Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Διαβάζοντας ένα μέρος των προγραμματικών δηλώσεων που κάνουν οι υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου στην Μπαρτσελόνα τις τελευταίες ημέρες έπιασα τον εαυτό μου να μένει με το στόμα ανοιχτό. Σε μια περίοδο που τα οικονομικά στοιχεία της Μπάρτσα δημιουργούν την εικόνα μιας χρεοκοπημένης εταιρείας, η οποία παρακαλάει τους πιστωτές της για να μετακυλήσει τις υποχρεώσεις της και ζητά διαρκώς από τους ποδοσφαιριστές της να αποδέχονται περικοπές προκειμένου να καταφέρνει να τους πληρώνει, οι υποψήφιοι εμφανίζονται για να τάξουν τον Χάλαντ, ή και – ακόμη χειρότερα – τον Χάλαντ “πακέτο” με τον Εμπαπέ και “δώρο” κι έναν κεντρικό αμυντικό.

Η Μπαρτσελόνα ζει σε μια εποχή που βλέπει τα χρέη της να ξεπερνούν τα 700 εκατ. €. Είναι μια από τις εταιρείες που έχουν πληγεί περισσότερο στην βιομηχανία του ποδοσφαίρου από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Και όλο αυτό της συμβαίνει σε μια αγορά, την ισπανική, που είναι αυτή που έχει πληγεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική αγορά στο έτος της πανδημίας. Σύμφωνα με το KPMG Football Benchmark, η ισπανική αγορά είναι αυτή που έχει καταγράψει την μεγαλύτερη πτώση αξιών των ποδοσφαιριστών του πρωταθλήματός της, της τάξης του 21.1% ως συνέπεια της οικονομικής δυσπραγίας που προκάλεσε η πανδημία. Πτώση αξιών τάξης μεγέθους 1.4 δισεκατομμυρίων €. Είναι τέτοια η μείωση της αγοραστικής δύναμης στην ισπανική αγορά, που ήρθε ως συνέπεια της απώλειας εσόδων στη διάρκεια του τελευταίου έτους και της ανασφάλειας που ακόμη επικρατεί σχετικά με τα προσδοκώμενα έσοδα, που οι ισπανικοί σύλλογοι υποφέρουν περισσότερο από όλα τα άλλα μεγάλα πρωταθλήματα.

Σε αυτή την κατάσταση, και σε αυτό το περιβάλλον, πώς γίνεται οι υποψήφιοι πρόεδροι να “τάζουν” τον Εμπαπέ των 180+ εκατ. € και τον Χάλαντ των 110+ εκατ. €; Δηλαδή πού θα βρουν τα περίπου 300 εκατ. ευρώ που χρειάζονται μόνο για την αγορά τους, δίχως να υπολογίζονται τα κόστη των συμβολαίων τους; Και πώς γίνεται να τον παίρνει στα σοβαρά η κοινωνία των μελών της Μπαρτσελόνα έναν υποψήφιο που δηλώνει ότι “έχω έναν επενδυτή που θα βάλει 250 εκατ. € για να κάνουμε μεταγραφές”; Αυτά δεν συνέβαιναν ούτε στην ΑΕΚ της εποχής του Μπόμπ Κοζώνη και όλων των άλλων εικονικών μεγιστάνων που της έταξαν ότι θα την μετατρέψουν σε πολυεθνική δύναμη.

