Επιλογή Σελίδας

23/05/2020. Εκείνο το πρωινό θα ‘ναι για πάντα βαθιά χαραγμένο στην μνήμη μου.

Δεν ήταν ένα τυπικό, ένα συνηθισμένο πρωινό.

Ήταν η μέρα που ανακοίνωσα το τέλος της ποδοσφαιρικής μου καριέρας.

Το τέλος και η αρχή του ονείρου

Το ποδόσφαιρο για μένα δεν είναι απλώς ένα κεφάλαιο της ζωής μου. Είναι η ζωή μου.

Είναι το παιδικό όνειρο, το οποίο έκανα πραγματικότητα.

Στον απόλυτο βαθμό

Την απόφαση την είχα πάρει αρκετό καιρό πριν μέσα μου.

Ουδέποτε μπορούσα να φανταστώ, όμως, το πόσο δύσκολο ήταν να το ανακοινώσω.

Δεκαεπτά χρόνια επαγγελματικής καριέρας, έντεκα ομάδες, 505 αγώνες σε συλλογικό επίπεδο και 75 συμμετοχές με την Εθνική Ελλάδος. Στο σύνολο 580 επίσημοι αγώνες. Τους θυμάμαι όλους. Από την πρώτη μου συμμετοχή με τον Πανιώνιο στο Ελ Πάσο με την Καλλιθέα, μέχρι το φινάλε μου, στο μακρινό Μάτζμαχ της Σαουδικής Αραβίας.

Στιγμές πολλές, ξεχωριστές. Τις κρατάω όλες μέσα μου σαν φυλαχτό.

Ο χαμένος τελικός του UEFA το 2009 με τη Βέρντερ Βρέμης στην Κωνσταντινούπολη, το Euro 2008 στα γήπεδα της Αυστρίας και της Ελβετίας, τα Μουντιάλ του 2010 στην Αφρική και του 2014 στη Βραζιλία, είναι οι μεγάλοι σταθμοί της πορείας μου στο ποδόσφαιρο.

Εκείνο το ταξίδι

Ποιος θα μου το ‘λεγε -τότε- πως το πρώτο μου ταξίδι στην Αθήνα, στα τέλη του 2001, έμελλε να μου αλλάξει για πάντα τη ζωή.

Ως μέλος της Εθνικής Νέων και παίκτης του Απόλλωνα Λιτοχώρου, παίζαμε φιλικό παιχνίδι με την Τσεχία στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης.

Εκεί, με είδαν για πρώτη φορά οι άνθρωποι του Πανιωνίου και πιο συγκεκριμένα ο Γιώργος Δέδες. Δεν πέρασαν παρά λίγες ημέρες, όταν χτύπησε το τηλέφωνο τού σπιτιού μου.

Ποτέ μου δεν πίστευα πως ένα τηλέφωνο θα με έκανε τόσο χαρούμενο και θα σήμανε την αρχή τού ονείρου μου. Του δικού μου μεγάλου ταξιδιού…

«Θέλουμε τον Αλέξη στον Πανιώνιο…», ήταν η πρώτη ατάκα, την οποία άκουσε ο πατέρας μου, Παναγιώτης. Και πώς θα μπορούσε να αρνηθεί; Σε ηλικία 17 ετών. Από ποδοσφαιριστής του Α’ τοπικού στην Πιερία, βρέθηκα ξαφνικά στην Αθήνα, στην Α’ Εθνική και τον Πανιώνιο. Δεν φοβήθηκα στιγμή.

Ήμουν έτοιμος και κυρίως αποφασισμένος να αρπάξω την ευκαιρία μου…

Θυμάμαι ακόμα το άγχος, τις σκέψεις και όλες τις ανησυχίες, τις οποίες είχα στον δρόμο για την Αθήνα την ημέρα που πήγα για να υπογράψω.

Ο Πανιώνιος ανέκαθεν -ακόμα και τότε- ήταν μια ομάδα που έδινε ευκαιρίες σε παιδιά της ηλικίας μου να δείξουν το ταλέντο τους.

Θυμάμαι ακόμα την πρώτη ημέρα που μπήκα στα αποδυτήρια και αντίκρισα τους συμπαίκτες μου.

Δε θα ξεχάσω, το πρώτο μου σπίτι στη Νέα Σμύρνη. Ήταν κοντά στο γήπεδο. Και πώς να μην είναι, άλλωστε, αφού ως ανήλικος ούτε δίπλωμα, ούτε και αμάξι είχα, οπότε οι μετακινήσεις μου έπρεπε να είναι σε κοντινές αποστάσεις.

Δεν έμενα μόνος μου. Είχα συγκάτοικό μου τον Γιώργο Τίτη, με τον οποίο μέχρι και σήμερα διατηρούμε φιλικούς δεσμούς.

