Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

«Δεν ντρέπομαι να το πω. Ούτε θα το μετανιώσω μετά. Αυτός ο τίτλος είναι για μένα πιο σημαντικός και από το Μουντιάλ του 1986»! Ηταν η στιγμή που εκστασιασμένος βίωνε το απόλυτο θαύμα. Είχε μόλις οδηγήσει μία άσημη ομάδα από τον φτωχό Νότο στο να τα βάλει και να νικήσει τους πλούσιους του Βορρά. Εκείνο το αγόρι που είχε όλο το πάθος του κόσμου στα πόδια και στις εκφράσεις του, που οδήγησε έναν παραμελημένο λαό στην εκπλήρωση των ονείρων, στη δική τους Γη της επαγγελίας. Και καθώς χάιδευε με τα χέρια του το τρόπαιο, φορώντας το 10 στην πλάτη, έκανε όλη τη Νάπολι να κλαίει, μία μέρα σαν και την τωρινή, 35 χρόνια νωρίτερα, στις 10 Μαΐου του 1987. Ηταν η στιγμή που δίπλα στο εικόνισμα τη Παναγίας, σε κάθε σπίτι Ναπολιτάνου, θα φιγούραρε πλέον και ένα ομοίωμα του Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα.

Λίγο αργότερα, ημίγυμνος, δακρυσμένος, με δυσκολία στην άρθρωση εξαιτίας της αυθεντικής συγκίνησης, θα δήλωνε επισήμως ένας από εκείνους: «Όταν έγινα πρωταθλητής κόσμου Νέων στην Ιαπωνία, ήμουν μακριά από τον τόπο μου. Το ίδιο αισθάνθηκα και το 1986. Τώρα όμως βρίσκομαι στο σπίτι μου. Το ξέρω και το ξέρετε ότι είμαστε ένα. Μία οικογένεια, στην ίδια πατρίδα. Είμαι ένα τέκνο αυτής της πόλης».

Εκείνη τη μέρα ο Ντιεγκίτο μεταμόρφωνε τη Νάπολι σε έναν παγκόσμιο οργανισμό που κέρδιζε οπαδούς σε κάθε γωνιά της γης. Την ίδια στιγμή κι εκείνος μεταμορφωνόταν σε κάτι εξωγήινο. Ένα πλάσμα μυθικών διαστάσεων που ξεπερνούσε τη φήμη του ποδοσφαιριστή. Αλλωστε, μόνο κάποιους είδους θεότητα θα μπορούσε να παίζει όπως εκείνος, δίχως να έχει κοιμηθεί τρεις μέρες σερί, έχοντας πάρει ναρκωτικά, απειλούμενος και κοντρολαρισμένος από τη μαφία, τις γυναίκες, τους δικούς του εσωτερικούς δαίμονες και όλες τις ανίερες εκδοχές ενός χαρακτήρα χωρίς όρια στην απόλυτα ξεδιάντροπη ροπή του προς την υπερβολή.

Εκείνη τη σεζόν θα οδηγούσε την ομάδα του σε ένα μυθικό νταμπλ. Συνολικά, στα περίπου επτά χρόνια που έμεινε στη Νάπολι, ο Μαραντόνα θα κατακτούσε ακόμα ένα Σκουντέτο (1990), το Σούπερ Καπ (1990) και το Κύπελλο UEFA (1989). Και σε εκείνη την περίοδο της ζωής του εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων, θα ήταν… πιο Μαραντόνα από ποτέ. Και όλα θα είχαν ξεκινήσει με εκείνη την απορία που άφηνε σε όλον τον ποδοσφαιρικό πλανήτη εκείνη η απόφαση. Με την ισπανική «El Pais» να αποδίδει επακριβώς στον τίτλο αυτό που συνέβαινε: «Ο Μαραντόνα αφήνει τη Formula 1 (Μπαρτσελόνα), για να πάει σε ένα ποδηλατάκι παραλίας».

