Επιλογή Σελίδας

Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για την αποκαρδιωτική εμφάνιση της Εθνικής απέναντι στην Γεωργία, η οποία αφήνει εκτεθειμένο τον Τζον Φαν’τ Σχιπ για την δουλειά του σε όλους τους τομείς της προετοιμασίας και της διαχείρισης αυτού του παιχνιδιού.

Την περίμενα με ανυπομονησία την έναρξη του “πρότζεκτ Κατάρ” της Εθνικής Ομάδας υπό τον Τζον Φαν’τ Σχιπ. Όσα είχα δει στη διάρκεια των προηγούμενων περίπου 20 μηνών μου είχαν δημιουργήσει την αίσθηση ότι ο Ολλανδός προπονητής έχει ωριμάσει τις ιδέες του σχετικά με την αγωνιστική ταυτότητα της ομάδας και ότι έχει κατασταλάξει στο αγωνιστικό μοντέλο που αυτή θα ακολουθεί στα διαφορετικά παιχνίδια ανάλογα με τα στοιχεία του αντιπάλου. Με άλλα λόγια περίμενα ότι οι ποδοσφαιριστές έχουν μάθει τον προπονητή και ο προπονητής τους ποδοσφαιριστές και πως όλο αυτό θα “έβγαινε” στο τερέν. Και κοντά σε όλα αυτά είχα την προσμονή ότι οι πάντες, δηλαδή προπονητής και ποδοσφαιριστές είχαν επίγνωση της κρισιμότητας των πρώτων αγώνων και θα έμπαιναν σε αυτούς με τη νοοτροπία που ζητούσε η στιγμή. 

Στο παιχνίδι της πρεμιέρας αυτό συνέβη σε σημαντικό βαθμό: η Εθνική ήταν συγκεντρωμένη, ακολούθησε την στρατηγική του προπονητή και εφάρμοσε με προσήλωση το αγωνιστικό πλάνο του, αμύνθηκε και τα κατάφερε να μην επιτρέψει σε έναν πολύ ποιοτικό αντίπαλο να δημιουργήσει πολλές επικίνδυνες επιθέσεις και να μην δημιουργήσει πολλές κλασικές ευκαιρίες. 

Στη Γρανάδα η Εθνική μας δημιούργησε την αίσθηση ότι έχει επίγνωση και ότι έχει προετοιμαστεί σωστά ψυχικά και πνευματικά για την αρχή των υποχρεώσεών της στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2022. Κι ύστερα ήρθε το ματς της Τούμπας απέναντι στην Γεωργία. Ίσως το φτωχότερο, δημιουργικά, παιχνίδι που έχει κάνει η Ελλάδα υπό τον Φαν’τ Σχιπ απέναντι σε “ισοϋψή” αντίπαλο. Ίσως το φτωχότερο ημίχρονο, το β’, απέναντι σε ομάδα που – νόμιζε ότι ήταν – του “χεριού” της. Κι όλο αυτό συνέβη αφενός επειδή οι ποδοσφαιριστές δεν έδειξαν με την απόδοσή τους ότι είχαν την ενδεδειγμένη νοοτροπία, την αποφασιστικότητα, τον δυναμισμό, το πάθος που απαιτούσε αυτό το παιχνίδι και αφετέρου επειδή ο προπονητής δεν κατάφερε να βοηθήσει την ομάδα του. 

Χωρίς εναλλακτικό πλάνο ανάπτυξης

Όπως μας αποκάλυψε, μιλώντας στην CosmoteTV μετά τη λήξη, ο Βαγγέλης Παυλίδης, η βασική αρχική ιδέα του Φαν’τ Σχιπ για την ανάπτυξη των επιθέσεων ήταν το να συγκλίνει ο Κώστας Φορτούνης στον κεντρικό άξονα και να παίζει η Εθνική με δύο δεκάρια, αυτόν και τον Μπακασέτα για να επιχειρήσει να κάνει παιχνίδι στην πλάτη των κεντρικών μέσων της Γεωργίας και να επιδιώξει με συνεργασίες να διασπάσει την τελευταία αμυντική γραμμή και να βρεθεί σε καλές θέσεις για να εκτελέσει. Αυτό το σχέδιο πήγε να λειτουργήσει για περίπου 15’-20’ λεπτά, μέχρι που το διάβασαν καλά οι αντίπαλοι και προσαρμόστηκαν, συρρικνώνοντας τον χώρο ανάμεσα στις γραμμές τους και μεταξύ των ποδοσφαιριστών τους. Κι ύστερα ακολούθησαν περίπου 70’ αγωνιστικά λεπτά με την Ελλάδα σε πλήρη αμηχανία, εκνευρισμό και σύγχυση. 