Ακόμα και η επικοινωνία με τους γονείς μου και τους κοντινούς μου ανθρώπους δεν ήταν εύκολη. Κάθε άλλο. Τότε ήταν «η εποχή της τηλεκάρτας» και θυμάμαι πως κάθε απόγευμα, μετά το τέλος κάθε προπόνησης, πήγαινα στο πλησιέστερο καρτοτηλέφωνο, για να τους τηλεφωνήσω, να μάθω τα νέα τους, να μιλήσουμε για τις δικές μου ανησυχίες…

1/12/2002: Μια ημερομηνία σταθμός στην καριέρα μου. Στο 79′ της αναμέτρησης εκείνης με την Καλλιθέα, ο – τότε- προπονητής μου, Γιόζεφ Μπουμπένκο, με φώναξε, για να με περάσει στο γήπεδο. «Αλέξη, ήρθε η ώρα σου, απόλαυσέ το…», μου είπε και πέρασα στο γήπεδο, στη θέση του Ερόλ Μπουλούτ, του σημερινού προπονητή της Φενερμπαχτσέ.

Εκείνη τη σεζόν, η ομάδα τερμάτισε στην 5η θέση, κέρδισε ένα εισιτήριο για το Κύπελλο UEFA και εγώ έπαιξα συνολικά σε 16 επίσημους αγώνες.

Μια χρονιά-σταθμός για μένα, διότι κατάφερα να καθιερωθώ σε πολύ νεαρή ηλικία στην πρώτη κατηγορία κάτι που δεν ήταν εύκολο να το πετύχεις, εκείνα ειδικά τα χρόνια.

27/11/2003: Μία ακόμα ημερομηνία ορόσημο στην καριέρα μου. Το πρώτο μου ευρωπαϊκό παιχνίδι. Το ντεμπούτο μου στο Καμπ Νου. Απέναντι στη Μπαρτσελόνα του Ροναλντίνιο και των υπόλοιπων σούπερ σταρ εκείνης της εποχής. Τι στιγμή…

Είχε προηγηθεί το παιχνίδι στη Νέα Σμύρνη, είχαμε ηττηθεί με 0-3.

Σκεφτόμουν πως ενάμιση χρόνο πριν ήμουν στο χωριό μου στην Κατερίνη και ξαφνικά πατούσα το χορτάρι του πιο ιστορικού γηπέδου της Ευρώπης. Μπήκα ως αλλαγή στο 72′. Θυμάμαι να κοιτάω γύρω μου τις επιβλητικές κερκίδες, τους παίκτες-σταρ της Μπαρτσελόνα και να αναρωτιέμαι, αν αυτό, το οποίο ζούσα τότε σε ηλικία 18 ετών, ήταν πραγματικότητα.

Κεφάλαιο – Παναθηναϊκός

Μετά από τρεις σεζόν στον Πανιώνιο, το καλοκαίρι του 2005, ήρθε η πρόταση του Παναθηναϊκού. Δεν το σκέφτηκα στιγμή.

Οι απαιτήσεις διαφορετικές. Ο συναγωνισμός μεγάλος. Και πάλι, όμως, ήμουν σίγουρος για εμένα και τις δυνατότητές μου.

Εκείνο το καλοκαίρι, στην ίδια θέση με ‘μένα, ο Παναθηναϊκός είχε αποκτήσει παίκτες παγκόσμιου επιπέδου, όπως ο Κονσεϊσάο με θητεία στη Ρεάλ Μαδρίτης και ο Μπίτσκαν από τη Λίβερπουλ. Και δίπλα τους, εγώ, ένα παιδάκι 20 ετών.

9/8/2005: Το ντεμπούτο μου με τον Παναθηναϊκό. Αγώνας προκριματικής φάσης για το Champions League με τη Βίσλα, στην Πολωνία. Μπήκα στο 63′ στη θέση του Μπίτσκαν.

Εκείνη τη σεζόν, έπαιξα συνολικά σε 26 αγώνες. Εκπληρώνοντας ένα ακόμα όνειρό μου. Να αγωνιστώ στους ομίλους του Champions League. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν απέναντι στη μετέπειτα ομάδα μου, τη Βέρντερ. Πώς τα φέρνει καμιά φορά η ζωή…

Όσο περνούσε ο καιρός, πατούσα πλέον  γερά στα πόδια μου, είχα βρει τη θέση μου στο ρόστερ, παρότι είχαμε αρκετές αλλαγές προπονητών. Μαλεζάνι, Μπάκε, Μουνιόθ, Πεσέιρο και Τεν Κάτε. Από όλους πήρα πράγματα.

Με τον Ολλανδό στον πάγκο, υπήρξε και το παιχνίδι, το οποίο με σημάδεψε περισσότερο από κάθε άλλο. Αυτό με τη Βέρντερ, στην Γερμανία. Στις 4 Νοεμβρίου του 2008. Το 0-3 μέσα στη Βρέμη. Πέτυχα το τρίτο γκολ. Όλα έμοιαζαν ονειρικά για μένα και την ομάδα.

Αλέξανδρος Τζιόλης εναντίον Μεζούτ Οζίλ, μετέπειτα συμπαίκτες στη Βρέμη, στην αναμέτρηση Βέρντερ – Παναθηναϊκός 0-3, τον Νοέμβριο του 2008 / Photo by: Eurokinissi (Action Images).

