Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξη Σπυρόπουλου

Τον Βλαχοδήμο, στην Τούμπα η Εθνική τον χρειάστηκε πιο πολύ απ’ όσο στη Γρανάδα! Η σούμα είναι ότι σε 180 λεπτά, πρακτικά η ελληνική ομάδα “δεν είδε το τέρμα” των αντίπαλων. Σε 180 λεπτά, βρήκε ένα πέναλτι από το πουθενά, σε φάση που επί της ουσίας είχε τελειώσει. Βρήκε και ένα αυτογκόλ από το πολύ πουθενά, σε μια σκοτωμένη σέντρα που πήγαινε κατευθείαν αράουτ. Στα ίδια αυτά 180 λεπτά, από φυσιολογικό ποδόσφαιρο η μοναδική φάση ήταν η αστοχία του Τζόλη στο ξεκίνημα με τους Γεωργιανούς, τελεία.

Η αίσθηση που μου έμεινε, είναι ότι με τη Γεωργία δεν υπήρξε η εύστοχη ανάλυση των data που προέκυψαν από την Ισπανία και την Ονδούρα. Σημαντικά μηνύματα, ο προπονητής δεν έδειξε να τα διάβασε με ακρίβεια. Ποιος αντέχει να αναλάβει, ποια καθήκοντα. Ο Μασούρας δεν μπορεί να είναι τρίτος στη σειρά εμφάνισης, πίσω από τον Τζόλη και τον Λημνιό. Ο Μάνταλος ή ο Πέλκας, δεν μπορεί να είναι χαμένοι κάπου στο βάθος της ουράς. Ούτε ο Μαυρίας μπορεί να είναι ο πρώτος, μετά τον Μπακάκη. Ο Σιώπης επίσης, ένας προφανής καταλύτης ισορροπίας, δεν αναγνώσθηκε επιτυχώς. Οι τρεις χαφ της Γεωργίας, μας έκοψαν φέτες.

Στην ολοκλήρωση του επταημέρου, οι δύο πόντοι της Ελλάδας είναι κάτι το πολύ καλύτερο απ’ ό,τι πραγματικά της αντιστοιχούσε. Η τρίτη θέση στην κατάταξη του ομίλου όμως, είναι ακριβώς αυτό που αντιστοιχεί στην Ελλάδα σε ένα τέτοιο όμιλο. Διότι τα αποτελέσματα στα ματς των Εθνικών Ομάδων μεν, ένα προς ένα ξεχωριστά, “δεν έχουν μπέσα”. Υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει μια κάποια αλληλουχία, από την οποία να προκύπτει μια κάποια σύνδεση λογικής. Αλλ’ η συνολική βαθμολογία στα γκρουπ, αυτή αποδίδει κιόλας τη νορμάλ πραγματικότητα.

Εξιδανικεύοντας “τα καλύτερά μας χρόνια” πάντοτε μας παρασέρνει η τάση να ξεχνάμε…μια ολόκληρη λίστα από άθλια/απερίγραπτα/ανυπόφορα προκριματικά ματς της Εθνικής εκείνη τη δεκαετία, και δεν αναφέρομαι μόνο στις ειδικές συνθήκες στα Τίρανα, στο πρώτο παιγνίδι μετά το 2004. Μπορώ, έτσι απέξω, να θυμηθώ ένα 1-1 στο Κισινάου, κάτι κλεμμένες νίκες με συνήθη “από μηχανής θεό” τον Λυμπερόπουλο στο φινάλε, δύο επισκέψεις στη Βαλέτα, το 1-1 με τη Γεωργία (καλή ώρα!) στο ντεμπούτο του Φερνάντο Σάντος, ένα 1-1 στη Ρίγα που το ‘σωσε με γκολ στο τέλος ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, το 1-0 με τον Μήτρογλου στο Φάντουτς, το 1-0 με τον Σαλπιγγίδη στη Μπρατισλάβα.

Κι αν ανατρέξω στα κιτάπια, προφανώς θα βρω και άλλα. Η βασική διαφορά είναι ότι τότε η Ελλάδα είχε αναρριχηθεί τόσο ψηλά στο ranking που δεν συναντούσε στα προκριματικά, τους αντίπαλους που πλέον συναντά στις τελευταίες τρεις διοργανώσεις. Το Βέλγιο. Την Ιταλία. Την Ισπανία. Ο εκάστοτε βαθμός δυσκολίας έφτανε, το πολύ μέχρι Κροατία. Ελβετία. Ουκρανία. Τουρκία. Δανία. Βοσνία/Ερζεγοβίνη. Νορβηγία. Ρουμανία. Με τέτοιους αντίπαλους, καθ’ οδόν οι πόντοι των άλλων διασπείρονταν πιο εύκολα εδώ κι εκεί. Οπότε και οι κάθε φορά δικές μας απώλειες, κόστιζαν λιγότερο.

Και βέβαια, μία άλλη βασική διαφορά, τότε ήταν πολύ πιο δύσκολο να παίξεις στην Εθνική. Δεν αρκούσαν, όπως τώρα, 10-15 καλά παιγνίδια. Ο Λυμπερόπουλος έφτυσε αίμα, ώσπου να καμφθεί ο Οτο. Κι όταν έχασε το μαρκάρισμα του Γκράβγκααρντ στην Κοπεγχάγη, και η ομάδα έφαγε το γκολ που σήμανε τον οριστικό αποκλεισμό από το Μουντιάλ 2006, ύστερα έφτυσε άλλο τόσο αίμα ώσπου να τον ξαναβάλει ο Οτο βασικό. Και το ήξεραν όλοι μες στην ομάδα, ήταν άγραφος αλλά και απαράγραπτος κανόνας, ότι θα συνέβαινε αυτό. Πόσο αίμα δηλαδή, θα έφτυνε ο Λύμπε. Υπήρχε μια κουλτούρα ευθύνης. Υπευθυνότητας, καλύτερα. Η υπευθυνότητα αντιστοιχούσε στην υψηλή αξία της θέσης.

