αναντικατάστατος της ομάδας. Στο γυμνό μάτι, η αξία του φαίνεται περισσότερο όταν απουσιάζει παρά όταν παίζει.

Με τον Παπανικολάου στα «πιτς», ο Ολυμπιακός έχασε τον στυλοβάτη της αμυντικής του λειτουργίας, τον παίκτη που μπορούσε να μαρκάρει στην περιφέρεια αλλά και στην πίσω γραμμή, την κόλλα της ομάδας, τον μπαλαντέρ που έδινε όχι λίγο, αλλά …κάμποσο απ’ όλα: τρίποντο, άμυνα, ριμπάουντ, δημιουργία, παιχνίδι μέσα-έξω, ταχύτητα, αλληλοκαλύψεις.

Ο Ολυμπιακός διέθετε ικανές ρεζέρβες σε όλες τις υπόλοιπες θέσεις, αλλά όχι στο «3». Όταν ο αστρονομικά βελτιωμένος Βεζένκοφ κατόρθωσε να μπαλώσει το κενό, η ομάδα βελτιώθηκε. Για αρκετές εβδομάδες, όμως, η τρύπα που άφησε πίσω του ο Παπανικολάου ήταν ορατή από το διάστημα.

Αντίθετα με άλλες χρονιές, ο Ολυμπιακός δεν είχε την πολυτέλεια να χάσει παίκτες ούτε να ξαστοχήσει σε κάποιο από τα καλοκαιρινά του στοιχήματα. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η ομάδα παραήταν εύθραυστη και ευάλωτη στις αναποδιές.

Εάν έχανε τον Σλούκα, πιθανότατα θα τερμάτιζε στο υπόγειο παρέα με τη Χίμκι. Όταν αποχαιρέτισε τον Μάρτιν, έμεινε χωρίς στήριγμα στο βαμμένο. Για τον Παπανικολάου, μη ξαναλέμε τα ίδια.

Ο ΜακΚίσικ ήταν ο μοναδικός παίκτης που έδινε αθλητικότητα και ενέργεια, ένα βαρόμετρο που παρέσυρε μαζί του την απόδοση του Ολυμπιακού προς τα πάνω ή προς τα κάτω, συχνά μέσα στο ίδιο ματς.

Το ναυάγιο του Χάρισον άφησε άγονη γη στη θέση «2», όπου συμμάζεψε μερικά από τα ασυμμάζευτα ο Λαρεντζάκης. Ο Οκτάβιους Έλις αποδείχθηκε παίκτης Προμηθέα. Ο Ζαν-Σαρλ βρέθηκε να παίζει βασικός σέντερ σε μερικά από τα καλύτερα ημίχρονα της ομάδας, αλλά δεν ήταν ούτε για βασικός ούτε για σέντερ.

Πού θα μπορούσε να ακουμπήσει ο Μπαρτζώκας, από τη στιγμή που βάρυναν τα πόδια και εξανεμίστηκε η φρεσκάδα του καταπονημένου Σλούκα; Στους τριανταπεντάρηδες και σαραντάρηδες;

Σε κάμποσες περιπτώσεις, ειδικά προς το τέλος της περιόδου, ο Σπανούλης και ο Πρίντεζης συγκαταλέγονταν στους πιο αποτελεσματικούς παίκτες του Ολυμπιακού και έκαναν την ομάδα να ρολάρει καλύτερα.

Αυτό αποτελεί τίτλο τιμής για τους ίδιους, αλλά στίγμα για την ομάδα. Κάτι πάει εντελώς λάθος, όταν ο -τηρουμένων των αναλογιών- κορυφαίος παίκτης είναι ένας 39χρονος. Όπως και αν λέγεται αυτός, όσα γαλόνια και αν φοράει.

Στο απαίδευτο μάτι μου, το κραυγαλέο κενό του φετινού Ολυμπιακού ήταν η καμμένη γη που αντίκρυζε δίπλα του ο Σλούκας κάθε φορά που προσπαθούσε να ξεφύγει από τους δύο και τρεις παίκτες που έπεφταν πάνω του σε κάθε κατεβασιά.

Έχω την αίσθηση ότι, αντιμετωπίζοντας άμυνες εξ ολοκλήρου προσαρμοσμένες πάνω του, ο Σλούκας καταπονήθηκε σαν να έπαιξε όχι μία σεζόν, αλλά δύο.