Κάπου εκεί, άρχισαν τα δύσκολα στη σχέση μου με τον Παναθηναϊκό. Η οικογένεια Βαρδινογιάννη αποχώρησε, η πολυμετοχικότητα ήρθε. Είχε έρθει η ώρα της αλλαγής.

Το πίστευα και το ένιωθα πως ήμουν έτοιμος για το επόμενο και πιο μεγάλο βήμα. Να αγωνιστώ στο εξωτερικό. Η Βέρντερ έδειξε πόσο με ήθελε και με απέκτησε τον Γενάρη του 2009 με εξάμηνο δανεισμό. Όταν ολοκληρώθηκε αυτός και επέστρεψα, τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο.

Τέθηκα εκτός ομάδας. Έκανα μόνος μου προπονήσεις. Ξαφνικά, έβλεπα όλα γύρω μου να διαλύονται. Εγώ ανήμπορος δεν μπορούσα να κάνω κάτι να το αλλάξω αυτό. Σκεφτόμουν πως λίγους μόνο μήνες πριν είχα παίξει σε τελικό UEFA, είχα κατακτήσει το Κύπελλο Γερμανίας και τώρα είμαι παροπλισμένος σε έναν καναπέ με χιλιάδες «γιατί» να γυρνούν στο μυαλό μου. Δεν μου άξιζε όλο αυτό. Αυτή σίγουρα ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της καριέρας μου.

Με πείσμωσε, όμως. Με άλλαξε ως άνθρωπο. Με έκανε πιο ανθεκτικό. Πιο δυναμικό.

Εκεί, κατάλαβα πως στη ζωή όλα ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Νιώθω τυχερός, όμως, γιατί είχα δίπλα μου πάντα τους κοντινούς μου ανθρώπους και την οικογένειά μου. Τα στηρίγματα τής ζωής μου. Και τους οφείλω ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Για όλα.

Κεφάλαιο – ΠΑΟΚ

To 2013, και μετά από μια μακρά περιπλάνησή μου στο εξωτερικό σε αρκετές ομάδες και χώρες, και αφού είχα ολοκληρώσει το πέρασμά μου από τον ΑΠΟΕΛ, ήρθε η πρόταση του ΠΑΟΚ.

Στο πρώτο άκουσμα του ενδιαφέροντος, ήμουν επιφυλακτικός. Αρχικά, γιατί δεν ήθελα να γυρίσω στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Οι συζητήσεις προχώρησαν, μίλησα με τον Ζήση Βρύζα, τον άνθρωπο, ο οποίος με ήθελε στην ομάδα, και αντιλήφθηκα πλήρως το όραμα του κυρίου Ιβάν Σαββίδη. Το πλάνο ήταν εξαιρετικά φιλόδοξο, μια σοβαρή προσπάθεια ανάπτυξης. Ήρθαν κι άλλοι διεθνείς παίκτες στον σύλλογο, όπως ο Κατσουράνης κι ο Σαλπιγγίδης.

Σημαντικό ρόλο, ασφαλώς, έπαιξε και η οικογένειά μου. Είχα λείψει τόσα χρόνια από τους δικούς μου ανθρώπους και πλέον μπορούσα να είμαι και πάλι -σχεδόν- δίπλα τους, παίζοντας παράλληλα για μια μεγάλη ομάδα με πολύ κόσμο στο πλευρό της. Έτσι, πήρα μια απόφαση, η οποία αποδείχθηκε ευκολότερη απ’ όσο νόμιζα.

Όπως σε όλες τις μεγάλες ομάδες, με πολλούς φιλάθλους, υπάρχει πίεση, την οποία πρέπει να διαχειριστείς. Εγώ είχα ήδη την εμπειρία του Παναθηναϊκού, το είχα ζήσει, δεν είχα θέμα με αυτό. Η διαφορά είναι μόνο πως η Θεσσαλονίκη είναι πιο μικρή πόλη, μια πιο κλειστή κοινωνία, οπότε όλα θα τα ζήσεις λίγο πιο έντονα.

Είσαι πιο κοντά στον φίλαθλο. Θα σε δει το πρωί, όταν πας να πάρεις τον καφέ σου ή στο σούπερ-μάρκετ, και θα έρθει να σου μιλήσει. Προσωπικά, πάντως, δεν ένιωσα ποτέ άσχημα μ’ αυτού του είδους την πίεση, ούτε και έζησα κάποια κακή συμπεριφορά ή οτιδήποτε. Ίσα-ίσα, το αντίθετο.

Τους πρώτους μου μήνες στην ομάδα, παίξαμε στα πλέι οφ του Champions League με τη Σάλκε. Μια κομβική στιγμή για το σύλλογο και μια χαμένη «χρυσή» ευκαιρία για να μπούμε στους ομίλους. Είναι κάτι, το οποίο ακόμα θυμάμαι έντονα και με μεγάλη στεναχώρια.