Οι υπεραξίες της “Μασία”

Μέσα σε όλη αυτή την “μαυρίλα” των οικονομικών δεδομένων και των προβλέψεων, η Μπαρτσελόνα βλέπει στον ορίζοντα τους πρώτους καρπούς της δουλειάς που – από τύχη – ξεκίνησε το περασμένο καλοκαίρι με τον Ρόναλντ Κούμαν και την επιστροφή της νοοτροπίας για την ανάδειξη ποδοσφαιριστών. Βλέπει ένα δικό της παιδί, τον Ανσου Φάτι να έχει ανεβάσει πάνω από τα 75 εκατ. € την αγοραστική του αξία, βλέπει ένα άλλο παιδί το οποίο αγόρασε φθηνά, τον Πέδρι να έχει δημιουργήσει μια υπεραξία τάξης μεγέθους 30 εκατ. €, βλέπει τον αρχηγό της δεύτερης ομάδας της, τον Ρίκι Πουτς να εξελίσσεται σιγά σιγά σε παίκτη που μπορεί να σηκώσει το βάρος της φανέλας της πρώτης ομάδας και δημιουργεί σημαντική υπεραξία. Με άλλα λόγια βλέπει σημάδια από τα οποία θεωρητικά θα έπρεπε να αντλεί την δύναμη για να επιμείνει σε αυτό το πλάνο με όραμα να πλαισιώσει τους “μικρούς” της με ποδοσφαιριστές που έχουν την ποιότητα και την προσωπικότητα για να τους πλαισιώσουν, να τους καθοδηγήσουν και να τους βοηθήσουν να κάνουν πρωταθλητισμό.

Οι εκτιμήσεις των αναλυτών της αγοράς δημιουργούν την αίσθηση ότι το ποδόσφαιρο θα πρέπει να ξεχάσει για λίγο τις μεταγραφές των 100+ εκατ. €, ίσως με μόνη εξαίρεση τις αγγλικές ομάδες της ελίτ και μια δύο άλλες ομάδες ανά την Ευρώπη. Η ζημιά που έχει κάνει στη διάρκεια των τελευταίων περίπου 12 μηνών η πανδημία στην οικονομία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου δεν επιτρέπει ακριβές μεταγραφές, και φυσικά είχε ως συνέπεια να ζήσει αυτή η αγορά τις δύο πιο φτωχές μεταγραφικές περιόδους των τελευταίων ετών – το περασμένο καλοκαίρι και τον Ιανουάριο, με τζίρους χαοτικά μικρότερους συγκριτικά με τους προηγούμενους.

Δεν έχει μείνει χώρος για παραμύθι στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Γι’ αυτό και είναι να απορεί κανείς με τη στάση των υποψηφίων για την προεδρία της Μπαρτσελόνα, οι οποίοι τάζουν την παραμονή του Μέσι και τις υπογραφές των wonder boys του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου με μεγαλύτερη ευκολία από αυτή με την οποία λέει συνήθως ψέματα ο μέσος Ελληνας πολιτευτής. Η Μπαρτσελόνα, η οποία σύμφωνα με τα ρεπορτάζ σκέφτεται να απομακρύνει το καλοκαίρι τον Κούμαν, κι ας είναι κάποιος που ξέρει πώς γίνεται η δουλειά της ανάδειξης ποδοσφαιριστών, συμπεριφέρεται ως κοινωνία σαν να μην έχει καταλάβει τι ακριβώς της έχει συμβεί. Στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται, στο περιβάλλον που ζει, με την αβεβαιότητα που κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά του ποδοσφαίρου, η Μπαρτσελόνα δεν απειλείται με συρρίκνωση μόνο με όρους αγωνιστικούς αλλά και επιχειρηματικούς. Και με όλο αυτό το κακό που έκανε στην οικονομία της και την κουλτούρα της ο πρώην πρόεδρος Μπαρτομέου, είναι να απορεί κανείς πώς γίνεται να τηρούν τέτοια δημόσια στάση οι υποψήφιοι για να τον διαδεχθούν. Φαίνεται ότι εκτός οικονομική, ο Μπαρτομέου κατάφερε να της κάνει και “εγκεφαλική” ζημιά της Μπαρτσελόνα. Κι αυτή η δεύτερη ζημιά την απειλεί με συρρίκνωση στα όρια του αφανισμού από το ευρωπαϊκό προσκήνιο.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This