Επιλογή Σελίδας

Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Στις 5 Ιουνίου του 2018 έφυγε από κοντά μας ο Άρης Ραφτόπουλος. Τα μέσα ενημέρωσης έδωσαν μια μεγάλη δημοσιότητα στον θάνατο του, κάτι που ομολογώ δεν την περίμενα, αφού λίγο είχαν ασχοληθεί μαζί του, όπως του άξιζε, όσο ζούσε. Όλες οι ομάδες, μεγάλες και μικρές, και όλοι οι φορείς του αθλήματος εξέδωσαν σχετικές συλλυπητήριες ανακοινώσεις για το γεγονός.

Κι όμως ελάχιστοι μπασκετόφιλοι σήμερα γνωρίζουν κάτι για τον Ραφτόπουλο. Η μεγάλη αξία του, η ενδιαφέρουσα πραγματικά και σχεδόν μυθιστορηματική ζωή του, αλλά και η σύνδεσή του με τον Ολυμπιακό με ωθούν να το κάνω σήμερα, από αυτή εδώ τη γωνιά.

Ο Άρης Ραφτόπουλος γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1951 όχι στην Ελλάδα, αλλά στο Σουέζ της Αιγύπτου, όπου εργαζόταν τότε ο μηχανικός σε υδραυλικά έργα πατέρας του και ζούσε με την οικογένειά του. Από μικρό παιδάκι, στα σχολεία της εκεί ελληνικής παροικίας ανακάλυψε και αγάπησε τον αθλητισμό γενικότερα και όχι μόνο το μπάσκετ.

Εκτός από την «πορτοκαλί θεά με τα μπιμπίκια», όπως λέγανε κάποτε την μπάλα του μπάσκετ, ασχολήθηκε εξίσου με τον στίβο και το ποδόσφαιρο. Δεν είχε αποφασίσει που θα επικεντρωνόταν, καθώς με ό,τι αθλητικό καταπιανόταν έδειχνε ταλέντο και έφεση.

Το 1961, σε ηλικία δέκα ετών, ο ίδιος και η οικογένειά του επέστρεψαν για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά. Εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Νείλο της συνοικίας του Χατζηκυριάκειου.

Εκεί ο Ραφτόπουλος ασπάστηκε τη θρησκεία του Ολυμπιακού. Καθώς όμως ήταν ανέκαθεν ανήσυχος εραστής του αθλητισμού, δεν σταμάτησε να ψάχνεται. Έτσι, το βεληνεκές των ενδιαφερόντων του δεν περιορίστηκε στα αθλήματα, που προαναφέραμε.

Λάτρεψε και την κολύμβηση. Γρήγορα έγινε κολυμβητής (και μάλιστα ταλαντούχος) της αγαπημένης ομάδας του, του Ολυμπιακού τη χρυσή εποχή (δεκαετία του 1960), όταν η κόντρα με τον ΠΑΟ για τα πρωτεία στον υγρό στίβο ήταν τεράστια. Ήταν η εποχή του θρυλικού «μπέμπη» του Ολυμπιακού Δημήτρη Καρύδη και των άλλων μεγάλων κολυμβητών και κολυμβητριών του συλλόγου, του Κουτουμάνη, του Παπαδάκη, της Μπαξεβανέλη, της Σπυροπούλου κ.λπ. Τότε που το εθνικό κολυμβητήριο στο Ζάππειο στέναζε υπό το βάρος χιλιάδων φανατισμένων θεατών στους πανελλήνιους αγώνες πρωταθλήματος.

Στον Άρη άρεσαν όμως και οι καταδύσεις, άθλημα που, παρεμπιπτόντως, συνυπολογιζόταν βαθμολογικά για την κατάκτηση του τίτλου του πρωταθλητή κολύμβησης. Φυσικά ήταν θαυμαστής του αθλητή καταδύσεων του Ολυμπιακού και μετέπειτα ηθοποιού Κώστα Πρέκα, ο οποίος υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια αδιαφιλονίκητος πρωταθλητής Ελλάδας στο συγκεκριμένο άθλημα. Με τις αθλητικές καταδύσεις στην πισίνα πάντως δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα. Πολύ αργότερα όμως, όταν θα τελείωνε η αθλητική του καριέρα, οι ερασιτεχνικές καταδύσεις στην θάλασσα θα γινόντουσαν ίσως το πιο προσφιλές του χόμπι.

Παράλληλα, η αγάπη του στα άλλα σπορ εστιάστηκε κυρίως στο ποδόσφαιρο και κυρίως στον τοπικό Αργοναύτη, ο οποίος τότε, τη δεκαετία του 1960, είχε την καλύτερη ομάδα της ιστορίας του, αυτή που θα έβγαζε τον μεγάλο Δεληκάρη. Η αγάπη του για το μπάσκετ είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα.