Εκεί, χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Αν εκείνη τη στιγμή ο ΠΑΟΚ είχε καταφέρει να μπει στους ομίλους τότε, θα είχε ανέβει αυτόματα αρκετά σκαλοπάτια. Η προτελευταία μου χρονιά ήταν και η πιο γεμάτη σε συμμετοχές και προσφορά. Ήταν ιδιαίτερη τιμή για μένα, καθώς φόρεσα και το περιβραχιόνιο του αρχηγού.

Πάντα θα θυμάμαι με νοσταλγία τη στιγμή, όταν έμπαινα στην Τούμπα, για να παίξω. Τη στιγμή, κατά την οποία βγαίναμε από τη φυσούνα.

Ο παλμός και η ατμόσφαιρα είναι πράγματα μοναδικά. O κόσμος είναι ο 12ος παίκτης και σου δίνει ώθηση, το γήπεδο αυτό έχει κάτι το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο. Έχουν δίκιο όσοι λένε πως είναι μια από τις πιο δύσκολες έδρες για κάθε αντίπαλο, το λέω έχοντας παίξει σε κάποια από τα πλέον επιβλητικά γήπεδα στην Ευρώπη. Ειδικά στα μεγάλα παιχνίδια, ήταν απόλαυση να αγωνίζεσαι.

Κεφάλαιο – Εξωτερικό

Οκτώ ομάδες σε οκτώ διαφορετικές χώρες. Αρχή στη Βρέμη, φινάλε στο Μάτζμαχ της Σαουδικής Αραβίας. Μοναδικές εμπειρίες. Αναμνήσεις μιας ζωής.

Στο εξωτερικό είδα και έζησα πολλά. Διαφορετικά μέρη, διαφορετικές κουλτούρες και έναν άλλο τρόπο ζωής από χώρα σε χώρα. Το εξωτερικό δοκιμάζει. Σε ωριμάζει. Στο τέλος, όμως, φεύγεις γεμάτος.

Η Βέρντερ ήταν ο πρώτος σταθμός της πορείας μου στο εξωτερικό. Η πρώτη πρόκληση. Στη Bundesliga. Ένα πρωτάθλημα υψηλών απαιτήσεων. Σε ένα σύλλογο, ο οποίος εκείνη την εποχή διεκδικούσε όλους τους τίτλους στις διοργανώσεις, στις οποίες συμμετείχε. Με ένα ρόστερ, το οποίο είχε παίκτες παγκόσμιας εμβέλειας, σαν τον Βραζιλιάνο Ντιέγκο, τον Μεζούτ Οζίλ, τον Περουβιανό Πιζάρο.

Στο τέλος της σεζόν, μας έμεινε μια γλυκόπικρη γεύση. Γλυκειά για την κατάκτηση του Κυπέλλου Γερμανίας με 1-0 απέναντι στη Λεβερκούζεν του Άγγελου Χαριστέα, τότε, και πικρή για τον χαμένο τελικό του UEFA στην Κωνσταντινούπολη από τη Σαχτάρ.

Θυμάμαι, βήμα προς βήμα, όλη την πορεία μας προς τον τελικό του UEFA, όταν αποκλείσαμε σπουδαίες ομάδες, ανάμεσά τους και τη Μίλαν στη φάση των «32». Μια ομάδα που είχε παίκτες, όπως ο Μαλντίνι, ο Πίρλο, ο Ζέεντορφ, ο Ιντζάκι, ο Σεβτσένκο, ο Μπέκαμ.

Στον Τελικό είχα παίξει ως αλλαγή και έφτασα κοντά στο γκολ της ισοφάρισης (σε 2-2) στην παράταση. το σουτ μου, όμως, πέρασε ξυστά από το δοκάρι. Αυτή ήταν και η τελευταία ευκαιρία, την οποία είχαμε, για να πάμε τον αγώνα στα πέναλτι.

Το 2010, και ενώ για μένα όλα ήταν «μαύρα» λόγω των συνθηκών, τους οποίους βίωνα στον Παναθηναϊκό, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ήταν ο Αλμπέρτο Μαλεζάνι, προπονητής τότε στη Σιένα, ο οποίος με ήξερε βέβαια καλά από την κοινή μας θητεία στην Ελλάδα.

«Αλέξανδρε, σε θέλω στην ομάδα», ήταν τα λόγια του. Δεν το σκέφτηκα λεπτό. Για εμένα, το τέλος τού τηλεφωνήματος αυτού, σήμανε και το τέλος τού δικού μου εφιάλτη.

Πηγαίνοντας εκεί, η ομάδα ήταν στην τελευταία θέση της Serie A και οι πιθανότητες να σωθεί δεν ήταν πολλές. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθήσαμε για το καλύτερο. Έπαιξα σε 13 αγώνες στο δεύτερο μισό εκείνης της σεζόν. Ωστόσο, η ομάδα δεν κατάφερε να αποφύγει τον υποβιβασμό.