Όταν ο Ολυμπιακός επέλεξε για παρτενέρ του παίκτες με τα χαρακτηριστικά του Τζένκινς (μόνο άμυνα) ή του Χάρισον (μόνο σουτ) τον άφησε εντελώς αβοήθητο στην οργάνωση του παιχνιδιού και στην κυκλοφορία της μπάλας.

Φέτος που έλειψε και ο Μιλουτίνοβ, και ιδίως μετά τον τραυματισμό του Παπανικολάου, ο Ολυμπιακός δεν είχε δημιουργία από κανένα σημείο του παρκέ πλην της θέσης «1», ιδίως όταν έμενε στον πάγκο ο Πρίντεζης.

Ο Σλούκας χρειάστηκε να κάνει πολύ περισσότερα από όσα του αναλογούσαν παίζοντας συναπτά 20λεπτα. Και τα κατάφερε καλά, στο βαθμό που επιτρέπουν οι δυνάμεις ενός ανθρώπου που δεν είναι δα βιονικός.

Στο τελευταίο κομμάτι τα περιόδου, όταν συσσωρεύτηκε η σωματική και πνευματική δυσανεξία, τα περισσότερα λάθη του Ολυμπιακού γίνονταν στη σέντρα και χάριζαν στον αντίπαλο εύκολα καρφώματα.


Στην τελική λυπητερή της ευρωπαϊκής χρονιάς, o Ολυμπιακός ήταν 12ος στις ασίστ και 4ος στα λάθη. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος οικονομολόγος, για να καταλάβει ότι τέτοια «οικονομία» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε χρεοκοπία.

Πού ξανακούστηκε ομάδα Euroleague χωρίς δεύτερο δημιουργό στο παρκέ; Ακόμα και ο Παναθηναϊκός, που υστέρησε στον τομέα κουμάντο και καταποντίστηκε, είχε τον Νέντοβιτς (3,7 ασίστ) και τον Παπαπέτρου (2,4) δίπλα στον όποιον «άσο» του.

Ο καλύτερος πασέρ του Ολυμπιακού πέρα από τους δύο πόιντ-γκαρντ Σλούκα-Σπανούλη ξεπέρασε με χίλια ζόρια τις 2,2 ασίστ. Όσες μοίραζε στον Παναθηναϊκό ο Μποχωρίδης σε οχτώ λεπτά λιγότερα.

Kαι να πεις ότι έδιναν αξιόπιστο σουτ, τα «δυάρια» του Ολυμπιακού, για να ξεμπουκώνουν την ομάδα στο βασανιστικό πέντε εναντίον πέντε; Ο Χάρισον χρειάστηκε 94 σουτ για να βάλει 25, ο ΜακΚίσικ σούταρε τρίποντο με 30%, ο Τζένκινς μπουμπούνισε 17 όλη τη χρονιά.

Τόσα έβαλε ο Παπανικολάου με …20 ματς λιγότερα! Μόνο το τσίρκο της Χίμκι είχε χειρότερο ποσοστό στο τρίποντο από το 34,8% του Ολυμπιακού.

Το μοναδικό αντίδοτο που βρήκε ο Μπαρτζώκας στην έλλειψη δημιουργικότητας ήταν η συνύπαρξη του Σλούκα με τον Σπανούλη για 4-5 λεπτά σε κάθε αγώνα.

Αλλά αυτό το σχήμα δεν μπορεί να σταθεί για πολύ στο μπάσκετ του 2021, όσο και αν οι δύο προσπάθησαν φιλότιμα να το υποστηρίξουν. Υποθέτω ότι δεν χρειάζεται να αναλύσω περισσότερο το πώς και το γιατί.

Ο Ολυμπιακός σκόραρε εύκολα μόνο όταν δημιουργούσε συνθήκες αιφνιδιασμού ή …σχεδόν αιφνιδιασμού. Ανοιχτού γηπέδου, τέλος πάντων.

Ήταν 3ος στα κλεψίματα με αφετηρία την ανακατωσούρα που προκαλούσε ο ΜακΚίσικ, έβρισκε ακόμα και τρίποντα στην ανοργάνωτη άμυνα χάρη στην ευφυία και την ευστοχία του Σλούκα (και του Βεζένκοφ), αλλά δεν είχε τόσο εύκολο το αμυντικό ριμπάουντ όσο προηγούμενες χρονιάς.

Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, δεν υπήρχε στα μετόπισθεν αξιόλογος μπλοκέρ ή σωματώδης ριμπάουντερ για να καθαρίζει τη μπουγάδα και να αλλάζει τον ρυθμό με μία γρήγορη πρώτη πάσα.