Μετά από 3-4 χρόνια η οικογένεια Ραφτόπουλου μετακόμισε από τον Πειραιά στην Αθήνα, στο Παγκράτι. Η απόσταση τον απομάκρυνε από την κολύμβηση του Ολυμπιακού. Άλλωστε εκείνη την εποχή το κολύμπι δεν θεωρείτο άθλημα που μπορούσε να συνεχιστεί από αθλητή μετά την εφηβική ηλικία.

Αντίθετα, το ποδόσφαιρο παρέμεινε ανάμεσα στις προτεραιότητες των αθλητικών ενδιαφερόντων του. Κάποιοι φίλοι και γείτονες προσπάθησαν τότε να τον πείσουν να ενταχθεί στον ποδοσφαιρικό ΠΑΟ, ως επιθετικός. Αγωνίστηκε μάλιστα δοκιμαστικά σε κάποιο φιλικό αγώνα που οργάνωσαν οι πράσινοι, στον οποίο μάλιστα διακρίθηκε και σκόραρε, προκαλώντας το ενδιαφέρον του Λάκη Πετρόπουλου, ο οποίος ήταν τότε στην προπονητική ομάδα των πράσινων.

Όμως οι δισταγμοί του ιδίου, λόγω της ολυμπιακής του καταγωγής και γαλούχησης, όσο και –κυρίως– η αντίδραση του πατέρα του, που δεν συμπαθούσε καθόλου τον κόσμο του ποδοσφαίρου, τον οποίο θεωρούσε ως κακό περιβάλλον κακής επιρροής, που μπορούσε να καταστρέψει τη ζωή και την εξέλιξη του γιου του ως ανθρώπου, στάθηκαν ανασταλτικοί παράγοντες για επιλογή ποδοσφαιρικής καριέρας.

Εκείνη ακριβώς την κρίσιμη περίοδο (1964/65) και κάτω από οικογενειακές πιέσεις και προτροπές αναζωπυρώθηκε η αγάπη του για το μπάσκετ, που φάνταζε ευγενές άθλημα στην οικογένεια, σε σύγκριση με το ποδόσφαιρο.

Γράφτηκε, λοιπόν, με τις ευλογίες του πατέρα του, στον ΑΟ Παγκρατίου. Το γηπεδάκι στον Προφήτη Ηλία στην οδό Δαμάρεως, από όπου ξεκίνησαν ένα σωρό σπουδαίοι μπασκετμπολίστες, έγινε δεύτερο σπίτι του. Αυτή θα είναι η αφετηρία μιας πολύ μεγάλης καριέρας στα γήπεδα του μπάσκετ, με τη φανέλα του Παγκρατίου, που θα κρατήσει μέχρι το 1975. Από το 1970, ο Ραφτόπουλος θα γίνει ισάξιος συμπαίκτης των μελών της περίφημης «χρυσής πεντάδας» του Παγκρατίου.

Εδώ θα κάνω μια σύντομη παρένθεση για να αναφερθώ στο Παγκράτι.

Το Παγκράτι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και για μια δεκαετία περίπου, είχε μια σπουδαία ομάδα, με πολλούς διεθνείς παίκτες, η οποία κατέκτησε τρεις φορές την τρίτη θέση στο πρωτάθλημα εθνικής κατηγορίας της χώρας μας. Μια ομάδα, η οποία έπαιζε ένα τρομερά θεαματικό και εντυπωσιακό μπάσκετ, που προηγείτο πολύ της εποχής του. Καμία ελληνική ομάδα δεν έχει παίξει το fast break τόσο γρήγορα, συστηματικά και υποδειγματικά όσο το Παγκράτι.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια φάση που έχω δει από ένα αγώνα που το Παγκράτι έριξε πάνω από 110 πόντους στον Πανιώνιο, με τρείς παίκτες του Παγκρατίου να έχουν φτάσει, εν ριπή οφθαλμού, κάτω από το αντίπαλο καλάθι μόνοι τους, εντελώς ανενόχλητοι και να πασάρουν ο ένας στον άλλο για το ποιος θα αφήσει την μπάλα στο διχτάκι, τη στιγμή που ο πλησιέστερος παίκτης του Πανιωνίου που επέστρεφε στην άμυνα δεν είχε φτάσει ακόμη στην κορυφή της δικής του ρακέτας. Και μάλιστα όλα αυτά αμέσως μετά από προηγηθέν καλάθι του Πανιωνίου!