Ακολούθησε η La Liga και η Ρασίνγκ Σανταντέρ, μετά το Μουντιάλ του 2010. Εκεί πήγα ως δανεικός από τη Σιένα. Ξεκίνησα βασικός και ήμουν πολύ ικανοποιημένος. Το ισπανικό πρωτάθλημα μού ταίριαζε πολύ.

Ο σοβαρός τραυματισμός μου, όμως, και το σπασμένο πόδι, στο παιχνίδι της Εθνικής, μού στέρησε τη δυνατότητα να ολοκληρώσω τη χρονιά. Μια άτυχη στιγμή στάθηκε η αιτία για να μην κάνω μια γεμάτη σεζόν.

Έφυγα από την Ισπανία, όμως, πολύ γεμάτος και με τις καλύτερες αναμνήσεις.

Επόμενο βήμα, η Γαλλία και η Μονακό. Ήταν η χρονιά, όταν την είχε αναλάβει ο Ρώσος μεγιστάνας, ο Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ. Εγώ πήγα εκεί τον Δεκέμβριο, με τον σύλλογο να είναι σε μία μεταβατική περίοδο, αναζητώντας τον τρόπο να επανέλθει στη Ligue 1.

H Μονακό τότε έκανε πολλές μεταγραφές, είχε μεγάλο αριθμητικά ρόστερ και για μένα ήταν ένα εφιαλτικό εξάμηνο. Ήταν η μοναδική ομάδα στην καριέρα μου, στην οποία δεν αγωνίστηκα σχεδόν καθόλου. Εκεί για μένα ήταν μία ακόμα δοκιμασία. Δεν χάρηκα τίποτα, παρά τις ανέσεις, τη χλιδή και την ποιοτική ζωή, τις οποίες σου προσέφερε το Πριγκιπάτο.

Ακολούθησε ο ΑΠΟΕΛ. Στην Κύπρο ξαναβρήκα τον εαυτό μου. Σε αυτό με βοήθησε πολύ και ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, ο οποίος ήταν τότε προπονητής μου.

Ποδοσφαιρικά πάτησα και πάλι στα πόδια μου. Ανέκτησα την αυτοπεποίθησή μου. Έκανα μια καλή και γεμάτη χρονιά, ήμουν πολύ καλά σε προσωπικό επίπεδο, δέθηκα με τον κόσμο, έκανα φίλους και βρήκα τον εαυτό μου σε όλα τα επίπεδα. Αποκορύφωμα στο φινάλε εκείνης της χρονιάς ήταν η κατάκτηση του πρωταθλήματος και η επιστροφή μου στην Εθνική ομάδα.

Επόμενος προορισμός η Τουρκία και η Καϊσερισπόρ. Με απέκτησαν ως δανεικό από τον ΠΑΟΚ.

Έπαιξα σε 15 αγώνες, αλλά δέχθηκα πολλή αγάπη, από όλους.

Δεν υπήρχε καμία κακία-μίσος-κόντρα, εξαιτίας της ελληνικής καταγωγής μου. Κάθε άλλο.

Πήγα μετά στη Σκωτία και την Χαρτς, σε μια υπέροχη πόλη, στο Εδιμβούργο. Μια χώρα, η οποία λατρεύει το ποδόσφαιρο.

Εκεί έμεινα για μόλις πέντε μήνες. Το διάστημα βέβαια μικρό, αρκετό δε για να νιώσω ξανά σημαντικός και να πατήσω στα πόδια μου, έπειτα από ένα εξάμηνο απραξίας στον ΠΑΟΚ.

Τα γεμάτα γήπεδα, ο εξαντλητικός ρυθμός των παιχνιδιών είναι πράγματα, τα οποία μένουν στη μνήμη μου.

Τελευταίος και συνάμα πιο διαφορετικός σταθμός της καριέρας μου στο εξωτερικό ήταν η Αλ-Φαϊχα στη Σαουδική Αραβία. Εκεί πήγα το καλοκαίρι του 2017.

Στην αρχή ήμουν ιδιαίτερα επιφυλακτικός, δεν το πολυπίστεψα ως προοπτική.

Ψάχνοντας και ρωτώντας, είδα ότι συνολικά ως πρωτάθλημα έχουν επενδύσει αρκετά χρήματα σε παίκτες, προπονητές, υποδομές και όχι μόνο.

Δεν το κρύβω βέβαια. το οικονομικό ήταν το μεγαλύτερο κίνητρο και έτσι βρέθηκα εκεί.

Η πρώτη εικόνα ήταν σοκαριστική, υπό την έννοια ότι πρόκειται για έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο σε σχέση με ό,τι γνωρίζουμε εμείς. Από το αεροπλάνο ακόμη, ταξιδεύοντας προς τα εκεί, άρχισα να καταλαβαίνω τη διαφορά. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο αντίκρισα άντρες με κελεμπίες, γυναίκες μαυροφορεμένες με μπούργκες. Εικόνες έντονες και δυνατές για το μάτι ενός Ευρωπαίου.