Σήμερα, όλα είναι αλλιώς. Ο βαθμός δυσκολίας στους προκριματικούς ομίλους, πολλαπλασιάστηκε. Οι απώλειες, έχουν οδυνηρό κόστος. Και στην Εθνική, παίζεις εύκολα πια. Ελλείψει λύσεων. Ακριβέστερα, επειδή οι λύσεις είναι μετρημένα κουκιά. Ξαναείδα στην Τούμπα, μετά από “χρόνια και ζαμάνια”, τον Ζαγοράκη. Εύλογα, μετά από χρόνια και ζαμάνια. Ολ’ αυτά τα χρόνια, οι δραστηριότητές του ως ευρωβουλευτής δεν ενέπιπταν στα άμεσα επαγγελματικά ενδιαφέροντά μου. Στο εξής οι δραστηριότητές του ως πρόεδρος της ομοσπονδίας, επανεμπίπτουν.

Πρόλαβα “στο όρθιο”, να τον εκλιπαρήσω για το ένα και μοναδικό πράγμα που νιώθω πως άξιζε ο κόπος να το κάνω. Να κοιτάξει χαμηλά, τη βάση της παραγωγής. Οχι ψηλά, την κρέμα. Να μαλώσει με τους επιστήμονες, να συγκρουστεί με τους πολιτικούς, να χτυπήσει χέρια στα τραπέζια, να σηκώσει μπαϊράκια. Προκειμένου ν’ ανοίξει πάλι, το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο. Το τοπικό ποδόσφαιρο. Το αναπτυξιακό ποδόσφαιρο. Οι ακαδημίες. Οι Κ-15, οι Κ-17, οι Κ-19. Κι όταν ανοίξουν πάλι, να το ενισχύσει κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Για να προλάβουμε μήπως και καταφέρουμε να μη χάσουμε, πράγμα που ήδη έχει αρχίσει να συντελείται, μια ολόκληρη γενιά.

Οτι όλα σήμερα είναι αλλιώς ωστόσο, σε αυτό δεν φταίει να την πληρώσει το γκρουπ της Εθνικής. Δεν φταίει σε κάτι ο Γιαννούλης, επειδή ο βαθμός δυσκολίας πολλαπλασιάστηκε. Δεν φταίει σε κάτι ο Μπουχαλάκης, επειδή οι απώλειες έχουν κόστος. Δεν φταίει σε κάτι ο Παυλίδης, επειδή στην Εθνική παίζεις πιο εύκολα. Δεν φταίει σε κάτι ο Φορτούνης, επειδή παραμένει το μόνο βαρόμετρο της ομάδας. Μπήκε ο Φορτούνης καλά με τη Γεωργία, μπήκε η ομάδα καλά με τη Γεωργία. Εφθινε ο Φορτούνης όσο κυλούσε το παιγνίδι με τη Γεωργία, έφθινε το παιγνίδι της ομάδας όσο κυλούσε ο χρόνος με τη Γεωργία.

Το γκρουπ της Εθνικής έχει το άμεσο δικαίωμα, κατ’ αρχήν σε μία ορθή ανάγνωση του ματς με τη Γεωργία. Δεν πέσαμε σε κάποια άμυνα-μπετόν, που απλώς δεν μπορέσαμε να τη διασπάσουμε. Μία τέτοια ανάλυση, πρώτα-πρώτα θα ήταν άδικη για την όλη εικόνα της Γεωργίας. Και οπωσδήποτε παραπλανητική, αποπροσανατολιστική, για την όλη εικόνα της Ελλάδας. Η Γεωργία δεν έπαιξε καμία άμυνα-μπετόν, έπαιξε το ποδόσφαιρό της. Και η Ελλάδα στο δικό της ποδόσφαιρο δεν είχε καμία φόρα για να διασπάσει, όχι μπετόν, ούτε τσιγαρόχαρτο.

Το γκρουπ της Εθνικής πρωτίστως έχει το δικαίωμα, να τους αφήσουμε να μεγαλώσουν όλοι μαζί. Να πάρουν τον χρόνο τους, έως ότου ωριμάσουν. Σε μια γινωμένη ομάδα, ο Μπακασέτας θα ήταν ένας ωφέλιμος ρολίστας και θα ευδοκιμούσε. Στην άγουρη ομάδα, ο Μπακασέτας είναι ένας πρώιμος κάπτεν και ζορίζεται. Συνολικά σε αυτή την ομάδα, όσοι χρειάζονται τη στήριξη είναι περισσότεροι απ’ όσους μπορούν, αντικειμενικά, να στηρίξουν. Ο Τζόλης ας πούμε, έχει ανάγκη να στηριχθεί. Ακόμη, δεν μπορεί να στηρίξει. Οπως στηρίζει τη Γεωργία ο, ένα χρόνο μεγαλύτερος του Τζόλη, Κβαρατσχέλια που ψοφάει να του δίνουν καθήκοντα/ευθύνες για να τα/τις σκίσει.

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This