Το εκπληκτικό με το Παγκράτι ήταν ότι πολλοί από τους παίκτες του, που έπαιζαν μπάσκετ, έπαιζαν ταυτόχρονα και στην ομάδα βόλεϊ του Παγκρατίου, η οποία επίσης πρωταγωνιστούσε στο πρωτάθλημα Ελλάδας!

Το Παγκράτι έδωσε στον Ολυμπιακό τέσσερις παίκτες: τον Σισμανίδη, τον Ραφτόπουλο, τον Μπακατσιά και τον Καρατζά. Ο μακράν καλύτερος από αυτούς, από πλευράς αξίας, ήταν ο Ραφτόπουλος, ο οποίος όμως είχε τις επίσης μακράν λιγότερες επιτυχίες ως παίκτης στον Ολυμπιακό, σε σύγκριση με τους άλλους τρεις. Έτσι γίνεται όταν αποφασίζουν οι διάφορες συγκυρίες.

Το 1975, όλη η μεγάλη φουρνιά παικτών του Παγκρατίου, στους οποίους είχε προστεθεί αργότερα ο νεότερός τους Ραφτόπουλος είχε αποσυρθεί. Ο Ραφτόπουλος είχε μείνει μόνος του σε μια εντελώς αδύναμη, νέα και ατάλαντη πλέον ομάδα, που τίποτε δεν είχε πάρει από την κληρονομιά του Παγκρατίου.

Εκείνη τη χρονιά, έρχεται και η πανωλεθρία της Εθνικής Ελλάδας στο Πανευρωπαϊκό στο Βελιγράδι το 1975. Ο Ραφτόπουλος, μέλος εκείνης της Εθνικής, τιμωρείται από την ελληνική ομοσπονδία για πειθαρχικά παραπτώματα μαζί με τον Γκούμα και τον Κόντο στη γνωστή και ως «σερενάτα του Δούναβη» υπόθεση. Οι τρεις τους είχαν κατηγορηθεί για πολλά και διάφορα, άλλα αληθινά, άλλα υπερβολικά και άλλα ανύπαρκτα. Μεταξύ άλλων, είχαν κατηγορηθεί ως «αντάρτες» επειδή είχαν εκσφενδονίσει στον Δούναβη, από τα μπαλκόνια του ξενοδοχείου, όπου διέμενε η αποστολή, όλα τα αναμνηστικά και όλα τα δώρα, που συνηθίζονταν να δίνονται στους αγώνες. Μολονότι την κύρια ευθύνη για τα γεγονότα είχε ο γνωστός «καπετάν-φασαρίας» και ασυμβίβαστος ταραξίας Βασίλης Γκούμας, τιμωρήθηκαν και οι τρεις. Στην αρχή, η ποινή ήταν ισόβιος αποκλεισμός από την εθνική, που στη συνέχεια μετατράπηκε σε τριετή αποκλεισμό, ενώ υπήρξε και αγωνιστικός αποκλεισμός.

Ο Ραφτόπουλος απογοητευμένος από την άδικη, όπως τη θεώρησε, αντιμετώπισή του από την ομοσπονδία, αλλά και από τη μηδενική αγωνιστική προοπτική στο Παγκράτι, το οποίο, έτσι κι αλλιώς, εκμεταλλευόμενο το αυστηρό μεταγραφικό καθεστώς των «δελτίων», δεν του έδινε μεταγραφή για ομάδα της αρεσκείας του θέλησε να φύγει στο εξωτερικό.

Η Μπάγερν Μονάχου τον είχε ζητήσει τότε, αλλά η ομοσπονδία μπλοκάρισε τη μεταγραφή αυτή, όπως και κάθε άλλη ομάδα της Ευρώπης, και μάλιστα επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι η μόνη λύση που είχε ο Άρης ήταν να αγωνιστεί για ένα διάστημα στο Ιράν σε ομάδα της Τεχεράνης (!). Ο Ραφτόπουλος λοιπόν υπήρξε ένας αθλητής-πολίτης του κόσμου, αφού γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έπαιξε στην Περσία.

Η αντίδραση ειδικά του Ραφτόπουλου στην ποινή ήταν απόλυτη και η στάση του άκαμπτη, με αποτέλεσμα η ομοσπονδία να μη φανεί επιεικής μαζί του όπως στους άλλους και να μην τον συγχωρέσει. Η αγωνιστική καραντίνα που του επιβλήθηκε ήταν τριετής, πάνω στη μάλλον πιο γόνιμη φάση της αθλητικής καριέρας του.

Το 1978 έληξε η τιμωρία του και το Παγκράτι, που βρισκόταν πλέον σε διαρκή ελεύθερη πτώση κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα να τον κρατά. Έτσι τον άφησε ελεύθερο. Άλλωστε, μετά από τόσο παρατεταμένη αγωνιστική αφάνεια, λίγοι περίμεναν ότι πλησίαζε ξανά τον καλό εαυτό του.