Στο διάστημα της προσαρμογής μου, προσπαθούσα να αντιληφθώ το πώς συμπεριφέρονται, τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, τους οποίους συναντούσα, την διαφορετική τους καθημερινότητα.

Ο πλούτος είναι κάτι έντονο εκεί, όπου κι αν πας, όπου κι αν κοιτάξεις. Το ποδόσφαιρο δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Και όχι μόνο σε προπονητές ή ποδοσφαιριστές, οι οποίοι επιλέγουν να ζήσουν αυτή την εμπειρία, αλλά ακόμα και σε διαιτητές.

Μάλιστα, έτυχε να παίξω και σε παιχνίδι, το οποίο σφύριζε ο Τάσος Σιδηρόπουλος, ακόμα και ο Μαρκ Κλάτενμπεργκ, ο οποίος τώρα είναι αρχιδιαιτητής στην Ελλάδα.

Εγώ, πάντως, δεν ήμουν από τους τυχερούς, αφού ζούσα σε μία μικρή πόλη, χωρίς πολλές επιλογές για τον ελεύθερό σου χρόνο.

Η καθημερινότητά μου έμοιαζε με ρουτίνα. Σπίτι, προπόνηση και πίσω. Έμενα σε ένα μεγάλο δωμάτιο ξενοδοχείου. Η ζέστη αφόρητη. Εκεί, έμεινα δύο χρονιές. Δεν το μετάνιωσα ούτε μια στιγμή. Ούτε ποδοσφαιρικά, ούτε ως εμπειρία ζωής. Ήταν το πιο ξεχωριστό κεφάλαιο της καριέρας μου και θα το θυμάμαι για πάντα.

Κεφάλαιο – Εθνική Ομάδα

Από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της καριέρας μου. Ανατριχιάζω και μόνο με τις σκέψεις, όταν θυμάμαι στιγμές, γεγονότα, καταστάσεις. Η Εθνική Ελλάδος ήταν πάντα κάτι ιδιαίτερο, κάτι διαφορετικό στο μυαλό μου.

Στα τέλη του 2005, κλήθηκα για πρώτη φορά από τον Ότο Ρεχάγκελ για ένα φιλικό τουρνουά στη Σαουδική Αραβία. Εκεί, είχα την πρώτη επαφή μου με τα παιδιά, τα οποία κατέκτησαν το Euro στην Πορτογαλία.

Από τους πανηγυρισμούς στους δρόμους ενάμιση χρόνο πριν, τώρα ήμουν συμπαίκτης τους. Σε ηλικία μόλις 21 ετών, κατάφερα να γίνω μέλος αυτού του κλειστού κλαμπ. Να κερδίσω την εμπιστοσύνη του κυρίου Ρεχάγκελ.

Ήταν τέτοια η αύρα εκείνης της ομάδας. Την ένιωθες κάθε στιγμή: σε κάθε προπόνηση στον Άγιο Κοσμά, μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους.

Νιώθω τυχερός και ευλογημένος, γιατί για μια δεκαετία ήμουν μέλος της ομάδας, η οποία έγραψε – μετά το Euro του 2004 – μία ακόμα «χρυσή» εποχή, παίζοντας σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα και Παγκόσμια Κύπελλα. Συνολικά έπαιξα σε 75 επίσημα παιχνίδια με το Εθνόσημο στο στήθος, πετυχαίνοντας δύο γκολ.

Το συστατικό της επιτυχίας για εκείνη την ομάδα ήταν ότι ξέφυγε από μικροπολιτικές, παραγοντιλίκια, οπαδισμό, δεν την άγγιζε τίποτα και κανένας. Αυτόματα, λοιπόν, κέρδισε τον σεβασμό, γιατί ήταν κάτι ξεχωριστό. Όλοι μας τη βλέπαμε ως κάτι ξεχωριστό.

Με την Εθνική έπαιξα για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2006, σε ένα φιλικό με τη Νότια Κορέα. Η γεύση γλυκόπικρη. χτύπησα και βγήκα από το ματς.

Θυμάμαι έντονα το παιχνίδι μπαράζ στην Ουκρανία, όταν πήραμε την πρόκριση στο Μουντιάλ του 2010 στη Νότια Αφρική.

Έπαιξα και στα τρία ματς εκείνης της διοργάνωσης βασικός, έχοντας ενεργή συμμετοχή σε όλα. Αποκορύφωμα, η πρώτη μας νίκη για την Ελλάδα σε Μουντιάλ, με 2-1 επί της Νιγηρίας.

Ήμασταν στα αποδυτήρια στο ημίχρονο με το σκορ στο 1-1 και την αντίπαλό μας να έχει μείνει με 10 παίκτες. Και αντί να είμαστε ήρεμοι και ψύχραιμοι, επειδή ακριβώς είχαμε αντιληφθεί την ευκαιρία, την οποία είχαμε μπροστά μας, υπήρχε τεράστια ένταση μεταξύ μας. Σε σημείο παρεξήγησης. Κάναμε σαν θηρία σε κλουβιά, λίγο πριν μας… αμολήσουν! Αυτό βγήκε -ευτυχώς- με θετικό τρόπο στο γήπεδο και με μια πολύ καλή απόδοση πετύχαμε κάτι ιστορικό! Εκείνη τη στιγμή αυτό αισθάνεσαι: ότι είσαι μέρος της ιστορίας.