Μόνο που εκεί που πήγαινε, του θύμιζε την αγαπημένη του γειτονιά στο Μπουένος Αϊρες και αυτό για εκείνον ήταν πάντοτε ποιο σημαντικό από τη δόξα της κάθε Μπάρτσα. Σημασία είχε μόνο το να τρέχει με την μπάλα στα πόδια και να τον αγαπούν οι περιφρονημένοι του κάθε τόπου. Και η Νάπολι τον περίμενε ακριβώς έτσι. Με φανέλες και κασκόλ κρεμασμένα στα μπαλκόνια και τα μάτια κατεβασμένα χαμηλά από την φτώχια, αλλά και την αθωότητα των ταπεινών, που δεν σήκωσαν ποτέ τους κεφάλι. Ηταν 5 Ιουλίου του 1984, όταν εκείνος έβγαινε από το τούνελ και μπροστά σε 86.000 Παρτενοπέι, σε μία μυθολογικής παραίσθησης εικόνα, έπαιρνε το μικρόφωνο και έδινε μία υπόσχεση, την οποία δεν υπήρχε περίπτωση να μην εκπλήρωνε: «Ναπολιτάνοι, αδέρφια μου. Θα κατακτήσω το πρωτάθλημα για εσάς»!

Σταδιακά το όνομά του θα βρισκόταν όχι μόνο σε κάθε σπίτι της Νάπολι και όλου του Νότου, αλλά και σε κάθε εκκλησία. «Παρακαλούμε με βαθιά πίστη για συγχώρεση και για να βοηθήσει ο Θεό τον Μαραντόνα και την οικογένειά του. Να τους έχει καλά, ώστε να μπορέσει να οδηγήσει τη Νάπολι στο Σκουντέτο», ήταν η καθημερινή παράκληση του Πάτερ Αλμπέρτο στην αναγεννησιακή μονή της «Santa María Della Catena». Το ίδιο συνέβαινε όμως στις περισσότερες ενορίες της πόλης, όπου όλοι οι πιστοί καθολικοί άναβαν ένα κεράκι και για τον επί γης άγιό τους, ο οποίος θα τους έδινε τη δυνατότητα για πρώτη φορά να πάρουν ένα μικρό είδος ρεβάνς για όσα υποτιμητικά βίωναν από τους πλούσιους Βόρειους.

Θα νικούσαν την παντοδύναμη, Ιντερ, την τεράστια Μίλαν, την πάμπλουτη Γιουβέντους. Ξανά και ξανά και ο Ντιεγκίτο θα γινόταν ο δικός τους δεσπότης. Ενας εκλεκτός του δικού τους Θεού, ο υιός του, που στάλθηκε στον κόσμο, για να τους οδηγήσει έστω και για λίγα χρόνια στον ποδοσφαιρικό Κήπο της Εδέμ. «Πάντα όταν σκέφτομαι εκείνες τις μέρες, καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα. Ότι το πρωτάθλημα τότε δεν το κέρδισα εγώ και η ομάδα. Ηταν όλη η πόλη, οι δικές τους καρδιές, η δική τους δύναμη που το έκανε. Ηταν μία επιτυχία του λαού, ο οποίος μαζί μας έμαθε ότι για τις νίκες δεν χρειάζεται να είσαι πλούσιος, αλλά να έχεις δυνατή ψυχή και να παλεύεις». 

Και καθώς το πλατύ, καθαρό χαμόγελο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα επισκίαζε κάθε ανάμνηση εκείνου του πρώτου μυθικού Σκουντέτο, ένας ήχος που επιλαμβάνεται κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, απλωνόταν σαν βουητό πάνω απ’ όλη την επαρχία της Καμπανίας. Η αφετηρία του ήταν εκείνη η παλιά φυσούνα στο «Σαν Πάολο» και γέμιζε τους δρόμους της πόλης. Από την «Piazza del Plebiscito», έως την παραλιακή «Mergellina», την «Cappella Sansevero» και τη μυθική πιτσαρία του Sorbillo. Ηταν εκείνο το στιχάκι που τραγουδούσε ακόμα και ο ίδιος για τον εαυτό του…

«Μάνα, δεν ξέρεις γιατί χτυπάει η καρδιά μου;
Μάνα, δεν ξέρεις γιατί;
Μάθε γιατί είμαι ερωτευμένος.
Είδα τον Μαραντόνα»!

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This