O Μουρούζης όμως γνώριζε καλά τη μεγάλη κλάση του και δεν αμφέβαλλε ούτε δίσταζε. Έτσι, το 1978, τον απέκτησε ο Ολυμπιακός, στον οποίο θα αγωνιστεί μέχρι το 1984. Μετά λοιπόν από πολλά χρόνια ο Ραφτόπουλος κατέληξε και πάλι εκεί από όπου ξεκίνησε τον αθλητισμό, στην ομάδα της καρδιάς του, αλλά σε ένα άλλο άθλημα. Βασικός προορισμός του όταν αποκτήθηκε ήταν να ξεκουράζει επάξια τον παίκτη-κομπιούτερ Μελίνι.

Στον Ολυμπιακό θα παίξει αρκετά καλά παιχνίδια, αλλά θα κατακτήσει μόνο το Κύπελλο Ελλάδας του 1980. Θα συμμετάσχει πάντως, βοηθώντας σημαντικά, στη μεγάλη διάκριση της ομάδας μας στην Ευρώπη, όταν έφτασε στο final six της μεγαλύτερης διασυλλογικής διοργάνωσης της περιόδου 1978/79.

Γενικά και πάλι οι συγκυρίες δεν στάθηκαν ευνοϊκές, αφού ούτε ο παίκτης, αλλά ούτε ο Ολυμπιακός βρισκόντουσαν στην καλύτερη περίοδό τους όταν συναντήθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, έπαιξε πολλά καλά παιχνίδια με την ομάδα.

Στην καριέρα του, υπήρξε δεινός σκόρερ και σημείωσε 3.671 πόντους σε αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος. Την περίοδο 1973/74, μάλιστα, με 480 πόντους σε 22 αγώνες, είχε αναδειχθεί τρίτος σκόρερ του πρωταθλήματος, μετά από τους μεγάλους σκόρερ Γκούμα και Κόντο δηλαδή τους «συν-αντάρτες».

Στην Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε από το 1970 ως το 1975. Είχε συνολικά 93 συμμετοχές και πέτυχε 550 πόντους, με ατομικό ρεκόρ πόντων 19. Υπήρξε βασικός συντελεστής των επιτυχίας της Εθνικής Νέων να κατακτήσει ασημένιο μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό Νέων απέναντι στη μεγάλη σοβιετική ομάδα του φημισμένου Αλεξάντερ Μπέλοφ.

Ως παίκτης, έπαιξε με την ίδια επιτυχία στις θέσεις 1 και 2. Ξεκίνησε ως ιδιαίτερα ταλαντούχος σούτινγκ γκαρντ και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε έξοχο πλεϊμέικερ και μάλιστα σχετικά ψηλό για τα δεδομένα της εποχής. Υπήρξε πλήρης παίκτης, με σπουδαίες επιθετικές, αλλά και πολύ ικανοποιητικές αμυντικές αρετές. Ήξερε να οργανώνει, να πασάρει, να διεισδύει και να σουτάρει με μεγάλη επιτυχία.

Βασικό χαρακτηριστικό του η άνεσή του στον χειρισμό και η ικανότητα του στο κατέβασμα της μπάλας, που τα ανέπτυξε και τελειοποίησε σε υψηλό επίπεδο. Στην ακμή του, είχε την καλύτερη (ιδίως σταυρωτή) ντρίμπλα των ελληνικών γηπέδων, ενώ τις κινήσεις του ως χειριστή μπάλας διέκρινε ένα εντυπωσιακό και ασυνήθιστο μέχρι τότε reverse dribbling με διάφορες παραλλαγές και γενικά πολύ ευχερείς αλλαγές χεριών και κατευθύνσεων, με απίθανα ξαφνικά σταματήματα και επανεκκινήσεις.

Στη ζωή του, ήταν απόφοιτος της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου και της Ανώτατης Σχολής Φυσικής Αγωγής. Εργάστηκε ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης σε καλά σχολεία, ενώ άσκησε και το επάγγελμα του προπονητή αλλά και του μάνατζερ στο μπάσκετ. Κάπνιζε, αλλά ταυτόχρονα ήταν φυσιολάτρης και αγαπούσε πολύ τις ταξιδιωτικές εμπειρίες. Έπαιζε κλασσική κιθάρα. Προπάντων όμως ήταν ντόμπρος και πολύ αγαπητός σε όλους. Οι περισσότεροι, από σχετικά μικρή ηλικία μάλιστα, τον αποκαλούσαν «άρχοντα».

Πηγή: Bianco Rossi 1925

Pin It on Pinterest

Shares
Share This