Δεν γίνεται να μην σε αγγίξουν όλα αυτά. Μετά παίξαμε με την Αργεντινή. Από εκείνο το παιχνίδι, θυμάμαι χαρακτηριστικά την εντολή του Ρεχάγκελ στο μίτινγκ, προς τον Σωκράτη να ακολουθεί παντού τον Μέσι. Να γίνει σκιά του. Και, φυσικά, θυμάμαι πολύ έντονα τη φιγούρα του Μαραντόνα στον πάγκο. Έφερα όλο το ματς στο μυαλό μου στο άκουσμα της είδησης τού θανάτου του.

Ο Αλέξανδρος Τζιόλης σουτάρει μπροστά από τον Ντίξον Ετούχου, στην ιστορική αναμέτρηση Ελλάδα – Νιγηρία, στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής, το 2010 / Photo by: Eurokinissi (Action Images).

Τέσσερα χρόνια μετά, έρχεται το δεύτερο σερί Μουντιάλ, αλλά για να πάμε εκεί, περνάμε και πάλι τη διαδικασία των μπαράζ με τη Ρουμανία.

Ειδικά στο εντός έδρας ματς, στο «Καραϊσκάκης», δεν έχω ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Ο παλμός και η ατμόσφαιρα για παιχνίδι Εθνικής ομάδας ήταν μοναδικά.

Πήγαμε στη Βραζιλία. Η νίκη επί της Ακτής Ελεφαντοστού που μας έφερε στους «16».

Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου τους πανηγυρισμούς μας, μετά το γκολ της πρόκρισης του Σαμαρά.

Μετά, ήρθε η ήττα, ο αποκλεισμός από την Κόστα Ρίκα στα πέναλτι.

Μια στιγμή που σημάδεψε την καριέρα μου ήταν κι ο σοβαρός τραυματισμός, τον οποίο είχα στο παιχνίδι με τη Λετονία το φθινόπωρο του 2010.

Προερχόμουν από το Μουντιάλ της Αφρικής, είχα αρχίσει τη σεζόν σε μια νέα ομάδα, στη Σανταντέρ.

Έπαιζα, πήγαινα καλά, σε ένα πρωτάθλημα, όπως το ισπανικό. Μια στιγμή, όμως, αρκούσε για να αλλάξουν όλα.

Σε μια διεκδίκηση της μπάλας, σπάω το πόδι μου. Δεν υπάρχει κάτι χειρότερο για έναν ποδοσφαιριστή. Κάθε μέρα, μέχρι την επιστροφή μου, ήταν διπλή. Ατελείωτη. Η θέληση για επιστροφή, όμως, ήταν τεράστια.

Ενάμιση χρόνο μετά, μία ακόμα απογοήτευση. Ο αποκλεισμός μου από την αποστολή του Euro 2012. Ήμουν στην προεπιλογή, πήγα στην προετοιμασία, στην Αυστρία, αλλά τελικά έμεινα εκτός διοργάνωσης.

Στεναχωρήθηκα. Είχα παίξει βασικός σχεδόν σε όλα τα παιχνίδια, είχα δώσει και την ψυχή μου, τον καλύτερό μου εαυτό, κι ένιωσα εκτός από απογοήτευση και αδικία. Πίστευα και πιστεύω πως άξιζα να είμαι εκεί. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να το ξεχάσω.

Ρόλο σε αυτό, ίσως, έπαιξε και ο παροπλισμός μου στη Μονακό εκείνη τη σεζόν. Ο Φερνάντο Σάντος, λίγο καιρό πριν, είχε έρθει στο πριγκιπάτο να με δει και να μιλήσουμε.

«Αλέξη, δεν θα σε καλέσω στο Euro, είναι μία οριστική απόφαση, την οποία έχω πάρει…», θυμάμαι μου είπε, χωρίς να μου εξηγήσει τους λόγους της απόφασής του αυτής.

«Το θεωρώ άδικο. το σέβομαι, όμως, και να είσαι σίγουρος, κόουτς, πως μετά το Euro θα με ξανακαλέσεις», του απάντησα. Και έτσι έγινε. Λίγους μήνες μετά, ήμουν και πάλι εκεί.

Οι βασικές διαφορές των Ρεχάγκελ και Σάντος ήταν πως ο Ρεχάγκελ υποστήριζε τις επιλογές του. Στήριζε το βασικό κορμό της ομάδας. Ακόμα και σε περιόδους, όταν μπορεί να μην πήγαινες και τόσο καλά στην ομάδα τους. Και αυτό το έκανε σε όλους. Βέβαια, και οι δυο τους ήταν από τους κύριους λόγους, για τους οποίους καταφέραμε ως Εθνική ομάδα να φτάσουμε στην ελίτ του Παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Κεφάλαιο 6 – Εγώ, ο Αλέξανδρος

Επέλεξα συνειδητά, όλα τα χρόνια της ποδοσφαιρικής μου πορείας, να κλείνω τα αφτιά μου στα όσα λέγονταν και ακούγονταν κατά καιρούς για μένα, σε προσωπικό επίπεδο, για τις αγωνιστικές μου ικανότητες.