Γιατί συνέβη αυτό; Η εικόνα του ματς μας δημιουργεί την εντύπωση ότι είτε δεν είχε προετοιμαστεί η Εθνική για να αναπτύξει με άλλο τρόπο τις επιθέσεις της είτε ότι η ομάδα δεν είχε μονάδες με ατομικά στοιχεία που θα έδιναν λύσεις σε αυτό το πρόβλημα. Ο Γιαννούλης ανέβαινε αριστερά και έμενε μόνος και ελεύθερος, αλλά ο Κυριάκος Παπαδόπουλος και ο Ζέκα δεν είχαν εμπιστοσύνη στα πόδια τους για να τον σημαδέψουν. Ο Τζόλης που δεν κατάφερε να συνεισφέρει είτε επειδή τον πήρε μαζί της η χαμένη ευκαιρία του 8’ου λεπτού είτε επειδή δεν μπορεί να αποδώσει στο δεξί άκρο της επίθεσης αντικαταστάθηκε. Και αντί να βρεθεί στο τερέν ένας μεσοεπιθετικός με ρυθμό και αυτοπεποίθηση (Μασούρας) μπήκε ένας που δεν έχει ούτε ρυθμό ούτε αυτοπεποίθηση (Λημνιός). Η Εθνική έβρισκε απέναντί της μια ομάδα με πολύ καλή αμυντική οργάνωση και έψαχνε να χαλάσει αυτή την οργάνωση με μια ατομική προσπάθεια. Και ο προπονητής επέλεξε τον Λημνιό, που δεν πάει εδώ και καιρό στο “ένας εναντίον ενός” και όχι τον Πέλκα, που έχει ρυθμό, πολύ καλή ψυχολογία και είναι πολύ ικανός στις επιθετικές μονομαχίες. 

Ο Μπακάκης χτύπησε και ο προπονητής έφερε στο τερέν έναν ποδοσφαιριστή χωρίς συμμετοχές με τον σύλλογό του στο 2021 (Μαυρίας), τον οποίο προτίμησε αντί ενός ποδοσφαιριστή που έχει ρυθμό, δηλαδή έχει σερί συμμετοχές με τον σύλλογό του και πολύ υψηλή αυτοπεποίθηση λόγω των θετικών εμφανίσεών του (Ανδρούτσος). 

Δεν προσαρμόστηκε ποτέ στα στοιχεία της Γεωργίας

Η Γεωργία άρχισε να δείχνει από το 20’λεπτο τα δύο πρότυπα της επιθετικής ανάπτυξής της. Όταν η Ελλάδα ανέβαινε ψηλά στο τερέν για να πιέσει, φρόντιζε να ακουμπάει την μπάλα στον αριστερό της στόπερ (Κάσια), ο οποίος έψαχνε με μακρινές μεταβιβάσεις τους πλάγιους επιθετικούς ή τον σέντερ φορ. Κι όποτε η Ελλάδα της επέτρεπε να φτάσει στο δεύτερο στάδιο ανάπτυξης της επίθεσης και να περάσει τη σέντρα με κατοχή της μπάλας δημιουργούσε υπεραριθμία στον κεντρικό άξονα με τρεις εξαιρετικούς χειριστές της μπάλας (Αμπουρτζάνια, Κανκάβα, Κιτεϊσβίλι), οι οποίοι έβλεπαν τις κάθετες κινήσεις των επιθετικών και τους έδιναν την μπάλα στον χώρο. Απέναντι στους τρεις κεντρικούς χάφ η Ελλάδα είχε δύο (Ζέκα – Μπουχαλάκης) και μάλιστα τον έναν χωρίς την ενέργεια – σήμα κατατεθέν του (Ζέκα). Και ο προπονητής που το έβλεπε αυτό (“μας έλειψε η ένταση στο κέντρο”, μας είπε μετά τη λήξη) δεν πρόσθεσε ποτέ τρίτο κεντρικό μέσο, δηλαδή δεν επανέφερε τον τρόπο με τον οποίο στάθηκε, με την παρουσία του Σιώπη, τόσο καλά απέναντι στην Ισπανία. 

Στο τερέν δεν αποδείχθηκε ορθή ούτε η επιλογή του προπονητή να παίξει με βασικό σέντερ φορ τον Παυλίδη, ένα παιδί που δεν τα είχε καταφέρει στο Nations League να δώσει γκολ στην Εθνική. Κι όταν οι τοποθετήσεις της άμυνας της Γεωργίας ανάγκαζαν την Ελλάδα να ψάξει τρόπους να φέρει από τα πλάγια την μπάλα στην περιοχή, και συνεπώς το ζητούμενο ήταν ένας ικανός κεφαλοσφαιριστής, ο Ολλανδός προπονητής επέλεξε να μείνει να παρακολουθεί την εξέλιξη μέχρι το 70’, που αποφάσισε να φέρει στο ματς τον Γιακουμάκη. 