Η εποχή των σπουδαίων ψηλών στον Πειραιά, αυτών που στήριζαν την άμυνα και το πικ-εντ-ρολ, τελείωσε με την αποχώρηση του Μιλουτίνοβ. Ο Μάρτιν είναι ένας συμπαθητικός σέντερ τσέπης, αλλά ουδείς θα τον μπερδέψει με τον Χάινς.

Είχε και άλλα αγωνιστικά κενά ο Ολυμπιακός. Η απρόσωπη «μπροστινή» γραμμή του υστερούσε σε όλους τους τομείς: κλάση, μέγεθος, προσωπικότητα.

Ο ουσιαστικά πρώτος Μάρτιν ήταν καλός για δεύτερος, ο δεύτερος Έλις για τρίτος, ο τρίτος Ζαν-Σαρλ για λίγο παραέξω, ο Κουφός για το 2010. Όλοι μαζί δεν έκαναν έναν Μιλουτίνοβ.

Ωστόσο, η φυγή του Σέρβου γίγαντα δεν μπορεί να θεωρηθεί διοικητική αβλεψία ή αβελτηρία. Τα οικονομικά μεγέθη της εποχής δεν επιτρέπουν προϋπολογισμούς επιπέδου ΤΣΣΚΑ ή Φενέρ ή Αρμάνι, ούτε καν Ζενίτ ή Μπάγερν.

Η απόφαση να δοθεί η μερίδα του λέοντος στον Σλούκα, όταν έσπασε ο κουμπαράς, ήταν επιβεβλημένη. Ο Ολυμπιακός χρειαζόταν απεγνωσμένα έναν ηγέτη για να σκαρφαλώσει στις πλάτες του τώρα που πλησιάζει αδυσώπητο το τέλος εποχής.

Γαλουχημένος με τα κόκκινα, ο Σλούκας μπορεί να μην κοιτάζει την πρώτη νιότη από τη λάθος πλευρά του ηλικιακού φάσματος, αλλά είναι ο καλύτερος παίκτης που θα μπορούσε να ονειρευτεί να αποκτήσει ο Ολυμπιακός το καλοκαίρι του 2020.

Η έκρηξη του Βεζένκοφ, η άνοδος του αδικημένου Λαρεντζάκη και φυσικά η επιστροφή του Παπανικολάου αφήνουν να εννοηθεί ότι υπάρχει ισχυρός ελληνικός πυρήνας και χωρίς τους Σπανούλη-Πρίντεζη.

Από αυτή την άποψη, ο Ολυμπιακός είναι τυχερός. Δεν θα τον φάει η αγωνία για ανανεώσεις τύπου Παπαπέτρου-Μήτογλου ούτε θα χρειαστεί να γεννήσει πρωτοκλασάτους Έλληνες παίκτες που δεν υπάρχουν.

Το βασικό του μέλημα θα είναι να συγκεντρώσει το απαραίτητο κεφάλαιο για να στρατολογήσει τρεις ξένους, ώστε να γεμίσει ισάριθμες μαύρες τρύπες (Τζένκινς, Χάρισον, Έλις).

Και πρώτα απ’ όλα, να δει τι θα κάνει με τον Σπανούλη. Τον Πρίντεζη δεν τον συμπεριλαμβάνω στην ίδια συζήτηση, διότι εκεί δεν φαίνεται να υπάρχει ζήτημα.

Έγραψα πολλές φορές την προηγούμενη διετία, και λοιδορήθηκα από τους παντογνώστες, ότι ο Ολυμπιακός χαράμιζε τα τελευταία καλά χρόνια των δύο εμβληματικών του άσων. Κανένας δεν θα ξαναφέρει πίσω την σχεδον άγονη σχεδόν διετία των Μπλατ, Κεμζούρα.

Τα πόδια των δύο αντέχουν ακόμη, αλλά ειδικά στην περίπτωση του Βασίλη Σπανούλη ο Ολυμπιακός βρίσκεται μπροστά σε μία σκληρή απόφαση. Κάνει τον Ολυμπιακό καλύτερη ομάδα ο Σπανούλης στα 39 του, ναι ή όχι; Η απάντηση πρέπει να δοθεί τώρα, κυνικά και ξάστερα.

Ο Μπαρτζώκας υπαινίχθηκε, ξεκάθαρα, ότι η εισήγησή του θα είναι αρνητική. Φαίνεται όμως, ότι η απόφαση για την επόμενη μέρα ανήκει εξ ολοκλήρου στον ίδιο τον παίκτη.