Για μένα, ανέκαθεν η ουσία του ποδοσφαίρου ήταν το ίδιο το άθλημα και τίποτα άλλο γύρω από αυτό. Όπως ο τύπος, τα ΜΜΕ, οι δημοσιογράφοι έκαναν τη δική τους δουλειά, έτσι και ΄γω έκανα τη δική μου, χωρίς να δίνω βάση στο τι γράφονταν για εμένα.

Έτσι, από νωρίς, χρεώθηκα τη λέξη «αντιδημοσιογραφικός». Αυτό ξεκίνησε -κυρίως- από την εποχή του Παναθηναϊκού. Εμένα αυτό, το οποίο πάντοτε με ενδιάφερε, ήταν πρωτίστως η άποψη τού προπονητή και των συμπαικτών μου. Οι δικές τους γνώμες ήταν οι σημαντικές για εμένα. Με γνώμονα αυτό, σταμάτησα να διαβάζω και να αφουγκράζομαι όλα, όσα αφορούσαν σε εμένα.

Αυτομάτως, αυτό μου αφαίρεσε πολύ από την πίεση, την οποία ενδεχομένως να είχα, αν έδινα βάση σε αυτά. Ίσως γι’ αυτό να έφταιξε το γεγονός πως ουδέποτε έκανα το παραμικρό, έχοντας ως στόχο να ταυτιστώ με μία ομάδα ή να γίνω αρεστός στους οπαδούς.

Σεβόμουν απεριόριστα όλες τις ομάδες και τον κόσμο τους, ποτέ μου, όμως, δεν πούλησα «οπαδιλίκι» για να γίνω ο αγαπημένος της κερκίδας. Τώρα, με πιο καθαρό μυαλό και όντας έξω από το χορό τα δύο τελευταία χρόνια, η δική μου απάντηση σε όλα αυτά είναι πως υπήρχε μεγάλη δόση υπερβολής και αδικίας στην κριτική, την οποία δεχόμουν. Δεν μετανιώνω, όμως, για τη στάση μου. Κάθε άλλο.

Οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά από μέρους μου, θα ήταν κόντρα στα πιστεύω μου, τον χαρακτήρα μου, τις αρχές, με τις οποίες γαλουχήθηκα από την οικογένειά μου.

Εν κατακλείδι, μου αρκεί πως ο κόσμος του ποδοσφαίρου, οι άνθρωποι που το διαμορφώνουν και κυρίως οι προπονητές, ξέρουν και καταλαβαίνουν ποιος είμαι. Κι έχουν για εμένα την άποψη, η οποία θεωρώ πως μου αξίζει. Πως ήμουν ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής.

Υστερόγραφο: Η ζωή μετά το ποδόσφαιρο – Μια αγάπη που δεν σβήνει ποτέ

Με την ευχή να γίνω ένας ακόμα καλύτερος προπονητής, ετοιμάζομαι για το επόμενο βήμα. Ήδη, παρακολουθώ μαθήματα προπονητικής στην σχολή της Ομοσπονδίας, για να πάρω το δίπλωμα. Ήταν κάτι, το οποίο είχα αποφασίσει πριν πολλά χρόνια. Ακόμα και ως ποδοσφαιριστής, είχε αρχίσει να μπαίνει στο μυαλό μου, να το σκέφτομαι ολοένα και περισσότερο, το να ασχοληθώ με την προπονητική.

Όσο περνούσε ο καιρός, η επιθυμία αυτή γινόταν πιο έντονη, πιο ξεκάθαρη μέσα μου. Πάντα, από μικρός, όταν αγωνιζόμουν, είχα μια έμφυτη τάση να «διαβάζω» το παιχνίδι, να δίνω σημασία στις κινήσεις των προπονητών. Ήταν κάτι, το οποίο μου άρεσε. Η τακτική ανάλυση, τα συστήματα.

Στη ζωή μου ανέκαθεν έβαζα στόχους. Έτσι και τώρα.

Φαντάζομαι τον εαυτό μου, σε μερικά χρόνια, να είμαι στον πάγκο μιας μεγάλης ομάδας, να ζω και πάλι την ένταση της καθημερινότητας, τις προπονήσεις, την προετοιμασία για τους αγώνες, τον ανταγωνισμό.

Να ζήσω και πάλι, στον υπερθετικό βαθμό, όλα τα συναισθήματα που προκαλούνται από το ποδόσφαιρο. Το οποίο ευχαριστώ για όλα, όσα μου έχει χαρίσει, γι’ αυτό, το οποίο με έκανε, και για όσα με δίδαξε στη ζωή μου…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This