Οι παίκτες που έλειψαν στον Φαν’τ Σχιπ

Περισσότερο από όλα τα παραπάνω όμως το πιο ανησυχητικό είναι ότι εκ των υστέρων, δηλαδή μετά τη λήξη του παιχνιδιού ο προπονητής απέδωσε αυτή την τόσο φτωχή εικόνα (1 τελική προσπάθεια σε 45’ λεπτά στο β’ ημίχρονο) “στην απουσία κάποιων παικτών που έχουν τα στοιχεία που μας έλειψαν”, τους οποίους δεν ονομάτισε. Οποίος και αν του έλειψε, που κανείς μας δεν ξέρει σε ποιον/ποιους αναφερόταν, ο προπονητής είχε πολύ καιρό για να βρει τα στοιχεία που έλειπαν και να τα προσθέσει στο παιχνίδι της Εθνικής. Απέτυχε να το κάνει, και αυτή είναι δική του ευθύνη και όχι κάτι που δικαιολογείται να αποδίδεται στην απουσία κάποιων ποδοσφαιριστών. 

Κακή ψυχική προετοιμασία

Στη διάρκεια των προηγούμενων ημερών σημείωνα ότι σε αυτό το παιχνίδι οι ποδοσφαιριστές έπρεπε να παίξουν για να συντηρήσουν το υπάρχον καθεστώς στην Εθνική Ομάδα. Στο ματς απέναντι στην Γεωργία δεν τον έβγαλαν ποτέ αυτόν τον χαρακτήρα στο τερέν, ίσως με μόνη εξαίρεση τον Γιώργο Τζαβέλλα. Οι ποδοσφαιριστές στην πλειονότητά τους εκφράζονται με πολύ καλά λόγια για τον Φαν’τ Σχιπ. Στην κρίσιμη στιγμή όμως δεν εκφράστηκαν και με τα πόδια τους. Σε έναν τόσο αποφασιστικό αγώνα, στο τερέν της Τούμπας η Εθνική δεν είχε ένταση, δεν είχε πάθος, δεν είχε δυναμισμό, δεν κατάφερε ποτέ να επιβληθεί στον αντίπαλό της. Και όλο αυτό, ακριβώς επειδή έλειπαν όλα αυτά τα στοιχεία, προδίδει ανεπαρκή ψυχική προετοιμασία και δημιουργεί την αίσθηση ότι η Εθνική δεν είχε στο τερέν ποδοσφαιριστές με την προσωπικότητα για να πάρουν την ευθύνη στην πλάτη και να παρασύρουν την ομάδα σε μια επιβλητική εμφάνιση. 

Το βράδυ της Τετάρτης στην Τούμπα η Γεωργία ήταν η καλύτερη ομάδα. Είχε καλύτερη οργάνωση, επιθετικά και αμυντικά, έπαιξε με περισσότερη ένταση, δημιούργησε μεγαλύτερο αριθμό ευκαιριών, βρήκε περισσότερες φορές την εστία στις τελικές προσπάθειές της, ανέπτυξε με μεγαλύτερη ταχύτητα, δηλαδή υψηλότερο ρυθμό τις επιθέσεις της, και αποδείχθηκε πολύ ανθεκτική, δεδομένου ότι ανασυντάχθηκε αμέσως μετά από την ψυχρολουσία του αυτογκόλ και έφτασε κοντά στην πλήρη ανατροπή. Την Γεωργία, που έβαλε τρία πολύ καλά ματς στη σειρά, ο προπονητής της, ο Βίλι Σανιόλ την έχει στα χέρια του σκάρτο 1,5 μήνα. Την Ελλάδα ο Φαν’τ Σχιπ την έχει στα χέρια του εδώ και 20 μήνες. 

Ήταν απογοητευτική η Εθνική σε έναν εκ των κρισιμότερων, αν όχι τον κρισιμότερο αγώνα στον καιρό του Ολλανδού προπονητή. Η αρχή της προκριματικής φάσης μας έδειξε ότι η Ελλάδα σήμερα δεν έχει την δυναμική ομάδας που μπορεί να τερματίσει 2η, διότι ήδη τρεις ομάδες έχουν δείξει ανώτερες (Ισπανία, Σουηδία, Γεωργία). Ποτέ μια ομάδα δεν αποκλείστηκε σε δύο αγώνες από μια φάση ομίλων. Όμως αυτή η εικόνα ήταν αποκαρδιωτική. 

Πηγή: Gazzetta 

Pin It on Pinterest

Shares
Share This