Ο Ολυμπιακός, ίσως επειδή αντιλαμβάνεται πόσα χρωστάει στον Σπανούλη, δεν θα τολμήσει καν να του στρέψει το πρόσωπο προς την εξώπορτα. Θα πει ό,τι έχει να πει και κατόπιν θα κρεμαστεί από τα χείλη του.

Κάποτε ο Φιλ Τζάκσον ρώτησε έναν αθλητικό ψυχολόγο τι πρέπει να κάνει για να φέρει με τα νερά του τον δύστροπο Κόμπι Μπράιαντ. «Κάνε τον να πιστέψει, ότι οι δικές σου ιδέες είναι στην πραγματικότητα δικές του», απάντησε ο ειδικός.

Εάν ο επίσημος Ολυμπιακός αποφασίσει να αποστρατεύσει τον Σπανούλη και δεν ξέρει πώς να του το ξεφουρνίσει, θα πρέπει να βρει τρόπο για να βάλει το «αντίο» στα χείλη του ίδιου του αρχηγού. Όχι σε αυτά των Αγγελόπουλων, ούτε σε εκείνα του Μπαρτζώκα.

Με 2-3 νίκες παραπάνω στα κομβικά σημεία της σεζόν (π.χ. στους αγώνες με Παναθηναϊκό, Ζαλγκίρις και Βιλερμπάν), ο Ολυμπιακός θα διεκδικούσε πρόκριση στα πλέι-οφ και μπορεί να την κατόρθωνε.

Αυτά τα λίγα «σπόρια» ίσως να του τα στέρησε το άδειο γήπεδο, σε βαθμό έστω μικρότερο από τον αντίστοιχο του άσπονδου εχθρού του. Κακά τα ψέματα, το ΣΕΦ δεν είναι ΟΑΚΑ ως έδρα.

Από την άλλη, η γκρίνια της εξέδρας είθισται να είναι αντιπαραγωγική, ιδίως στην περίπτωση του βαλλόμενου από τους ουρανοκατέβατους του ποδοσφαίρου Σπανούλη.

Τη μέρα που παραδόθηκαν τα κλειδιά του μαγαζιού στην τυφλή βούληση των φανατικών, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου για κάθε λογής παθογένειες και εκφυλισμούς.

Για πρώτη φορά, άρχισε εσχάτως να ακούγεται ότι υπάρχει ζωηρή πιθανότητα να επιστρέψει ο Ολυμπιακός στο εγχώριο πρωτάθλημα, βάζοντας τέλος στο «μέχρι τέλους».

Ο Μπαρτζώκας δήλωσε ευθέως, σε δύο τουλάχιστον συνεντεύξεις Τύπου, ότι η απουσία επίσημων αγώνων το Σαββατοκύριακο κάνει ζημιά στην ομάδα.

Τώρα που ο Βασιλακόπουλος σιγά σιγά αποκαθηλώνεται, η διοίκηση του Ολυμπιακού έχει μία χρυσή ευκαιρία να ανακηρύξει εαυτήν νικήτρια στο αντάρτικο (άσχετα αν το κριτήριο Αυγενάκη για την αλλαγή της αθλητικής νομοθεσίας ήταν η κομματική άλωση των Ομοσπονδιών) και να αποσύρει από την κυκλοφορία το ιστορικό λάθος του 2019.

Ούτε γάτα, ούτε ζημιά, θα πει. Νενικήκαμεν. Και ας έχασε ένα καράβι λεφτά από αυτή την ιστορία. Θα είναι μία εύσχημη ντρίμπλα.

Ο Ολυμπιακός βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι, για περισσότερους από έναν λόγους. Έχει ωστόσο άφθονο χρόνο για να χαράξει την πορεία του, για το αύριο και για το μεθαύριο.

Διότι, εδώ που τα λέμε, δεν έχει νόημα να κόψει το μπάσκετ στον Σπανούλη, εάν αποκλειστικός στόχος της νέας σεζόν είναι -όπως φέτος- η ευπρόσωπη παρουσία στην Ευρώπη;

Το πρώτο βήμα για τα αφεντικά του Ολυμπιακού θα είναι να προσφέρουν στην ομάδα λόγο ύπαρξης και να τον «πουλήσουν» στους παίκτες που θα πλευρίσουν. Κανένας πρωτοκλασάτος δεν θα δεχθεί να φορέσει σαγιονάρες και μαγιό από τον Μάρτιο.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This